Του π. Ηλία Μάκου
Κάθε σπιθαμή της ελληνικής γης και μια θυσία. Κάθε σπιθαμή της Ελληνικής πατρίδας και ένας ηρωισμός. Κάθε σπιθαμή του ελληνικού χώρου και αποτύπωμα του συνθήματος “θαρσείτε”.
Όπως και στους Λιγκιάδες Ιωαννίνων, όπου την Κυριακή 3 Οκτωβρίου τιμήθηκε η μνήμη των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, 78 ολόκληρα χρόνια μετά.
Μέσα στον κατακλυσμό της πρωτοφανούς βαρβαρότητας, που δύσκολα μπορούσαν οι ψυχές να πάρουν ανάσα, μέσα στο πνιχτό και απαίσιο και πισσάτο σκοτάδι της Κατοχής, οι κάτοικοι των Λιγκιάδων, αν και τα σπίτια τους κάηκαν και εξολοθρεύθηκαν οι ίδιοι, μεγαλούργησαν.
Και το νιώθει καλά αυτό ο ο μοναδικός επιζών της γερμανικής κτηνωδίας Παναγιώτης Μπαμπούσκας, που ήταν παρών στην εκδήλωση, όπως κάνει κάθε χρόνο άλλωστε και το στεφάνι του δεν λείπει από το μνημείο.
Μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο ναό του αγίου Γεωργίου από τον πρωτοσύγκελο της Μητροπόλεως Ιωαννίνων π. Θωμά Ανδρέου, έγινε στο χώρο του μνημείο προσκλητήριο νεκρών και κατάθεση στεφάνων.
Συγκινητικός, αλλά και διδακτικός ταυτόχρονα ήταν ο λόγος του δημάρχου Ιωαννίνων Μωυσή Ελισάφ, ο οποίος ήταν ο κεντρικός ομιλητής και περιέγραψε το ολοκαύτωμα, που το χαρακτήρισε “όνειδος ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού”.
Και πρόσφερε: “Τη μοιραία εκείνη μέρα του΄43, 3 Οκτωβρίου, εκτός από τους «μεγάλους πρωταγωνιστές» και υπεύθυνους, που άλλωστε δεν ήταν και παρόντες, υπήρχαν και «οι μικροί τροχοί» «της μηχανής του θανάτου» και που, υποτίθεται, ήταν και ανεύθυνοι. Ήταν εκεί, καλοντυμένοι και σιδερόφρακτοι. «Αθώοι» και «ανυποψίαστοι». Ο επιλοχίας που σχεδίαζε, ο λοχίας που πρόσταζε, ο δεκανέας που διαμεσολαβούσε. Αλλά και η πληθώρα των στρατιωτών Ήταν όλοι τους εκεί. Οι «μικροί τροχοί» που «υπηρετούσαν» με συνέπεια τη μηχανή του θανάτου. Που εκτελούσαν «ευσυνείδητα» το «καθήκον» τους. Και βιάζονταν ανυποψίαστοι να το τελειώσουν. Ήταν εκεί όλοι. Βολεμένοι στους εαυτούς τους… Η «λογική» του κοινωνικού δαρβινισμού εμπλουτισμένη με στοιχεία ευγονισμού και ρατσισμού οδήγησε την αποτρόπαια και απολιθωμένη σκέψη του παρανοϊκού δικτάτορα σ΄ έναν κανόνα και εκείθεν στο δόγμα που οδήγησε στο θάνατο της σκέψης. Εκεί παίχτηκε και η μοίρα των Λιγκιάδων. Αλλά και του κόσμου όλου…».
Και κατέληξε: “Ναι, οφείλουμε σήμερα να θυμηθούμε και να θυμίσουμε. Αλλά το χρέος του νέου αιώνα που ήδη διανύουμε είναι να αντιστρέψουμε τη σειρά και αντί τα μέσα να υπηρετούν ανεύθυνα τους στόχους να προτάξουμε τους στόχους που θα καλούνται να υπηρετούν τα μέσα της επιστήμης, της τεχνογνωσίας, της τεχνολογίας, αλλά και της δύναμης. Στόχους που συμφιλιώνουν την ομοιότητα με τη διαφορά, το ατομικό καλό με το συλλογικό καλό και εν τέλει το αληθινό με το καλό. Και αυτό είναι το διαρκές χρέος όλων μας. Ώστε να μη ξαναζήσουμε για μια ακόμη φορά Λιγκιάδες”.
Στην εκδήλωση παρέστησαν o υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Λευτέρης Οικονόμου ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Αμυράς, ο βουλευτής Ιωαννίνων Σταύρος Καλογιάννης, η βουλευτής Ιωαννίνων Μερόπη Τζούφη, ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης, ο Γενικός Πρόξενος της Αλβανικής Δημοκρατίας στα Ιωάννινα, ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας, η επίτιμη Πρόξενος της Γερμανίας στην Ήπειρο, εκπρόσωποι μαρτυρικών χωριών, πολιτικών κομμάτων, της αστυνομίας, του στρατού και της πυροσβεστικής, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, περιφερειακών και δημοτικών παρατάξεων, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί, καθώς και περιφερειακοί σύμβουλοι και άλλοι.
Είναι εντυπωσιακό αυτό, που συνέβη με τους κατοίκους των Λιγκιάδων.
Ούτε καν η ιδέα του ελάχιστου δισταγμού δεν πέρασε από το μυαλό κανενός, είτε ήταν παιδί, είτε γυναίκα, είτε ηλικιωμένος. Όλοι τους όρθιοι, όλοι τους ισχυροί, εκτελέστηκαν ως τιτάνες, περιφρονώντας τον βδελυρό εχθρό.
Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας, ήταν μερικών μηνών βρέφος, όταν η φάλαγγα των μηχανοκίνητων γερμανικών διμοιριών χτύπησε το χωριό σε αντίποινα για τη δράση των αντάρτικων σωμάτων.
Οι Γερμανοί κατέκαψαν τα λιγοστά σπίτια, τα υποστατικά και τις αποθήκες, άλλους έστησαν στο πλάτωμα, άλλους τους εκτέλεσαν μπροστά στα ανώφλια των σπιτιών ή μέσα στις κάμαρες και στα κατώγια.
Από τους 96, που μέτρησαν με σπουδή οι κατακτητές γλίτωσαν τον θάνατο μόνο τέσσερις.
Το βρέφος, μια νεαρή γυναίκα, που τα κορμιά των συγχωριανών της την κάλυψαν πέφτοντας την ώρα του πολυβολισμού και δύο 24χρονοι άνδρες, που οι σφαίρες τούς τραυμάτισαν επιπόλαια. Οκτώ σχεδόν δεκαετίες μετά απέμεινε από αυτούς μόνο ο κ. Μπαμπούσκας.
Το μακελειό το γνωρίζει μόνο από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων, που «ευτυχώς για εκείνους και εμένα, που με έβγαλαν από τα αίματα και το φονικό, είχαν φύγει μερικές μέρες νωρίτερα για τη συγκομιδή των καρυδιών στις Καρυές».
Αλλά και αυτοί δεν ήταν πολλοί. Μερικές ντουζίνες άνθρωποι, κυρίως μεσήλικοι και νεαροί άνδρες, που βρήκαν επιστρέφοντας τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γεροντότερους σε λίμνες αίματος.
Ο πατέρας του κ. Μπαμπούσκα δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ. «Πέθανε από τη στενοχώρια του δύο χρόνια μετά».
Το ορφανό παιδί ακολούθησε τη μοίρα των άλλων, ξεκληρισμένων οικογενειών. Πρώτα, εσωτερική μετανάστευση, στα Ιωάννινα, στο Νησί, στις Καρυές, δουλεύοντας τσοπανάκος στα κοπάδια των αιγοπροβάτων και των αγελάδων. Αργότερα, μετά το στρατιωτικό, στην Αθήνα, εργάτης κοντά τριάντα χρόνια στη Χαλυβουργική.
Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, γύρισε στο χωριό, που ακόμη επούλωνε τις πληγές του. «Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν καλύβες και πέτρινα εγκαταλειμμένα, με τα σημάδια από τη φωτιά και τη λεηλασία ακόμη ορατά. Γύρισαν πολλοί σιγά σιγά στον τόπο μας, το χωριό ξαναζωντάνεψε,άνοιξαν νέα νοικοκυριά, φτιάχτηκαν και τα κατεστραμμένα».
Το 2007 ο κ. Μπαμπούσκας ταξίδεψε μαζί με άλλους επιζήσαντες στη Γερμανία, προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου του Μονάχου σε ένα συνέδριο για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. «Ερχονταν νέοι άνθρωποι, φοιτητές, μας αγκάλιαζαν, κάποιοι έκλαιγαν. Όταν πήραμε τον λόγο και μιλήσαμε για τους Λιγκιάδες, εγώ και ένας ακόμη συντοπίτης, μας χειροκροτούσαν για ώρα πολλή».
Περήφανες υψώνονται νοερά οι πυραμίδες, που σχηματίζουν οι ηρωικές καρδιέςς των εκτελεσθέντων στους Λιγκιάδες.
Και εκεί ηχεί μια σάλπιγγα της μάνας Ελλάδας για να θυμίζει πάντοτε το τρανό ψυχικό ύψος των Ελλήνων.