Κωνσταντίνου Βαθιώτη
Αν. Καθηγητή Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Μετά την “σ η π τ ι κ ή” δήλωση του κ. Σύψα ότι μόλις επιστρέψουν τα παιδιά από το σχολείο α) δ ε ν θα πρέπει να τα φ ι λ ά μ ε και να τα α γ κ α λ ι ά ζ ο υ μ ε και β) αν μας πλησιάζουν, θα πρέπει να φοράμε την μ ά σ κ α μας και να έχουμε τα παράθυρα ανοιχτά, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι ζούμε μια παντελώς α λ λ ό κ ο τ η εποχή: την εποχή της “τ υ ρ α ν ν ί α ς των λοιμωξιολόγων” (πρβλ. τον τίτλο της μονογραφίας του Michael Fitzpatrick “Η τυραννία της υγείας. Οι γιατροί και οι κανόνες για το σύγχρονο τρόπο ζωής”, μτφ.: Άσπα Πολέμη, εκδ. Πολύτροπο, Αθήνα 2004), που μετατρέπει τις θεμελιώδεις έννοιες του Συνταγματικού και του Ποινικού Δικαίου (αλλά και κάθε έννοια εφαρμοσμένης Ιατρικής) σε “κ ο υ ρ ε λ ό χ α ρ τ α”. Αυτή η “τυραννία” καλλιεργήθηκε και εγκαθιδρύθηκε από τα ΜΜΕ που ολημερίς κι ολονυχτίς, φ α σ ι σ τ ι κ ώ τω τρόπω, δίδουν βήμα μόνο σε εκείνους τους ειδικούς στους οποίους ανατέθηκε η διαχείριση της μοίρας μας, κατά πλήρη παραγνώριση κάποιων άλλων ειδικών, που είτε έχουν διαφορετική ιατρική άποψη από την μονόπλευρα προβεβλημένη, είτε ασχολούνται με τις οδυνηρές νομικές συνέπειες των ιατρικών αποφάσεων οι οποίες πρέπει να συσκοτίζονται, προκειμένου να μην αμφισβητείται ή να μην κλονίζεται το “καθεστώς” των “τ υ ρ ά ν ν ω ν”-λοιμωξιολόγων.
Έως τώρα γνωρίζαμε ότι το τι κάνουμε μέσα στο σπίτι μας, το πάλαι ποτέ απόρθητο κ ά σ τ ρ ο μας (“my home is my castle”) αλλά πλέον μετεξελιχθέν σε κ λ ο υ β ί μας (μετά το συντελεσθέν “lockdown” του Μαρτίου που, βάσει πρόσφατων δηλώσεων, δεν αποκλείεται να επαναληφθεί), δεν αφορά κανέναν άλλον, και ιδίως τον πατερναλιστικό Λεβιάθαν, παρά μόνο εμάς τους ίδιους. Μέσα σε αυτό το κλουβί μας, μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας αρέσει, εκτός κι αν θίγουμε αγαθά των άλλων. Επί παραδείγματι, εξαίρεση από αυτό το δικαίωμα της “οίκοι ασυδοσίας” αποτελεί η ενδοοικογενειακή βία ή η οπλοκατοχή.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τίθεται το εξής κρίσιμο ερώτημα: Ο εναγκαλισμός ή το φίλημα των ίδιων μας των παιδιών πώς μπορεί να προσβάλλει τους τρίτους και άρα να νομιμοποιεί τον κάθε λοιμωξιολόγο ή εκπρόσωπο του κράτους να έχει λόγο για το πώς θα υλοποιείται η επαφή και επικοινωνία των γονέων με τα τέκνα τους; Απλώς και μόνο επειδή ε ν δ έ χ ε τ α ι ο γονέας ή το παιδί να είναι ασυμπτωματικός φορέας και άρα μέσω της επαφής ε ν δ έ χ ε τ α ι να κολλήσει τον ιό και, ακολούθως, όταν θα ξαναβγεί από το σπίτι, ε ν δ έ χ ε τ α ι να μεταδώσει τον ιό στον γείτονα, τον περαστικό, τον συμμαθητή, τον δάσκαλο κ.λπ., ο οποίος ε ν δ έ χ ε τ α ι να τον μεταδώσει παραπέρα σε άλλον συνάδελφό του, σε ένα άλλο παιδί ή σε οποιονδήποτε τρίτο και επειδή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ε ν δ έ χ ε τ α ι να ξεκινήσει η διατάραξη της λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού, η οποία ε ν δ έ χ ε τ α ι να οδηγήσει ακόμη και σε θάνατο άλλου ανθρώπου;
Όλα αυτά τα σωρευόμενα “ενδέχεται” συνδέονται με ένα απομακρυσμένο π ρ ο σ τ ά δ ι ο των λεγόμενων εγκλημάτων “δ υ ν η τ ι κ ή ς διακινδυνεύσεως”, στα οποία εντάσσεται και το έγκλημα που στην εποχή του κορωνοϊού έχει την τιμητική του, δηλ. η παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών (άρ. 285 ΠΚ: η δ υ ν η τ ι κ ή διακινδύνευση αντανακλάται στην φράση του νομοθέτη «αν από την πράξη μ π ο ρ ε ί [ορθότερα: θα μπορούσε] να προκύψει κ ί ν δ υ ν ο ς»). Στο Ποινικό Δίκαιο είθισται εδώ να γίνεται λόγος για εγκλήματα στα οποία τυποποιείται ένα “προστάδιο προσταδίου”: ο κίνδυνος είναι προστάδιο της βλάβης και άρα ο δυνητικός κίνδυνος ένα προστάδιο του κινδύνου· κατά τούτο πρόκειται ακριβώς για “προστάδιο του προσταδίου”, με άλλα λόγια: για “κίνδυνο κινδύνου”. O τελευταίος όρος μάς εξωθεί συνειρμικά στην ειρωνική χρήση της κλητικής πτώσης “ω, κίνδυνε!” αλλά και σε μια πονηρή σκέψη: μήπως τελικώς η καθιέρωση των εγκλημάτων δυνητικής διακινδυνεύσεως ήταν το “επιστημονικό χ α λ ί” που στρώθηκε σε ανύποπτη χρονική στιγμή, ώστε να μπορεί να πατήσει πάνω του το σημερινό “διαχειριστικό χ ά λ ι”;
Όπως παρατηρεί ο Γερμανός Φιλόσοφος του Ποινικού Δικαίου Jan Joerden (Strukturen des strafrechtlichen Verantwortlichkeitsbegriffs, 1988, σελ. 121), ο “κίνδυνος κινδύνου” [“Gefahrengefahr”] δεν παύει μεν να είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, πλην όμως αν επιχειρήσουμε να τοποθετήσουμε την πιθανολογούμενη βλάβη στον χρονικό ορίζοντα, αυτή απέχει ακόμη περισσότερο από το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκφέρεται η κρίση περί του κινδύνου. Επί παραδείγματι, όταν ένα κορίτσι τρέχει με π α γ ο π έ δ ι λα πάνω σε μια λ ί μ ν η με αλλού ανθεκτικά, αλλού όμως πολύ λεπτά στρώματα πάγου έτοιμα να υποχωρήσουν, κ ί ν δ υ ν ο ς πτώσης του κοριτσιού –και, συνακόλουθα, τραυματισμού ή θανάτου της– υπάρχει κάθε φορά που περνά πάνω από τα λ ε π τ ά στρώματα πάγου της λίμνης, ενώ “κίνδυνος κινδύνου” πτώσης της –και, συνακόλουθα, τραυματισμού ή θανάτου της– υπάρχει κάθε φορά που περνά πάνω από τα α ν θ ε κ τ ι κ ά στρώματα πάγου. Ο Γερμανός συγγραφέας καταλήγει: κίνδυνος (τραυματισμού ή θανάτου) υπάρχει, όταν είναι α μ έ σ ω ς δυνατό [unmittelbar möglich] να επέλθει το αποτέλεσμα, ενώ κίνδυνος κινδύνου υπάρχει, όταν αυτό είναι α π λ ώ ς δυνατό [bloß möglich] να επέλθει.
Είναι, άραγε, τυχαίο ότι η μετατόπιση του αξιοποίνου σε πρώιμο στάδιο είναι στενά συνυφασμένη με την π ρ ο λ η π τ ι κ ή λογική που, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, διαπνέει τις σύγχρονες έννομες τάξεις του δυτικού πολιτισμού και αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στην μ ε ί ω σ η του υψηλότερου ο ρ ί ο υ στο οποίο πρέπει να φθάνει ο κίνδυνος, ώστε να δικαιολογούνται οι προληπτικές επεμβάσεις εναντίον των τρομοκρατών; Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο της λεγόμενης “προληπτικής προστασίας νέου τύπου” αρκεί η απλή ένδειξη ότι υφίσταται το α φ η ρ η μ έ ν ο μέγεθος ενός ε ν δ ε χ ό μ ε ν ο υ κινδύνου, δηλ. ο “κίνδυνος κινδύνου” (σχετικά με αυτήν την μορφή κινδύνου ως επαρκή δείκτη για την ενεργοποίηση της π ρ ο λ η π τ ι κ ή ς προστασίας βλ. Hetzer, Terrorabwehr im Rechtsstaat, ZRP 2005, σελ. 132 επ., 133· επίσης Kühne, Bürgerfreiheit und Verbrecherfreiheit, Der Staat zwischen Leviathan und Nachtwächter, FS-Burgstaller 2004, σελ. 527 επ., 535). Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, προκύπτει με πάσα ενάργεια ένας σημαντικός σ υ σ χ ε τ ι σ μ ό ς της διαχείρισης των τ ρ ο μ ο κ ρ α τ ι κ ώ ν απειλών με την αντίστοιχη διαχείριση των απειλών που απορρέουν από την εμφάνιση επικίνδυνων ι ώ ν. Και οι δύο τρόποι διαχείρισης των απειλών που χαρακτηρίσθηκαν ως “α π ό λ υ τ ο ι” και “α ό ρ α τ ο ι εχθροί” (πρβλ. Isensee, Nachwort: Der Terror und der Staat, dem das Leben lieb ist, εις: Klein / Hacke / Grezeszick, Der Terror, der Staat und das Recht [επιμ. έκδ. Isensee], 2004, σελ. 83 επ., 91) μπορούν να ενταχθούν στον ολοένα αυξανόμενο ε μ π ο τ ι σ μ ό του Ποινικού Δικαίου με την λογική της α π ο τ ρ ο π ή ς κινδύνων [Gefahrenabwehr], φαινόμενο που περιέγραφε κριτικά προ μιας δωδεκαετίας ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Αντιπρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου Wilfrid Hassemer στο βιβλίο του “Ποινικό Δίκαιο. Η κατανόησή του, ο κόσμος του” (“Strafrecht. Sein Verständnis, seine Welt”, 2008, σελ. 260· για όλα αυτά βλ. και τις αναπτύξεις του γράφοντος εις: Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Από τη σανίδα του Καρνεάδη στο “Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού”, 2010, σελ. 72).
Ενόψει των ανωτέρω, τίθεται αμείλικτο το εξής (ρητορικό) ερώτημα: Προκειμένου να εξουδετερωθεί ο “κίνδυνος κινδύνου” για την δημόσια υγεία, νομιμοποιούνται οι υγειονομικοί διαχειριστές να μας ζητούν τόσο μεγάλες και εντέλει απάνθρωπες θυσίες; Να α π ε μ π ο λ ή σ ο υ μ ε τα βασικά χαρακτηριστικά του π ρ ο σ ώ π ο υ μας, να α π α ρ ν η θ ο ύ μ ε τα ίδια μας τα π α ι δ ι ά, να αντιμετωπίζουμε τους φίλους μας και εν γένει τους συνανθρώπους μας ως εν δυνάμει ε χ θ ρ ο ύ ς μας, εν τέλει να π ά ψ ο υ μ ε να αποτελούμε κ ο ι ν ω ν ί α ανθρώπων και να είμαστε α π ρ ό σ ω π ε ς μονάδες “τ α μ π ο υ ρ ω μ έ ν ε ς” στον εαυτό μας με μόνιμο τ ρ ό μ ο για την υγεία και την ζωή μας; Αλήθεια, ποια ζωή μας;
Οι λοιμωξιολόγοι δεν είναι ψ υ χ ο λ ό γ ο ι, αλλά θα έπρεπε να γνωρίζουν άριστα, ως εκ της ιατρικής τους εκπαιδεύσεως, ότι η υγεία δ ε ν ταυτίζεται αποκλειστικά με την σ ω μ α τ ι κ ή ακεραιότητα. Αντιθέτως, υγεία σημαίνει πλήρη α ρ μ ο ν ί α και ι σ ο ρ ρ ο π ί α ανάμεσα στην λειτουργία του σ ώ μ α τ ο ς και της ψ υ χ ή ς. Σύμφωνα, άλλωστε, με τον ορισμό που διατυπώθηκε στο καταστατικό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1946), η υγεία είναι «η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ε υ ε ξ ί α ς και ό χ ι μόνο η α π ο υ σ ί α ασθένειας ή αναπηρίας».
Η κοινωνία δ ε ν αποτελεί μια κ α τ ά σ τ α σ η (βλ., όμως, την νατουραλιστική θεώρηση στις αρχές του 20ού αιώνα π.χ. κατά τον Mezger, Das Unrecht und die Schuld, Gerichtssaal 1924, σελ. 239 επ.), πιο παραστατικά: έναν “μ ο υ σ ε ι α κ ό κόσμο” (“Museumswelt”), μέσα στον οποίο κρατάμε “κ λ ε ι δ α μ π α ρ ω μ έ ν α” τα αγαθά μας για να μ η ν πάθουν το π α ρ α μ ι κ ρ ό κακό (βλ. τις αναφορές του γράφοντος εις: Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ. 248, υποσ. 952). Επομένως, η κοινωνία δεν συγκροτείται με βάση την ακεραιότητα των ατομικών συμφερόντων και εννόμων αγαθών, αλλά πρωτίστως με βάση την κ ο ι ν ω ν ι κ ή επαφή των προσώπων που κομίζουν τα δικά τους έννομα αγαθά στο πεδίο συμφερόντων των άλλων, εκθέτοντάς τα σε ποικίλους κινδύνους.
Εδώ ακριβώς καθίσταται έκδηλη η ανάγκη αντιγεγονικής σταθεροποίησης των προσδοκιών κοινωνικής συμπεριφοράς: Στο μέτρο που οι κοινωνικές επαφές μπορούν να ευδοκιμήσουν, μόνο όταν δεν χρειάζεται να λογαριάζει κανείς ανά πάσα στιγμή την οποιαδήποτε συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων (Jakobs, StrafR, AT, 1991, 1/4), πρέπει να υφίστανται ανθεκτικές στην διάψευση προσδοκίες οι οποίες θα χρησιμεύουν ως γνώμονες προσανατολισμού του κάθε μέλους της κοινωνίας μας (έτσι και Lesch, Das Problem der sukzessiven Beihilfe, 1991, σελ. 244 επ.· K.-H. Vehling, Die Abgrenzung von Vorbereitung und Versuch, 1991, σελ. 92).
Αν επικεντρωνόμασταν υ σ τ ε ρ ι κ ά στην π ά σ η θυσία διαφύλαξη των εννόμων αγαθών μας, τότε δ ε ν θα ήμασταν ποτέ ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι. Γι’ αυτό άλλωστε, στην ζωή κάθε παιδιού έρχεται η στιγμή εκείνη όπου ο γονέας του αποφασίζει να το αφήσει να διασχίσει μόνο του τον δρόμο. Από εκείνη την στιγμή, το παιδί μπορεί να π α ύ ε ι να είναι τόσο α σ φ α λ έ ς όσο πριν, αλλά έχει πλέον κ ε ρ δ ί σ ε ι την ελευθερία του. Έτσι λειτουργεί μια κοινωνία που ι σ ο ρ ρ ο π ε ί πάνω στο δ ί π ο λ ο “ασφάλεια versus ελευθερία”. Αλλιώς, θ ε ο π ο ι ε ί την α σ φ ά λ ε ι α και την μεταλλάσσει σε ένα υ δ ρ ο κ έ φ α λ ο τέρας που θα συνθλίψει την φ υ σ ι κ ή ανάγκη και ρ ο π ή του ανθρώπου προς την ελευθερία (δυστυχώς αυτήν την θεοποίηση υλοποιούν οι σημερινοί υγειονομικοί διαχειριστές, προσκυνώντας τον “βασιλέα κορωνοϊό”). Γι’ αυτό άλλωστε στον Ποινικό Κώδικα (άρ. 173) η απόδραση κρατουμένου τιμωρείται με την πολύ χ α μ η λ ή ποινή της φυλακίσεως μέχρι ενός έτους: Γιατί η έννομη τάξη αναγνωρίζει και κατανοεί την εν λόγω φυσική ροπή του ανθρώπου προς την ελευθερία!
Συμπέρασμα: Δηλώσεις σαν και αυτές που ε λ α φ ρ ά τη καρδία (αν, βεβαίως, εξακολουθούν να διαθέτουν κ α ρ δ ι ά) εκστομίζουν συνάδελφοι από τον χώρο της Ιατρικής είναι προϊόντα σ τ ρ ε β λ ή ς αντίληψης για το πώς (μπορεί και πρέπει να) λειτουργεί μια κοινωνία. Εκτός κι αν εκστομίζονται με “κακόν δόλο” (dolus malus), υπό την έννοια ότι, επειδή οι δηλούντες γνωρίζουν άριστα ότι το περιεχόμενο τέτοιων δηλώσεων οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην α π ο σ ά θ ρ ω σ η του οικογενειακού και του κοινωνικού ιστού, αυτήν ακριβώς ε π ι δ ι ώ κ ο υ ν, προκειμένου να υλοποιηθεί κάποιος α π ώ τ ε ρ ο ς στόχος, ά δ η λ ο ς εισέτι στα όμματα των κ α τ α τ ρ ο μ α γ μ έ ν ω ν από την καθημερινή π ρ ο π α γ ά ν δ α των αργυρώνητων ΜΜΕ πολιτών, οι οποίοι μοιάζει να έχουν υποβιβασθεί σε όντα εγκλωβισμένα στην σάρκα και τα οστά τους, ούτως ή άλλως υποκείμενα στον απαρέγκλιτο νόμο της φθοράς και της απώλειας.
Έτσι, λοιπόν, στα ως άνω σωρευθέντα κινδυνογόνα “ενδέχεται” μπορεί να υποκρύπτεται ένα άλλο, κεφαλαιώδους σημασίας “ενδέχεται”: Ε ν δ έ χ ε τ α ι οι σημερινοί υγειονομικοί διαχειριστές να στοχεύουν στην δημιουργία ανθρώπων χωρίς σ υ ν α ι σ θ ή μ α τ α. όπως στην οργουελική κοινωνία της Ωκεανίας, οι πολίτες της οποίας δ ε ν έπρεπε να νιώθουν ε υ τ υ χ ί α, διότι «αν είσαι ευτυχισμένος μέσα σου, γιατί να σκοτίζεσαι για τον Μεγάλο Αδελφό και το τρίχρονο Σχέδιο και το Δίλεπτο του Μίσους;» (Όργουελ, 1984, μτφ.: Νίνα Μπάρτη, Αθήνα 1978, σελ. 135) και άρα χωρίς α ν α σ χ ε τ ι κ ο ύ ς φραγμούς, σαν ά γ ρ ι α ζώα. Μήπως παίζει κάποιο ρόλο ότι τα άγρια ζώα μπορούν κάποιοι να τα ε ξ ο λ ο θ ρ ε ύ σ ο υ ν ευκολότερα απ’ ό,τι τους ανθρώπους της προκορωνοϊκής εποχής;