Του π. Ηλία Μάκου
Η ιστορική μάχη του Πέτα στην Άρτα, το 1822, παρά την ήττα και την αναγκαστική συνθηκολόγηση των Σουλιωτών, που εγκατέλειψαν την Ήπειρο, ήταν μια ακόμη απόδειξη της γενναιότητας των Ελλήνων, παρά το δικαστικό κλίμα, που υπήρχε ανάμεσά τους.
Η εκδήλωση για τη συμπλήρωση 200ων ετών από την μάχη του Πέτα έγινε στο ομώνυμο χωριό και συγκεκριμένα στον αύλειο χώρο της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου, όπου θυσιάστηκαν οι Πολωνοί φιλέλληνες, που συμμετείχαν στη μάχη, στους οποίους ήταν αφιερωμένα τα δρώμενα.
Η δήμαρχος Ν. Σκουφά Ροζίνα Βαβέτση απηύθυνε έναν σύντομο χαιρετισμό, ενώ παιδιά του δημοτικού σχολείου Πέτα παρουσίασαν με εξαιρετικό τρόπο μια θεατρική παράσταση, δίνοντας έμφαση στις προσωπικότητες, που πρωτοστάτησαν εκείνη την περίοδο, την οποία συντόνισαν ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Πέτα Στυλιανός Κουτσιμπελας και ο δάσκαλος της 6ης τάξης Ευστάθιος Κακαριάρης.
Στην εκδήλωση παρέστησαν ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής της Πολωνικής πρεσβείας Tomasz Wiśniewski, ο στρατιωτικός ακόλουθος της Πολωνικής Πρεσβείαςσυνταγματάρχης Jan Kurdziałek, ο βουλευτής Άρτας Χρήστος Γκόκας ως εκπρόσωπος του ελληνικού κοινοβουλίου, οι αντιπεριφερειάρχες Βασίλης Ψαθάς και Δημήτρης Βαρέλης, οι δήμαρχοι Ζηρού Νικόλαος Καλαντζής και Γ. Καραϊσκάκη Περικλής Μίγδος και πλήθος κόσμου.
H εκστρατεία, της οποίας τη γενική διεύθυνση είχε ο Aλέξανδρος Μαυροκορδάτος και συμμετείχαν οι αρματωλοί και οι οπλαρχηγοί της ευρύτερης περιοχής (Bαρνακιώτης, Mπακόλας, Ίσκος, Mακρής κ.ά, καθώς και αρκετοί φιλέλληνες, ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου του 1822 με την κατάληψη θέσεων και τη συγκρότηση στρατοπέδων.
Η κρίσιμη σύγκρουση διεξήχθη στην περιοχή Πέτα στις 4 Iουλίου 1822 και υπήρξε καταστροφική για τους Έλληνες επαναστάτες, ιδίως για τους φιλέλληνες, που σχεδόν αποδεκατίστηκαν από το ιππικό των Οθωμανών.
Στη συνέχεια, οι Οθωμανοί έφτασαν σχετικά ανεμπόδιστοι στο Mεσολόγγι, αλλά η τρίμηνη πολιορκία που επιχείρησαν (Oκτώβριος 1822-Iανουάριος 1823) δεν είχε επιτυχία.
Και στο Πέτα διατρανώθηκε ότι είναι των Ελλήνων η μεγάλη ιδέα. Αυτή. Αυτή κατά βάθος και πλάτος.
Να είναι ελεύθεροι να κινούνται, να ομιλού, να ρυθμίζουν τον ατομικό βίο τους.
Να είναι ελεύθεροι, να λατρεύουν, όπως ξέρουν, όπως παρέλαβαν από τους προγόνους τους.
Να είναι ελεύθεροι να μορφώνουν και να μορφώνονται, να στήνουν παντού του πολιτισμού τα φώτα.
Έβλεπαν τα σπίτια τους να λεηλατούνται, τις γυναίκες τους να ατιμάζονται, τα παιδιά τους να εξισλαμίζονται.
Έβλεπαν τα σχολεία τους να βεβηλώνονται, τους δασκάλους τους να διώκονται, τους κληρικούς να εξευτελίζονται και να απαγχονίζονται.
Έβλεπαν… Και τι δεν έβλεπαν; Την ασιατική βαρβαρότητα και τυραννία να ποδοπατεί και να εξουθενώνει ό,τι ιερό, ό,τι άγιο, ό,τι προσφιλές, ό,τι ανεκτίμητο είχε η ιστορική και μεγαλουργός φυλή τους.
Αυτά, λοιπόν, να μένουν έτσι ποδοπατημένα και εξευτελισμένα; Αυτά να βεβηλώνονται από μιαρούς και απίστους; Όχι.
Έτσι οι Έλληνες αποδόθηκαν σε αγώνα να να ανακτηθούν τα όσια, να αναστηλωθούν οι αξίες, να ελευθερωθούν οι ψυχές, πάση θυσία να ζήσουν, να ξαναζήσουν ελεύθεροι οι δούλοι, πάλι να ανάψει παντού η δάδα του Ελληνισμού, πάλι όλοι να δουν και να διδαχθούν ποια είναι η αθάνατη Ελλάδα.
Έβλεπαν τις εκκλησιές τους τζαμιά, τα καμπαναριά τους μιναρέδες, στους τρούλους των ναών τους την ημισέληνο.