Ζούσε κάποτε σε ένα μεγάλο μοναστήρι μια ευλογημένη συνοδεία μοναχών. Είχαν ηγούμενο άγιο και σοφό, που τον υπάκουαν με αγάπη και σεβασμό. Όλοι οι μοναχοί έκαναν το διακόνημά τους με ζήλο, και περισσότερο απ’ όλους ο μάγειρος και ο τραπεζάρης. Κάθε μέρα έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους, ώστε οι αδελφοί να μην στερούνται το φαγητό τους και να είναι όλα όπως πρέπει. Συνέβαινε όμως συχνά, από λάθος υπολογισμό του χρόνου ή από έλλειψη συντονισμού των δύο τους, το γεύμα να σερβίρεται άλλοτε πολύ νωρίς και άλλοτε πολύ αργά.
Ενοχλημένος ο ηγούμενος από την αταξία αυτή, τους κάλεσε μια μέρα και τους είπε:
«Οι αδελφοί, όπως ξέρετε, κουράζονται πολύ με τις πολύωρες ακολουθίες, τις κατ’ ιδίαν προσευχές και την εργασία. Ο λιγοστός ύπνος και το γεύμα που εσείς τους προσφέρετε μία φορά την ημέρα είναι αυτά που τους δίνουν δύναμη. Δεν είναι λοιπόν σωστό άλλες μέρες να τρώνε πολύ νωρίτερα και άλλες πολύ αργότερα από το συνηθισμένο. Διότι, όταν τους αναγκάζετε να τρώνε νωρίτερα, δεν έχουν όρεξη και τρώνε λίγο, και όλη την υπόλοιπη ημέρα νιώθουν πεινασμένοι και αδύναμοι. Όταν πάλι τρώνε αργότερα, βασανίζονται από την πείνα, αφού είναι πολλές ώρες νηστικοί, και δεν μπορούν να αφοσιωθούν ούτε στην προσευχή ούτε στο διακόνημά τους, σκεπτόμενοι διαρκώς το φαγητό. Γι’ αυτό σας δίνω την εξής αυστηρή εντολή: δεν ξέρω τι θα κάνετε και πώς θα το καταφέρετε, αλλά θα φροντίσετε από δω και πέρα το γεύμα να παρατίθεται στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς. Αν τηρήσετε την εντολή μου αυτή, οι προσευχές μου θα είναι μαζί σας και ο Κύριος θα σας ευλογεί. Αν όμως παρακούσετε, θα σας τιμωρήσω αυστηρά και ίσως χρειαστεί να εγκαταλείψετε το μοναστήρι».
Ο μάγειρος και ο τραπεζάρης έκαναν υπακοή στα λόγια του γέροντα και κάθε μέρα, χωρίς εξαίρεση, στις δώδεκα ακριβώς η τράπεζα ήταν έτοιμη για όλη την αδελφότητα. Κάποτε χρειάστηκε ο ηγούμενος να ταξιδέψει σε μακρινό τόπο, για μια υπόθεση της μονής. Μια μέρα στο διάστημα της απουσίας του συνέβη κάτι αναπάντεχο: μια πυρκαγιά ξέσπασε στον τόπο όπου βρισκόταν ο μύλος της μονής. Εκεί ζούσαν τρεις αδελφοί που εργάζονταν στο μύλο. Είχαν και ένα μικρό εκκλησάκι, όπου έκαναν τις ακολουθίες τους. Οι μοναχοί στο μοναστήρι είδαν τον καπνό από την πυρκαγιά και ανησύχησαν. Αποφάσισαν ότι έπρεπε να μεταβεί αμέσως εκεί μια πενταμελής ομάδα από αυτούς για να δει τι γίνεται, και να κάνει ότι χρειαστεί για να σωθούν οι τρεις αδελφοί και τα κτίσματα. Διάλεξαν αυτούς που θα πήγαιναν, οι οποίοι και ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί.
Ο τραπεζάρης είχε δει ότι το φαγητό ήταν ήδη έτοιμο στην κουζίνα. Ζήτησε λοιπόν από τον μάγειρο να του δώσει πέντε μερίδες, για να σερβίρει να φάνε οι αδελφοί πριν φύγουν, ώστε να μην είναι νηστικοί σε αυτή την κουραστική και επικίνδυνη αποστολή τους. Ο μάγειρος όμως αρνήθηκε.
«Μήπως ξέχασες, αδελφέ, την εντολή του ηγουμένου; η ώρα είναι ακόμα εννιά. Πώς θα σου δώσω φαγητό για τους αδελφούς; Αν πρέπει οπωσδήποτε να φάνε, ας περιμένουν τρεις ώρες μέχρι τις δώδεκα, που είναι η ώρα για την τράπεζα».
«Αυτό δεν μπορεί να γίνει», απάντησε ο τραπεζάρης. «Η πυρκαγιά είναι μεγάλη και οι τρεις αδελφοί που είναι στο μύλο ίσως κινδυνεύουν. Κινδυνεύει και ο μύλος μας και το εκκλησάκι. Αν καθυστερήσουμε να στείλουμε βοήθεια, θα είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι κακό συμβεί. Εξάλλου, η αδελφότητα ολόκληρη θα ξεσηκωθεί εναντίον των πέντε μοναχών και θα τους κατηγορεί πως προκειμένου να χορτάσουν την πείνα τους αδιαφορούν για τους αδελφούς και την περιουσία της μονής, που είναι σε κίνδυνο».
«Τότε, ας φύγουν νηστικοί», είπε ο μάγειρος. Εγώ δεν πρόκειται να παρακούσω τον ηγούμενο και να στερηθώ την ευλογία της υπακοής, για να είναι οι κοιλιές των άλλων γεμάτες. Άλλωστε, πιστεύω ότι είναι καλύτερο να χαθούμε όλοι μας, μαζί με το μοναστήρι, έχοντας την ευχή του γέροντά μας, παρά να σωθούμε έχοντας την αμαρτία της ανυπακοής».
«Άκουσε, αδελφέ μου», του είπε τότε ο τραπεζάρης, που ήταν και γεροντότερος. «Θαυμάζω και επαινώ τη στάση σου. Ξέρουμε και οι δύο μας ότι η υπακοή είναι η σημαντικότερη αρετή για τον μοναχό. Μαζί δεν αγωνιζόμαστε τόσο καιρό να μένουμε πιστοί στην εντολή του ηγουμένου; Είμαι όμως σε αυτό το μοναστήρι περισσότερα χρόνια από σένα και γνωρίζω και τον ηγούμενο καλύτερα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται μακριά και δεν μπορούμε να τον συμβουλευτούμε. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε τι θα μας έλεγε να πράξουμε στην παρούσα έκτακτη περίσταση, αν ήταν εδώ. Μήπως θυμάσαι για ποιο λόγο μάς πρόσταξε να ετοιμάζουμε την τράπεζα ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι;»
«Για να μην ταλαιπωρούνται οι αδελφοί από την πείνα, τρώγοντας σε διαφορετική ώρα κάθε μέρα», απάντησε ο μάγειρος.
«Ακριβώς», συνέχισε ο τραπεζάρης. «Αφού λοιπόν αυτό είναι το θέλημα του γέροντά μας, σε ποιά περίπτωση νομίζεις ότι θα είναι περισσότερο αναπαυμένος με μας; Αν μείνουμε πιστοί στα λόγια του κατά γράμμα, αφήνοντας τους αδελφούς να φύγουν νηστικοί; ή αν μείνουμε πιστοί στο πνεύμα της εντολής του και τους στρώσουμε τραπέζι τρεις ώρες νωρίτερα;»
«Στη δεύτερη περίπτωση, νομίζω».
«Σωστά νομίζεις. Φέρε λοιπόν να φάνε οι αδελφοί, και όταν επιστρέψει ο ηγούμενος θα του εξομολογηθούμε όλα αυτά και ας μας κρίνει εκείνος. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα μας καταλάβει και δεν θα μας τιμωρήσει. Αλλά και αν μας τιμωρήσει, τουλάχιστον θα ξέρουμε πως ό,τι κάναμε δεν το κάναμε για το δικό μας καλό, αλλά για το καλό των αδελφών και όλης της μονής».
Ύστερα από αυτά, οι μοναχοί έφαγαν και αναχώρησαν. Βοήθησαν στην κατάσβεση της πυρκαγιάς και έσωσαν αυτούς που κινδύνευαν. Όταν ο ηγούμενος γύρισε στο μοναστήρι και πληροφορήθηκε τα όσα συνέβησαν, επαίνεσε τον μάγειρο για την αφοσίωση που έδειξε θέλοντας να τηρήσει πιστά τις εντολές του. Περισσότερο όμως επαίνεσε τον τραπεζάρη για τη διάκρισή του, για το θάρρος και την αυτοθυσία του: διότι διακινδύνευσε να τιμωρηθεί ο ίδιος, για χάρη των αδελφών του.