Την Κυριακή 24 Ιανουαρίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στην πρώτη Θεία Λειτουργία (7:00 – 9:00) που τελέστηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ναούσης.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Καἰ ἠκολούθησεν αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν». Μέ αὐτή τή φράση ὁλοκληρώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς τήν περιγραφή τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς. Ἕνας τυφλός ἐπαιτεῖ καθισμένος ἔξω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Καί ὅταν ὁ Χριστός περνᾶ καί ὁ τυφλός πληροφορεῖται ποιός εἶναι, ζητᾶ τό ἔλεός του, ζητᾶ ἀπό Αὐτόν πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου νά τοῦ χαρίσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Ὁ Χριστός, ὅπως πάντα, ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του, ἀφοῦ τόν ρωτήσει ἄν πιστεύει. Καί τό θαῦμα γίνεται καί ὁ τυφλός ἀναβλέπει. Καί δέν ἀναβλέπει μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά. Γι᾽ αὐτό καί μόλις θεραπεύεται, ἀκολουθεῖ τόν Ἰησοῦ καί δοξάζει τόν Θεό.
Ἄς θυμηθοῦμε γιά λίγο τό θαῦμα τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Ἄς θυμηθοῦμε τό θαῦμα τῆς ἰάσεως τῶν δέκα λεπρῶν καί τήν ἐπιστροφή ἑνός μόνο ἀπό αὐτούς, γιά νά εὐχαριστήσει τόν Χριστό γιά τήν ὑγεία πού τοῦ χάρισε. Πόση διαφορά μέ τόν πρώην τυφλό τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς!
Ἄν οἱ ἐννέα λεπροί ξεχνοῦν τόν εὐεργέτη τους, ξεχνοῦν ἐκεῖνον πού τούς ἀπάλλαξε ἀπό μία φοβερή σωματική ἀσθένεια καί τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ζήσουν καί πάλι κανονικά μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία, μέσα στήν οἰκογένειά τους, ὁ θεραπευθείς τυφλός ἀνήκει στούς εὐγνώμονες. Ἀκολουθεῖ τόν Χριστό ὡς ἀνταπόδοση εὐγνωμοσύνης γιά τή δωρεά του καί ἀπονέμει τήν πρέπουσα δόξα στόν αἴτιο παντός ἀγαθοῦ Θεό.
Εὐγνωμοσύνη καί δοξολογία εἶναι τά δύο μηνύματα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Εἶναι δύο ὀφειλές πού ἔχει κάθε ἄνθρωπος πρός τόν Θεό καί συγχρόνως δύο ἀρετές, τίς ὁποῖες καλούμεθα ὅλοι νά ἀποκτήσουμε. Γιατί ποιός ἀπό ἐμᾶς δέν ὀφείλει εὐγνωμοσύνη στόν Θεό; Ποιός ἀπό ἐμᾶς δέν ἔχει γίνει ἀποδέκτης τῶν δωρεῶν καί τῶν εὐεργεσιῶν του ὄχι μία μόνο φορά ἀλλά καθημερινά.
Ἄν σκεφθοῦμε ὅτι ὀφείλουμε τή ζωή καί τήν ὕπαρξή μας στόν Θεό· ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι τοῦ ὀφείλουμε ὅ,τι ἔχουμε, ὅ,τι ἐπιτύχαμε καί ὅ,τι ἀποκτήσαμε στή ζωή μας· ἄν συνειδητοποιήσουμε πόσα ἀγαθά ἔχουμε ἐμεῖς σέ σύγκριση μέ ἄλλους ἀδελφούς μας πού τά στεροῦνται· ἄν συναισθανθοῦμε πόση εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε στόν Θεό γιά τήν ὑγεία καί τήν προστασία πού μᾶς χαρίζει, καί ἄν ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σκεφθοῦμε πόσες φορές θυμόμαστε νά τόν εὐχαριστήσουμε γιά ὅλα αὐτά τά πολύτιμα δῶρα πού ἀπολαμβάνουμε, πόσες φορές περνᾶ ἀπό τόν νοῦ μας νά δοξάσουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα ὅσα μᾶς χαρίζει, τότε θά διαπιστώσουμε πόσο ἀπέχουμε ἀπό τή συμπεριφορά τοῦ τυφλοῦ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Τότε θά διαπιστώσουμε ὅτι ἀντιμετωπίζουμε ὅλες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ σάν νά ἦταν αὐτονόητες, σάν νά ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ Θεός νά μᾶς τίς χαρίσει.
Αὐτό ὅμως δέν ἰσχύει. Ὁ Θεός μᾶς χαρίζει τά πάντα ἀπό τήν ἀγάπη του, ἀλλά αὐτό δέν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ὑποχρέωση νά τόν εὐχαριστοῦμε καί νά τοῦ ἐκφράζουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας. Δέν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό χρέος νά λέμε «δόξα σοι, ὁ Θεός» γιά ὅσα μᾶς προσφέρει. Προτιμότερο, ἔλεγε κάποιος σύγχρονος Ἁγιορείτης μοναχός, εἶναι νά λέμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός» παρά νά λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Αὐτό ἰσχύει ἀκόμη περισσότερο, γιά τίς περιπτώσεις στή ζωή μας πού ζητήσαμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού ζητήσαμε νά μᾶς χαρίσει κάτι πού εἴχαμε ἀνάγκη καί παρότι Ἐκεῖνος ἱκανοποίησε τό αἴτημά μας, ἐμεῖς ξεχάσαμε νά τόν εὐχαριστήσουμε.
Πόσο θλιβερό εἶναι αὐτό καί πόσο ἐπιζήμιο γιά τήν ψυχή μας, γιατί ἡ ἀγνωμοσύνη μας καί ἡ ἀδιαφορία μας δείχνουν τήν ὑπερηφάνεια καί τόν ἐγωισμό. Γιατί εἶναι σάν νά λέμε στόν Θεό ὅτι δέν ἔχουμε τήν ἀνάγκη του ἤ ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος νά μᾶς εὐεργετεῖ.
Ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη οὔτε ἀπό τήν εὐχαριστία μας οὔτε ἀπό τή δοξολογία μας· αὐτές ἐκφράζουν τή δική μας στάση ἔναντι τοῦ εὐεργέτου μας, γίνονται ἀφορμή νά γνωρίσουν καί ἄλλοι ἀδελφοί μας τόν Θεό καί ἀκόμη παρακινοῦν τόν Θεό νά μᾶς χαρίσει καί ἄλλες δωρεές καί εὐλογίες.
Ὁ τυφλός ὅμως τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς μᾶς διδάσκει καί κάτι ἀκόμη. Καί αὐτό εἶναι ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη μας γιά τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ καί ἡ δοξολογία μας πρός Αὐτόν δέν θά πρέπει νά περιορίζεται μόνο στά λόγια, ἀλλά νά ἐκφράζεται καί μέ τά ἔργα μας. Ὁ θεραπευθείς τυφλός δέν εὐχαρίστησε ἁπλῶς τόν Χριστό γιά τήν ἴαση πού τοῦ χάρισε, ἀλλά καί «ἠκολούθησεν αὐτῷ», δείχνοντας ἔμπρακτα τήν εὐγνωμοσύνη του.
Γι᾽ αὐτό, ἄς ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς τό παράδειγμά του καί ἄς μήν παραλείπουμε νά εὐχαριστοῦμε καθημερινά τόν Θεό γιά τίς ἄπειρες δωρεές του καί νά τόν δοξάζουμε γιά ὅσα μᾶς χαρίζει. Κυρίως ὅμως ἄς τόν εὐχαριστοῦμε καί ἄς τόν δοξάζουμε μέ τή ζωή μας καί μέ τήν προσπάθειά μας νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό θέλημά του, γιά νά συνοδεύει καί ἐμᾶς ἡ χάρη καί τό ἔλεός του πάντοτε καί ἰδιαίτερα τήν περίοδο αὐτή τή δύσκολη, τήν ὁποία διερχόμεθα· νά ζητοῦμε τό ἔλεος καί τήν προστασία του Θεοῦ, ἀλλά καί νά μήν ξεχνοῦμε νά τόν εὐχαριστοῦμε καί νά τόν δοξολογοῦμε.