Πρός
τόν Μακαριώτατον
Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας της Ελλάδος, Άρχιεπίσκοπον Αθηνών καί πάσης Ελλάδος Κύριον κ. Ίερώνυμον Β’, τόν καί Τοποτηρητήν τής Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης, ώς καί άπαντα τά Σεπτά Μέλη τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος
Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Ευλογείτε!
Του Φιλάνθρωπου Κυρίου καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού καλέσαντος εις τό ύπερουράνιον θυσιαστήριον τόν μακαρία τή λήξει γενόμενον Ποιμενάρχην ήμών κυρόν Παύλον, τόν καί πρώτον χρηματίσαντα Μητροπολίτην τής Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης, ό Ιερός Κλήρος τής θεοσώστου ταύτης κατ’ Αττική ν Επαρχίας, εύρίσκεται ήδη απωρφα-νισμένος.
Τού ένθάδε Επισκοπικού Θρόνου χηρεύοντος καί έπικειμένης τής πληρώσεως τής Καθέδρας τής Ιεράς ήμών Μητροπόλεως διά τής τιμίας ψήφου Υμών, άπαντες οι κάτωθοι υπογραφόμενοι, διακονούντες έν τή Ιερά ταύτη Μητροπόλει κληρικοί, συνελθόντες έπί τό αύτό, κρίσιν ποιήσαντες έκαστος τή εαυτού συνειδήσει μετά φόβου θεού καί συνοχής καρδίας, διερμηνεύοντες καί τήν φωνήν τού έν εκάστη Ενορία χριστεπωνύμου πληρώματος, σύσσωμοι έρχόμεθα έν ένί στόματι διά του παρόντος υπομνήματος, υποβάλλοντες παράκλησιν υίϊκήν καί θερμοτάτην, όπως είσακουσθή κατ’ ελάχιστον ή έκθύμως έκδηλουμένη ημετέρα επιθυμία, περί της αναδείξεως εις τόν τρισμέγιστον βαθμόν της Αρχιερωσύνης, τοϋ εκλεκτού συλλειτουργού ήμών Πανοσιολογιωτάτου Πρωτοσυγκέλλου της ‘Ιεράς ήμών Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτου Αλεξίου Ψωίνου καί της καταστάσεως τούτου ως συνεχιστού τού πολυκυμάντου έργου τού άοιδίμου πρώτου Μητροπολίτου ήμών κυρού Παύλου.
Ή επί τριακονταετία διακονία τού έν λόγω κληρικού εις πολυπληθείς Ενορίας της ήμετέρας Ιεράς Μητροπόλεως, ή μεστή ποιμαντικού έργου θυσιαστική άνάλωσις ύπέρ τών έν άνάγκαις χειμαζομένων χριστιανών, ή δεινή κηρυκτική κατανοητή καί έπίκαιρος καλλίκαρπος ρητορία, ή εύέλικτος προσέγγισις τών διοικητικών θεμάτων άπό τής υπευθύνου θέσεως τού Πρωτοσυγκέλλου, ή πανθομολογουμένως διακηρυσσομένη σεμνότης καί τό εκκλησιαστικό ν ήθος, καταξιώνουν τούτον εις τούς οφθαλμούς καί τάς καρδίας ήμών, ώς έκκλησιαστικόν άνδρα σώφρονα, άκατηγόρητον, τίμιον και άξιον, πληρούντα κατά πάντα τάς άρετάς ενός ύποψηφίου πρός Άρχιερατικήν έκλογήν.
Διό καί ίδίαις χερσί ύπογράφομεν τό παρακλητικόν τούτο ύπόμνημα, έπ’ούδενί άναιδείς καί φορτικοί γενόμενοι, άλλά μάλλον επιθυμούντες συγκυρηναίοι γενέσθαι, τού έπ’ αύριον χειροτονη-θησομένου Επισκόπου και Πατρός ήμών, άσπαζόμενοι μετά βαθυτάτου σεβασμού Ύμετέραν Πρωθαρχιερατικήν Σεπτήν δεξιάν, ώς καί τήν Τιμίαν Αρχιερατικήν χείραν ενός εκάστου Σεβασμιωτάτου, καί υίϊκώς διατελούμεν.