Ηταν Κυριακή θυμάμαι 10 του Απρίλη του 2005, πριν 14 χρόνια, και μόλις που είχαμε τελειώσει την παρέλαση της Βοστώνης. Είχαν σιγήσει οι πασίχαρες φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», σαν ήλθε το μαντάτο το λυπητερό, πως ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος βγήκε από τον χρόνο και πορεύεται μέσα στην αχρονία της αιωνιότητας.
Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος έγραψε ιστορία και τον έγραψε η Ιστορία, ήταν νεκρός. Ετσι είναι η ζωή, κάποτε όλοι πεθαίνουν ακόμα και οι πιο δυνατοί και οι πιο επιφανείς κι όλα τελειώνουν. Αλλωστε, κοινός «έσχατος εχθρός όλων μας» ο θάνατος, αυτή η ακραία μας πραγματικότητα, ή η απόλυτα αναπόφευκτη τραγικότητά μας.
Θυμάμαι ακόμα πως ήταν μια μέρα ανοιξιάτικη, ολόφωτη κι ηλιόφωτη που μόλις είχε αρχίσει η γης να μοσχοβολά μυρτιές και πάλι. Να γεμίζουν οι αιθέρες με αηδονολαλιές κι οι μυγδαλιές να φανερώνουν δειλά-δειλά τα άσπρα κάλλη τους στο πύρωμα των ηλιαχτίδων. Αγαπούσε πολύ τη φύση ο Ιάκωβος, κι αυτό το γνώριζα από πρώτο χέρι γιατί κατά τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής αφότου είχε απαλλαγεί από το βαρύ φορτίο των ευθυνών είχαμε αποκτήσει συνάφεια και εγγύτητα. Δεν είναι μυστικό, άλλωστε τα γραπτά υπάρχουν, αυτά γράφουν την ιστορία, πως είχαμε διαφωνήσει πολλές φορές, ενίοτε έντονα για το θέμα της ελληνικής γλώσσας, της Θεολογικής Σχολής, της επιλογής μερικών εξεχουσών μετριοτήτων που έβαλε στην ιεραρχία, όμως πάντοτε σεβαστικά και άδολα.
Ο Ιάκωβος είχε μεγάλη καρδιά, δεν μνησικακούσε, είχε ανωτερότητα ψυχής κι ήταν μέχρι να σε εμπιστευθεί, μετά την άνοιγε την ψυχή του κι έβλεπες μέσα της. Αναντίλεκτα και έκανε λάθη και μάλιστα ιστορικά και τα παραδεχόταν πολλές φορές από μόνος του όταν δειπνούσαμε στην οικία του στο Rye της Νέας Υόρκης ή στο αγαπημένο του εστιατόριο «Emillio’s». Θυμάμαι σ’ αυτές τις συζητήσεις μας που έλεγε πολλές φορές στον Αντώνη Διαματάρη τον εκδότη μας του «Ε.Κ.» «να κρατά καλά τα γκέμια της εφημερίδας γιατί δεν λογίζεται Ομογένεια χωρίς ‘Εθνικό Κήρυκα’».
Ο Ιάκωβος έφυγε πριν από 14 χρόνια και μαζί του όλη εκείνη η αίγλη της προβολής της Ομογένειας. Θα είχε μαραζώσει αν βρισκόταν σήμερα στη ζωή και έβλεπε το τραγελαφικό κατάντημα της φτωχημένης Αρχιεπισκοπής, τον επιθανάτιο ρόγχο της Θεολογικής Σχολής, το βδέλυγμα της αισχύνης του ατέλειωτου γιαπιού του Αγ. Νικολάου, το ρημαδιό στη Βοστώνη που αγαπούσε πολύ.
Περνώ πότε – πότε από τον τάφο του στη Θεολογική Σχολή, του αφήνω μερικά λουλούδια και του μιλώ με αγωνία υπαρκτική για την πορεία μας σήμερα, αλλά εκείνος «ουδέν αποκρίνει». Οι σημερινές σκέψεις είναι απλά μια θύμηση, κάτι σαν νεκρολούλουδα στον Ιάκωβο που τόσο λείπει από την Εκκλησία και την Ομογένειά μας. Σαν μια σπίθα καντηλιού στη μνήμη του εκεί που κείτεται μόνος και ξεχασμένος, με μόνη του συντροφιά τις νύχτες τις αξημέρωτες τον Μητροπολίτη Σαράντα Εκκλησιών Σίλα και τον Επίσκοπο Αβύδου Γεράσιμο, οι οποίοι έχουν ενταφιασθεί κοντά του, πίσω από το παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού της Θεολογικής Σχολής.