Του π. Ηλία Μάκου
Ένα βλέμμα, που ήταν σαν να έλεγε στο Θεό, θέλω να ζήσω. Και αυτό έβγαινε όχι ως πίκρα, αλλά με μια υπομονή, με μια ευγένεια, με μια αθωότητα.
Ένα βλέμμα, που το ένιωθες ξεκάθαρα, λαχταρούσε για λίγη ελπίδα.
Ας μην έλεγε τίποτε ο μικρούλης. Ας ήταν βυθισμένος μέσα στη σιωπή. Το βλέμμα του, ω αυτό το διαπεραστικό βλέμμα του, αποκάλυπτε ότι από κάπου ήθελε να πιαστεί, κάπου ήθελε να στηριχτεί…
Το θυμόμαστε αυτό το βλέμμα και συγκλονιζόμαστε…
Αδυνατείς σε τέτοιες στιγμές να σκέπτεσαι, δεν μπορείς να μιλήσεις, βουβαίνεσαι. Άνθρωπος είσαι και σχίζονται, ξεσχίζονται τα σωθικά σου.
Είναι και για σένα, ας μην είσαι ο γονιός του, δοκιμασία, αβάσταχτη δοκιμασία, είναι και για σένα πόνος, οξύς πόνος, να βλέπεις να υποφέρει ένα αγγελάκι, ένα παιδί.
Να το βλέπεις να του έχουν πέσει τα μαλάκια του, να είναι κομματιασμένο από τις εγχειρήσεις, εξαντλημένο από τις χημειοθεραπείες και κατατρυπημένο το σωματάκι του από τις ενέσεις.
Να βλέπεις τη μυρωδιά του θανάτου πάνω του.
Και πόσο θέλεις αυτή την ώρα να το αγκαλιάσεις, να τρίψεις το πρόσωπό σου στο προσωπάκι του. Και, αν το κάνεις, θα καταλάβεις, ότι μέσα στο σκοτάδι του καρκίνου, είναι παρών και όχι απών το φως του Θεού!
Ναι, μέσα στη θλίψη, τι και αν φαίνεται παράξενο, δεν λείπει η γλύκα και η τρυφερότητα του Χριστού.
Μπορεί οι μεγάλοι πολλές φορές να μην την καταλαβαίνουμε, και να μας διαλύει η απογοήτευση.
Όμως τα παιδάκια, μέσα από το βάσανο της αρρώστιας τους, συγγενεύουν περισσότερο με το Θεό και ξεφεύγουν από τα δεσμά της φθοράς της ψυχούλας τους.
Το έδειχνε κάθε φορά, που πήγαινε για κάποια επέμβαση ο μικρός μας φίλος, ζητώντας από τη μητέρα του, να του φορέσει στο λαιμό του το σταυρουδάκι του, που στο κρεβάτι του νοσοκομείου το κρατούσε για πολλές ώρες σφιχτά και με τα δύο χεράκια του!
Απασχολημένοι και παρασυρμένοι από τόσα και τόσα, κατά κανόνα δυσάρεστα, που έχουν πάρει τις διαστάσεις και τη μορφή της δουλείας πάνω μας, τυλιγμένοι στο πυκνό σύννεφο του άγχους, δεν διαθέτουμε τον καιρό και την λεπτυσμένη ακοή, για να ακούσουμε τον ελαφρύ στεναγμό ή και τον ακατάσχετο λυγμό τους. Ανεξάρτητα αν είναι φανερός ή αφανέρωτος.
Και, όμως, αυτά των παιδιά ψάχνουν τον ζεστό ανασασμό της αγάπης μας.