Του π. Ηλία Μάκου
Άκουσαν ψαλμωδίες, χόρτασαν τα αυτιά τους από ύμνους, προσευχήθηκαν, κοινώνησαν Αίμα και Σώμα Χριστού, είδαν φως, συνέλαβαν μ΄ ένα πρωτόγνωρο τρόπο ουράνιες ευωδιές, το πράσινο της φύσης και το κελάηδημα των πουλιών τους σαγήνευσε.
Πως να μη νιώθουν κύμα χαράς παιδιά, νέοι και νέες, που συμμετείχαν στη θεία λειτουργία, που τέλεσε ο Μητροπολίτης Ελμπασάν Αντώνιος, πλαισιούμενος από ιερείς, μέσα στο δάσος, σε εκκλησία-κιόσκι, στο Τζινάρ Αλβανίας.
Ώρες λατρείας, που αναμόχλευσαν αρετές, προσέγγιση ψυχών, ιερό τραγούδι, εγκάρδια αναστροφή.
Χτύπησαν οι καμπάνες της πίστης στα βάθη της ψυχής τους. Και ήταν τόσο γλυκός και απόκοσμος ο ήχος τους.
Αυτές τις ώρες μυστικά, σιωπηλά, κάτι μεγάλο φτερούγισε στην ψυχή τους. Κάτι βαθύ σαν τον ωκεανό και απέραντο όπως ο ουρανός άγγιξε την καρδιά τους.
Ένιωσαν ότι η αγάπη του Χριστού είναι η δύναμή τους στην καθημερινή πάλη τους εναντίον των διάφορων πειρασμών και η πλήρωση του εσωτερικού τους κόσμου.
Και έδωσαν υπόσχεση στον εαυτό τους. Να σταθούν στα πόδια τους, όρθιοι, ασάλευτοι. Ή, όπως το λέει πολύ καλά το Πνεύμα του Θεού, “εδραίοι και αμετακίνητοι”.
Εδραίοι και αμετακίνητοι στην παράδοση της Ορθοδοξίας μας και των Πατέρων, που βίωσαν τον Χριστιανισμό και τον εξέφρασαν με τόση ακρίβεια και σαφήνεια.
Εδραίοι και αμετακίνητοι στον τρόπο ζωής, που στην Αλβανία τους κληροδοτήθηκε από τους μαρυτικούς και αθλοφόρους προγόνους τους, με αίμα, με πόνο και δάκρυα.
Έτσι θα συλλάβουν τη φωνή του Θεού, αρκεί νά έχουν ανοιχτά τα αυτιά και καθαρό το βλέμμα της ψυχής τους, για να δονηθεί το είναι τους.
Έφυγαν από το από το ταπεινό εκκλησάκι-κιόσκι με τη βεβαιότητα της παρουσίας Του. Δεν ήξεραν πως να περιγράψουν την ομορφιά, πως να μιλήσουν για τις βαθιές εσωτερικές χαρές…