Εἶχα τελειώσει ἀπὸ ὥρα τὸν ἑσπερινὸ καὶ εἶχα καθήσει ἐδῶ, σ’ αὐτὸ τὸ τσιμεντένιο πεζούλι.
Εἶχε πολλὲς ἀνάγκες ἀκόμα ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου μας. Νὰ πλακοστρωθεῖ ἡ μεγάλη του αὐλή, νὰ στηθοῦν πάγκοι, στὴ βρύση κοντὰ νὰ γίνει μικρὴ δεξαμενή, νὰ χτιστεῖ ἕνα μικρὸς ξενώνας.
Οἱ ἅγιες ἐπιθυμίες, ἡ μία κοντὰ στὴν ἄλλη ἀπασχολοῦσαν τὴ σκέψη μου καὶ μὲ γέμιζαν μὲ χαρά, μὰ καὶ ἀνήσυχη μέριμνα τὴν ψυχή μου. Ποῦ θὰ βρεθοῦν τόσα χρήματα ; Ἐκείνη τὴν ὥρα φοβήθηκα τὴν ὀλιγοπιστία μου. Σηκώθηκα, ἔκαμα τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ σιγοψιθύρισαν τὰ χείλη μου : “ – Ἅγιέ μου Γιώργη, συγχώρα με τὸν ἀχάριστο. Πολλὰ μᾶς χάρισες μέχρι τώρα”.
Καθὼς ἤμουν ἀπορροφημένος στὴ προσευχή μου μόλις πρόφθασα καὶ εἶδα κάποιον ἄγνωστο ἡλικιωμένο κύριο, πού, ἀφοῦ ἔκαμε μιὰ ὑπόκλιση πρὸς τὸ μέρος μου, προχώρησε μὲ διστακτικὰ βήματα καὶ μπῆκε μέσα στὴν ἐκκλησία. Δὲν ἀπόρησα. Στὸν τροπαιοῦχο μας Ἅγιο δὲν ἀνάβουν μόνο τὰ κεριά τους οἱ χωριανοί μας. Σ’ ὅλη τὴν ἐπαρχία καὶ σ’ ἄλλες μακρύτερα, εἶναι γνωστὴ ἡ χάρη του. Θυμήθηκα ἐκεῖνο ποὺ ψιθύρισαν τὰ χείλη μου λίγο πιὸ μπροστά : “Πολλὰ μᾶς χάρισες μέχρι τώρα”.
Τί ἦταν ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου πρὶν εἴκοσι χρόνια, ὅταν ἦρθα πρώτη φορὰ ἱερέας σ’ αὐτὸ τὸ χωριὸ τῆς Μακεδονίας ; Τί ἦταν ; Ἕνα τζαμί, ἕνα τούρκικο, μισοερειπωμένο τζαμί. Θυμᾶμαι τὶς πρῶτες ἡμέρες, ὅταν εἶδα τοὺς χωρικοὺς νὰ μπαίνουν μέσα πρωί – πρωί, καθὼς ξεκινοῦσαν γιὰ τὶς δουλειές τους καὶ βράδυ, ὅταν γυρνοῦσαν ἤ νὰ σταυροκοπιοῦνται μὲ σεβασμὸ ἀπ’ ἔξω ἀκόμα, τὰ ἔχασα. Φοβήθηκα μήπως εἶχα νὰ κάμω μὲ χριστιανοὺς ποὺ ἀλλαξοπίστησαν.
Ὁ γερο – δάσκαλος, γιὸς παλιοῦ ἱερέα, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐξήγηση : “- Παππούλη, τοῦτο τὸ τζαμὶ ἦταν στὰ πολὺ παλιὰ χρόνια τοῦ τροπαιούχου μας ἡ ἐκκλησία. Ἔτσι ξεύραμε ἐμεῖς, ἔτσι μάθαμε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ὅταν ἦρθαν οἰ Τοῦρκοι, τὴν ἔκαψαν, τὴν γκρέμισαν, δὲν ἔμεινε οὔτε σημάδι, ποὺ νὰ δείχνει τό τόπο της. Ἔπιασαν τότε οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ φόβο τους τὴν πάνω γειτονιά, νὰ αὐτὴ ποὺ χάνεται μέσα στὸ δάσος, κι ἤρθανε οἱ Τοῦρκοι στὸν κάτω μαχαλά. Κάποτε βάλθηκαν οἱ ἐχθροὶ νὰ χτίσουνε τζαμί. Δὲν πρόκοβε τὸ χτίσιμό τους. Κι ὅταν ἐκεῖ ποὺ ἔσκαβαν βαθύτερα θεμέλια βρῆκαν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὴν εἰκόνα, τὰ ἔχασαν. Φοβήθηκαν, δίστασαν νὰ προχωρήσουν. Μὰ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, φανατικός, πῆρε τὴν ἅγια εἰκόνα καὶ τὴν ἔκαψε. Νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ μέση ὁ Ἅγιος τῶν χριστιανῶν, ποὺ τοὺς ἔφερε ἐμπόδιο στὸ χτίσιμο.
Κάτι θυμήθηκε ὁ γερο-δάσκαλος κι ἀνάστέναξε : “- Οἱ χριστιανοὶ ποὺ τ’ ἄκουσαν, θαύμασαν, χάρηκαν, γιατὶ βρέθηκε ὁ τόπος τοῦ παλιοῦ ναοῦ τους, μὰ πόνεσαν βαθιὰ γιὰ τὴ βεβήλωση τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου. Καὶ φοβήθηκαν τὴν τιμωρία. Τὸ ἴδιο βράδυ σείστηκε τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸν ἀπρόσμενο καὶ καταστρεπτικὸ σεισμό. Τραντάχτηκε καὶ τὸ πάνω χωριό, μὰ πιὸ πολὺ τὸ κάτω. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα οἱ ἄπιστοι, ἐκεῖ ποὺ βρῆκαν τὴν εἰκόνα ἔχτισαν ἕνα πρόχειρο εἰκονοστάσι, ἀγόρασαν τὴν εἰκόνα τοῦ Τροπαιούχου, τοῦ ἄναψαν καντήλα καὶ κερί, καὶ σιγά-σιγά ἔχτισαν τὸ τζαμί τους”.
Ὁ γερο – δάσκαλος ἔσκυψε στὸ αὐτί μου καὶ μοῦ σιγοψιθύρισε : “ – Σ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, πάτερ, ἀνάβουμε τὸ κερί μας ὅλοι, κι ὄχι στὸ τούρκικο τζαμί”.
Συγκλονίστηκε τότε ἡ ψυχή μου καὶ εἶπα μὲ αὐστηρὴ φωνὴ στὸ φίλο μου δάσκαλο : “ – Καὶ τὸν ἀφήνετε τὸν Ἅγιό μας μέσα στὸ τούρκικο τζαμὶ τόσα χρόνια, εὐλογημένοι ; Ὄχι, ἀπόψε κι ὅλας θὰ γκρεμισθεῖ τὸ τζαμὶ καὶ θὰ τοῦ χτίσουμε τοῦ Τροπαιούχου μας καινούργιο Ναό. Ἀκοῦς δάσκαλε ; μὲ τὸ δικό μας ὑστέρημα. Ἄς εἶναι φτωχὸ τὸ χωριό μας”.
Πόσες πολλὲς ἦταν ἀλήθεια καὶ πόσο συγκινητικὲς οἱ προσφορὲς μικρῶν καὶ μεγάλων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων. Νά, τοῦτο τὸ μεγάλο κωδωνοστάσι χτίστηκε ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ ἔστειλαν ξενητεμένοι ἀπὸ τὸν Καναδά. Ψιθύρισαν πάλι τὰ χείλη μου “πόσα μᾶς χάρισες μέχρι τώρα Ἅγιε !” καὶ προχώρησα νὰ μπῶ στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἄγνωστος ἐπισκέπτης, σκέφτηκα, θὰ τέλειωσε τὸ εὐλαβικὸ προσκύνημά του καὶ ἴσως θὰ ἤθελε πληροφορίες γιὰ τὸν τόπο, γιὰ τὸ Ναό. Μὰ ἐκεῖ στὴ θύρα κοντοστάθηκα. Ὁ ἄγνωστος ἡλικιωμένος κύριος ἦταν μπροστὰ στὴν παλιὰ εἰκόνα τοῦ Τροπαιούχου, ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς πιὸ παλιᾶς, ποὺ τὴν εἶχαν κάψει οἱ Τοῦρκοι. Κάτι συγκλονιστικὸ ζοῦσε σκυμμένος, γονατιστὸς ἐκεῖ, γιατὶ οἱ ὦμοι του συνταράσσονταν. Δίστασα γιὰ λίγο. Νὰ τὸν ἀφήσω στὴν προσευχή του ; Νὰ τὸν πλησιάσω μήπως καὶ τὸν βοηθήσω ; Προτίμησα νὰ μείνω ἐκεῖ στὴν πόρτα, στὸ τελευταῖο στασίδι καὶ νὰ παρακαλέσω τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν ἄγνωστο προσκυνητή του. Ὅταν κάποτε ὁ σκυμμένος ἄνδρας σηκώθηκε, εἶχε ἠρεμήσει. Δὲν ξαφνιάστηκε ποὺ εἶδε νὰ τὸν παρακολουθῶ μὲ πατρικὴ ἀγάπη. Τὸν πλησίασα καὶ τὸν χαιρέτησα.
“ – Ἔρχόμουν νὰ βρῶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο μέσα στὸ τζαμί, παππούλη, καὶ εἶδα τὴ χάρη του μέσα στὴν ὄμορφη ἐκκλησιά, ποὺ χτίσατε. Κάποιος παιδικὸς φίλος, ποὺ βρῆκα, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα…
Ἡ βαριὰ προφορά, ποὺ δὲν μοῦ ἦταν ἄγνωστη, μ’ ἀνησύχησε.
“- Ἀπὸ ποῦ εἶσαι παιδί μου, ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔρχεσαι ;” , ρώτησα ταραγμένος.
“- Τοῦρκος εἶμαι κι ἔρχομαι ἀπὸ μακρυά”, τόνισε ἐπίτηδες τὶς λέξεις του καὶ μὲ κοίταζε ἐπίμονα.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς δοκίμασα ἐκείνη τὴν ὥρα τὰ ἴδια ἐκεῖνα συναισθήματα, ὅπως ὅταν ἔβλεπα τοὺς χωριανοὺς νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους μπροστὰ στὸ τούρκικο τζαμὶ κι ἡ φωνή μου ἦταν τὸ ἴδιο αὐστηρή, ὅπως τότε, στὸ δάσκαλο.
“- Εἶσαι μωαμεθανὸς κι ἔρχεσαι νὰ προσκυνήσεις ἕναν Ἅγιο τῆς Χριστιανοσύνης ;”
“- Ναί, παππούλη, ὅταν πιστέψεις στὸν Ἅγιο τῶν Χριστιανῶν, στὴ δύναμη καὶ στὴ χάρη ποὺ τοῦ χαρίζει ὁ Χριστὸς νὰ κάνει θαύματα, ἔρχεσαι ἀπὸ μακρυὰ νὰ τὸν προσκυνήσεις, νὰ τοῦ ζητήσεις ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ σὲ συγχωρέσει…”
Ἔσκυψε τὸ κεφάλι γιὰ λίγο. Τὸν παρακολουθοῦσα ἄφωνος. Σκούπισε κάποιο δάκρυ ὁ ξένος καὶ συνέχισε :
“- Παππούλη, τὴν ξεύρεις καλὰ τὴν ἱστορία τοῦ χωριοῦ μας, τοῦ Τροπαιούχου μας… Σοῦ μίλησαν ποτὲ γιὰ κεῖνον τὸν Τοῦρκο… ποὺ ἔκαψε τὴν παλιὰ εἰκόνα του ; Μακρινός μου πρόγονος ἦταν. Τὸ ἴδιο μ’ ἐκεῖνον ἐπίθετο ἔχω… Ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους τοῦ χωριοῦ ἐκεῖνος ὁ μακρινός μου συγγενής, μὰ ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου τὸν περιφρόνησαν ὅλοι, τὸν φοβήθηκαν, δὲν τὸν πλησίασαν μὴ μολυνθοῦν. Καὶ ἡ κατάρα τούτη καὶ τ’ ἀνάθεμα ἔφθασε μέχρι καὶ τὴ δική μου τὴ γενιά…”
Τὰ ἔχασα σὰν εἶδα τὸν Τοῦρκο νὰ κάνει τὸ σταυρό του. Ἐκεῖνος μὲ καθησύχασε μὲ τὸ βλέμμα του καὶ συνέχισε :
“- Μὴ φοβᾶσαι, παππούλη, εἶμαι βαφτισμένος, ἔχω τ’ ὄνομα τοῦ Τροπαιούχου μας… Τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα ἦταν αὐτό. Τῶν συμπατριωτῶν μας τὸ ἀνάθεμα ἔγινε γιὰ τὸ σόϊ μας εὐλογία ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια. Ὁ παππούς μου πῆρε γυναῖκα ἀπὸ τὸ πάνω χωριὸ καὶ τούτη ἡ ἅγια γυναῖκα τὸν ἔκαμε χριστιανὸ κι αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του. Ἤμασταν οἱ κρυφοὶ χριστιανοὶ Τοῦρκοι τούτου τοῦ χωριοῦ, παππούλη. Τὸν ξεύρεις τὸ γερο – δάσκαλο ; Μόνο ὁ ἱερέας πατέρας του ἤξερε τὸ μυστικό. Ἔμαθες τώρα τὶ εἶναι γιὰ μένα ὁ Τροπαιοῦχος ; Ἔκαμα μακρινὸ ταξίδι νὰ ἔρθω στὴ χάρη Του, νὰ γονατίσω στὴ χρυσὴ εἰκόνα μπροστά, ὅπως καὶ τότε νὰ τοῦ ζητήσω νὰ συγχωρήσει τὸ μακρινό μου πρόγονο, νὰ σοῦ δώσω τὶς λίγες οἰκονομίες μου γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ναοῦ…”
Ἔσπασε ἡ φωνή τοῦ ξένου. Βούρκωσαν καὶ τὰ δικά μου τὰ μάτια.
“- Ὅταν κάποτε ζωγραφίσεις τὰ θαύματά του, γέροντα, βάλε δυὸ παιδιά, ἕνα ἑλληνόπουλο κι ἕνα τουρκόπουλο – πιὸ πίσω αὐτό – νὰ προσκυνοῦν τὴ χρυσή του εἰκόνα, τὸ γέρο δάσκαλο καὶ τὸν κρυφὸ χριστιανό… Κι ὅταν προσεύχεσαι λέγε, ἄν θυμᾶσαι, τοῦτα τὰ λόγια : – Κράτησέ τον μέχρι τὸ τέλος πιστό…”
Ἔσκυψε, μοῦ φίλησε τὸ χέρι, ἀκούμπησε πάνω στὸ παγκάρι τὴν προσφορά του, ἀσπάστηκε ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου κι ἀπομακρύνθηκε.
Κοίταξα τὴν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ μας Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιούχου καὶ καθὼς οἱ τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἔπεφταν πάνω του, τὸ πρόσωπό του μοῦ φάνηκε, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἱκανοποιημένο.
Τὰ χείλη μου, τόσα μόνο ψιθύρισαν : “Τοῦτο, ἅγιε, εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ποὺ μᾶς χάρισες…”.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀξέχαστες ἱστορίες” Δ. Χορτιάτη, σελ. 139-144, Ἐκδόσεως Χριστιανικῆς Ἑνώσεως “Η ΕΛΠΙΣ”).