Μεγάλωσε σε μια «αμερικανική» γειτονιά. Με μια οικογένεια όμως που την έμαθε να αγαπάει την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα. Και έτσι μεγαλώνει εδώ και 34 χρόνια τα «δικά» της παιδιά, στο Δημοτικό σχολείο του Αγίου Δημητρίου. Αισθάνεται πλούσια χωρίς πολλά λεφτά και περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που την αγαπούν.
Εχει όλα όσα αναζητούσε από την ζωή και δηλώνει ευλογημένη. Είναι η Τσαμπίκα Σιδέρη, υποδιευθύντρια στο Δημοτικό του Αγίου Δημητρίου που μεγάλωσε χιλιάδες Ελληνόπουλα που πέρασαν το κατώφλι του, στην Αστόρια.
Πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη, υποδέχεται κάθε πρωί τα «παιδιά» της, εδώ και 34 χρόνια, προσφέροντας ζεστασιά και αγάπη. Εκεί την συνάντησα, ένα πρωινό του Νοεμβρίου. «Ξέρεις -μου λέει- τώρα που κάνουμε αυτή τη συνέντευξη κλείνω 34 χρόνια εδώ. Μια ολόκληρη ζωή».
Η κ. Μπέτσυ, γεννήθηκε σε μια γειτονιά του Πίτσμπουργκ, το Κάνετσμπουργκ από Ελληνες γονείς, την Αμαλία και τον Γιώργο Παγκά και με καταγωγή από τη Ρόδο και την Πάτμο. «Ημουν τυχερή γιατί η οικογένειά μου ήταν δυνατή με αξίες και έτσι μας μεγάλωσε, εμένα και την αδελφή μου τη Σταυρούλα.
Η οικογένεια έρχεται πρώτα, μετά έρχεται η δουλειά και έπειτα όλα τα άλλα. Ετσι μας μεγάλωσαν, με την αγάπη και όχι πολλά λεφτά. Να είσαι πλούσιος χωρίς να έχεις λεφτά. Κι αυτά που είχαμε εμείς, οι άλλοι που είχαν λεφτά μπορεί να μην τα είχαν καθόλου».
Αν και έχει πάει μόνο δυο φορές στην Ελλάδα, αγαπάει τη χώρα απ’ όπου κατάγεται, δηλώνει γνήσια Ελληνίδα. «Δυο φορές έχω πάει στην Ελλάδα, μια φορά με τους γονείς μου και μια όταν τελείωσε η κόρη μου το σχολείο. Ρόδο, Πάτμο και Χίο. Εχω πάει στην Κύπρο με τον άντρα μου πριν χρόνια όταν πήραμε μαζί μας 17 παιδιά 12 χρόνων με αφορμή ένα μαθητικό πρόγραμμα».
Ολη η γειτονιά της ήταν μια οικογένεια. «Η ζωή μου ήταν κάτι που νομίζω δεν μπορεί να πιστέψει κανείς. Η οικογένεια που μεγάλωσα ήταν: το σπίτι των γονιών μου στη μέση, δίπλα της γιαγιάς μου, από την άλλη μεριά η αδελφή της, από την άλλη μεριά ο αδελφός της και από πίσω της αδελφής της θείας μου. Εξι παιδιά μεγαλώσαμε σε μια γειτονιά. Τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Η αδελφή του μπαμπά μου έμενε λίγο πιο πάνω. Η θεία μου είχε τρία κορίτσια και είμασταν σαν αδελφές.
»Την είχα σαν δεύτερη μάνα μου, ήταν η νονά μου. Ο πατέρας μου δούλευε σε εργοστάσιοκαι η μητέρα μου μαζί με τη γιαγιά μου σε εργοστάσιο με γλυκά που είχε ένας θείος μου, το ‘Sarris Candies’. Ο πατέρας μου είχε και βενζινάδικο. Εκανε δύο δουλειές και όταν χιόνιζε είχε και τρίτη. Πηγαίναμε έξω μαζί και ξεχιονίζαμε με το φορτηγό. Οταν πηγαίνω τα καλοκαίρια, βρισκόμαστε όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Καθόμαστε στην πισίνα όλη μέρα, έρχεται όλη η οικογένεια, βάζουμε το γκριλ και μαζευόμαστε είκοσι νοματαίοι κάθε βράδυ. Η αδελφή μου με τα τρία παιδιά της μένει απέναντι κι εγώ τα έχω σαν δικά μου όταν είμαι εκεί το καλοκαίρι».
Ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις από τα χρόνια στο σχολείο η κ. Μπέτσυ θυμάται και χαμογελάει σήμερα, καθώς όπως λέει, στο σχολείο δεν ήταν η πιο καλή μαθήτρια. «Ημουν λίγο ζουζούνα και όλοι στην Πενσυλβάνια γελάνε που είμαι δασκάλα και διευθύντρια. ‘Εσύ πάντα ήσουν στο γραφείο της διευθύντριας και τώρα έγινες η ίδια διευθύντρια’ μου λένε. Ημουν ζωηρή, μίλαγα στην τάξη, έκανα αταξίες αλλά οι γονείς μου δεν θύμωναν πάρα πάντα μου υπενθύμιζαν ‘να έχεις σεβασμό’.
»Και αν οι δάσκαλοι δεν έπαιρναν τους γονείς μου τηλέφωνο κάποιο από τα ξαδέλδια μου με κάρφωνε. ‘Α, είδα την Μπέτσυ στο γραφείο του διευθυντή’ πήγαινε και έλεγε στους γονείς μου. Και έπεφτε και ξύλο στο σπίτι. Οταν ήμουν μικρή κάθε χρόνο είχα και μια χειρότερη δασκάλα. Η αδελφή μου είχε τις καλύτερες. Και ακόμη και σήμερα μου λέει η μητέρα μου: ‘Ηταν η δασκάλα που έφταιγε ή ήταν το παιδί’; Βλέπω τις φωτογραφίες και οι δικές μου δασκάλες δεν είχαν ούτε ένα χαμόγελο ενώ της αδελφής μου όλες γελάνε.
Η αδελφή μου ήταν πολύ καλή μαθήτρια, ήταν τέλεια και το παιδί που ήθελαν όλοι οι δάσκαλοι να έχουν. Εγώ ήμουν πιο ελεύθερη αλλά νομίζω ότι αυτό με έχει βοηθήσει στη ζωή μου γιατί καταλαβαίνω τι γίνεται με τα παιδιά τώρα. Ειδικά στο μάθημα των Μαθηματικών όταν είχα τα παιδιά που ήταν στο πιο χαμηλό επίπεδο τα ένιωθα όταν μου έλεγαν ‘κυρία δεν καταλαβαίνω’.
»Είχα υπομονή να τους δείξω, δεν είπα είσαι τεμπέλης, είσαι τούτο, είσαι το άλλο. Το γεγονός ότι κι εγώ είχα δυσκολίες ήταν πιο εύκολο να καταλάβω και να τους δείξω διαφορετικούς τρόπους, να τους έχω δίπλα μου. Και πολλά από τα παιδιά που είχα μού το λένε σήμερα. ‘Είχες υπομονή μαζί μας, να μας δείξεις και να μας καταλαβαίνεις, δεν είναι ότι δεν θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε’. Αυτός είναι ο ρόλος του δασκάλου.
Το πανέξυπνο παιδί διδάσκεται μόνο του. Εμείς όμως πρέπει να προσέχουμε παιδιά που χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Μαθαίνουμε από τα παιδιά, μαθαίνουμε να είμαστε άνθρωποι. Να είμαστε ευγενικοί και να βοηθάμε τους άλλους. Αυτό το έχουμε χάσει νομίζω στη σημερινή ζωή. Παίρνει τόση ώρα να είσαι κακός, δεν παίρνει πολλή ώρα να είσαι καλός. Κάποιος σε νευριάζει, πες του να έχει μια καλή ημέρα. Και αυτό προσπαθώ να μάθω στα παιδιά. Να είμαστε καλοί με τους ανθρώπους, να είμαστε μαζεμένοι. Αν δω ένα παιδί να κάνει κάτι που δεν είναι σωστό του δίνω κι άλλη ευκαιρία. Ψάχνω να βρώ γιατί έκαναν ό,τι έκαναν. Η ψυχολογία του παιδιού είναι πιο σημαντική από τα μαθήματα».
Η Μπέτσυ Σιδέρη σπούδασε Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Καλιφόρνια στην Πενσυλβάνια και Συμβουλευτική. Στο κολέγιο έπαιζε τένις και βόλεϊ. Επειτα έκανε μάστερ στο «administration» στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Τζονς. Στο ελληνικό σχολείο που πήγε, δεν κατάφερε να μάθει τα ελληνικά. «Τα ελληνικά μου δεν ήταν και σπουδαία. Πήγα στο ελληνικό σχολείο αλλά ήμουν στην πρώτη τάξη για πέντε χρόνια γιατί δεν ήθελα να μάθω. Ολοι μιλούσαν αγγλικά αφού οι γονείς μου είναι γεννημένοι στην Αμερική. Ετσι είπα ‘γιατί να μάθω κι εγώ’; Η γιαγιά μου μου έλεγε ‘πρέπει να τα μάθεις τα ελληνικά’. Οταν λοιπόν ήρθα στη Νέα Υόρκη σκέφτηκα: ‘έπρεπε να ακούσω τη γιαγιά μου. Κάτι ήξερε’».
Το 1985 παντρεύτηκε με τον σύζυγό της Κυριάκο Σιδέρη τον οποίο είχε γνωρίσει σε ένα συνέδριο της AHEPA στη Φλόριδα. Μετακόμισαν στην Αστόρια. Η ζωή της άλλαξε καθώς άφησε πίσω μια μεγάλη οικογένεια, φίλους και συγγενείς για να ζήσει στη Νέα Υόρκη, μια μεγάλη, απρόσωπη πόλη. Βρήκε όμως άλλη οικογένεια. «Τα πεθερικά μου ήταν τέλειοι άνθρωποι. Βρήκα δεύτερους γονείς. Με πήραν στο σπίτι τους, μέναμε στην αρχή μαζί τους, ούτε μας ενοχλούσαν αλλά ήταν πάντα εκεί για εμάς.
»Η πεθερά μου πέθανε όταν η κόρη μου η Αμαλία μου ήταν μικρή. Αλλά ο πεθερός μου έζησε μαζί μας μέχρι τα 96 του χρόνια. Και με είχε σαν πριγκίπισσα. Καλύτερα από τον γιο του. Ο άντρας μου είχε πέντε φίλους που είχαν μεγαλώσει μαζί στη γειτονιά και ήταν πολύ φίλοι. Ετσι όταν παντρεύτηκα, πήρα άλλους τέσσερις. Και πάντα ήταν δίπλα μου, σαν οικογένεια και αυτοί. Σα να με ήξεραν όλη τους τη ζωή. Μετά ήρθαν και τα παιδιά. Η Αμαλία και ο Αντώνης γεννήθηκαν το 1987 και το 1990 αντίστοιχα».
Η κ. Μπέτσυ στην αρχή δούλεψε σε αμερικανικό Δημόσιο σχολείο. Τα βρήκε λίγο σκούρα, μας λέει. «Ημουν καινούργια στην πόλη. Ο άντρας μου, μου είπε ‘μην ανησυχείς, έχει σχολείο δίπλα μας με ελληνοαμερικανάκια. Την ημέρα που ήρθα στον Αγιο Δημήτριο έτυχε να φύγει ο δάσκαλος των Μαθηματικών. Το όνομα του παππού μου ήταν Δημήτριος και λέω μάλλον με πρόσεξε. Ο πατέρας μου είναι Γιώργος, η πεθερά μου ήταν Αικατερίνη. Νομίζω γι’αυτό το λόγο βρήκα άλλη οικογένεια. Εφυγα από μια οικογένεια, όμως ήμουν τυχερή να βρω άλλη. Και σε αυτή την οικογένεια μεγαλώσαμε με ανθρώπους που ακόμα είμαστε φίλοι.Τότε, δούλευα στο Γυμνάσιο από το 1985 έως το 2000 και ήμουν πρόεδρος στο Σύλλογο Γονέων. Το 2001 ήρθα στο Δημοτικό όταν έφυγε η υποδιευθύντρια απο το Δημοτικό και μπήκα στη θέση της».
Η αγάπη της για την οικογένεια είναι μεγάλη. Και δεν σταματά να μιλάει για αυτήν και για το πώς την μεγάλωσαν οι γονείς της. «Ολες οι εμπειρίες της ζωής σε κάνουν τον άνθρωπο που είσαι. Πολλοί με ρωτάνε γιατί βοηθάς αυτόν, γιατί βοηθάς εκείνον και λέω γιατί έτσι μεγάλωσα, έτσι με έμαθαν οι γονείς μου.
»Ο πατέρας μου έλεγε ‘πρέπει να λες πάντοτε καλημέρα. Κάθε πρωί που θα ξυπνήσεις όποιος θα είναι μπροστά σου θα του πεις καλημέρα. Αν δεν σου απαντήσουν δικό τους πρόβλημα. Η καλημέρα είναι του Θεού’. Είχε δίκιο. Πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίναμε όταν είμασταν παιδιά. Αλλά όταν μεγαλώνεις και έχεις τα δικά σου παιδιά βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Αυτό που με έμαθε ο πατέρας μου και θεωρώ το πιο σημαντικό είναι ‘μην ξεχάσεις ποιος σε βοήθησε και μην ξεχάσεις από πού ήρθες’. Αυτά είναι δυο πράγματα που δεν ξεχνώ και ζω με αυτά».
Μιλώντας για τη μεγάλη της αγάπη, το ελληνικό σχολείο, το χαρακτηρίζει ως μια μεγάλη οικογένεια που αγκαλιάζει τα παιδιά. «Δεν μεγαλώνουν μόνο οι γονείς τα παιδιά. Είναι ολόκληρη η κοινότητα, είναι όλο το σχολείο. Τα παιδιά μου είχαν την ευκαιρία να μαθαίνουν εδώ την ελληνική γλώσσα αλλά και να αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου, σε μια μεγάλη οικογένεια. Ούτε μια μέρα δεν σκέφτομαι τα λεφτά που ξόδεψα. Είμαστε τυχεροί που έχουμε αυτό το σχολείο. Με έχει βοηθήσει να δω ποια είμαι εγώ, αυτά που με μάθανε οι γονείς μου ‘θα δουλέψεις, θα κάνεις αυτό, θα κάνεις οικογένεια, η αγάπη είναι το πιο σπουδαίο’. Αυτό το πιστεύω και νομίζω όλοι είμαστε μια οικογένεια.
»Η οικογένεια είναι το σημαντικότερο πράγμα και αυτό θέλουμε να καταλαβαίνουν και οι γονείς για το σχολείο. Είναι ευλογία του Θεού που βρήκα τον Αγιο Δημήτριο και το πιστεύω αυτό. Ολα τα χρόνια που είμαι εδώ έχω δίπλα μου ανθρώπους που με στήριξαν, τον κ. Κουσούλα, τον κ. Ριζόπουλο, τον κ. Κωσταρά, τον κ. Μαλούτα. Και από τότε έχω τον κ. Ανδριώτη δίπλα μου με τον οποίο μπορεί τη μια μέρα να τσακωθείς και την άλλη μέρα έρχεται και είναι σα να μην συμβαίνει τίποτα. Είμαι τυχερή να τον έχω πάντα μαζί μου. Επειτα ήρθε και ο κ. Κουλαρμάνης, είναι 19 χρόνια μαζί μας. Τον έχω σαν αδελφό, σαν φίλο αλλά τον τιμάω σαν διευθυντή. Εχουμε καλή σχέση, μιλάμε μεταξύ μας».
Στα 25 χρόνια προσφοράς της στο σχολείο τιμήθηκε από το σχολείο σε μια μεγάλη εκδήλωση. «Ηρθε πολύς κόσμος, ανθρωποι που δουλευα μαζί τους, από τον σύλλογο γονέων, παλιοί μαθητές μου, οι γονείς μου και φίλοι, 500 άτομα. Τότε, κατάλαβα τι μου έχει δώσει ο Θεός. Ηταν συγκινητικό».
Η ίδια αποτελεί παράδειγμα για όλους μέσα στο σχολείο. Μικρούς και μεγάλους. Αν και διευθύντρια, θεωρεί ότι όλοι είναι ίσοι. «Αν πρέπει να γίνει κάτι δεν περιμένω κάποιος άλλος να το κάνει. Τους δείχνω. Αν έχει χιόνι έξω θα με βλέπεις να ξεχιονίζω. Αν έχει σκουπίδια μέσα θα με δεις να πετάω τα σκουπίδια. Αν δεν δώσω το παράδειγμα γιατί να το κάνουν οι άλλοι; Εχω την Πέρσα μαζί μου σαν γραμματέα, έχω την Ελένη Μάλας που δουλεύει εδώ 20 κάτι χρόνια. Είμαι τυχερή, όσοι δουλεύουν εδώ το κάνουν γιατί θέλουν. Δεν είναι για τα λεφτά. Οι δασκάλες εδώ παίρνουν τα μισά λεφτά από όσα παίρνουν στα αμερικανικά σχολεία. Θέλω οι γονείς και η κοινότητα να καταλαβαίνουν την αξία των δασκάλων γιατί χωρίς δασκάλες δεν έχουμε σχολείο».
Η κ. Μπέτσυ είδε να περνούν από διπλα της χιλιάδες μαθητές όλα αυτά τα χρόνια. Σήμερα, συγκινείται βλέποντας ξανά αυτά τα παιδιά, ως γονείς πλέον, να φέρνουν κι αυτοί τα παιδιά τους. «Αυτό είναι μεγάλη τιμή και σίγουρα είναι χάρη του Θεού. Εχω 70 γονείς που τους ξέρω από 8 και 9 χρόνων! Και τώρα τους βλέπω ξανά εδώ να φέρνουν τα δικά τους παιδιά. Αυτά τα παιδιά που έχουν περάσει από αυτό το σχολείο ξέρουν τι είχαν δώσει οι γονείς τους και πόσες θυσίες χρειάστηκε να κάνουν για να στείλουν τα παιδιά τους εδώ. Τώρα αυτοί φέρνουν τα δικά τους παιδιά γιατί καταλαβαίνουν ότι εδώ θα μάθουν όχι μόνο την ελληνική γλώσσα και την αμερικανική αλλά θα μάθουν αξίες, να λένε πάντα την αλήθεια και να έχουν φιλότιμο.
»Οι δασκάλες διδάσκουν. Η δική μου δουλειά είναι να μιλάω παραπάνω με τους γονείς, κάθε μέρα έχω κάποιον εδώ μέσα να μιλήσω για κάποιο ζήτημα που απασχολεί ένα παιδί, πώς να το βοηθήσουμε, υπάρχουν πολλά θέματα μέσα στα σπίτια. Σαν δασκάλα είναι δύσκολο να διδάσκεις ένα παιδί που έχει να σκεφτεί κάτι άλλο που γίνεται στο σπίτι του. Το σχολείο εδώ όχι μόνο τους βοηθάει αλλά είναι ένα μέρος που μπορούν να βρουν ηρεμία, που ξέρουν ότι αυτό θα υπάρχει. Κάθε μέρα πηγαίνω στις τάξεις, με βλέπουν, με αγκαλιάζουν, τα αγαπάω και τους λέω να μην ανησυχούν για τίποτα. Για οκτώ ώρες την ημέρα, 295 παιδιά είναι τα δικά μου τα παιδιά. Τα προσέχω έτσι, με εκατό μάτια όπως πρόσεχα και τα δικά μου».
Η ίδια χαριτολογώντας δηλώνει «Αμερικανάκι». «Εγώ είμαι Αμερικανάκι και μου το λένε πολλοί και με κοροϊδεύουνε κιόλας, αλλά είμαι και Ελληνίδα. Μπορεί να μην το εκφράζω έτσι όπως πρέπει, με τις κατάλληλες λέξεις αλλά το αισθάνομαι πάντα, από μικρή, και μου το λέγανε και οι γονείς μου και οι γιαγιάδες και οι παππούδες μου, ‘είσαι Ελληνίδα’ κι αυτό έβγαινε από την καρδιά, δεν ήταν μόνο λόγια. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν σεβασμό, να μάθουν τη θρησκεία τους, να μάθουν να είναι Ελληνες, να είναι περήφανοι που είναι Ελληνες. Τα παιδιά της Τρίτης τάξης μιλάνε τέλεια τα ελληνικά.
»Πρέπει να κρατάμε την ελληνική γλώσσα. Εχω πάει σε πολλές εκκλησίες, στο Πίτσμπουργκ, στο Νιου Τζέρσεϊ, στη Φλόριδα, την ελληνική γλώσσα δεν την ακούς πουθενά. Εδώ στην Αστόρια την ακούς. Πηγαίνω στο μέρος που μεγάλωσα και τους λέω ‘γιατί δεν έχετε ελληνικό σχολείο’; Και μου λένε ‘μην περιμένεις να έχουμε το ίδιο που έχετε εσείς στη Νέα Υόρκη. Εκεί είναι διαφορετικοί οι άνθρωποι, υπάρχει άλλη ατμόσφαιρα. Εμείς που μεγαλώσαμε με την ελληνική γλώσσα δεν καταλαβαίναμε τότε τι είχαμε. Ηταν σαν δράμα να πάμε τότε στο απογευματινό σχολείο όταν οι φίλοι μας ήταν έξω και παίζανε. Ο
»μως μάθαμε και μάθαμε μέσα από τραγούδια, χορούς. Κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε σε διαφορετικές εκκλησίες στο Πίτσμπουργκ όπου γινόντουσαν εκδηλώσεις με χορούς. Αυτά τα πράγματα λείπουνε από τους Ελληνες που ζουν σε πιο απομακρυσμένες Πολιτείες. Και τα παιδιά που έχουμε εμείς εδώ στην Αστόρια, λείπουν επίσης. Και στενοχωριέμαι λίγο. Εδώ καταλαβαίνουμε ότι είμαστε Ελληνες. Εδώ, τα τρίχρονα παιδάκια θα σου τραγουδήσουν τον εθνικό ύμνο με ένα χαμόγελο, με τις καρδιές τους, και καταλαβαίνουν. Αυτό δείχνει ποιοι ειναι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Τίποτε από όσα έχει καταφέρει δεν θα είχαν γίνει πραγματικότητα αν δεν είχε τη στήριξη από τον αγαπημένο της σύζυγο Κυριάκο. «Η δουλειά που κάνω δεν είναι εύκολη αλλά ήμουν τυχερή που ο άντρας μου με στήριξε. Μαζί έχουμε αυτή την κοινότητα. Αγαπάει κι αυτός την κοινότητα. Καμιά φορά νευριάζω και λέω ‘αυτό ήταν σταματάμε, κουράστηκα’. Και λέει ‘δεν μπορείς Μπέτσυ’. Ναι, λέω, δεν μπορούμε. Ο άντρας μου ήταν πρόεδρος για δυο χρόνια στον Αγιο Δημήτριο. Στο φεστιβάλ είναι υπεύθυνος κάθε χρόνο κι εγώ πάντα είμαι πίσω από τα σουβλάκια. Και του λέω δεν θα υπάρξει ένας χρόνος να μην είσαι υπεύθυνος εσύ γιατί έτσι πρέπει να δουλεύω κι εγώ;».
Η κόρη της Αμαλία τελείωσε δασκάλα, τώρα διδάσκει στο ίδιο σχολείο με την μητέρα της για 5 χρόνια. «Ο γιος μου σπούδασε ‘Business management’, δούλευε για τρία χρόνια στο Ντίσνεϋ, τώρα είναι μάνατζερ στη Νάικ στο Μανχάταν. Ο γιος μου παραπονιέται και μου λέει: ‘Γιατί μας είπες να είμαστε τόσο αφοσιωμένοι στη δουλειά μας; Γιατί πάμε στη δουλειά και κανένας δεν αισθάνεται το ίδιο. Λάθος δικό σου που μας έμαθες έτσι. Είμαι ο μόνος που δουλεύω εκεί κάτω και όλοι με βλέπουν». «Καλά σου κάνουν», του λέω, «δεν θα σε βλάψει».
Η κ. Μπέτσυ δηλώνει ευτυχισμένη και ευλογημένη από την ζωή και όσα της έχει προσφέρει. «Εχω όλα όσα θέλω από την ζωή, είμαι ευλογημένη. Ο,τι χρειάζομαι το έχω, μόνο υγεία θέλω, η οικογένειά μου να έχει υγεία και αγάπη. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο. Είμαστε απλοί άνθρωποι, δεν είμαστε φαντασμένοι, έτσι έχω μεγαλώσει κι εγώ και τα παιδιά μου.
»Μόνο θέλω να είναι καλοί άνθρωποι, ευγενικοί. Οταν σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο του Μπρούκλιν έπαιζαν η Αμαλία μπάσκετ και τένις κι ο γιος μου βόλεϊ, τένις και σόκερ. Τα πήγαινα κάθε μέρα. Εκεί, ο υπεύθυνος για τα σπορ με πλησίασε και μου είπε: ‘Ξεχωρίζουν τα παιδιά σου. Κάθε μέρα μπαίνουν μέσα, μου σφίγγουν το χέρι, με ρωτάνε τι κάνω. Δεν τα βλέπουμε αυτά από νέους ανθρώπους. Κάτι καλό έκανες’. Οταν τελείωσαν, τους προσέλαβαν. Ο Αντώνης δούλεψε στο αθλητικό τμήμα για τρία χρόνια και η Αμαλία είναι προπονήτρια στην ομάδα μπάσκετ. Ισως κάτι καλό έκανα»…
ΠΗΓΗ: «Εθνικός Κήρυξ» Νέας Υόρκης