1. Τό ζήτημα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας στή Μητρόπολη Κιέβου
Ὁ θεσμός τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν συνδέεται ἀρρήκτως μέ μία αὐστηρή περιγραφή ἀφ’ ἑνός μέν τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας κάθε αὐτοκέφαλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς κανονικῶς καθιερωμένης στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκκλησιολογία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ κανονικός θεσμός τῆς αὐτοκεφαλίας λειτούργησε πάντοτε γιά τήν πληρέστερη ἀνάδειξη τῆς ἑνότητας τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στήν κοινωνία τῆς παραδεδομένης ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως καί στόν κανονικό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, μέ κύριο μάλιστα ἐγγυητή καί συντονιστή τόν Οἰκουμενικό θρόνο, τόν Πρῶτο θρόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ἡ αὐστηρή κανονική παράδοση καί ἡ συνεπής πρός αὐτή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη δέν ἀφήνουν πολλά περιθώρια γιά ἀζήμιες αὐθαίρετες καί πλασματικές προσεγγίσεις ἤ ἰδιοτελεῖς ἀντικανονικές ἀξιώσεις. Ἄλλωστε, τέτοιες προσεγγίσεις ἤ ἀξιώσεις προκάλεσαν πάντοτε ἐπικίνδυνες συγχύσεις ἤ καί σχισματικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἔπληξαν στούς νεώτερους χρόνους ὄχι μόνο τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της σώματος, ἀλλά καί τήν ἀξιόπιστη λειτουργία τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Συνεπῶς, το κανονικό αὐτό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως δύο συναπτῶν χιλιετιῶν προσδίδει σαφῶς ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο στήν αὐστηρή περιγραφή τόσο τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων κάθε συγκεκριμένης αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας, ὅσο καί ὁποιασδήποτε αὐθαίρετης ἤ ἀντικανονικῆς ὑπερβάσεώς τους. Ὑπό τό πρῖσμα τῶν καθιερωμένων αὐτῶν κανονικῶν κριτηρίων τόσο γιά τήν ἀξιολόγηση τῆς πρόσφατης ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ὅσο καί γιά τήν ὀφειλετική ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης ἀπό τίς ἐπικίνδυνες σχισματικές τάσεις μεγάλης καί ἱστορικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας, παρά τίς ἔντονες ἀντιθέσεις καί τίς ὀξύτατες ἀντιδράσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τόσο πρίν καί μετά τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας, ὅσο καί μετά τήν ἐπίδοση τοῦ καθιερωμένου Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου στόν ἐκλεγέντα μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας Ἐπιφάνιο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς νεοσύστατης αὐτοκέφαλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης ἀπέστειλε τήν καθιερωμένη Συνοδική Ἐπιστολή μέ τόν Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο σέ ὅλους τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόσο γιά νά γνωστοποιήση τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας, ὅσο καί γιά νά ζητήση τή συναίνεσή τους στή σημαντική αὐτή ἐκκλησιαστική πράξη. Ὡστόσο, ὁ πατριάρχης Μόσχας ἐξέφρασε ἐπίσης μέ Ἐπιστολές καί ἐκτενεῖς Ἐκθέσεις πρός ὅλους τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τήν πλήρη ἀντίθεσή του γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας καί τήν ἀποκήρυξή της ὡς δῆθεν ἀντικανονικῆς. Τήν ἀντικανονικότητα τῆς αὐτοκεφαλίας ὑποστήριξε τόσο μέ τήν ἄκριτη ἀμφισβήτηση τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη νά παρέμβη στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καί μέ τήν ἀποδοκιμασία ὡς ἐπίσης ἀντικανονικῆς τῆς ἀποδοχῆς ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη τοῦ Ἐκκλήτου τοῦ καθαιρεθέντος καί ἀναμαθεματισθέντος ἀπό τό πατριαρχεῖο Μόσχας πρώην μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Ουκρανίας Φιλαρέτου καί τῶν ἄλλων ἀποσχισθέντων ἀπό τήν κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀρχιερέων, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν.
Κοινός λοιπόν τόπος τῆς ὀξυτάτης ἀντιθέσεως τῶν δύο Πατριαρχείων εἶναι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ριζική διαφωνία τους στή διαφορετική ἑρμηνεία τῆς διαφορετικῆς κανονικῆς σχεσεώς τους μέ τήν Μητρόπολη Κιέβου καί τήν ὅλη δικαιοδοσία της στήν Οὐκρανία, τή Λευκορωσσία, τή Λιθουανία καί τήν Πολωνία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἐκφράσθηκε ὄχι μόνο μετά τόν ἀναπόφευκτο χωρισμό της ἀπό τήν Μητρόπολη Μόσχας τῆς ἡγεμονίας τῆς Μεγάλης Ρωσσίας (1448), ἀλλά καί μετά την ἀπόδοση ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Ἱερεμία Β’ τόν Τρανό μέ «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς καί ἀξίας στόν μητροπολίτη Μόσχας (1589), μέ σαφῆ μάλιστα καθορισμό τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τῆς κανονικῆς του δικαιοδοσίας στό «Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν».
Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο διατήρησε ἀστασιάστως καί ἀπαραμείωτη τήν μακραίωνη κανονική δικαιοδοσία του σέ ὅλη τή δικαιοδοσία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὄχι μόνο γιατί δέν ζητήθηκε ἀπό τόν τσάρο τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, ἀλλά καί γιατί δέν ἦταν δυνατή ἡ ἰκανοποίηση ὁποιουδήποτε σχετικοῦ αἰτήματος.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας, κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Μόσχα στήν Κων/πολη, προέβη στήν ἀναδιοργάνωση τῆς διεσπασμένης ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὄχι μόνο μέ τόν ὁρισμό πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου, ἀλλά καί μέ τήν ἀπομάκρυνση τῶν προσχωρησάντων στήν παπική Οὑνία ἀρχιερέων τῆς Μητροπόλεως.
Τό καθεστώς τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μόνο στό «Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν», ὅπως καθορίσθηκε μέ τό ἐπιδοθέν ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Ἱερεμία «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589) καί μέ τή συναίνεση μάλιστα τῆς Μείζονος Ἐνδημούσας συνόδου τῆς Κων/πόλεως (1590). Βεβαίως, τό καθεστώς αὐτό δέν ἦταν κανονικῶς δυνατόν νά μεταβληθῆ, εἰ μή μόνο μέ μία ἀνάλογη Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἰδιαίτερα δέ ἄν ἡ μεταβολή τοῦ δικαιοδοσιακοῦ αὐτοῦ καθεστῶτος δέν ἔθιγε τά καθιερωμένα ὅρια τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στήν Οὐκρανία, τή Λευκορωσσία, τή Λιθουανία καί τήν Πολωνία. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, κατανοεῖται τόσο τό αἴτημα τῶν τσάρων Ἰβάν καί Πέτρου πρός τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Διονύσιο Δ’, ὅσο καί ἀπό τό σχετικό περιεχόμενο τῆς περίφημης πλέον Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως (1686) γιά τήν ἐπιτροπική παραχώρηση στόν πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ «ἵνα ἔχῃ ἐπ’ἀδείας» μόνο νά ἐνθρονίζη ἤ νά χειροτονῆ μόνο τόν ἐκλεγόμενο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Μητροπολίτη. Ἡ ἄδεια ὅμως αὐτή παραχωρήθηκε ὑπό τόν ἀπόλυτο καί ἀπαραίτητο ὅρο, ὅτι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί σέ κάθε Λειτουργία, «ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οίκουμενικοῦ πατριάρχου, ὡς ὄντος πηγή καί ἀρχή, ὑπερκειμένου πάντων τῶν ἀπανταχοῦ παροικιῶν τε καί ἐπαρχιῶν, ἔπειτα τοῦ πατριάρχου Μοσκοβίας…»
Εἶναι λοιπόν πραφανές ὅτι, παρά τίς παντελῶς ἀβάσιμες καί προφανῶς ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τόσο ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅσο καί ἀπό τούς ὀλίγους προθύμους ὑποστηρικτές του, γιά τούς γνωστούς ἤ καί εὐνοήτους λόγους, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τή συγκεκριμένη Πατριαρχική Πράξη (1686) ὄχι μόνο δέν παραχώρησε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας ὁποιαδήποτε δικαιοδοσία στίς ἤδη προσαρτημένες στήν κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας, ἀλλ’ἀντιθέτως διακήρυσσε ρητῶς καί ἀπεριφράστως τό ἀπαραβίαστο τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας του σέ ὁλόκληρη τήν ἔκταση τῆς δικαιοδοσίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Ἄλλωστε, ὁ πατριάρχης Μόσχας Ἰωακείμ, καίτοι ἐπιθυμοῦσε διακαῶς καί ζητοῦσε ἐγγράφως τήν παραχώρηση στή δικαιοδοσία του ὅλων τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἐν τούτοις τελικῶς ἐντάχθηκε καί ὁ ἴδιος στήν τάξη τοῦ Ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου τόσο μέ τήν παραχώρηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, ὅσο καί μέ τήν ἀποδοχή τῆς «ἀδείας» νά ἐνθρονίζη, ἐξ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, τόν Μητροπολίτη Κιέβου. Συνεπῶς, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας οὐδέποτε ἀπέκτησε κανονική δικαιοδοσία στίς ἐπαρχίες τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὅπως ἐπίσης οὐδέποτε ἐνήργησε κανονικῶς ἤ ἐγκύρως ἐκκλησιαστικές πράξεις σέ αὐτές μέχρι τούς νεωτέρους χρόνους, παρά τίς συγκλονιστικές πολιτικές ἀλλαγές καί τίς ἐπικίνδυνες ἐκκλησιαστικές ἐθνοφυλετικές συγχύσεις, ἀφοῦ ἡ πολιτική καί ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία τῆς Οὐκρανίας οὐδέποτε ἀπέστειλαν στήν Μόσχα τόν ἐκλεγέντα ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση Μητροπολίτη γιά τήν ἐνθρόνισή του.
Τό καίριο λοιπόν ζήτημα γιά τήν ὀρθή κανονική προσέγγιση τόσο τῆς ὀφειλετικῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ὅσο καί τῶν ὀξυτάτων ἀντιδράσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὡς πρός τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, συνδέεται σέ ὅλες τίς ἀντιδράσεις μέ τήν προφανῶς ἀβάσιμη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη ἀφετηρία τῶν προβαλλομένων πλασματικῶν συλλογισμῶν, σέ ἐπίσημα μάλιστα συνοδικά κείμενα, ὅτι δῆθεν τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀπέκτησε μέ τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), πλήρη καί ὁριστική δικαιοδοσία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Ὡστόσο, μέ ἀφετηρία τήν πλασματική αὐτή ὑπόθεση, προσπαθοῦν νά ἀπορρίψουν ἀκρίτως ὄχι μόνο τήν ἀδιαμφισβήτητη κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ὡς τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματός του νά δέχεται τό «Ἔκκλητον» ἀρχιερέων ἀπό ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, νά μεριμνᾶ ὀφειλετικῶς γιά τή στήριξη καί τήν ὑποστήριξη κάθε δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας ἀπό ποικίλες ἑτερόδοξες ἤ καί ὁμόδοξες πιέσεις ἤ προκλήσεις, οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦν καί αὐτήν ἀκόμη τήν ἴδια τήν ὑπόσταση τῆς ἐμπερίστατης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Εἶναι ὅμως εὐνόητες οἱ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες τῶν ὑποστηριζόντων τίς προφανῶς ἀβάσιμες καί ὁπωσδήποτε ἀντικανονικές πλασματικές ὑποθέσεις ἐναντίον τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου νά ἀνακηρύξη τήν αὐτοκεφαλία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Οἱ ὑποθέσεις αὐτές εἶναι πλασματικές, ἀφ’ἑνός μέν γιατί ὑποστηρικτές τους γνωρίζουν πλέον καλῶς ὅτι οἱ σχολαῖες προσωπικές γνῶμες ἤ κρίσεις παραμένουν ἀσήμαντες ἤ καί ἀδιάφορες, ὅταν δέν ὑποστηρίζονται μέ τά ἀναγκαῖα ἱστορικά καί κανονικά ἐρείσματα, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἀδιαφοροῦν γιά τίς τραγικές συνέπειες τῶν προτάσεών τους ὄχι μόνο γιά τήν ἐσωτερική ὀργάνωση καί λειτουργία τῆς δοκιμαζομένης μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί γιά τήν ἐφεξῆς κανονική λειτουργία τῶν διορθοδόξων σχέσεων.
Συνεπῶς, οἱ ἀντιδρῶντες, ἄν ἐπιθυμοῦσαν, ὅπως ἰσχυρίζονται, τήν τήρηση τῆς κανονικῆς τάξεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τότε θά ἔπρεπε νά διερωτηθοῦν καί νά ἐλέγξουν:
α) ἄν τό Πατριαρχεῖο Μόσχας εἶχε κάποτε ἐντάξει ἐπισήμως, ἔστω καί ἀντικανονικῶς, στήν ἐκκλησιαστική του δικαιοδοσία τήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας,
β) ἄν ἐνήργησε κάποτε σέ αὐτήν ἐκκλησιαστική πράξη μέχρι τόν Β’ παγκόσμιο πόλεμο (1939-45),
γ) ἄν ἐνθρόνισε ἤ χειροτόνησε τουλάχιστον ἕνα μητροπολίτη Κιέβου, ἔστω μέ τήν «ἄδειαν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, πρίν ἤ καί μετά τό ἔτος 1686,
δ) ἄν ἡ Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἦταν ἤδη αὐτοκέφαλη ἀδιαμαρτηρήτως μέ ἐπίσημο Διάταγμα τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου τῆς Οὐκρανίας (1919), χωρίς ὁποιαδήποτε ἀντίδραση τοῦ παρτιάρχη Μόσχας Τύχωνα (1917-25),
ε) ἄν ἡ Ἑκκλησία τῆς σοβιετικῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας διατήρησε πλήρως ἤ ὄχι τήν ἐσωτερική της διοικητική αὐτονομία στό δίκαιο τῶν χειροτονιῶν καί τῆς κρίσεως τόσο τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου, ὅσο καί τῶν Ἐπισκόπων τῆς Οὐκρανίας,
στ) ἄν εἶχε τό κανονικό δικαίωμα ἤ ὄχι νά καθαιρέση ἀκρίτως τόν μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο, ἀφ’ἑνός μέν γιατί ζήτησε τήν κίνηση ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τῆς διαδικασίας πρός τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς αὐτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί, παρά τήν πίεση τῆς ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀρνήθηκε νά παραιτηθῆ (1992),
ζ) ἄν θεωροῦν ὅτι εἶναι πράγματι ἄσχετη πρός τίς γνωστές ὑποβολιμαῖες δικαιοδοσιακές σκοπιμότητες τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἡ ραγδαία αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπό τούς ὑπογράψαντες τό εὔλογο αἴτημα 26 ἀρχιερεῖς γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας σέ 80 περίπου ρωσσοφίλους πολεμίους τῆς αὐτοκεφαλίας ἀρχιερεῖς καί σέ 60 περίπου ὑπερμάχους τῆς αὐτοκεφαλίας οὐκρανούς ἀρχιερεῖς κ.ἄ.
Οἱ ἀπαντήσεις λοιπόν στά ὑποθετικά αὐτά ἐρωτήματα συνοψίζονται σέ ἕνα ἁπλό καί ἀδιαμφισβήτητο συμπέρασμα, ἤτοι ἀφ’ἑνός μέν ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὄχι μόνο οὐδέποτε παραιτήθηκε μέ τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1686, ὅπως ἀκρίτως ὑποστηρίζεται, ἀλλ’ἀντιθέτως ἐπέμεινε πάντοτε στήν κανονική δικαιοδοσία του γιά νά ὑπερασπισθῆ τά κανονικά δικαιώματα τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας, σέ ἀντίξοες μάλιστα ἱστορικές συγκυρίες ἤ ἰδιαίτερα χαλεπούς καιρούς, ἀφ’ἑτέρου δέ ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας οὐδέποτε ἀπέκτησε κανονική δικαιοδοσία καί οὐδέποτε ἐνήργησε κανονικές ἐκκλησιαστικές πράξεις στίς ἐπαρχίες τῆς δικαιοδοσίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Τό συμπέρασμα λοιπόν αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ἀπαντητική Ἐπιστολή τῆς ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας στήν πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη γιά τήν ἐκπροσώπησή της στήν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως γιά τό βουλγαρικό ζήτημα (1872), ἀφοῦ σέ αὐτή «ὑπέδειξεν ὡς οὐδετερώτερον μέρος πρός τοῦτο τό ἀρχαῖον Κίεβον» γιά τή συνέλευση τῆς Συνόδου (Γ. Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις περί τῆς ρωσσικῆς πολιτικῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἀνατολῇ, Ἀθῆναι 1909 σελ. 8-10).
2. Τό οὐκρανικό ζήτημα καί οἱ πολιτικές μεταβολές στήν Ἀνατολική Εὐρώπη
Ἡ ἀποφυγή ὅμως παρεμβάσεων στήν Μητρόπολη Κιέβου διατηρήθηκε ἀκόμη καί μετά τούς τρεῖς διαμελισμούς τῆς Πολωνίας (1772, 1793, 1795), ἤτοι ὅλες σχεδόν τίς ἐπαρχίες τῆς Μητροπόλως Κιέβου (Πολωνία, Λιθουανία, Λευκορρωσία, Βολυνία καί Ποδολία), οἱ ὁποῖες περιῆλθαν στήν ἀπόλυτη καί δυναστική πολιτική τῆς Ρωσσίας γιά τόν βίαιο ἐκρωσσισμό τῶν ὑποτελῶν λαῶν. Βεβαίως, στήν Μητρόπολη Κιέβου παρέμειναν μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν παραχωρηθεισῶν στήν Αὐστρία νοτίων περιοχῶν τῆς Γαλικίας, τῆς Κρακοβίας καί τῆς Ρουθηνίας, στίς ὁποῖες ὅμως ἦταν ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ρωσσική παρέμβαση.
Εἶναι λοιπόν πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ λόγιος ρῶσσος Μητροπολίτης Κιέβου καί μέλος τῆς Διοικούσας Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας Ἀντώνιος Χραποβίτσκυ ζήτησε μέ Ἐπιστολή του πρός τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄ (1878-84, 1901-12), στή δεύτερη πατριαρχία του, ἀφ’ἑνός μέν τήν «ἄδειαν» νά φέρη τόν τίτλο τοῦ πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου τῆς Γαλικίας καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Καρπαθίων, ἀφ’ἑτέρου δέ τήν πατριαρχική εὐλογία γιά τήν ποιμαντική ὑποστήριξη τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στίς περιοχές αὐτές. Ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης ἐνέκρινε μέ Ἐπιστολή του (1910) τήν χρήση τοῦ τίτλου τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἐξάρχου, ὁ ὁποῖος ἀνανεώθηκε καί ἀπό τόν διάδοχό του Γερμανό Ε΄ (1913-19).
Ἡ ἀδιάλλακτη ὅμως ἀπόρριψη ἀπό τήν ἡγεσια τοῦ «ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος» τῆς Πολωνίας τόσο τῆς ρωσσικῆς προτάσεως γιά παραχώρηση τοῦ καθεστῶτος αὐτονομίας, ὅσο καί τῆς προτάσεως τῆς Γερμανίας καί τῆς Αὐστρίας γιά τήν ἐπανίδρυση τοῦ Βασιλείου τῆς Πολωνίας, κατά τά δύο πρῶτα ἔτη τοῦ Α’ παγκοσμίου πολέμου (1914-18), δικαιώθηκε, μετά τήν κατάρρευση τῆς Γερμανίας, τόσο μέ τήν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τῆς Πολωνίας (11 Νοεμ. 1918), ἡ ὁποία ἐπικυρώθηκε μέ τή Συνθήκη τῶν Βερσαλιῶν (1919), ὅσο καί μέ τήν πρόθυμη μάλιστα ὑποστήριξη τῆς Γαλλίας καί τῶν Η. Π. Α. Συνεπῶς, ἐπιστράφηκαν στήν Πολωνία, ἐκτός ἀπό τό Μεγάλο Δουκάτο τῆς Βαρσοβίας, τό Δουκάτο τοῦ Πόζναν ἀπό τή Γερμανία, ἡ Ἀνατολική καί ἡ Δυτική Γαλικία ἀπό τήν Αὐστρία, ἡ Κεντρική Λιθουανία, ἡ Ἐρυθρά Ρουθηνία, ἡ Δυτική Βολυνία καί ἡ Ποδολία ἀπό τή Ρωσσία, ἡ ὁποία ὑποχρεώθηκε νά παραχωρήση ἐπίσης, μέ τή Συνθήκη τῆς Ρίγας (1921), τόσο τή Δυτική Λευκορρωσία, ὅσο καί τή Δυτική Οὐκρανία.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι πολλές ἀπό τίς ἐπαρχίες τῆς Μητροπόλεως Κιέβου περιῆλθαν πλέον στήν κυριαρχία τῆς Πολωνίας, γι’αὐτό τό Ὑπουργικό Συμβούλιο τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας ἀνακήρυξε μέ ἐπίσημο Διάταγμα (1919) τήν αὐτοκεφαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, στό ὁποῖο ἀπαγόρευε αὐστηρῶς ὁποιαδήποτε σχέση μέ τό ἐπανιδρυθέν Πατριαρχεῖο Μόσχας (1917), χωρίς μάλιστα ὁποιαδήποτε ἀντίδραση τοῦ ἐμπεριστάτου Πατριάρχου Μόσχας Τύχωνα (1917-25). Ὑπό τό αὐτό πνεῦμα, ἡ πολιτική, ἡ ἐκκλησιαστική καί ἡ πνευματική ἡγεσία τῆς νεοσύστατης Δημοκρατίας τῆς Πολωνίας δέν ἀπεδέχθηκαν τήν ἀπόδοση ἐξαρχικῆς αὐτονομίας ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας στίς πολλές πλέον ὀρθόδοξες κοινότητες ἤ ἐπαρχίες τῆς πολωνικῆς ἐπικράτειας, ἀφοῦ ἀπέρριπταν ἀδιαλλάκτως ὁποιαδήποτε ἐξάρτηση ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Συνεπῶς, ἡ πολιτική ἡγεσία τῆς Πολωνίας ἀποδέχθηκε τίς εἰσηγήσεις τοῦ ὑπερμάχου τῆς ἰδέας τῆς αὐτοκεφαλίας ἐπισκόπου Διονυσίου, τοῦ μετέπειτα μητροπολίτη Βαρσοβίας Διονυσίου (1923- 60), γι’αὐτό ζήτησε ἐπισήμως καί πιεστικῶς ἀπό τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο νά ἀνακηρύξη τήν αὐτοκεφαλία τῶν ὀρθόδοξων κοινοτήτων τῆς Πολωνίας, ἀφ’ἑνός μέν γιατί ἦταν ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἦταν ἡ καθιερωμένη ἁρμόδια ἐκκλησιαστική ἀρχή στήν Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία γιά τήν ἀπόδοση αὐτοκεφαλίας στήν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας, ἤτοι ὅπως εἶχε γίνει μέ τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῶν Ἐκκλησιῶν ὅλων τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων λαῶν κατά τόν ΙΘ’ αἰώνα. Βεβαίως τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς θεσμικῆς του εὐθύνης νά ὑποστηρίξη ὀφειλετικῶς τήν ἐμπερίστατη Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία τῆς Πολωνίας, γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀξιολόγησε ὅλες τίς πολιτικές, ἐκκλησιαστικές καί ποιμαντικές πτυχές τοῦ αἰτήματος, ἔκρινε ἀναγκαία, μέ ὁμόφωνη μάλιστα ἀπόφαση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, τήν ἄμεση ἀπόδοση τῆς αὐτοκεφαλίας στήν Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία τῆς Πολωνίας, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται» .
Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο ἀποφάσισε τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας ὄχι μόνο γιά νά διευκολύνη τήν ἀπρόσκοπτη ἐσωτερική ὀργάνωση καί λειτουργία της, σέ ἕνα ἐπαχθές μάλιστα γιά τούς ὀρθοδόξους καί ἰδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον, ἀλλά καί γιά νά τήν ἀπαλλάξη ἀπό τίς ὀξύτατες ἐθνικιστικές, ἰδεολογικές καί ὁμολογιακές ἀντιπαραθέσεις μεταξύ τῆς Πολωνίας καί τῆς Ρωσσίας, οἱ ὁποῖες εἶχαν πλήξει καιρίως τούς Ὀρθοδόξους τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, στόν σχετικό «Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον» (1924) τονίσθηκε, μέ ἰδιαίτερη μάλιστα ἔμφαση, ἡ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας, «ὡς μόνης ταύτης δυναμένης, ὑπό τάς νέας τῶν κατ’αὐτήν πολιτικῶν πραγμάτων συνθήκας, ἱκανοποιῆσαι καί φρουρῆσαι τάς ἀνάγκας αὐτῆς (=Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Πολωνίας)».
Ἡ μή τήρηση ὅμως ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τῶν ἀναληφθεισῶν κανονικῶν ὑποχρεώσεων μέ τή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), ἤτοι ὡς πρός τά συγκεκριμένα κανονικά ὅρια τῆς «ἐπιτροπικῆς σχέσεώς» του μέ τή μεγάλη Μητρόπολη Κιέβου τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου. Συνεπῶς, ἐπισημάνθηκε μέ ἔντονο ἐπικριτικό τρόπο στόν Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον τῆς ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας, «γέγραπται γάρ ὅτι ἡ ὑπό τοῦ καθ’ ἡμᾶς θρόνου ἀρχική ἀπόσπαση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί τῶν ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Λιοθουανίας καί Πολωνίας καί ἡ προσάρτηση αὐτῶν τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ Μόσχας οὐδαμῶς συνετελέσθη συμφώνως ταῖς νενομισμέναις κανονικαῖς διατάξεσιν, οὐδ’ἐτηρήθησαν τά συνομολογηθέντα περί πλήρους ἐκκλησιαστικῆς αὐτοτελείας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου, φέροντος τόν τίτλον τοῦ Ἐξάρχου τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου…» (Ὀρθοδοξία, Ι, 1926, 36-38).
Συνεπῶς, ἡ ἄμεση ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας ἀπό τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, ὡς τή Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀφ’ἑνός μέν ἐπιβεβαίωνε τό καθεστώς τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀφ’ἑτέρου δέ ἀπέκλειε τήν ὁποιαδήποτε δικαιοδοσιακή σχέση της μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Εἶναι ὅμως ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι ἐάν δέν εἶχε ἀνακηρυχθῆ ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Πολωνίας, δέν θά ἦταν ἴσως δυνατή ἡ ὕπαρξη σήμερον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας, ἀφοῦ οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ θά εἶχαν προσχωρήσει στήν παπική Ουνία ἤ θά εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν Πολωνία. Ἐν τούτοις, ἡ αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἑκκλησία τῆς Πολωνίας σέ ἕνα ἔτος (1925) εἶχε ἤδη ὀργανωθῆ σέ πέντε Ἐπισκοπές (Βαρσοβίας, Βολυνίας, Βίλνας, Πολεσίας, Γκρόντνο), μέ 1300 ἐνορίες περίπου καί 14 ἀκμαῖες μονές καί 600 περίπου μοναχούς, παρά τίς βίαιες διώξεις τῆς Οὐνίας.
Οἱ διαπιστώσεις ὅμως αὐτές δέν ἐμπόδισαν τίς τραγικές συνέπειες τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου (1939-45) γιά τήν ἀκμαία πλέον Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας, ἀφοῦ ὁ Στάλιν καί ὁ Χίτλερ συμφώνησαν στήν ὑπογραφή ἑνός «Συμφώνου μή ἐπιθέσεως» (Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, 23 Αὐγ. 1939), στό ὁποῖο εἶχε συναφθῆ ἕνα μυστικό Πρωτόκολλο γιά τή μελλοντική διανομή τῶν ἐδαφῶν τῆς Πολωνίας. Ἡ ναζιστική λοιπόν εἰσβολή στήν Πολωνία (1 Σεπτ. 1939) ἐπιστέφθηκε μέ τήν κατάληψη τῆς Βαρσοβίας (27 Σεπτ. 1939), ἡ ὁποία ἐπέτρεψε τήν εἰσβολή καί τοῦ σοβιετικοῦ στρατοῦ στή Δυτική Λευκορωσσία καί στή Δυτική Οὐκρανία (17 Σεπτ. 1939), οἱ ὁποῖες προσαρτήθηκαν, μέ πλασματικά μάλιστα δημοφηφίσματα, στίς ἀντίστοιχες σοβιετικές Δημοκρατίες (22 Ὀκτ. καί 2 Νοεμ. 1939). Οἱ ἀπερίγραπτες λοιπόν βιαιότητες τόσο τῆς γερμανικῆς, ὅσο καί τῆς σοβιετικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας κατέστησαν τραγική τή θέση τοῦ μητροπολίτη Βαρσοβίας Διονυσίου, τῆς Ἱεραρχίας, τοῦ ἱ. κλήρου, τῶν μοναχῶν καί τοῦ λαοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Βεβαίως, ἡ γερμανική ἡγεσία ἀνέθεσε τή διοίκηση τῆς Μητροπόλεως Βαρσοβίας στόν ὀρθόδοξο μητροπολίτη τῶν Ρώσσων τῆς Γερμανίας Σεραφείμ, ἀφοῦ ὁ μητροπολίτης Διονύσιος παρέμεινε στήν φυλακή 18 μῆνες, ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς, ὁ ἱ. κλῆρος, οἱ μοναχοί καί ὁ λαός τῶν καταληφθεισῶν ἀπό τόν σοβιετικό στρατό ἐπαρχιῶν τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας (Βίλνας, Βολυνίας, Πολεσίας, Γκρόντνο) διασπάσθηκαν. Πράγματι, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀργανώθηκαν σέ δύο διαφορετικές ἐκκλησιαστικές ἱεραρχίες, ἤτοι τόσο τῆς «Αὐτόνομης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας» ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Παντελεήμονα, ὅσο καί τῆς «Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας», ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Πολύκαρπο, τόν ὁποῖο ὑπέδειξε μάλιστα στή γερμανική ἡγεσία ὁ μητροπολίτης Διονύσιος. Ἡ ραγδαία ὅμως κατάρρευση τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας καί ἡ ἐπιβολή σοβιετικοῦ καθεστῶτος στή Λαϊκή Δημοκρατία τῆς Πολωνίας, ὅπως ἐπίσης καί σέ ὄλα σχεδόν τά κράτη τῆς Ἀν. Εὐρώπης, ἄνοιξαν τίς προοπτικές γιά τήν ἀναζήτηση ἑνός νέου ρόλου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στίς διορθόδοξες σχέσεις, μέ τήν πρόθυμη μάλισα ὑποστήριξη τῆς σοβιετικῆς κυβερνήσεως.
Ὑπό τήν οὐτοπική αὐτή προοπτική, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀλέξιος (1945-71) ἀφ’ἑνός μέν ἐπέβαλε βιαίως στόν μητροπολίτη Βαρσοβίας Διονύσιο, μέ τή συνδομή καί τοῦ σοβιετικοῦ καθεστωτος τῆς Λαϊκῆς Δημοκρατίας τῆς Πολωνίας, ὄχι μόνο νά παραιτηθῆ, ἀλλά καί νά δηλώση ἐγγράφως ὡς προσωρινή δῆθεν καί ὄχι πλήρως κανονική τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (1924), ἀφ’ἑτέρου δέ ἀνέθεσε τή Μητρόπολη Βαρσοβίας στόν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μπελοστόκ Τιμόθεο γιά νά ὑποβάλη ἐγγράφως τό πλασματικό αἴτημα γιά τήν ἀπόδοση τοῦ δῆθεν «κανονικοῦ αὐτοκεφάλου», μέ τήν εὐλογία μάλιστα τῆς δῆθεν «Μητρός Ἐκκλησίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας (22 Ἰουν. 1948).
Ἡ Ἐπιστολή λοιπόν τοῦ πατριάρχη Μόσχας πρός τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη γιά τήν ἀνακοίνωση τῆς προδήλως ἀντικανονικῆς πράξεως κατέλυε πλήρως ὄχι μόνο ὅλα τά καθιερωμενα κανονικά κριτήρια γιά τήν ἀπόδοση τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοκεφαλίας, ἀλλά καί τό ἐκκλησιολογικό βάθος των κριτηρίων αὐτῶν γιά τήν πρόληψη ἤ ἀποτροπή τῆς συγχύσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν. Ὡστόσο, κατά τήν κρίσιμη αὐτή δεκαετῆ περίοδο (1943-53), ἤτοι μέχρι τόν θάνατο τοῦ Στάλιν (1953), ὁ πατριάρχης Μόσχας διέπραξε αὐθαιρέτως καί μονομερῶς καί σωρεία ἄλλων ἀντικανονικῶν πράξεων, οἱ ὁποῖες ἀνέτρεπαν τήν ὅλη δομή καί λειτουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Οἱ προκλητικές αὐτές ἀντικανονικές πράξεις θεωρήθηκαν ἀναγκαῖες γιά νά ἐνισχύσουν τό κῦρος τοῦ Πατριάρχη Μόσχας στίς διορθόδοξες σχέσεις, σημαντικότερες δέ ἀπό αὐτές ἦσαν οἱ ἀκόλουθες: α) ἡ κατάργηση τῆς αὐτονομίας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἐσθονίας καί Λεττονίας, β) ἡ προσάρτηση στό Πατριαρχεῖο Μόσχας ὡς αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν τόσο τῆς αὐτοανακηρυχθείσας αὐτοκεφάλου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας (1919), ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσσίας, γ) ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἀυτοκεφαλίας τῆς αὐτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχοσλοβακίας (1951) μάλιστα μέ ταυτόχρονη ἀκύρωση τῆς παραχωρηθείσας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο αὐτονομίας (1923), δ) ἡ ἀπόδοση τῆς πατριαρχικῆς τιμῆς στήν αὐτόνομη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί τήν ἔνταξή της στήν ἕκτη θέση τῆς τάξεως προκαθεδρίας τῶν πατριαρχικῶν θρόνων, ε) ἡ ἄκριτη ἀναγνώριση τῆς αὐθαίρετης καί σαφῶς ἀντικανονικῆς αὐτοανακηρύξεως τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας σέ Πατριαρχεῖο (1953) κ.ἄ.
Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης, ὅπως καί ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι τῶν μή ὑποκειμένων σέ κομμουνιστικά καθεστῶτα αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀποδοκίμασαν αὐστηρῶς καί ἐγγράφως ὄχι μόνο τίς ἀντικανονικές ἐνέργειες γιά τήν ἀκύρωση τοῦ κανονικοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας, ἀλλά καί ὅλες τίς ἄλλες αὐθαίρετες καί ἀντικανονικές ἐκκλησιαστικές πράξεις. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης τόνισε ὀφειλετικῶς στήν ἀπαντητική Ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Μόσχας, στήν ὁποία τοῦ ὑπέμνησε, μέ τή δέουσα μάλιστα διακριτικότητα, τήν ἰδιαίτερη σημασία «τῶν ἱστορικῶν αὐτοῦ πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ἐκείνην περιοχήν δεσμῶν καί ἐν τῇ ἀπό τῶν ἱ. κανόνων καί τῆς μακραίωνος πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρεούσῃ ἐν τῷ συστήματι τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θέσει καί εὐθύνῃ ἅμα αὐτοῦ, τοῦ συντρέχειν καί συναντιλαμβάνεσθαι ταῖς ἐμπεριστάτοις περιοχαῖς».
Συνεπῶς, οἱ ἀντικανονικές αὐτές πράξεις ἀκυρώθηκαν ἀδιαμαρτυρήτως de facto καί ὁμοφώνως στή σύγκληση, τή συγκρότηση καί λειτουργία τῆς συγκληθείσας ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Α’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Ρόδος, 1961). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ συγκεκριμένες ἀντικανονικές πράξεις ἐντάχθηκαν ὀρθῶς καί στό θεματολόγιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016) γιά νά ἀποφευχθοῦν στό μέλλον οἱ προφανῶς αὐθαίρετες ἤ καί ἐπικίνδυνες παρεκκλίσεις ἀπό τήν καθιερωμένη κανονική τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Αὐτοκέφαλον, Αὐτόνομον, Δίπτυχα, Ὀρθόδοξος Διασπορά, Ἡμερολογιακόν ζήτημα, Σχέσεις μέ τούς ἑτεροδόξους κ.ἄ.). Βεβαίως, τό ζήτημα τῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ δικαίου αἰτήματος τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας τῶν 40 ἑκατομμυρίων περίπου ὀρθοδόξων πιστῶν προσέλαβε νέες διαστάσεις μετά τήν ἀπρόβλεπτη διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἐνώσεως (25 Δεκ. 1991). Ἄλλωστε, ἡ ἵδρυση τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας συνεπαγόταν αὐτομάτως, θᾶττον ἤ βράδιον, τήν εὔλογη ἀξίωσή της νά τιμηθῆ μέ τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της, ὥστε, ὅπως συνέβη σέ ὅλες τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅλων τῶν εὐνομουμένων ἀνεξαρτήτων κρατῶν κατά τούς νεωτέρους χρόνους, γιά νά οἰκονομῆ τά τοῦ οἴκου της, χωρίς μάλιστα ἔξωθεν ἀνεπιθύμητες παρεμβάσεις ἄλλης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς.
3. Συμπερασματικές διαπιστώσεις
Ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς αὐτόνομης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας συγκλήθηκε, ὑπό τήν προεδρία τοῦ μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας Φιλαρέτου, ἀμέσως μετά τήν ἐπίσημη διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως (25 Δεκ. 1991) καί μετά τήν ἐπίσημη ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας (1992), ἀποφάσισε δέ ὁμοφώνως νά ζητήση ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τήν ἄμεση κίνηση τῆς καθιερωμένης κανονικῆς διαδικασίας πρός τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο γιά τήν ἐπίσημη ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξάρτητης πλέον Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας. Βεβαίως, ἡ εὔλογη αὐτή ἀξίωση ἀποτελοῦσε, ὅπως εἴδαμε, μία σαφῆ καί προκλητική ἀπαξίωση τῶν ἐπί πέντε περίπου ἑκατονταετίες ἐπιμόνων καί συστηματικῶν ἀγόνων προσπαθειῶν τόσο τῆς πολιτικῆς, ὅσο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τῆς Ρωσσίας γιά νά ὑπαγάγουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὄχι μόνο στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀλλά, κατ’ἐπέκταση, καί στή ρωσσική κυριαρχία.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό ἐξηγεῖται ἡ ἀρνητική στάση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὄχι μόνο μέ τήν ὀξύτατη ἀπόρριψη τῆς ἀνεπιθύμητης συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς αὐτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αὐτοκεφαλίας, ἀλλά καί μέ τήν αὐθαίρετη ἀξίωση τῆς ἄμεσης παραιτήσεως τοῦ μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου. Ὡστόσο, ἡ εὔλογη ἀπροθυμία τοῦ Φιλαρέτου νά παραιτηθῆ προκάλεσε τόσο τήν ἐσφαλμένη καί ἀντικανονική ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τήν ἄμεση καθαίρεσή του, ὅσο καί τήν ἀναπόφευκτη διάσπαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Ἄλλωστε, ἡ διάσπαση αὐτή παρέσυρε ἀναποτρέπτως τίς δύο ἀντίπαλες Ἱεραρχίες σέ ἕνα ἀθέμιτο, ἀνεξέλεγκτο καί προκλητικό ἀνταγωνισμό χειροτονιῶν, μέ τίς γνωστές μάλιστα τραγικές καί ὁπωσδήποτε ἐπικίνδυνες συνέπειες ὄχι μόνο γιά τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί γιά τήν ἴδια τήν ὑπόσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν μποροῦσε νά ἔχη ἤ νά διεκδικῆ ὁποιαδήποτε δικαιοδοσιακά προνόμια στήν ὑπαγόμενη ὑπό τήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου Μητρόπολη Κιέβου, ἀκόμη καί μέ τήν ἔγκρισή του, ὅταν ὁ λαός της ἀπορρίπτει κατηγορηματικῶς καί ἀδιαλλάκτως ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική σχέση του μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Ἄλλωστε, ἡ ὁμόφωνη κανονική παράδοση καί ἡ διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη ἀποδοκίμαζε πάντοτε καί καταδίκαζε ὁποιαδήποτε αὐθαίρετη παραβίαση ἤ ὑπέρβαση κανονικῶν δικαιοδοσιῶν, ὅπως ρητῶς τονίζει τόσο ὁ σχετικός κανόνας 120 τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης(419), ὅσο καί ὁ σχολιασμός του ἀπό τόν ἔγκριτο βυζαντινό κανονολόγο Ἰω. Ζωναρᾶ, μέ τόν ὁποῖο συμφωνεῖ πλήρως καί ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών,ἔγκριτος ἐπίσης κανονολόγος καί Πατριάρχης Ἀντιοχείας (1185-99).
Ὁ κανόνας αὐτός ὁρίζει, «ἵνα οἱοιδήποτε ἐπίσκοποι τά πλήθη, ἅ νομίζουσι τῷ θρόνῳ αὐτῶν ἀνήκειν, μή οὕτως (=αὐθαιρέτως) ἀναζητῶσιν, ὥστε (=μέχρις ὅτου) ἄλλων ἐπισκόπων κρινόντων τοῦτο πράττειν, ἀλλ’ὑπό ἑτέρου (=ἐπισκόπου) κατεχομένοις ἐπέλθωσι τοῖς λαοῖς, εἴτε θέλουσιν, εἴτε μή θέλουσι, τοῦ ἰδίου πράγματος τῆς ζημίαν ὑπομείνωσι. Καί οἱτινεσδήποτε τοῦτο ἐποίησαν, εἰ μή ἡ μεταξύ τῶν ἐπισκόπων συνέλευσις ἐπερατώθη, ἀλλ’ἀκμήν (=ἐντόνως) περί τοῦ αὐτοῦ φιλονεικοῦσιν, ἐκεῖνος ἀποστῇ ἐκεῖθεν, περί οὗ δειχθείῃ (=ἀποδειχθῆ) ὅτι, παρεάσας τούς ἐκκλησιαστικούς δικαστάς, ἔφοδον ἐποίησε. Καί μή ἑαυτόν τις κολακεύσῃ (=ἐξαπατήση), εἰ ἐκ τοῦ Πρωτεύοντος (=Μητροπολίτη ἤ Πατριάρχη) γράμματα περί τοῦ κατέχειν ἔλαβεν, ἀλλ’εἴτε γράμματα ἔχει, εἴτε οὐκ ἔχει, συνέλθοι τῷ κατέχοντι καί παρ’αὐτοῦ γράμματα λάβοι, ὥστε φανῆναι τοῦτον εἰρήνικῶς τήν αὐτῷ ἀνήκουσαν κατασχεῖν ἐκκλησίαν…» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙΙ, 576-577).
Συνεπῶς, κατά τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ κανόνα αὐτοῦ ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς σέ ὁποιονδήποτε Ἐπίσκοπο, Μητροπολίτη ἤ Πατριάρχη: α) νά καταλάβη αὐθαιρέτως καί ἀκρίτως ὁποιαδήποτε Ἐπισκοπή ἤ Μητρόπολη, ἐπειδή νομίζει ὅτι τό ἐκκλησιαστικό της σῶμα ἀνήκει δῆθεν στή δικαιοδοσία του, β) νά εἰσβάλη στό ἐκκλησιαστικό σῶμα μιᾶς Ἐπισκοπῆς, ἡ ὁποία ποιμαίνεται ἀπό ἄλλο ἐπίσκοπο, γ) νά χρησιμοποιήση γράμματα ἀπό τόν Πρῶτον (Μητροπολίτη ἤ Πατριάρχη), ὅτι δῆθεν κατεῖχε τήν ἐπισκοπή, καίτοι αὐτή κατέχεται ἤδη ἀπό ἄλλο ἐπίσκοπο ἤ μητροπολίτη. Βεβαίως, σέ ὅλες τίς ἀνωτέρω αὐθαίρετες ἤ δυναστικές ἀντικανονικές παραβιάσεις τῶν δικαιοδοσιακῶν ὁρίων μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀποδοκιμάζεται ὁ παραβιάζων ἐπίσκοπος.
Τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό τοῦ κανόνα 120 τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης (429) ἐπιβεβαιώνεται πλήρως στόν σχολιασμό του καί ἀπό τόν ἔγκριτο βυζαντινό κανονολόγο Ἰω. Ζωναρᾶ, τόν ὁποῖο ἀκολουθεῖ κατά λέξη καί ὁ διαπρεπής κανονολόγος Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών, γι’αὐτό παρατίθεται ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ σχολίου τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ, ὁ ὁποῖος τονίζει σαφῶς ὅτι:
«Ἀπαγορεύει ὁ κανών οὗτος τό τόν λέγοντα δίκαιον ἔχειν ἐπίσκοπον ἐπί λαῷ τινι δυναστείᾳ χρῆσθαι καί ἐπέρχεσθαι αὐτῆς, βούλεται δέ εἰς κρίσιν ἐπισκόπων κατάγειν τήν ὑπόθεσιν καί οὕτως ἐκνικᾶν, ὅ οἴεται διαφέρειν (=ἀνήκειν) τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ. Εἰ δέ ἐπέλθῃ τις τοῖς λαοῖς, τοῖς ὑπό ἑτέρου ἐπισκόπου κατεχομένοις, εἴτε βούλονται αὐτόν οἱ λαοί ἐκεῖνοι ἔχειν ἐπίσκοπον, εἴτε μή βούλονται, ἐκπεσεῖται τοῦ οἰκείου δικαίου, ζημιούμενος τό δυναστείᾳ ἀφαιρεθέν, ὥστε, κἄν δίκαιον ἐπ’ἐκείνῳ εἶχεν, ἀπολέσαι αὐτό… Μή τις οὖν, φησίν, ἀπατήσῃ, ὅτι ἐκ τοῦ Πρωτεύοντος… γράμματα ἔλαβεν, ἐπιτρέποντα αὐτῷ τήν τοῦ τόπου κατάσχεσιν. Εἴτε γάρ ἔχει γράμματα, εἴτε οὐκ ἔχει, εἰ μή τοῦ κατέχοντος τόν λαόν τόν ἐκνικώμενον (=διεκδικούμενον) λάβοι γράμματα,… ἐκπεσεῖται τοῦ δικαίου αὐτοῦ…» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙΙ, 577-578).
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, τό ὁποῖο οὐδέποτε εἶχε ἤ ἄσκησε ὁποιαδήποτε κανονική δικαιοδοσία στή Μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας, ἀφοῦ πράγματι δέν μποροῦσε νά προβάλη ἤ νά ἐπιβάλη ἀζημίως αὐθαίρετες δικαιοδοσιακές ἀξιώσεις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ἀφ’ἑνός μέν γιατί αὐτή ἀνῆκε στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἡ ὅλη σχεδόν ἀχανής δικαιοδοσία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἶχε ὑπαχθῆ μέχρι τά τέλη τοῦ ΙΗ’ αἰώνα στήν κυριαρχία τῆς Πολωνίας. Οἱ προβαλλόμενες λοιπόν ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας προκλητικές ἀξιώσεις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας εἶναι κανονικῶς ἀβάσιμες καί προφανῶς ἐσφαλμένες, γιατί τά «γράμματα τοῦ Πρωτεύοντος» Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’, ἤτοι ἡ «Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη» τοῦ 1686. ἐπιβεβαιώνουν πλήρως τήν ἀδιαμφισβήτητη ἄλλωστε κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου στή Μητρόπολη Κιέβου (Κανονικόν Μνημόσυνον).
Ἡ «ἐπιτροπικῶς» λοιπόν παραρχωρηθεῖσα ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη «ἄδεια» στόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-1690) νά ἐνθρονίζη ἁπλῶς τόν ἐκλεγόμενο ὑποψήφιο μητροπολίτη ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀφοῦ εἶχαν ἤδη περιέλθει ὑπό ρωσσική κυριαρχία οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας. Ἐν τούτοις, παρά τήν «ἄδειαν» μέ τά «»γράμματα τοῦ Πρωτεύοντος», γιά προφανῶς εὐνοήτους λόγους, οἱ ἐκλεγόμενοι μητροπολίτες Κιέβου δέν μετέβαιναν στή Μόσχα γιά τήν ἐνθρόνισή τους, μέ ἀδιάλλακτη μάλιστα ἐπίσημη ἀπόφαση τῆς ἐκφράζουσας τήν ἀντιρωσσική συνείδηση τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ Κληρικολαϊκῆς συνελεύσεως τῆς Μητροπόλεως Κιέβου. Συνεπῶς, κατά τόν ἀνωτέρω κανόνα τῆς ἐγκριθείσας ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική σύνοδο (691) μεγάλης Συνόδου τῆς Καρθαγένης (419) καί τόν σαφῆ σχολιασμό του ἀπό τόν Ἰω. Ζωναρᾶ, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, «εἴτε γάρ ἔχει γράμματα, εἴτε οὐκ ἔχει, εἰ μή τοῦ κατέχοντος τόν λαόν τόν ἐκνικώμενον (=διεκδικούμενον) λάβοι γράμματα (=συναινέσεως), … γιά προφανῶς εὐνοήτους λόγους,ἐκπεσεῖται τοῦ δικαίου αὐτοῦ».
Εἶναι λοιπόν εὐνόητον ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀγωνίζεται πλέον νά ἀποτρέψη ἤ νά ἀκυρώση μέ κάθε πρόσφορο μέσο, θεμιτό ἤ καί ἀθέμιτο, τήν ἀναγνώριση τῆς ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, γιά τούς ἱστορικῶς διαπιστωμένους καί γνωστούς σέ ὅλους λόγους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως εἴδαμε, ὑπηρετοῦσαν πάντοτε ξένες πρός τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας δυναστικές ἤ ἰδεοληπτικές σκοπιμότητες. Συνεπῶς, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας μεταθέτει σκοπίμως τίς σαφῶς σπασμωδικές ἀντιδράσεις του ἀπό τό ἀνεπιθύμητο σέ αὐτό κανονικό δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας νά ζητήση καί νά ἀποκτήση τήν αὐτοκεφαλία της, ἤτοι ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, σέ προφανῶς ἀβάσιμα καί πλασματικά κανονικά ἤ διαδικαστικά ζητήματα γιά νά ἀμφισβητήση τό κῦρος τῆς ἤδη γενομένης ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας μέ τήν ὀφειλετική πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ ἀμφισβήτηση ἀναφέρεται σέ κρίσιμα ὑποθετικά ζητήματα, ἤτοι: α) ἄν ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης εἶχε πράγματι τό κανονικό δικαίωμα νά ἀποδεχθῆ τό Ἔκκλητον ἀρχιερέως ἀπό δῆθεν ἄλλη πατριαρχική δικαιοδοσία, ἤτοι ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας β) ἄν εἶχε τό κανονικό δικαίωμα νά δεχθῆ σέ κοινωνία ἀρχιερέα καθαιρεθέντα καί ἀφορισθέντα ἀπό ἄλλο Πατριαρχεῖο, ἤτοι ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας γ) ἄν εἶχε τό κανονικό δικαίωμα νά δεχθῆ σέ κοινωνία τούς δῆθεν σχισματικούς ἀρχιερεῖς ἀπό ἄλλη δῆθεν πατριαρχική δικαιοδοσία, ἤτοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δ) ἄν εἶχε τό κανονικό δικαίωμα νά προβῆ στήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας χωρίς προηγούμενη συναίνεση τῶν Προκαθημένων ὅλων τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κ.ἄ. Οἱ ἀπαντήσεις λοιπόν στά ὑποθετικά αὐτά ἐρωτήματα προκύπτουν ἀπό τήν καθιερωμένη κανονική παράδοση καί τή μακραίωνη ἐκκλησιαστική πράξη:
α’΄. Ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης, ὡς Προκαθήμενος τόσο τοῦ Πρώτου θρόνου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, εἶχε καί ἔχει πάντοτε τό ἀποκλειστικό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀρχιερέων ὄχι μόνο τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας του, ἀλλά καί ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων ἤ αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως αὐτό συνάγεται ἀπό τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καί ἀπό τή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη. Ἄλλωστε, μέ αὐτές συμφωνεῖ πλήρως καί τό ἐσφαλμένως χρησιμοποιούμενο ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὡς δῆθεν ἀντίθετο πρός τό κανονικό αὐτό δικαίωμα, μοναδικό σχόλιο τοῦ ἐγκρίτου βυζαντινοῦ κανονολόγου Ἰωάννη Ζωναρᾶ (ΙΒ’ αἰώνα) στούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), ἀφοῦ τό σχόλιο ἀποκλείει τήν κρίση ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη μόνο τῶν μή προσφευγόντων («ἀκόντων») μητροπολιτῶν καί ὄχι βεβαίως τῶν ἀσκησάντων τό κανονικό δικαίωμά τους μέ τό Ἔκκλητον («ἑκόντων») στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
β’. Ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης εἶχε καί ἔχει πάντοτε τό ἀποκλειστικό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται ἤ νά ἀπορρίπτη τό ὑποβαλλόμενο Ἔκκλητον ἀρχιερέως ἀπό ὁποιοδήποτε πατριαρχικό θρόνο. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, συμφώνως πρός τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καί τήν συνεπῆ πρός αὐτή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη, ἔχει καί τό αὐτονόητο κανονικό δικαίωμα ὄχι μόνο νά ἀποδέχεται τήν τελεσίδικη ποινή τοῦ ἀσκήσαντος τό Ἔκκλητον ἀρχιερέως, ἀλλά καί νά τήν μετριάση ἤ νά προβῆ καί σέ ἄρση αὐτῆς, ἀλλ’ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλη μεγαλύτερη ποινή στόν προσφυγόντα. Ὑπό τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή, εἶναι σαφῶς ἀβάσιμες καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένες οἱ προφανῶς ὑποβολιμαῖες ὑποκειμενικές ἤ καί συνοδικές ἐνστάσεις ἤ ἐπικρίσεις γιά τήν ἐξυπηρέτηση ἰδεοληπτικῶν προλήψεων καί ξένων πρός τήν πνευματική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας σκοπιμοτήτων.
Προφανῶς, ὁ ἀντικανονικῶς καί ἀκρίτως καταδικασθείς ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας μητροπολίτης Φιλάρετος, γιά τούς γνωστούς πλέον λόγους, εἶχε τό αὐτονόητο κανονικό δικαίωμα, οὕτως ἤ ἄλλως, νά ἀσκήση τό Ἔκκλητον στό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο γιά τίς ἐναντίον του καταδικαστικές ἀποφάσεις, ὅταν αὐτό κατέστη δυνατόν γιά τούς γνωστούς καί εὐνοήτους λόγους. Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης εἶχε καί ἔχει πάντοτε ὄχι μόνο τό ἀποκλειστικό κανονικό δικαίωμα, ἀλλά καί τήν αὐτονόητη δεσμία ὑποχρέωση νά ἐξετάση σέ βάθος ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ ὑποβληθέντος φακέλου καί νά ἀποφανθῆ ἐπί τῆς οὐσίας σχετικῶς,γι’ αὐτό ἀποδέχθηκε, κατά τήν ἔμφρονα κρίση του καί τήν κρίση τῆς Πατριαρχικῆς συνόδου, τήν ἄμεση ἀποκατάστασή του στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία.
γ’. Ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης εἶχε καί ἔχει πάντοτε τό κανονικό δικαίωμα νά δεχθῆ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία ὅλους τούς σχισματικούς ἀρχιερεῖς ὄχι μόνο ἀπό τή δική του ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία, ἀλλά καί ἀπό τή δικαιοδοσία τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων, ἄν ὁ ἡγέτης τῶν σχισματικῶν αὐτῶν ἀρχιερέων ἀποκαταστάθηκε κανονικῶς στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Πράγματι, συμφώνως πρός τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καί τή συνεπῆ πρός αὐτή ἐκκλησιαστική πράξη, ἡ ἀποκατάσταση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τοῦ πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου, ἡγέτη τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, συνεπαγόταν αὐτομάτως καί τήν κανονική ἀποκατάσταση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τῶν 60 περίπου ἀρχιερέων, τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ κληρικῶν καί μοναχῶν καί πολλῶν ἑκατομμυρίων εὐλαβῶν ὀρθοδόξων πιστῶν. Συνεπῶς, ἡ ὀφειλετική ἄμεση ἀποδοχή στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ἑκατομμυρίων οὐκρανῶν πιστῶν ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τή δικαίωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί τήν πλήρη ἀπαξίωση τῶν ἀκρίτων ἰδεοληπτικῶν ἤ ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν τῶν ἐλαχίστων ἀντιφρονούντων.
δ’. Ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης εἶχε καί ἔχει πάντοτε ἀπαραμείωτο τό κανονικό δικαίωμα ὄχι μόνο νά μεριμνᾶ ὀφειλετικῶς γιά τήν ὑποστήριξη τῶν ἐμπεριστάτων ἤ δοκιμαζομένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί τή δεσμία κανονική ὑποχρέωση νά ἀναλαμβάνη ἐγκαίρως ὅλες τίς ἀναγκαῖες πρωτοβουλίες γιά τήν πρόληψη, τήν ἀποτροπή ἤ τή θεραπεία τῶν ἐπικινδύνων ἀπειλῶν ἤ δοκιμασιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους σώματος. Ἄλλωστε, ἡ ὅλη ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ἤτοι τόσο σέ εὐτυχεῖς, ὅσο καί σέ χαλεπούς καιρούς, ἀποτελεῖ πράγματι μία ὑπέροχη μαρτυρία τῆς πάντοτε ἀνιδιοτελοῦς ἤ καί θυσιαστικῆς προσφορᾶς του πρός ὅλες τίς ἐμπερίστατες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ἡ σαφῶς ἀνιδιοτελής αὐτή προσφορά ἐκφράσθηκε ἰδιαιτέρως πρός τά πρεσβυγενῆ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, ὅπως ἐπίσης καί πρός τήν Ἑκκλησία τῆς Ρωσσίας, σέ κρίσιμες μάλιστα περιόδους τῆς ἱστορικῆς της πορείας. Ὑπό τό αὐτό ὅμως πνεῦμα κατανοοῦνται καί ὅλες οἱ νεώτερες πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, παρά τίς συνήθεις ἐνστάσεις ἤ ἀντιρρήσεις ἀπό τούς Προκαθημένους ὁρισμένων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνο γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας (1924), ἡ ὁποία ἦταν ἀναγκαία καί γι’αὐτή ἀκόμη τήν ἴδια τήν ὕπαρξή της, ἀλλά καί γιά τήν ἀνασυγκρότηση ἀπό τήν τέφρα τῶν ἐρειπίων τῆς βιαίως καταργηθείσας αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας (1992), ἡ ὁποία εἶναι σήμερον μία ἀκμαία καί ἄρτια ὀργανωμένη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ μεγάλη μάλιστα ἀκτινοβολία στούς ἐγγύς καί στούς μακράν.
Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης εἶχε πάντοτε καί ἔχει πολύ περισσότερο σήμερον τό κανονικό δικαίωμα ἤ μᾶλλον τήν μητρική εὐθύνη νά ἀναλαμβάνη τίς ἀναγκαῖες πρωτοβουλίες, μέ ἤ καί χωρίς τήν προηγούμενη συναίνεση ὅλων τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά ἐκφράσουν τή συναίνεσή τους καί μετά τήν ἀνακήρυξη τῆς δοκιμαζομένης μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Βεβαίως, αὐτό συνέβη καί κατά τήν ἀνακήρυξη τῆς Μητροπόλεως Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο τόσο μέ τήν ἐπίδοση ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Ἱερεμία Β’ τοῦ σχετικοῦ «Πατριαρχικοῦ Χρυσοβούλλου» στόν μητροπολίτη Μόσχας Ἰώβ (1589), ὅσο καί μέ τήν πρόθυμη ἐκ τῶν ὑστέρων συναίνεση τῶν ἄλλων πατριαρχῶν (1990,1993). Ἄλλωστε, τό ἴδιο συνέβη κατά τήν ἀνακήρυξη καί ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στούς νεωτέρους χρόνους. Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης ἀνακοίνωνε πάντοτε ὀφειλετικῶς, μέ ἐπίσημη μάλιστα πατριαρχική Ἐπιστολή καί συνημμένο τόν Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον τῆς αὐτοκεφαλίας, σέ ὅλες τίς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες γιά νά ἐκφράσουν τή συναίνεσή τους καί νά ἐντάξουν στά Δίπτυχα τό ὄνομα τοῦ Προκαθημένου τῆς νέας αὐτοκέφαλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι λοιπόν εὔλογη ἡ ἰδιαίτερη εὐθύνη τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά νά ἐκφράση τή θετική ἤ καί τήν ἀρνητική προσέγγιση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου στό ζήτημα τῆς ἀνακηρύξεως τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἰδιαίτερη ὅμως εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι καί ἰδιαίτερα ἐπαχθής, γιατί γνωρίζει καλῶς, ὅτι τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο εἶναι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἡ ὁποία τή γέννησε μέ ἀγάπη, τήν ἀνέπτυξε μέ ζῆλο, τήν ὑποστήριξε μέ μητρικό φίλτρο σέ ὅλες τίς πολλές καί μακροχρόνιες δοκιμασίες τῆς πολυκύμαντης ἱστορικῆς της πορείας καί τήν προστάτευσε πάντοτε ἀνιδιοτελῶς καί μέ πολλές θυσίες τόσο ἀπό τήν ἀθέμιτη δράση τῆς παπικῆς Οὐνίας, ὅσο καί ἀπό τίς γνωστές δικαιοδοσιακές ἀξιώσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γιά μία ὁλόκληρη σχεδόν χιλιετία.
Βεβαίως, ἡ ἰδιαίτερη εὐθύνη τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γίνεται ἐπαχθέστερη, γιατί γνωρίζει ἐπίσης καλῶς, ἀφ’ἑνός μέν ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἀγνοεῖ, ὁτι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας ὑπῆρξε πάντοτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφ’ἑτέρου δέ ὅτι ἔχει συγκεκριμένες ἐπιδιώξεις ἤ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες γιά τήν ἀπόρριψη ἤ τήν ἀκύρωση ὁποιασδήποτε θετικῆς συμβιβαστικῆς προτάσεως γιά τήν ἀναγνώριση τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, προσπαθοῦσε ἐπί πέντε περίπου αἰῶνες γιά νά ὑπαγάγη στή δική του δικαιοδοσία τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καί νά ὑποστηρίξη τήν ἰδέα τῆς ρωσσοποιήσεως τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, ὅπως συνέβη στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας. Συνεπῶς, οἱ ἐπιλογές εὐθύνης τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι πράγματι δυσχερεῖς καί, γιά πολλούς λόγους, πολύ περιορισμένες, γιατί δέν παρέχουν τή δυνατότητα γιά αὐθαίρετες ἤ ὑποκειμενικές προσεγγίσεις, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας εἶναι πλέον αὐτοκέφαλη καί θά παραμείνη, οὕτως ἤ ἄλλως, αὐτοκέφαλη, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἐπιλογή τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ εὐλαβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ.