You are currently viewing ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ: Θα αναστηλωθούν παμπάλαια Μονή και Βυζαντινό τείχος

ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ: Θα αναστηλωθούν παμπάλαια Μονή και Βυζαντινό τείχος

  • Reading time:2 mins read
Του π. Ηλία Μάκου
Δόθηκε το «πράσινο φως» από το υπουργείο Πολιτισμού για πιστώσεις, που αφορούν αναστηλωτικές εργασίες στο βυζαντινό τείχος του Πολυνερίου και την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλακωτής.

Η Μονή αυτή, που θεωρείται από τις παλαιότερες στην Ήπειρο, είναι πιθανώς κτίσμα του 13ου αι. μ.Χ., δηλαδή των χρόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, όπως προκύπτει από τις αγιογραφίες, που ανακαλύφθηκαν, κάτω από τα νεότερα επιχρίσματα. Τον 18ο ή τον 19ο αι., δεν έχει εξακριβωθεί, ανεγέρθηκε νάρθηκας στη δυτική πλευρά, όπου και η είσοδος.

Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό, που έχει μικρές διαστάσεις, με ελεύθερο σταυρό (ανήκει στην παραλλαγή του λατινικού σταυρού) και εξάπλευρο τρούλο, καθώς και με αγιογραφίες του 13ουαι., λίγες διατηρούνται ως σήμερα  (στις κεραίες του σταυρού και κυρίως στη βόρεια, όπου διακρίνονται σπαράγματα τοιχογραφικού διακόσμου με παράσταση ευαγγελικής σκηνής και ολόσωμου αγίου),  ενώ το ξύλινο τέμπλο κατασκευάστηκε αργότερα.

Εξάλλου, παρά την έλλειψη ιστορικών στοιχείων, η απαρχή του οχυρωμένου οικισμού στο Πολυνέρι (παλαιότερα Κούτσι), που βρίσκεται στην ανατολική πλαγιά του όρους Βραχωνάς και σε σημείο από το οποίο φαίνεται η παραλιακή πεδιάδα της Πλαταριάς, τοποθετείται πιθανότατα κατά τον 4ο αι. π.Χ..

 

Κατά τους νεότερους χρόνους ο οικισμός επεκτάθηκε και εκτός των αρχαίων τειχών, με αποτέλεσμα, λόγω  της  διαχρονικής κατοίκησης, ελάχιστα κατάλοιπα των αρχαίων χρόνων -με εξαίρεση την οχύρωση- έχουν διατηρηθεί στο εσωτερικό του.

ΕΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΛΑΚΩΤΗΣ

Πριν καιρό, την ώρα του δειλινού, με το πλάγιασμα του ήλιου, με το ξεδίπλωμα της σκιας των δέντρων, είχαμε επισκεφθεί τη Μονή της μεταμόρφωσης του Σωτήρος και ακούσαμε της καμπάνας της το γλυκόλαλο τραγούδισμα.

Αντήχησε ο ήχος της στα λαγκάδια και γύρισε πίσω, φέρνοντας στο μυαλό μας διάφορες ελπιδοφόρες σκέψεις…

Μπήκα μέσα, έκλεισα καλά πίσω μου την πόρτα, αφήνοντας έξω στην αυλή του κόσμου τα προβλήματα. Ξεχνώντας και του ρολογιού το ρυθμικό κυνηγητό.

Έμεινα κάτω  από το μικρό θόλο -άραγε για πόση ώρα;-κοιτάζοντας το σταυρό στο βάθος του ιερού. Και άρχισα να νιώθω ότι ανεβαίνω. Ανεβαίνω γοργά. Χωρίς φορτίο. Με ανάλαφρη την καρδιά, με ειρήνη, με χαρά.

Και προσευχήθηκα… Χριστέ μου, κτίσε μέσα στα ερείπια της ψυχής μου, κτίσε, Σύ δημιουργέ και κυβερνήτη παντοδύναμε, νέα καρδιά, νέα πνοή. Νέα ορμή δώσε. Ψυχή καθάρια, αστραφτερή. Σαν τ’ ουρανού το χρώμα την αυγή.

Ξαναβγήκα έξω στον χορταριασμένο χώρο. Ο ήλιος είχε πέσει. Καμπάνα καμία δεν χτυπούσε. Κοιμόταν η ρεματιά, ησύχαζε τ’ αηδόνι.

Όμως μέσα στην καρδιά μου κτυπούσε παναρμόνια καμπάνα τ’ ουρανού.  Και τα σκιρτήματά μου, περιφρονημένα από την άψυχη φύση, βρήκαν ανοιχτές μόνο τις πόρτες τ’ ουρανού.