Το «Όνομα του Ρόδου», ηλικίας 10 αιώνων, βρίσκει ξανά τη θέση του στη Μονή, στο Παγγαίο – Είναι ανεκτίμητης αξίας και είχε κλαπεί από Βούλγαρους κομιτατζήδες πριν από 103 χρόνια – Ο επαναπατρισμός και ο ρόλος που έπαιξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
Μια περιπέτεια σχεδόν 10 αιώνων θα ολοκληρωθεί την ημέρα που το ανεκτίμητης αξίας χειρόγραφο Eυαγγελι-στάριο, ίσως το παλαιότερο με ελληνική γραφή που σώζεται έως σήμερα, θα επιστραφεί εκεί όπου ανήκει: στην Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης, στο όρος Παγγαίο, στο κέντρο του νοητού τριγώνου ανάμεσα στις Σέρρες, στη Δράμα και την Καβάλα.
Πρόκειται για ένα βιβλίο διαστάσεων 18,1χ14 εκ. το οποίο φτιάχτηκε εξ ολοκλήρου στο χέρι, αιώνες πριν από την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Πιθανότατα δημιουργήθηκε στην Ιταλία, πριν από περίπου 950 χρόνια, όταν κάποιος ανώνυμος μοναχός αντέγραψε με το χέρι, κυριολεκτικά γράμμα-γράμμα, πάνω στην περγαμηνή, σε δίστηλη διάταξη σελίδων και με 27 γραμμές ανά στήλη, σε καλλιγραφική μικρογραφία τα ιερά κείμενα των χριστιανικών ευαγγελίων. Κατόπιν όμως άρχισε το μεγάλο ταξίδι, με βία και θανάσιμο κίνδυνο, αρπαγές και κακουχίες, με επεισόδια τα οποία δικαιολογούν τον μυθιστορηματικό τίτλο «Το Ονομα του Μακεδονικού Ρόδου», ο οποίος έχει αποδοθεί στη συγκλονιστική ιστορία του. Αλλά αυτό ισχύει μόνο εν μέρει, καθώς το Eυαγγελιστάριο της Εικοσιφοινίσσης ξεπερνά ακόμη και τον μύθο, παραμένοντας ένα μικρό, εύθραυστο και ταυτόχρονα ανίκητο μνημείο αντοχής και επιβίωσης.
Οσο για τις ομοιότητες της περίπτωσής του με το διάσημο έργο του Ουμπέρτο Εκο, στην πραγματικότητα είναι ελάχιστες. Η μοίρα τού σχεδόν χιλιόχρονου Eυαγγελισταρίου παραπέμπει μάλλον σε αδίστακτους αρχαιοκάπηλους, σε ιερόσυλους και σε λεηλασίες τύπου Ελγιν. Περίπου όπως εκείνος κατακρεούργησε την Ακρόπολη των Αθηνών, έναν αιώνα αργότερα, το 1917, ένας επίδοξος μιμητής του Ελγιν, ο Βλαδίμηρος Σις, καταλήστευσε ελληνικά μοναστήρια της Μακεδονίας. Και το έκανε αυτό με την κάλυψη των Βουλγάρων κομιτατζήδων οι οποίοι έκαναν τη βρώμικη δουλειά των σφαγών και της καταστροφής, αλλά και βάσει ενός σχεδίου, λεπτομερώς μελετημένου εκ των προτέρων.
Οπως έγραψε στο ημερολόγιό του ο τότε ηγούμενος της Μονής Εικοσιφοινίσσης: «Μαρτίου 27, 1917, Μεγάλη Εβδομάς, των Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των μοναχών. Την Μεγάλη Δευτέραν και ώραν 2 μ.μ. ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Πανίτσας με όλα τα γνωστά παλληκάρια του και ο Βλαδίμηρος Σις, Αυστριακός (σ.σ.: ήταν Τσέχος στην πραγματικότητα), Βούλγαρος υπήκοος αρχαιολόγος, καθηγητής του εν Σοφία Πανεπιστημίου (τουλάχιστον ο ίδιος έδωκεν τοιαύτας συστάσεις ότε ειργάσθη εις την βιβλιοθήκην της Μονής) και τυμβωρύχος των αρχαίων μνημείων εν Φιλίπποις, ήλθον εις την Μονήν».
Ο Σις ήταν μια μυστηριώδης φιγούρα που περιφερόταν μεταξύ Βουλγαρίας και Θράκης. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι κατάσκοπος ή διπλός πράκτορας. Το 1917 ήταν μόλις 23 ετών, είχε όμως ήδη κατορθώσει να θεωρείται διακεκριμένος σλαβόφιλος και βουλγαρόφιλος, αλλά και σπουδαίος πολεμικός ανταποκριτής, με προνομιακή πρόσβαση στην πρώτη γραμμή των εχθροπραξιών. Κάλυπτε τους Βαλκανικούς Πολέμους υπό την ιδιότητα του δημοσιογράφου για την τσεχική εφημερίδα «Narodni Listy». Η έδρα του ήταν στη Βουλγαρία, αλλά κατά τη διάρκεια του 1916 είχε περιηγηθεί τα ελληνικά μοναστήρια της Μακεδονίας και είχε καταγράψει αναλυτικά τους ιστορικούς θησαυρούς που εντόπισε σε κάθε μονή.
Η στιγμή που περίμενε ο Σις ήρθε τη Μεγάλη Δευτέρα του 1917, όταν η περίπου 60μελής συμμορία του διαβόητου Τοντόρ Πανίτσα έκανε επιδρομή στη Μονή Εικοσιφοινίσσης (ή Κοσινίτσης). Οι κομιτατζήδες, φορώντας στολές Τούρκων στρατιωτών, τρομοκράτησαν τους μοναχούς και βασάνισαν τους δύο γηραιότερους εξ αυτών, προκειμένου να αποσπάσουν ακριβείς πληροφορίες για τα κειμήλια. Απέσπασαν εύκολα 431 χειρόγραφα και 470 πολύτιμα αντικείμενα, μαζί με 3.000 δραχμές. Μάλιστα, η λεία ήταν τόσο μεγάλη και ογκώδης, ώστε χρειάστηκαν 24 μουλάρια για να τη μεταφέρουν, υπό την επίβλεψη του Βλαδίμηρου Σις. Ο οποίος γνώριζε καλά ότι κάποια χειρόγραφα είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία από τα ιερατικά κοσμήματα.
Η μεγάλη περιπλάνηση
Επιστρέφοντας στη Βουλγαρία, ο Σις εμπλούτισε τον κατάλογο των χειρογράφων, ενώ φρόντισε να μαρκάρει το καθένα από αυτά, αναλόγως της μονής από την οποία το είχε αποσπάσει. Ετσι, το Ευαγγελιστάριο της Εικοσιφοινίσσης φέρει τα αρχικά «Μ.Κ.», δηλαδή Manastir Kosinitsa.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σις μαζί με τη σύζυγό του άρχισαν να πωλούν κάποια από τα κειμήλια, ενώ η βουλγαρική κυβέρνηση, κατόπιν έντονων πιέσεων από την Ελλάδα αλλά και τη διεθνή κοινότητα, δέχτηκε να επιστρέψει ορισμένα αντικείμενα. Παρ’ όλα αυτά, πάνω από 300 χειρόγραφα παρέμειναν στη συλλογή του Κέντρου Σλαβο-Βυζαντινών Σπουδών «Ιβάν Ντούιτσεφ» στη Σόφια. Σε ό,τι αφορά το Ευαγγελιστάριο, όμως, τα ίχνη του χάνονται για ένα διάστημα, χωρίς κανείς να γνωρίζει εάν είχε πουληθεί από τον Βλαδίμηρο Σις ή είχε κατακρατηθεί, κατά παράβαση των διεθνών συμβάσεων, στη Βουλγαρία.
Ωστόσο, το 1920 ένας Γερμανός παλαιοβιβλιοπώλης εμφανίζεται να πουλά το βιβλίο σε έναν Γερμανοεβραίο, ο οποίος όμως πολύ σύντομα πεθαίνει. Η χήρα του εκποιεί την περιουσία και το Ευαγγελιστάριο καταλήγει σε ινστιτούτο λουθηρανικών μελετών στο Σικάγο. Και από εκεί, στη βιβλιοθήκη του φημισμένου Πανεπιστημίου Πρίνστον.
Ακολουθούν δεκαετίες αφάνειας, έως ότου το 1958 το βιβλίο τίθεται ξανά προς πώληση από τον μεγαλύτερο έμπορο παλαιών βιβλίων στον κόσμο, τον Χανς Πέτερ Κράους. Και πάλι, όμως, το Ευαγγελιστάριο θα εξαφανιστεί, αυτή τη φορά μέχρι το 2011, όταν το απέκτησε η Συλλογή Γκριν της Οκλαχόμα αντί 252.000 ευρώ, σε δημοπρασία του οίκου Christie’s.
Εναν χρόνο αργότερα θα εκτεθεί στο Βατικανό, στο πλαίσιο της ειδικής έκθεσης «Verbum Domini», ενώ το 2014 φαίνεται ότι ο νομαδικός βίος του κειμηλίου θα τερματιζόταν οριστικά καθώς έγινε αντικείμενο δωρεάς στο αμερικανικό Μουσείο της Βίβλου.
Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από 5 χρόνια, οι υπεύθυνοι του μουσείου συνειδητοποίησαν ότι το Ευαγγελιστάριο ήταν κλοπιμαίο. Ξεκίνησαν αμέσως τις διαδικασίες επιστροφής στους νόμιμους κατόχους του, προσεγγίζοντας κατ’ αρχάς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Τον Ιανουάριο του 2020, ο επικεφαλής επιμελητής του Μουσείου της Βίβλου, δρ Τζέφρι Κλόχα, ήρθε σε επαφή με τον Αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Σίσκο, αρχειοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και ταυτόχρονα με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο. O Κλόχα ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και στις 31 Ιανουαρίου είχε συνάντηση με τον Πατριάρχη. Σε πρώτη φάση συμφωνήθηκε η διοργάνωση μιας ειδικής τελετής στο Μουσείο της Βίβλου, όπου, παρουσία του κ. Βαρθολομαίου, το Ευαγγελιστάριο θα ξεκινούσε το δρομολόγιο της επιστροφής στην Ελλάδα. Ομως, το ξέσπασμα της πανδημίας ματαίωσε τα σχέδια του Μουσείου της Βίβλου, το οποίο και ανέβαλε την τελετή απόδοσης για τον Οκτώβριο του 2021. Εως τότε το πολύτιμο χειρόγραφο θα βρίσκεται ασφαλώς φυλασσόμενο -αν και προσωρινά, για μία ακόμη φορά στον μακραίωνο βίο του- στο Μουσείο της Βίβλου της Ουάσινγκτον.
Ο δρ Κλόχα μετά τη συνάντησή του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη είχε δηλώσει: «Η αποκάλυψη της ιστορίας αυτού του χειρογράφου δεν ήταν εύκολη. Απαιτήθηκε ενδελεχής έρευνα από τον ειδικό στα μεσαιωνικά χειρόγραφα επιμελητή μας Μπράιαν Χίλαντ, ο οποίος προσπάθησε να διαλευκάνει το ταραγμένο του παρελθόν, να το ταυτοποιήσει και να προσδιορίσει το πού βρισκόταν πριν από το 1958».
Επιπροσθέτως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με επιστολή του προς τον δρα Κλόχα, στις 31 Αυγούστου, εξέφρασε τις ευχαριστίες του για τις ενέργειες του μουσείου, αναφέροντας ότι «ο επαναπατρισμός του Ευαγγελισταρίου συνιστά πράξη αποκατάστασης της νόμιμης πολιτιστικής κληρονομιάς της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης. Πρόκειται περί μιας πραγματικής ευλογίας για τη μοναστική αδελφότητα και τον χριστιανικό κόσμο το να βλέπει κανείς τους θρησκευτικούς θησαυρούς οι οποίοι αφαιρέθηκαν από το μοναστήρι να επιστρέφουν επισήμως στον φυσικό τους χώρο και να χρησιμοποιούνται για την πνευματική οικοδομή των πιστών, όπως επίσης από τους μελετητές της ιστορίας και της τέχνης».
Προπομπός για τα Ελγίνεια
Η επιστροφή του Ευαγγελισταρίου στην Παναγία Εικοσιφοινίσσης θεωρείται, κατά κάποιον τρόπο, ένα λιθαράκι για την επιστροφή και άλλων κειμηλίων. Ακόμα και των Ελγινείων.
Ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος αποκαλύπτει στο «ΘΕΜΑ»: «Το Ευαγγέλιο του 11ου αιώνα είναι ένα από τα 900 πολύτιμα κειμήλια που εκλάπησαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Πρόκειται για ευαγγέλια, πολύτιμα χειρόγραφα, εικόνες που η Μητρόπολη Δράμας συμπεριέλαβε σε τόμο και δίνει αγώνα για τον επαναπατρισμό τους. Θα παλέψουμε έως ότου όλα τα κειμήλια επιστραφούν στην Ελλάδα. Την επιστροφή του Ευαγγελίου Εικοσιφοινίσσης την οφείλουμε στην επιμονή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος έχει δώσει πολλές και επίπονες μάχες».
Ευκαιρίας δοθείσης, ο Μητροπολίτης Δράμας αφήνει αιχμές για τη στάση της Πολιτείας, διαχρονικά, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «αποτελεί μεγάλη απογοήτευση το γεγονός ότι αφήσαμε να χαθούν πολύς χρόνος και σημαντικές ευκαιρίες». Κατά την άποψή του, η πιο σημαντική από τις χαμένες ευκαιρίες για να απαιτηθεί ο επαναπατρισμός κλεμμένων κειμηλίων ήταν η αμέλεια της Ελλάδας να θέσει ως διμερές το ζήτημα από το 2007, όταν η Βουλγαρία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.