Η ομιλία , κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας στόν Ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, του Σεβ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ἐξοχώτατε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος,
Ἡ σύνδεση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, πού ἔγινε τό ἔτος 843, καί στό βάθος ἡ σύνδεσή της μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἔτος 787, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη γιά τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, γιά ἰσχυρούς θεολογικούς λόγους, εἶναι ἕνα σημαντικό γεγονός πού ἔχει μεγάλη διαχρονική σημασία, ἀλλά καί καταπληκτική ἐπικαιρότητα.
Κατ’ ἀρχάς, ὅπως μπορεῖ νά παρατηρήση κανείς, ἡ ἑορτή αὐτή συνδέει στενά τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία. Πρόκειται γιά ἕνα ἱστορικό γεγονός πού πραγματοποιήθηκε τόν 8ο καί 9ο αἰώνα, καί γιά μιά θεολογία πού εἶναι συνέχεια τῆς Χριστολογικῆς θεολογίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἤτοι ἡ θεολογία τῆς οἰκονομίας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνώσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἔγινε σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, μέσα στήν ἱστορία. Ἔτσι, ἡ θεολογία περί τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία διακηρύσσουν οἱ ἱερές εἰκόνες, διακηρύσσεται καί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο κατά τόν 8ο αἰώνα, πού σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία συνδέεται μέ τήν ἱστορία καί ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «θεολογία γεγονότων» καί ὄχι ἀφηρημένων στοχασμῶν καί διαλεκτικῶν συλλογισμῶν. Καί ἐπειδή ἡ ἱστορία ἐμπλέκεται μέ τήν πολιτική, γι’ αὐτό, δυστυχῶς, μερικές φορές ἡ πολιτική ἐπηρεάζει καί τήν θεολογία καί δημιουργεῖ σημαντικές παραχαράξεις καί παραποιήσεις τῆς ἀληθείας.
Ἔτσι, ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων πού ἑορτάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς νίκη τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας ἐναντίον τῶν παραχαράξεων τῆς Ἀποκαλυπτικῆς ἀληθείας, δείχνει ἔντονα τήν σύνδεση μεταξύ θεολογίας καί ἱστορίας.
Ὅμως, μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία θεολόγησε γιά τήν σπουδαιότητα τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί θέσπισε τήν σύνδεση τῆς θεολογίας μέ τήν ἱστορία, ἤτοι τήν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι μέ τόν στοχασμό, τίς φαντασιώσεις, τίς ἰδέες καί τούς διαλεκτικούς συλλογισμούς, παρατηρήθηκε ἡ ἐκτροπή τῆς συνδέσεως τῆς θεολογίας μέ τήν πολιτική, τήν ἐγκοσμιοκρατική σκοπιμότητα σέ Δύση καί Ἀνατολή, πού διασώζεται μέχρι σήμερα. Θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά στό θέμα αὐτό, δηλαδή τό τί ἐπακολούθησε τόσο στήν Δύση ὅσο καί στήν Ἀνατολή μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία καθιέρωσε τήν ἀξία καί τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Κατ’ ἀρχάς, στό δυτικό τμῆμα τῆς τότε ἑνιαίας Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας κυριαρχοῦσε ἡγετικά, κυρίως στό κέντρο τῆς Εὐρώπης, ὁ Βασιλεύς τῶν Φράγκων, Κάρολος Μέγας ἤ Καρλομάγνος. Αὐτός βρῆκε τήν εὐκαιρία, μέ ἀφορμή τήν σύγκληση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νά διαφοροποιηθῆ ἀπό τήν πολιτιστική καί θεολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἔτσι, ἀνέθεσε σέ θεολόγους καί κυρίως τόν Θεοδοῦλφο, νά μελετήσουν τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί αὐτός συνέταξε τά λεγόμενα Libri Carolini (βιβλία Καρόλου), στά ὁποῖα παραποιήθηκαν τά Πρακτικά τῆς μεγάλης αὐτῆς Συνόδου καί τήν παρουσίασαν ὅτι δῆθεν δογμάτισε γιά τήν λατρευτική προσκύνηση τῶν εἰκόνων, καί ὄχι γιά τήν τιμητική προσκύνησή τους, ὅπως ἦταν τό σωστό. Δηλαδή, τήν λέξη τιμητική προσκύνηση τήν μετέτρεψαν σέ λατρευτική. Τά Libri Carolini διαβάστηκαν στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794, δηλαδή ἑπτά χρόνια μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, μέ ἀποτέλεσμα οἱ Χριστιανοί τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας νά χαρακτηρισθοῦν γιά πρώτη φορά Γραικοί, δηλαδή Ἕλληνες μέ τήν ἔννοια τοῦ εἰδωλολάτρου. Ἔτσι, μετά τήν παραποίηση τῶν Πρακτικῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀκολούθησε καί ἡ πλαστογράφηση τοῦ ὀνόματος τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπό Ρωμαίους σέ Γραικούς.
Ἀπό ἐκεῖ ἄρχισε μιά ἐσκεμμένη διαφορετική πολιτιστική καί θεολογική παράδοση στήν Δύση, μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ σχολαστικισμοῦ, ὁ ὁποῖος στηρίχθηκε κυρίως στούς διαλεκτικούς συλλογισμούς, στήν φιλοσοφία καί φθάνει μέχρι τόν διαφωτισμό, τόν ὑπαρξισμό καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό. Ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς αὐτή ἡ πολιτιστική διαφοροποίηση ἐκδηλώθηκε κατ’ ἀρχάς μέ τήν κατασκευή ἀγαλμάτων στούς Ναούς, στήν συνέχεια μέ τίς θρησκευτικές τέχνες τῆς Ἀναγεννήσεως καί τήν ἀπόρριψη τῶν εἰκόνων ἀπό τούς Ναούς, ὅπως ἔγινε μέ τούς Μεταρρυθμιστές Προτεστάντες.
Ἔπειτα, ὑπάρχει μιά θεολογική καί πολιτιστική διαφοροποίηση καί στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Εἶχαν ἀπωθηθῆ πρός τά ἀνατολικά ὅρια τῆς Αὐτοκρατορίας ὅσοι καταδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἤτοι οἱ ἀρειανοί, οἱ νεστοριανοί, οἱ μονοφυσίτες καί οἱ μονοθελῆτες, ἀπό τούς ὁποίους οἱ Ἰσλαμιστές προσέλαβαν διάφορα χριστιανικά στοιχεῖα. Ὁ ἀναπτυσσόμενος τότε Ἰσλαμισμός, ἐπηρεασμένος στό θέμα αὐτό ἀπό τούς αἱρετικούς Χριστιανούς ἀπέβαλε τήν κατασκευή τῶν εἰκόνων. Ἔτσι, στό Κοράνιο γίνεται ἀναφορά στόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, καί θεσπίζεται τό ἀνεικόνιστο. Τό Κοράνιο ἀπαρτίσθηκε ἀπό στοιχεῖα προϊσλαμικά, ἰουδαϊκά καί τόν αἱρετικό Χριστιανισμό, μαζί μέ ἄλλα στοιχεῖα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἰσλαμισμός στήν ἀρχή δέν παρουσιάσθηκε ὡς ἰδιαίτερη θρησκεία, ἀλλά ὡς αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ, γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν συμπεριέλαβε στό βιβλίο του κατά τῶν αἱρέσεων μέ τόν ὅρο Ἀγαρηνοί καί Ἰσμαηλίτες. Μάλιστα δέ τότε οἱ Ἰσλαμιστές ἔτρεφαν μεγάλη ἀγάπη πρός τούς Χριστιανούς Ρωμαίους καί ἀντέγραφαν τόν πολιτιστικό τρόπο ζωῆς τους. Ὅταν, ὅμως, ὁ Ἰσλαμισμός ἐπεκτάθηκε πρός ἀνατολάς, στήν Περσία, τότε τό ἐθνικό μίσος τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων μετατράπηκε σέ θρησκευτικό μίσος ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν.
Τό γεγονός εἶναι ὅτι οἱ αἱρετικές Χριστιανικές ἀπόψεις ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων πέρασαν στήν Ἰσλαμική Θρησκεία, γι’ αὐτό ἀπαγορεύεται ἡ κατασκευή εἰκόνων τοῦ Θεοῦ καί τιμωροῦνται οἱ ποιηταί εἰκόνων. Ἔτσι, ἀρκέσθηκαν στά περίφημα ἀραβουργήματα, «τά ὁποῖα ἔφθασαν σέ καλλιτεχνικά ὕψη».
Τά δύο αὐτά παραδείγματα ἀπό τήν Δύση καί τήν Ἀνατολή δείχνουν ὅτι ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, τό 787, καί ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό 843, εἶναι σημαντικά γεγονότα κεντρικῆς σημασίας πού συνδέουν τό μεγαλεῖο τοῦ κάλλους τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου μέ τήν μυστική ἀποφατική διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ἄξονας τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τόν σχολαστικισμό τῆς Δύσεως, ἀλλά καί τόν ἀπρόσωπο μυστικισμό τῆς Ἀνατολῆς. Γι’ αὐτό ὁμίλησα στήν ἀρχή ὅτι ἡ σημερινή ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας συνδέει τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία, καί δείχνει τήν διαφοροποίησή της ἀπό τόν δυτικό ὀρθολογισμό καί τόν ἀνατολικό μυστικισμό.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού συγκρότησαν τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἐδογμάτισαν ἀσφαλῶς καί Θεοπνεύστως, ἀφοῦ ἀντιμετώπισαν μέ τήν «σφενδόνην τοῦ Πνεύματος» τόσο τόν δυτικό ὀρθολογισμό ὅσο καί τόν ἀνατολικό μυστικισμό καί ἀνέπτυξαν τήν θαυμάσια ὀρθόδοξη εἰκονογραφία πού προκαλεῖ δέος καί σεβασμό. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα μέ ὅλη τήν θεολογία της δείχνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οὔτε σχολαστική καί ὀρθολογιστική οὔτε μυστικιστική, ἀλλά ἀποδέχεται τόν ἀποδεικτικό συλλογισμό ἀντί τοῦ διαλεκτικοῦ, καί τόν μυστικό ἀποφατικό τρόπο ζωῆς, ἀντί τοῦ ἀπρόσωπου μυστικισμοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα ἐκφράζει μιά ἱστορική πραγματικότητα καί ὄχι φανταστική, παρουσιάζει τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία, τήν Θεοτόκο Μητέρα Του, ἀλλά καί τούς τραυματίες τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ πού εἶναι οἱ ἐράσμιοι φίλοι Του. Συγχρόνως, ἁγιογραφεῖ τήν μεταμορφωμένη ἱστορία, δηλαδή τήν μεταμόρ¬φωση τοῦ σώματος καί τήν ἀλλαγή τῆς κτίσεως ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα πλέει μέσα στήν δόξα πού εἶναι τό φῶς τοῦ Θεοῦ, καί εἶναι ἡ μέθεξη ἀπό τώρα τῆς μέλλουσας οὐράνιας δόξας.
Ἐπί πλέον ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δέν ἀπολυτοποιεῖ τό ἐξωτερικό κάλλος, δέν παραμένει σέ μιά ἔστω ἐξωτερική μεταμορφωμένη ἱστορία, ἀλλά ἐκφράζει ἀποφατικά τό ἐσωτερικό βάθος τῶν φίλων τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, τό βάπτισμα τοῦ οὐρανίου πυρός, δείχνει τήν κίνηση τοῦ νοῦ πρός τήν καρδία, ὅπως τήν θεολογεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή: «ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄, 6). Τό ἴδιο παρουσιάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του: «λογισμούς καθαιροῦντες καί πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. ι΄, 5).
Ἑπομένως, ἡ ἱερά εἰκόνα συνδέει στενώτατα τήν ἱστορία μέ τήν ὀρθόδοξη διαχρονική ἐσχατολογία, ἡ ὁποία ἀναδύεται ἀπό τό βάθος τῆς μεταμορφωμένης καρδιᾶς καί κάνει τόν ἄνθρωπο πού τήν ἀσπάζεται τιμητικά νά ἀναφωνῆ, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μετά χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καί πατρί τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τήν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί» (Κολ. α΄, 12).
Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι μιά σταθερή δύναμη στόν σύγχρονο μεταβαλλόμενο καί ἀνισόρροπο κόσμο, μέ τίς σκληρές ἰδεολογίες, ἀκόμη καί Χριστιανικές, καί τούς μισαλλόδοξους φανατισμούς ἀπό ὁποιονδήποτε καί ἄν προέρχονται. Συνδέει σταθερά τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία, θεολογεῖ στήν ἱστορία, μέσα ἀπό τήν δόξα τῆς Βασιλείας καί ἱστορεῖ τήν θεολογία μέσα στήν δόξα τῆς Βασιλείας, καταγράφει τά ἄκτιστα ρήματα τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας μέ τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία γιά ὅσους τήν γνωρίζουν καί τήν ζοῦν εἶναι τό οὐράνιο κάλλος στήν γῆ, τό τέλειο μέτρο τῶν πραγμάτων, ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ «ἀχόρταγος χορτασμός τοῦ θείου ἐλέους», «ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης», ἡ «σκιαγραφία τοῦ οὐρανοῦ στήν γῆ» καί ἡ βίωση τῶν ἐσχάτων, ὁ ἐκκλησιασμός τῶν πάντων στό ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας.
Τό λυπηρό εἶναι ὅτι πολλοί δέν γνωρίζουν τόν πλοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί παραδόσεως, διότι ἔχουν γνώση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό παραχαράξεις πού μαθαίνουν ἀπό τά μικρά τους χρόνια, καί ὅμως στρέφονται ἐναντίον της. Ἄλλοι ἀποδίδουν στήν Ὀρθόδοξη θεολογία τήν λογικοκρατία τοῦ σχολαστικισμοῦ, ἄλλοι ταυτίζουν τήν Ὀρθόδοξη θεολογία μέ τόν δυτικό πουριτανισμό-ἠθικισμό, καί ἄλλοι ἐκφράζονται γιά τήν Ὀρθοδοξία μέσα ἀπό σχήματα τοῦ εὐδαιμονικοῦ Ἰσλαμισμοῦ.
Ὅμως, ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος ἀποσχολαστικοποιεῖ τόν Χριστιανισμό καί ἀποϊσλαμοποιεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν συνδέεται οὔτε μέ τόν σχολαστικισμό, οὔτε μέ τόν πουριτανισμό, οὔτε μέ τόν εὐδαιμονισμό. Εἶναι ἡ γαμήλια σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό, τόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ἐπειδή ἐφέτος, τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, θά συνέλθη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Κρήτη, εὐχή ὅλων μας εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία τῶν εἰκόνων καί ἡ θεολογική γλώσσα τῶν πραγμάτων νά διαποτίσουν τίς ἀποφάσεις της, καί νά φανῆ ἡ πληρότητα τοῦ κόσμου στό φῶς τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Πρέπει νά φανῆ ἡ σύνδεση θεολογίας καί ἱστορίας στό φῶς τῆς ἐσχατολογίας τῆς δόξας καί ὄχι ἡ σύνδεση θεολογίας καί πολιτικῆς στό σκοτάδι τῆς κοσμικῆς ἀδοξίας.
Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀπόρριψη τῆς μισαλλοδοξίας, ἀποβολή τῆς ὑποκρισίας, ἔκφραση τῆς οὐράνιας Βασιλείας, βίωση τῆς δοξαστικῆς παρουσίας, μεταμόρφωση τῆς ἱστορίας, εἰκόνα τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας, ἁγιογράφιση τῆς φωτεινῆς καί ἀνεκφρά¬στου κοινωνίας, τῆς ἔνδοξης Συνοδικῆς Εὐχαριστίας, τῆς οὐράνιας ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας. Ἀμήν.