Του π. Ηλία Μάκου
Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το μαρτυρικό του θάνατο, το 1946, όταν εγκλείστηκε στις σκληρές φυλακές, στο Κάστρο Αργυροκάστου, και εκτελέστηκε από το αθεϊστικό καθεστώς του Χότζα, ο αείμνηστος ιερέας Αλέξανδρος Λίπε από την Πρεμετή, τιμήθηκε με μεγάλη διάκριση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα.
Απόγονοί του παρέλαβαν το παράσημο του “Ιππότη του Τάγματος του Σκερντέμπεη”, μέσα σε κλίμα συγκίνησης.
Εξάρθηκε η προσφορά του στην Ορθοδοξία, αλλά και στην εκπαίδευση, αφού ήταν δάσκαλος με σπουδές στη Βελλά, αλλά και στο Σεμινάριο Θεσσαλονίκης.
Ο κ. Μέτα χαρακτήρισε τον αλησμόνητο π. Αλέξανδρο ως εξέχοντα και σπουδαίο διανοούμενο και δάσκαλο της περιοχής Πρεμετής.
Να σημειωθεί ότι το 2009 του είχε αποδοθεί η “Τιμή της Επαρχίας”, ενώ σχολείο φέρει το όνομά του.
Ο Θεός επέτρεψε να μαρτυρήσει στη χαραυγή του κομμουνιστικού καθεστώτος, σε ηλικία 51 ετών, χωρίς να είναι ακόμη γνωστές οι ακριβείς συνθήκες, αλλά ούτε και ο τόπος της εκτέλεσής του.
Δεν έχει εντοπιστεί, αν και έχουν περάσει πάνω από επτά δεκαετίες, ο τάφος του και στο λείψανό του δεν εψάλη νεκρώσιμη ακολουθία.
Εξοντώθηκε στο πλαίσιο διωγμού ιερέων, δασκάλων και διανοουμένων, καθώς το καθεστώς φοβόταν ότι θα υπέκαπταν τα θεμέλιά του.
Καταλάβαινε ότι η “ειρήνη”, που υποσχόταν ο Χότζα, δεν είχε καμία σχέση με την ειρήνη της Ορθοδοξίας.
Σύμφωνα με μαρτυρίες έλεγε: Χριστιανοί μου, τέκνα του Χριστού, μείνετε μέσα στην ειρήνη της Εκκλησίας. Η ειρήνη δεν επιβάλλεται με τα όπλα, αλλά έρχεται με τη μετάνοια και τη μετοχή στη Θεία κοινωνία. Ο Κύριός μας και Θεός μας είναι ο μοναδικός ειρηνοποιός.
Άδικα και χωρίς στοιχεία κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και ενέργειες ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας, καθώς και ως εχθρός του λαού.
Σε μια δίκη με προειλημμένη την απόφαση, που διήρκησε 20 ημέρες καταδικάστηκε, με εντολή του ίδιου του Χότζα, σε θάνατο δια τουφεκισμού.
Δολοφόνησαν τον ίδιο και κυνηγήθηκε η οικογένειά του μέχρι την πτώση του καθεστώτος.
Η επιμονή στην πίστη του και η ασυνθηκολόγητη διακήρυξη της αλήθειας του Εσταυρομένου Ιησού, έστρεψε τους καθεστωτικούς εναντίον του.
Και μεταβλήθηκαν σε δηλητηρώδεις σφήκες, που έπεσαν πάνω του και τον εξολόθρευσαν.
Και αυτό, γιατί δεν συμβιβάστηκε, δεν λογάριασε τον εαυτούλη του, δεν στράφηκε στην ευκολία και στο βόλεμα, αρνήθηκε να προσκυνήσει τα είδωλα μιας ιδεολογίας χωρίς Θεό.
Το ορθωμένο προς τα ουράνια βλέμμα του, που αρκούσε για να συντρίψει τους αθέους, έδειχνε την ψυχή του.
Το πέρασμά του από το ορατό στο αόρατο. Την αναγωγή του από αυτό που είναι φανερό σ’ εκείνο, που υποδηλώνεται και δεν είναι δυνατόν να ιδωθεί…
Η πνευματικότητά του ήταν το μοναδικό του όπλο στην αθλιότητα του καιρού του.
Χόρταινε τις καρδιές των Χριστιανών, γιατί είχε μέσα του το θείο πυρ, που κατέκαιγε τη δική του καρδιά.
Η ορμή του πνεύματός του δρασκέλισε τα όρια της γύρω του πραγματικότητας, γιατί δεν αναπαυόταν στα εξωτερικά φαινόμενα και ήξερε ότι δεν ήταν δυνατή η συνύπαρξη του άγιου με το βέβηλο.
Είδε τα πνευματικά του παιδιά κάτω από μαύρα νέφη. Είδε να ρέουν θολά νερά με λάσπη και σαπισμένα φύλλα. Είδε αρπακτικά πουλιά να χυμούν.
Όμως με κλειστά τα μάτια του είδε πίσω από τον φρενήρη καλπασμό του αθεϊσμού. Είδε τη δύναμη και την αντοχή της πίστης, είδε τα οστά τα ξασπρισμένα.
Και πιο μακριά, μέσα στα θάμπη, να αναμένει ο Χριστός…