Την Κυριακή 13 Νοεμβρίου, εορτή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Βεροίας.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων, τέλεσε το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του μακαριστού Κωνσταντίνου Μπίρδα, κατά σάρκα πατρός του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως μας Αρχιμ. Αθηναγόρου Μπίρδα.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπεν προς τον Ιησούν· και τις εστίν μου πλησίον;»
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιεροί ευαγγελιστές μας διασώζουν συνομιλίες του Χριστού με ανθρώπους οι οποίοι πλησίασαν τον Κύριό μας για να του θέσουν τα ερωτήματά τους. Και ο λόγος είναι διττός: αφενός γιατί οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν απορίες και ερωτήματα τα οποία θα μπορούσε να θέσει ο καθένας μας και αφετέρου γιατί οι ερωτήσεις αυτές δίδουν αφορμή στον Χριστό να μας αποκαλύψει και να μας διδάξει την αλήθειά του, ακόμη και όταν ο άνθρωπος δεν είναι ειλικρινής και η ερώτησή του δεν είναι ανυστερόβουλη.
Μία τέτοια συνομιλία μας παρουσίασε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς. Ένας νομικός, ένας άνθρωπος δηλαδή που γνώριζε καλά τον Μωσαικό νόμο και τις εντολές του Θεού, θέτει ένα καίριο ερώτημα στον Χριστό: «τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνιο ζωή; ρωτά ο νομικός.
Ποιος άραγε δεν θέλει να κερδίσει την αιώνιο ζωή; Ποιος δεν αισθάνεται ότι ο θάνατος τον περιορίζει και θέλει να τον υπερβεί και να ζήσει αιώνια; Όλοι το αισθανόμεθα. Η επιθυμία της αιωνιότητος είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο, γιατί ο Θεός δεν μας έπλασε για να πεθαίνουμε, αλλά για να ζούμε αιώνια και να απολαμβάνουμε τα αγαθά που ετοίμασε για μας.
Η απάντηση στο ερώτημα του νομικού υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή. Είναι οι εντολές του Θεού, ο οποίος μας τις έδωσε γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μας βοηθήσει να κερδίσουμε την αιώνιο ζωή, την οποία στερηθήκαμε εξαιτίας της παρακοής και της αθετήσεως της εντολής του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Ο νομικός, λοιπόν, γνωρίζει την απάντηση στο ερώτημά του, αλλά θέλει να δοκιμάσει τον Χριστό, να τον φέρει σε δύσκολη θέση, νομίζοντας ότι δεν θα τον παραπέμψει στον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης.
Αλλά ο Κύριος, ο οποίος γνωρίζει τα μύχια της ψυχής του και διακρίνει την πρόθεσή του, του ζητά να δώσει εκείνος την απάντηση και να του πεί τι λέει ο νόμος του Θεού για την αιώνια ζωή. Και όταν ο νομικός αναφέρει τις δύο εντολές της αγάπης, της αγάπης δηλαδή προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους, ο Χριστός του υποδεικνύει την τήρησή τους προκειμένου να κληρονομήσει την αιώνια ζωή.
Και εδώ αποκαλύπτεται η υποκρισία του νομικού και η πρόθεσή του να εκπειράσει τον Χριστό. «Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπεν προς τον Ιησούν· και τις εστίν μου πλησίον;» σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής. Θέλοντας ο νομικός να δικαιολογήσει τον εαυτό του θέτει ένα δεύτερο ερώτημα. Ρωτά τον Χριστό ποιος είναι ο πλησίον του και δίδει με τον τρόπο αυτό την αφορμή στον Χριστό να πεί τη θαυμάσια παραβολή του καλού Σαμαρείτου.
Η γνωστή σε όλους μας παραβολή μας διδάσκει ότι η αιώνια ζωή δεν κερδίζεται με υψηλές θεολογικές αναζητήσεις ή με εκφράσεις επιφανειακής ευσεβείας ή τηρήσεως των εντολών του Θεού, αλλά με τις απλές και καθημερινές πράξεις μας, που δείχνουν ότι η πίστη μας δεν είναι θεωρητική, ότι ο Χριστός δεν υπάρχει μόνο στην ταυτότητά μας και το θέλημά του δεν είναι μόνο για να λέμε ότι το μελετούμε και το γνωρίζουμε. Μας διδάσκει ότι η αιώνια ζωή κερδίζεται με την έμπρακτη αγάπη μας προς τον κάθε άνθρωπο.
Κερδίζεται, όταν άνθρωπος τηρεί με ειλικρίνεια και απλότητα τις εντολές του Θεού και δεν προσπαθεί να δικαιολογηθεί για τα οποιαδήποτε σφάλματά του ή την συμπεριφορά του, και πολύ περισσότερο δεν προσπαθεί να δικαιώσει ο ίδιος τον εαυτό του. Γιατί αυτός που θα μας κρίνει κατά την ημέρα της Δευτέρας του Παρουσίας και θα μας δικαιώσει, με μοναδικό κριτήριο εάν τηρήσαμε την εντολή της αγάπης, είναι ο Χριστός.
Η σημερινή εορτή του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, μας υπενθυμίζει ακόμη περισσότερο τη σημασία της αγάπης προς τον πλησίον, την οποία οφείλουμε όλοι να έχουμε και να δείχνουμε. Διότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν ήταν μόνο μέγας ιεράρχης, σπουδαίος θεολόγος και χρυσορρήμων κήρυκας του θείου λόγου, ήταν και άνθρωπος της αγάπης προς όλους.
Παρά τα πολλά και υψηλά καθήκοντά του ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δεν παρέλειπε να φροντίζει και να μεριμνά για όλους τους αδύναμους, τους πτωχούς και τους ενδεείς ανθρώπους στην Κωνσταντινούπολη, παρακινώντας και όλους να ακολουθούν το παράδειγμά του. Διότι χωρίς την αγάπη προς τον πλησίον δεν θα μπορέσουμε να απολαύσουμε την αιώνιο ζωή.
Αυτήν ευχόμεθα και προσευχόμεθα να χαρίσει ο Θεός και στον αείμνηστο αδελφό μας Κωνσταντίνο, κατά σάρκα πατέρα του πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς μας Μητροπόλεως, του οποίου τελούμε σήμερα το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο.
Έζησε με αγάπη, με απλότητα, με διάθεση προσφοράς μέσα στην Εκκλησία, προσφέροντας πρώτα από όλα τον υιό του στη διακονία του Χριστού, και ευχόμεθα ο πανοικτίρμων Θεός να τον αναπαύσει στη χαρά της βασιλείας του και να του χαρίσει τα ουράνια και ατελεύτητα αγαθά του.