You are currently viewing Θεολογικό σχόλιο στήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου.

Θεολογικό σχόλιο στήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου.

  • Reading time:1 mins read

Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου

Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

Ἡ σημερινή εὐαγγελική παραβολή εἶναι γνωστή ὡς παραβολή τοῦ Ἀσώτου.Ἕνας ἄνθρωπος ἔχει δύο γιούς. Ὁ νεώτερος γιός ζητάει χωρίς περιστροφές ἀπό τόν πατέρα του τό μερίδιό του ἀπό τήν κληρονομιά. Ἀλλά τό κομμάτι αὐτό ἀποκομμένο ἀπό τό σύνολο τῆς ἀλήθειας τῆς ζω-ῆς τοῦ πατέρα δέν μπορεῖ νά ζήσει, δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει. Τό κομμάτι αὐτό, ὅταν τό παίρνουμε δυναστικά, ἀντάρτικα, ὅπως καί ὅταν θέλουμε, δέν μᾶς ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀλλά στήν ἀπόγνωση καί τήν κατα-στροφή.

Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία τοῦ νεώτερου γιοῦ, εἶναι ὅτι ὄντας ἀνώρι-μος δέν ἔχει φθάσει στό νά ξέρει, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν οὐσία τοῦ υἱοῦ.

Καί ὁ πατέρας τοῦ δίνει τό κομμάτι, τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς περι-ουσίας, πού ζητάει. Εἶναι ἄρχοντας ἀγάπης. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἑ-αυτό του. Ἐνδιαφέρεται νά σώσει τό παιδί του. Αὐτό βρίσκεται στό σκο-πό τῆς ζωῆς του, εἶναι καταξίωση τοῦ εἶναι του. Δέν τόν ἐνδιαφέρει τί θά πεῖ ὁ κόσμος, ὅπως ἐνδιαφέρει τόσο πολύ ἐμᾶς γιά τό πῶς θά χαρα-κτηρίσουν τό παιδί μας γιά τίς ἀστοχίες του, δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν θά χάσει τό κῦρος του, ἄν παρουσιαστεῖ ὡς πατέρας ἀποτυχημένος, μέ παιδί πού ἀφήνει τό σπίτι καί φεύγει μακρυά. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πάει πιό μακριά ἀπ’ ὅ,τι μπορεῖ νά πάει ἡ κρίση τοῦ κόσμου ἤ ἡ ἀνταρσία τοῦ γιοῦ του.

Γιά τόν λόγο αὐτό δέν τοῦ κάνει διδασκαλία μέ λόγια. Τώρα πρέ-πει νά τόν ἀφήσει νά περιπλανηθεῖ, νά πάθει, νά μάθει, νά δεῖ προσω-πικά τό ψεῦδος καί τίς ἀνυπόστατες ἀπάτες.

Αὐτό ξέρει ὁ πατέρας, ὅτι εἶναι κάτι θανάσιμα ἐπικίνδυνο, ἀλλά δέν βλέπει ἄλλη λύση. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά τόν συ-ντροφεύει πάντοτε μέ τήν ἀγάπη του, πού ὑπάρχει στό σπίτι, ἀλλά ἁ-πλώνεται παντοῦ. Δίνει ἀγωγή στό παιδί του ὑποφέροντας μυστικά ὁ-λόκληρος, βγαίνοντας στό σταυρό τῆς ἀναμονῆς.

Τό θέμα δέν εἶναι ὁ πατέρας νά κρατήσει διά τῆς βίας τόν γιό κο-ντά του, ἀλλά νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα, νά δημιουργήσει τίς προϋ-

ποθέσεις, ὥστε ὁ ἴδιος μόνος του νά ἔλθει πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν πατέρα ὁρίζει τόν υἱό.

Καί ὁ ἄσωτος φεύγει. Πηγαίνει γιά νά ζήσει σέ μιά χώρα ξένη, ὅ-που τά πάντα ξοδεύονται χωρίς νά ἀνανεώνονται. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο μένει μόνος. Οἱ φίλοι του ἔμειναν κοντά του ὅσο κράτησαν τά πλούτη του. Ἀρχίζει νά ζεῖ τήν ἔκπτωση καί τήν ἐξαθλίωση. Καί ὅταν πηγαίνει νά ζητήσει βοήθεια τόν σπρώχνουν πιό χαμηλά. Τόν στέλνουν νά βόσκει χοίρους, νά ποιμάνει τά πάθη. Τόν κάνουν χοιροβοσκό. Τοῦ ἀρνοῦνται τή φύση του, τήν ἀνθρωπιά του, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν εὐγένειά του. Τόν θεωροῦν ζῶο.

Ὅμως, ἡ δοκιμασία τοῦ νεώτερου γιοῦ στή μακρινή χώρα φανέ-ρωσε καί τό τί ἔκρυβε μέσα του, τί ἀντοχή εἶχε, τί ἔμεινε ἀνέπαφο, σέ ποιόν νά καταφύγει, ποῦ ὑπάρχει τροφή, ζωή καί ἀνάσταση γιά ὅλους.

Καί ἀρχίζει νά μονολογεῖ: “Μπορεῖ νά τά ἔχασα ὅλα! Μπορεῖ νά χάθηκα κι ἐγώ. Κυριολεκτικά νά πέθανα. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι πού δέν χά-νεται, δέν πεθαίνει. Εἶναι ὁ πατέρας μου καί ἡ ἀγάπη του. Δέν σκέφτο-μαι τά παιδιά του – εἶμαι ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο – σκέφτομαι τούς ὑπη-ρέτες του, πῶς τούς φέρεται, πῶς τούς χορταίνει. Θά σηκωθῶ καί θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου: Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐ-νώπιόν σου. Σέ σένα πού ἔχεις τέτοια ἀγάπη πού γεμίζει οὐρανό καί γῆ. Σέ σένα πού ἀκόμη ἐδῶ, στή μακρινή χώρα τῆς στέρησης καί τῆς κόλα-σης, μέ συνοδεύεις. Δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι γιός σου. Ξέπεσα, ἔχασα τήν υἱοθεσία. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία μου. Δέν εἶναι ἡ περιουσία σου πού σπατάλησα. Καθύβρισα τή μιά σχέση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα. Πά-τερ ἥμαρτον”.

Ξέρετε, εἶναι σχετικά εὔκολο νά παραδεχθῶ τά λάθη καί τά ἐλατ-τώματά μου, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀναγνωρίσω ξαφνικά πώς ἔ-χω προδώσει, πώς ἔχω χάσει τήν πνευματική μου, τήν ἀληθινή μου ὀ-μορφιά, πώς βρίσκομαι τόσο μακριά ἀπό τό ἀληθινό μου σπίτι.

Καί ὁ ἄσωτος παίρνει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Πρίν ἀκόμη φθά-σει στό σπίτι, ὁ πατέρας τόν βλέπει ἀπό μακρυά καί τρέχει. Χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτα, πέφτει ὁλόκληρος στήν ἀγκαλιά του καί τόν καταφιλεῖ. Ἤδη ὁ γιός κατάλαβε, πῆρε τήν ἀπάντηση. Ὁ πατέρας ἄκουσε τήν ἐξο-μολόγηση. Γιατί πάντοτε ἦταν μαζί μέ τό παιδί του. Αὐτό τό ὁποῖο πα-ρακαλῶ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἡ πρώτη λέξη τῆς ὁμολογίας του δέν εἶναι “συγχώρα με”, ἀλλά “πατέρα”. Εἶναι τό ὄνομα τοῦ πατέρα πού ἀ-νεβαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του καί τοῦ δίνει τό θάρρος νά ἐλπίζει.

Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἄσωτος ὁμολογεῖ τό λάθος του καί σιωπᾶ. Δέν μπορεῖ νά συνεχίσει. Τά χάνει μέ τόν χείμαρρο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα πού τόν διαλύει. Καί τό λόγο παίρνει ὁ πατέρας πού μιλᾶ ξεκάθαρα ἐν

σιωπῆ. Δέν λέει στό παιδί του γιά τόν ἑαυτό του. Οὔτε ἄν πόνεσε, οὔτε πόσο πόνεσε ὅταν ἔφυγε. Οὔτε πόσο χαίρεται τώρα πού γύρισε. Οὔτε τόν μαλώνει γιά νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του. Αὐτά δέ λέγονται. Διότι ἡ μυσταγωγία τῆς σχέσης τους ἱερουργεῖται σέ χῶρο βαθειᾶς σιωπῆς. Πυ-ράκτωμα ἀγάπης πού παραλύει τή γλώσσα.

Ἔτσι νίκησε ἡ πατρική ἀγάπη τό θάνατο. Καί ἄναψε τούτη ἡ χαρά, τό πανηγύρι, πού ἐνδύεται καί πάλι ὁ γιός τήν στολή τήν πρώτη, καί φο-ρᾶ τό δακτυλίδι τῆς υἱοθεσίας, καί θύεται ὁ μόσχος ὁ σιτευτός.

Αὐτή ἡ ἐπιστροφή, ἀδελφοί μου, δέν μοιάζει μέ τίς δικές μας ἐπι-στροφές ἤ τουλάχιστον αὐτές πού ἔχουμε στό μυαλό μας. Οἱ δικές μας εἶναι τοποθετημένες λίγο-πολύ σέ μιά νομικίστικη σχέση, σέ μιά ἀντίλη-ψη πού καλλιεργεῖ μᾶλλον τίς συμφωνίες μεταξύ κυρίων πού δέν ἀθε-τοῦν τό λόγο τους, κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο: Λοιπόν, πατέρα, νά τά συ-ζητήσουμε, νά δοῦμε τά πράγματα ψύχραιμα. Νά δοῦμε σέ τίς φταῖς καί σέ τί φταίω. Νά βροῦμε ἕνα τρόπο συμβίωσης. Ὄχι ὅτι δέν μπορῶ νά ζή-σω μακρυά ἀπό σένα. Μπορῶ, ἀλλά μιά καί εἶσαι πατέρας μου εἶπα νά γυρίσω. Τώρα ὅμως πρέπει νά μήν ἐπαναληφθοῦν τά ἴδια.

Αὐτή ἡ ἐπιστροφή εἶναι ἡ κόλαση τῆς λογικῆς καί τῆς δικαιοσύ-νης. Βλέπετε ὑπάρχει παραμονή στό σπίτι πού εἶναι περιπλάνηση σέ χώρα μακρινή. Ὑπάρχει ἐπιστροφή πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση ἀπό τό σπίτι. Αὐτό ὅμως πού γνωρίζουμε ὅλοι εἶναι, ὅτι μποροῦμε νά γυρίσουμε στόν Πατέρα μας, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἐπικύρωση τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ἡ ἐπανεύρεση τῆς ἀνθρωπιᾶς μας. Γι’ αὐτό, σύμφω-να μέ τό λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ, μᾶς λέγει: Υἱέ μου δός μου τήν καρδιά σου. Ὅλα τά ἄλλα θά στά δώσω ἐγώ.