You are currently viewing Τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια στην Ελλάδα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον

Τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια στην Ελλάδα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον

  • Reading time:68 mins read

🔺Υπό  Δρος Αναστασίου Βαβούσκου     Δικηγόρου      Άρχοντος Ασηκρήτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου


Η παύση προ ολίγων μηνών από τον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου ενός Ηγουμένου πατριαρχικού Σταυροπηγίου, ήτοι
της Μονής Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων, ο οποίος μάλιστα είναι και επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου «άνοιξε» το θέμα του καθεστώτος των πατριαρχικών σταυροπηγίων και της νομοκανονικής σχέσεως αυτών με τον εκάστοτε επιχώριο επίσκοπο.

Το γεγονός αυτό, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, αποτέλεσε την αφορμή, για να εξετάσω γενικότερα το θέμα των πατριαρχικών σταυροπηγίων στην Ελλάδα από την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι και σήμερα. Αποτέλεσμα αυτής της έρευνας συνιστούν το κείμενο που ακολουθεί, καθώς και οι προτάσεις  με τις οποίες αυτό ολοκληρώνεται. Τα θέτω αμφότερα στην κρίση σας.

Για να κρίνουμε το βάσιμο και αληθές είτε της μίας είτε της άλλης απόψεως, θα πρέπει να δούμε, τί ορίζει ή Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 αλλά και τις ρυθμίσεις των προγενεστέρων αυτής αποφάσεων της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες συνθέτουν το νομοκανονικό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 και οι Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις του 1866 και 1882.

Από της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και την ίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδος και τον έλευση στην Ελλάδα του Όθωνα, του ανήλικου δευτερότοκου γιού του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας, το καθεστώς κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των ευρισκομένων στον ελλαδικό χώρο Πατριαρχικών Σταυροπηγίωνπαρέμεινε αναλλοίωτο, αν και οι επαναστατημένοι Έλληνες μέσω της Προσωρινής Διοικήσεως τους φαίνεται να έλαβαν αποφάσεις τόσο για το νομικό καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και για τις Ιερές Μονές και για την περιουσία τους, ασκώντας μια πολιτική, η οποία αποσκοπούσε τουλάχιστον στην εποπτεία, αν όχι στον έλεγχο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ειδικότερα:

Ήδη από το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, που ψηφίσθηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822 (βλ. Τίτλος Β΄, Τμήμα Γ΄, Β΄, άρθρο κβ΄), προβλέπεται αξίωμα Υπουργού της Θρησκείας, ο οποίος κατά την σχετική απόφαση του Εκτελεστικού Σώματος (βλ. Α. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Τ. Β΄, εν Πειραιεί 1839, 11επ) είχε ως αρμοδιότητα μεταξύ άλλων «…νά φροντίζῃ περί τῆς ἐπιστασίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί ἱερῶν Μοναστηρίων, περί τῶν ὁποίων ἡ Διοίκησις θέλει τόν διορίσει…» [(Βλ. Κων. Οικονόμο, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράματα, Τ. Β΄, Αθήνησι, αωξδ΄, Τ. Β΄, 10, σημ. (β)].

Μάλιστα, η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος αποφάσισε (βλ. Α. Μάμουκα, ο.π., 71) να αναθέσει στον «Μινίστρο τῆς Θρησκείας», να ετοιμάσει Σχέδιο περί Εκκλησιαστικής Διατάξεως «…ὥστε νά ἔχῃ εἰς τήν Ἑλλάδα τό βάρος της ἡ Θρησκεία διά τήν εὐτυχίαν τῶν ἀνθρώπων», αν και τελικώς, το αξίωμα αυτό καταργήθηκε το 1827, λόγω διχογνωμιών για την χρησιμότητά του αλλά και το εύρος των αρμοδιοτήτων του (βλ. σχετ. Βασ. Καραγιώργου, Το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επαναστάσεως, διδ. Διατριβή, Αθήνα 1997, 96επ., σε https://thesis.ekt.gr/ thesisBookReader/id/12256?lang=el#page/90/mode/2up (ημερομηνία ανακτήσεως 8.11.2021).

Εντός του ιδίου πλαισίου κινήθηκε και η Γ’ Εθνοσυνέλευση, η οποία το 1826 όρισε επταμελή Επιτροπή επί των θρησκευτικών, με αρμοδιότητα (Βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., 40): «να πρός τήν συνέλευσιν γνωμοδοτῇ τά πρός τήν θεραπείαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν». Η Επιτροπή αυτή, με την από 21 Φεβρουαρίου 2021 αναφορά της (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., 42-43), ζήτησε διεύρυνση της συνθέσεως της, ώστε να θέσουν υπόψιν της Συνελεύσεως «τά ἀναγκαῖα εἰς διατήρησιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων».

Η Συνέλευση επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη στην ήδη συσταθείσα Επιτροπή, παρότρυνε τα μέλη της να προχωρήσουν στην σύνταξη Σχεδίου «…βάσινἔχον τό πῶς νά ἀνακαλέσωμεν τό θρησκευτικόν σέβας, τήν διατήρησιν τῶν εκκλησιαστικών κανόνων, τήν καλλιέργειαν τῆς ἡθικής καί τήν εσαγωγήν τῶν φώτων εἰς τό ἔθνος, καί περί τοῦ πῶς ἁρμόζει νά κυβερνᾶται τό Ἐκκλησιαστικόν» (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., 44επ.).

Η Επιτροπή πράγματι κατέθεσε Σχέδιο, στο οποίο επροτείνετο μεταξύ άλλων (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., 44-45):

1) ο διορισμός από την Διοίκηση Συνόδου Αρχιερέων, ή τριών ή πέντε «ἐκ τῶν μᾶλλον εἰδημόνων» (πρόταση υπό στοιχ α΄.),

2) η Σύνοδος αυτή να ονομασθεί Ἐπιτροπή Ἐκκλησιαστική» και να προεδρεύει ενιαυσίως, όπου και η Διοίκηση (πρόταση υπό στοιχ. β΄.) και

3) η Σύνοδος αυτή να φροντίζει:

–  περί των χηρευουσών Επαρχιών κατά τους θείους και ιερούς κανόνες (πρόταση υπό στοιχ. η΄.) και

–  περί της ευταξίας των Μοναστηρίων, περί ελέγχου των παραβατών μοναχών και της διασφαλίσεως του ανεπίληπτου χαρακτήρα του βίου τους (πρόταση υπό στοιχ. ιβ΄.).  

Σε πρώτη ανάγνωση, οι παραπάνω προτάσεις δημιουργούν την αίσθηση, ότι το Σχέδιο αυτό θέτει ουσιαστικώς για πρώτη φορά ζήτημα αυτοκεφάλου καθεστώτος για την εν Ελλάδι τοπική Εκκλησία και την αφαίρεση των ιερών μονών – δηλαδή των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων– από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όχι βεβαίως, και την απάντηση δεν θα την δώσω εγώ. Θα αφήσω τους συντάκτες του Σχεδίου να απαντήσουν, οι οποίοι επισημαίνουν εν κατακλείδι (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., 47): «κδ΄. Έπειδή πάντως ἡμεῖς, έξαιρέτως δέ οἱ τοῦ κλήρου τῆς νατολικῆς Ἐκκλησίας, οὐκ ἐγνωρίσαμενλλην μητέρα, εἰ μή τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, οτ’λλον Κυριάρχην, εἰ μή τόν Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην,……, διά τοῦτο οὐκ ἐφεῖται ἡμῖν ἀποσπασθῆναι ἀπ’ αὐτῆς καί ἀποσκιρτῆσαιλλ’ οἱ εὐρισκόμενοι κατά τήν λλάδα Ἀρχιερεῖς ἑνούμενοι ἐν πνεύματι, κυβερνήσωμεν,…………, χρις οὗ ὁ Θεός εὐδοκήσει τήν καλήν ἀποκατάστασιν τῆς πατρίδος,…». Συνεπώς, ουδεμία βούλησηεκφράζεται για διοικητική αποκοπή από την Μητέρα Εκκλησία, παρά μόνον σκέψεις για προσωρινήαυτοδιοίκηση λόγω των ειδικών περιστάσεων, τις οποίες δημιούργησε η εξέγερση των επαναστατημένων Ελλήνων.

Τον Ιανουάριο του 1828 ήλθε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος με το από 22.1.1828 Διάταγμά του (βλ. το κείμενο σε Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος 1828, Παράρτημα του υπ’ αριθ. 6 Φύλλου, σελ. 26), που αφορούσε στην οργάνωση του Πανελληνίου και του Υπουργικού Συμβουλίου, προέβλεψε την λειτουργία Εκκλησιαστικής Επιτροπής, η οποία θα «ἐνασχολεῖται κατ’ εὐθεῖαν είς ὅ,τι γενικῶς ἀναφέρεται εἰς τήν ἐνεστῶσαν κατάστασιν καί τάς χρείας τῆς Ἐκκλησίας» και με το Δ΄ Ψήφισμα της 23.1.1828(βλ. το κείμενο σε Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος 1828, Παράρτημα του υπ’ αριθ. 6 Φύλλου, σελ. 25), όρισε Εκκλησιαστική Επιτροπή, η οποία όμως είχε μόνον συμβουλευτικό ρόλο: «ἐπιφορτιζομένη νά προμηθεύῃ εἰς τήν Κυβέρνησιν ὅλας τάς παρ’ αὐτῆς αἰτουμένας πληροφορίας περί τῆς καταστάσεως καί τῶν χρειῶν τῆς Ἐκκλησίας».

Όταν, μάλιστα, ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχθηκε τους απεσταλμένους τού τότε πατριαρχεύοντος Οικουμενικού Πατριάρχη Αγαθαγγέλου, κομιστές επιστολής του περί ειρηνικού συμβιβασμού μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της Υψηλής Πύλης, αφού την ανέγνωσε, απάντησε ομοίως δι’ επιστολής, στην οποία αναγνωρίζει σαφώς τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως αρχηγό της Εκκλησίας, και βεβαίως και της τοπικής Εκκλησίας της Ελλάδος: «…ὁσάκις εὐδοκήσῃ ὁ Ὑψιστος νά στήσῃ τήν Ὑμετέρα Παναγιότητα ἐν ευθέτῳ πρός τό χορηγῆσαι ἡμῖν τάς χρηστότητας τάς καθηκούσας εἰς ὅλα τά τέκνα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας αὐτή προΐσταται» (βλ. το κείμενο της επιστολής σεΕπιστολαί Ι. Α. Καποδίστρια, Κυβερνήτου της Ελλάδος, Τ. Β΄, Αθήνησιν 1841, 111επ., ιδίως 114).

Στην συνέχεια, η Δ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος αποφάσισε (Ιούλιος 1829) την ίδρυση Ταμείου για την υποστήριξη της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, των επιστημών, της τέχνης και της φιλολογίας και την σύσταση δημοσίων τυπογραφείων, το οποίο θα αντλούσε τους αναγκαίους πόρους για το έργο του από τα ιερά και φιλανθρωπικά καταστήματα (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., 58-59). Ο δε Ιωάννης Καποδίστριας συνέστησε τον Αύγουστο του 1829 δυνάμει του ΛΔ΄ Ψηφίσματος Γραμματεία «ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Δημοσίου Παιδείας», η οποία ήταν πλέον αρμόδια για τα θέματα της Εκκλησίας.

Λίγο αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου 1829, ο Γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών Ν. Χρυσόγελος εξέδωσε οδηγίες (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., 63-64), τις οποίες απηύθυνε προς «τούς ἱερωτάτους Μητροπολίτες, Θεοφιλεστάτους Ἐπισκόπους καί τούς Ἐκκλησιαστικούς Τοποτηρητές», δυνάμει των οποίων θα έπρεπε οι αποδέκτες αυτών:

–  να απαγορεύουν την εκτός Ιεράς Μονής κυκλοφορία των μοναχών (οδηγία υπ’ αριθ. 5).

–  να διαφυλάττουν την παντελή έλλειψη επαφής των μοναζουσών που διαμένουν σε παρθενώνες, με τρίτα πρόσωπα (οδηγία υπ’ αριθ. 6).

– να αποστέλλουν στην Διοίκηση ονομαστικό κατάλογο των μοναχών, ιερέων και ιερομονάχων, που ευρίσκονται στις επαρχίες τους, καθώς και πληροφορίες για την διαγωγή τους (οδηγία υπ’ αριθ. 7)

– να μην τελούν χειροτονίες σε όποιον βαθμό ιερωσύνης (οδηγία υπ’ αριθ. 11).

Είναι, λοιπόν, σαφές νομίζω, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ακολουθώντας την εισήγηση της προ αυτού Εκκλησιαστικής Επιτροπής, περί προσωρινής διοικήσεως των εκκλησιαστικών θεμάτων από τους επιχώριους Αρχιερείς, λόγω των ειδικών συνθηκών και μέχρι την αποκατάσταση της κανονικότητας, ήτοι των σχέσεων και της επαφής με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναθέτει την επίβλεψη της πειθαρχίας των μοναζόντων στους επιχωρίους επισκόπους. Οι σχετικές, όμως, με το θέμα οδηγίες ουδόλως αποβλέπουν στην αλλαγή του καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, διότι σαφής στόχος του Κυβερνήτη είναι η ευταξία στην Εκκλησία και η ομαλή λειτουργία της, πάντοτε όμως βάσει των ιερών κανόνων και διατάξεων. Αυτός ο στόχος αποτυπώνεται και στην Αναφορά του Γραμματέα επί των Εκκλησιαστικών  προς την Ε΄ Εθνοσυνέλευση, την οποία μνημονεύει ο Κων. Οικονόμος (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., 75, σημ. α΄): «Ὅσον δέ ανῆκεν εἰς τήν πνευματικήν διοίκησιν, περιοριζόμενος (ὁ Κυβερνήτης) εἰς τήν σφαῖραν των καθηκόντων, τά ὁποῖα εἶναι ἀχώριστα ἀπό τήν κοσμικήν ἐξουσία, ἀφῆκεν εἰς τούς πνευματικούς ἀρχηγούς καί ποιμένας…………………, ὁδηγόν ἐν πᾶσιν αὐτοῖς προβαλλόμενος τούς ἱερούς τῆς ‘Εκκλησίας νόμους και διατάξεις,…».

Αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αν και δεν παρέβλεπε την αδυναμία επικοινωνίας με τις εν Ελλάδι επαρχίες του, παρά ταύτα θεωρούσε δεδομένη και αδιαμφισβήτητη την κανονική δικαιοδοσία του επ’ αυτών, συνακολούθως δε και επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων. Η θέση αυτή διατυπώνεται στην επιστολή, που απέστειλε προς τον Ιωάννη Καποδίστρια τον Αύγουστο του 1830 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος, με αφορμή πληροφορίες περί διανομής στον ελλαδικό χώρο βιβλίων με υποκρυπτόμενες καλβινικές δοξασίες (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., 78-79, ιδίως 79), όπου ο συντάκτης της επισημαίνει ότι: «…φρονοῦμεν, ὅτι εἶναι εὔθετος ὁ καιρός ἐκεῖνος, καθ’ ὅν ἐνεργείαις καί πράξεσι κανονικαῖς πρέπει νά διατρανωθῇ ἡ ἀδιάσπαστος καί άδιάρρηκτος ἡμῶν ἕνωσις καί νά έπαναληφθῇ ὁ εἱρμός τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς ἐπισκέψεως καί πνευματικῆς περιθάλψεως, καθ’ ὅλας τάς αὐτόθι κειμένας παροικίας, μέ τήν ἀπαράτρεπτον διατήρησιν τῶν συνοδικῶν ὅρων καί γεραρῶν ἐθίμων καί τάξεων, κί ὡς έξ ἡλίου ἀνίσχοντος, τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριαρχικοῦ Ἀποστολικοῦ καί Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νά δεχθῶσι πάλιν αἱ παροικίαι αὖται τάς τῆς άρχιερωσύνης αὐγάς».

Η επιστολή αυτή έδωσε την ευκαιρία στον Κυβερνήτη της Ελλάδος από την μία πλευρά να επαναλάβει τον σεβασμό του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από την άλλη να θέσει με ευγενή τρόπο το θέμα μίας οργανώσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, συμφώνως πάντοτε προς τους ιερούς κανόνες. Ούτως, στην από 23 Σεπτεμβρίου 1830 απαντητική επιστολή του (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., 80-82), ο Ιωάννης Καποδίστριας, αφού εκφράζει την επιθυμία του, να επιτύχει η Κυβέρνησή του «…ὑπό τήν πνευματικήν προστασίαν τῆς Ὑ. Παναγιότητος…», αναφέρεται για πρώτη φορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία του νέου κράτους: «Εἰσήκουσεν ὁ πολυέλεος τῆς δεήσεώς μου∙ καί ἡ Ὑ. Παναγιότης, τεθεῖσα ἐπί τῆς ὑψηλῆς περιωπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, εἶδεν ἀποσκοπεύσασα πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία τοῦ νέου Κράτους…».

Τελικώς, ο Κυβερνήτης της Ελλάδος δεν πρόλαβε να θέσει σε επίσημη συζήτηση το θέμα, διότι στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο.

Στη συνέχεια, έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους η σύγκληση της λεγομένης Ε΄ Εθνοσυνελεύσεως, η οποία ξεκίνησε τις εργασίες της στο Άργος και τις ολοκλήρωσε στο Ναύπλιο τον Μάρτιο του 1832. Η Εθνοσυνέλευση αυτή θέσπισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος» (βλ. το κείμενο σε https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-f24dce6a27c8/syn11.pdf), το οποίο προέβλεπε ως προς την οργάνωση της εν Ελλάδι Εκκλησίας:

α) πενταμελές Εκκλησιαστικό Συμβούλιο από Αρχιερείς του «ἐντοπίου κλήρου», δηλαδή των κληρικών του ελλαδικού χώρου, το οποίο θα ήταν αρμόδιο για την «ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί διακόσμησιν», εκλεγόμενο από την νομοθετική εξουσία και διοριζόμενο από την Κυβέρνηση (άρθρο 7),

β) εξέταση από την νομοθετική εξουσία του ζητήματος της «Ἱεραρχικῆς άλληλουχίας», με σκοπό την διατήρηση της πνευματικής ενότητας (άρθρο 8),

γ) διάθεση από την νομοθετική εξουσία των εισοδημάτων «τῶν ἱερῶν καταστημάτων» για την συντήρηση αυτών και των μοναχών και κληρικών αυτών, καθώς και για την σύσταση σχολείων (άρθρο 9),

δ) εκλογή Αρχιερέων από τους αυτόχθονες ή από όσους αποκτούν την ιδιότητα του αυτόχθονος συμφώνως προς το ψηφισθέν Σύνταγμα , οι οποίοι θα χειροτονούνται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο και θα εκλέγονται από τους επαρχιώτες και θα προτείνονται ως υποψήφιοι στην Κυβέρνηση (άρθρο 10).

Οι ως άνω διατάξεις, αν και τελικώς δεν ίσχυσαν, συνιστούν σαφή ένδειξη για θεσμοθέτηση καθεστώτος ανεξαρτησίας για την εν Ελλάδι Εκκλησία, δίχως πλέον καμία αναφορά σε αίρεση προσωρινότητας. Πλέον, τίθεται επί τάπητος για πρώτη φορά θεωρώ η αμφισβήτηση της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των επαρχιών του στην απελευθερωθείσα Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων. Το οξύμωρο όμως του πράγματος είναι, ότι ενώ αποφασίζεται η αντιθέτως προς τους ιερούς κανόνες ανεξαρτητοποίηση της εν Ελλάδι τοπικής Εκκλησίας, στην από 9 Μαΐου 1832 επιστολή της Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως προς τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και Εκκλησιαστικούς Τοποτηρητές της Επικρατείας (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., 89-91), τονίζεται, ότι μεταξύ των υποχρεώσεων των αποδεκτών της επιστολής είναι και «ἡ ἀκριβής διατήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων».  

Παρά, όμως, τις κατά καιρούς δυσχέρειες για την άσκηση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη εποπτείας και ενεργού διοικήσεως των ιερών μονών αυτού, ιδίως δε κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως, η κανονική δικαιοδοσία του επ’ αυτών ουδέποτε αμφισβητήθηκε.

Αντιθέτως, για τους επαναστατημένους Έλληνες, η κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εθεωρείτο δεδομένη. Ούτως, όταν η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος αποφάσισε να εκλέξει προσωρινώς ως Αρχιεπίσκοπο αυτής τον πρώην Μητροπολίτη Άρτας Πορφύριο, έλαβε υπόψιν της (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π.΄, 20 επ.) «ὅτι ἡ ἐπαρχία ὅλη διά κοινῶν ἐγγράφων ἐζήτησεν ἀπό τήν μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νά μήν τήν στερήσῃ ἀπό τόν νόμιμον ποιμένα της Κύριον Πορφύριον».

Όπως επίσης, όταν το 1824 παρουσιάσθηκε έλλειψη αγίου Μύρου, το Εκτελεστικό Σώμα έδωσε την έγκριση του, ώστε να λυθεί πρόβλημα διά της προμήθειας Αγίου Μύρου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (βλ. Κ. Οικονόμο, ο.π., 36-37).

Αλλά και όταν αρκετές επαρχίες του ελλαδικού χώρου χήρευσαν, λόγω συμμετοχής των επισκόπων τους στον Εθνικό Αγώνα, με επιγενόμενη συνέπεια την φυλάκιση ή και τον θάνατό τους, η Προσωρινή Διοίκηση επέλεξε την λύση του διορισμού επιτρόπων και τοποτηρητών «επιτροπικώς», κατ’ απαίτησιν του λαού και με την συναίνεση των Αρχιερέων (Βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., 8), το Βουλευτικό Σώμα προχώρησε στην ψήφιση του από 4 Μαρτίου Ψηφίσματός του, με το οποίο ενεκρίνετο «…συνέλευσις Ἀρχιερατική πρός ἐξέτασιν χρεῶν καί δικαιωμάτων τοῦΚωνσταντινουπόλεως», θέμα το οποίο ήταν σε άμεση συσχέτιση με την μη τέλεση επισκοπικών χειροτονιών, διότι οι χηρεύουσες επαρχίες θα έπρεπε να αποκτήσουν επίσκοπο κατόπιν εκλογής από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το οποίο όμως η επικοινωνία ήταν δυσχερής. Έτσι, το ζήτημα της πληρώσεως των χηρευουσών επαρχιών έμεινε σε εκκρεμότητα, μέχρις ότου το Βουλευτικό Σώμα αποφάσισε την πλήρωση των χηρευουσών επαρχιών διά διορισμού σ’ αυτές αρχιερέων από το ίδιο (δηλαδή το Βουλευτικό Σώμα) και όχι διά χειροτονίας, κίνηση η οποία θα έθιγε ευθέως την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλ. σε Καραγιώργο, 214, ο οποίος επικαλείται έγγραφο από το Αρχείο Εθνικής παλλιγενεσίας αρ.6, 191), «…εἰς ὅλας τάς τοιαύτας ἐπαρχίας (εννοείται τις χηρεύουσες) νά διορισθῶσι τοποτηρηταί ἀρχιερεῖς, καί μάλιστα ἐξ ἐκείνων, οἵτινες προφανῶς ἐδυστύχησαν εἰς τόν ἱερόν τοῦτον ἀγώνα. Οὕτω καί αὐτοί οἰκονομοῦνται καί ὁ λαός δίδων περισσότερον σέβας, ὡς εἰς ἀρχιερεῖς, καί πείθεται καί εὐτακτε» (βλ. και Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Γ΄, 459επ).

Παρά ταύτα, η δυσχέρεια στην επικοινωνία μεταξύ Αρχιερέων της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η οποία δυστυχώς στην πράξη δεν επέτρεπε την ορθή οργάνωση και λειτουργία των εν Ελλάδι επαρχιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβεβαιώσεως της αδυναμίας επικοινωνίας ήταν και η μη ενημέρωση των εν Ελλάδι Επισκόπων και Μητροπολιτών για τις κατά καιρούς αλλαγές στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, με αποτέλεσμα την μνημόνευση πολλές φορές ονόματος εκλιπόντος Οικουμενικού Πατριάρχη. Όπως αναφέρει ο Κ. Οικονόμος (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 25): «Διά ταῦτα τινές μεν ἀλλαχοῦ τε καίμάλιστα κατά τάς νήσους καί ἐν τοῖς Σταυροπηγίοις μοναστηρίοις ἐν ταῖς ἱερουργίαις μέχρι τινός ἐμνημόνευον τοῦ ἀοιδίμου Γρηγορίου καί μετά θάνατον (ὡς ἔτι ζώντας τοῦτον ἐπί γῆς θεωροῦντες, δι’ ὑπερβολήν ἐνθουσιώδους σεβασμοῦ)∙ οἱ δέ πλεῖστοι «πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων», οἱ τε περιόντες μητροπολῖται καί οἱ τῶν ἰδίων μητροπολιτῶν ὀρφανισθέντες ἐπίσκοποι».

Στις 18 Ιανουαρίου 1833 καταπλέει στο Ναύπλιο ο Όθων, ως ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος, συνοδευόμενος από τους τρεις Αντιβασιλείς, οι οποίοι θα ασκούσαν τις εξουσίες του ανήλικου Όθωνα μέχρι την ενηλικίωσή του. Κατά τον Κων. Οικονόμο (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π.,Τ. Β΄, 97), ο Όθων αντιφωνώντας κατά την άφιξη του στην προσφώνηση του Μητροπολίτη Κορίνθου Κυρίλλου, δήλωσε ότι: «Ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νά εἶναι βεβαιοτάτη, ὅτι θέλει ἔχει εἰς πᾶσαν περίστασιν τήν πλήρη ὑπεράσπισιν μου». Το βέβαιο είναι, ότι με την Προκήρυξη, που τοιχοκολλήθηκε την ημέρα της αφίξεώς του Όθωνα (βλ. το κείμενο σε Ευαγγελίδη Τρυφ., Ιστορία του ΌθωνοςΒασιλέως της Ελλάδος, εκδ. δευτέρα, εν Αθήναις, 1894, 38επ.), ο νέος βασιλιάς δεσμευόταν, ότι: «Ἀναβαίνων τόν θρόνον τῆς Ἑλλάδος δίδω τήν πάνδημον βεβαίωσιν τοῦ νά προστατεύσω εὐσυνειδήτως τήν θρησκείαν σας». Παρά ταύτα, όπως θα δούμε παρακάτω, την διαβεβαίωση αυτήν δεν την τήρησε.

Η πρώτη κίνηση της Αντιβασιλείας ήταν η συγκρότηση επταμελούς Επιτροπής για τα εκκλησιαστικά ζητήματα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού Κράτους, η οποία έλαβε σάρκα και οστά με το από 15/27 Μαρτίου 1832 Βασιλικό Διάταγμα. Όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της Επιτροπής(βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 993π.) η Επιτροπή αυτή, αφού κατά την πρώτη συνεδρίαση έλαβε ομόφωνη απόφαση υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλαδικής Εκκλησίας, στην δέκατη συνεδρία της 29ης Απριλίου 1833 ολοκλήρωσε την συζήτηση για την ίδρυση Εκκλησιαστικού Ταμείου. Επί του θέματος αποφασίσθηκε, όπως οι πόροι του Ταμείου προέρχονται «…ἐκ τῶν ἐντός τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ὑπαρχόντων μοναστηρίων, καί τῶν εἰς τάς ἐπισκοπάς ἀνηκόντων κτημάτων». Προσδιορίζοντας, δε, η Επιτροπή, τι εννοείται υπό την έννοια «μοναστηρίων», όρισε ότι «Εἰς τά μοναστήρια συμπεριλαμβάνονται τά λεγόμενα Σταυροπήγια, ἐνοριακά, κτητορικά, καί ὅλα χωρίς ἐξαίρεσιν τά μοναστικά καταγώγια. Τοιαῦτα λογίζονται καί ὅλα τά ὑπό τό ὄνομα, μετόχια, ἀφιερωμένα εἰς τά ἐκτός τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος μοναστήρια». Ως «σταυροπήγια», σαφώς νοούνται από την Επιτροπή τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, όπως σαφώς προκύπτει από την Έκθεση, που η ίδια Επιτροπή συνέταξε και απηύθηνε στον Βασιλιά Όθωνα υπό τον τίτλο: «Ἔκθεσις Περιεκτική τῆς ένεστωσης καταστάσεως τῆς Ἐλληνικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐντός τοῦ Βασιλείου Μοναστηρίων, ἐφ’ ᾗ καί σχέδιον διοργανισμοῦ, ἀφορῶντος τήν βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιστικῶν, παρά τῆς ἐπί τούτῳ διορισθείσης Ἐπιτροπῆς διά τοῦ από 15/27 Μαρτίου 1833 Βασιλικοῦ Διατάγματος» (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 125επ.), όπου και ορίζεται (σελ. 144, τίτλ. «σταυροπήγια»), ότι: «Τῶν μοναστηρίων τούτων τά μέν λέγονται Σταυροπήγια, ὅσα διατελοῦν ὑπό τόν Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως».

Περαιτέρω, στην ίδια συνεδρίαση, ρύθμισε λεπτομερώς την λειτουργία των ιερών μονών και την οργάνωση του βίου των μοναχών, μετέτρεψε δε αυτές σε κοινοβιακές, επιλέγοντας το σύστημα αυτό μοναχικού βίου ως το μόνο εφεξής σύστημα οργανώσεως του μοναχικού βίου «Β΄) Ὅλα τά μοναστήρια νά κατασταθῶσιν εἰς τό εξῆς κοινόβια».

Το σύνολο των αποφάσεων της Επιτροπής συγκεφαλαιώθηκε σε ένα Σχέδιο Κανονισμοῦ ἤ Συντάγματος Ἐκκλησιαστικοῦ τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 112επ.), το οποίο ειδικότερα στο Ε΄ Κεφάλαιο και στο άρθρο 39 προέβλεπε την υπαγωγή των κοινοβίων στον επιχώριο επίσκοπο: «Ἄρθρο 39. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τήν ἄμεσον ἐπιστασίαν τοῦ ὑπ’ αὐτόν ἐκκλησιαστικῶς τελοῦντος Κλήρου καί τῶν ἱερῶν ναῶν καί κοινοβίων τῆς ἐπισκοπῆς του∙…». Η προτεινόμενη αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με την πρόταση για μετατροπή απασών των ιερών μονών, συμπεριλαμβανομένων και των σταυροπηγίων, σε κοινόβια, οδηγεί αβιάστως στο συμπέρασμα, ότι η πρόταση της Επιτροπής υφαρπάζει τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και τα υπάγει – μετά των μοναχών – αντικανονικώς υπό την κανονική δικαιοδοσία του επιχωρίου Επισκόπου. Περαιτέρω, κατά την προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 82 του Σχεδίου, και τα εισοδήματα των ιερών μονών –  στις οποίες όπως είδαμε συμπεριλαμβάνονται και τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια – μεταβιβάζονται στο προτεινόμενο από το Σχέδιο Εκκλησιαστικό Ταμείο.

Οι προτάσεις της Επιτροπής μετουσιώθηκαν στον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της νέας αλλά αντικανονικής ανεξάρτητης Ελληνικής Εκκλησίας υπό τον τίτλο «Διακήρυξις περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας».

Στην «Διακήρυξη» αυτή η κανονική δικαιοδοσία επί των ιερών μονών του ελληνικού Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων και των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, κατατάχθηκε στα «σύμμεικτα αντικείμενα» (άρθρο 14), δηλαδή στα αντικείμενα που δεν είναι ούτε αποκλειστικώς «δογματικά» ούτε αποκλειστικώς «κοσμικά» και ως τέτοια υπάγονται στην αρμοδιότητα μεν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, απαιτείται όμως «συγκατάθεσις» και «σύμπραξις» της κοσμικής εξουσίας (άρθρο 13). Ούτως, και αντιθέτως προς την πρόταση της Επιτροπής, η κανονική δικαιοδοσία επί των ιερών μονών, συμπεριλαμβανομένων και των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, φαίνεται να υπέστη μία μορφή επιμερισμού, δηλαδή η κατ’ άρθρο 14 περ. 2: «σύστασις, διάλυσις, ἤ ὁ περιορισμός μοναστικῶν καταστημάτων» εκχωρήθηκε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, υπό τον απαράβατο όρο της συγκαταθέσεως και της συμπράξεως της Πολιτείας, η οι δε λοιποί τομείς της οργανώσεως και της λειτουργίας των ιερών μονών του νόμου άλλως μη ορίζοντος παρέμεινε στους επιχωρίους επισκόπους.

Η διάταξη αυτή συνιστά και την πρώτη επίσημη αμφισβήτηση και ταυτοχρόνως ανατροπή του από αιώνων κανονικού καθεστώτος των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων.

Στη συνέχεια, ακολούθησε η έκδοση του από 26.4/8.5.1834 Βασιλικού Διατάγματος, διά του οποίου (άρθρο 1, εδάφια α΄ και β΄) καταργούνται όλες οι γυναικείες ιερές μονές, διατηρουμένων μόνο τριών, οι οποίες κατανέμονται κατά περιοχή ως εξής: α) μία για την νησιωτική Ελλάδα, β) μία για την Πελοπόννησο και 3) μία για την Στερεά Ελλάδα: «Εἰς τό μέλλον θέλουν ὑφίστασθαι τρία μόνα γυναικεῖα μοναστήρια∙ ἕν κατά τούς νήσους, ἕν κατά τήν Πελοπόννησον, καί ἕν κατά τήν Στερεάν Ἑλλάδα. Ὅλα τά λοιπά μέχρι τοῦδε ὑπάρχοντα καταργοῦνται». Η δε Πολιτεία παρακρατεί υπέρ αυτής το δικαίωμα (άρθρο 1) να διατηρήσει και μία ακόμη ιερά μονή αλλά προσωρινώς, εφόσον οι διατηρούμενες τρείς ιερές μονές δεν επαρκούν για την εγκαταβίωση των μοναζουσών: «Ἀν τά τρία μοναστήρια δέν ἀρκοῦσι διά τόν ἀριθμόν τῶν μοναζουσῶν, ἐπιφυλαττόμεθα το δικαίωμα νά διατηρήσωμεν καί τέταρτον μοναστήριον, άλλά προσωρινῶς μόνον».

Εν κατακλείδι, κατά την περίοδο την πρό της εκδόσεως του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου, η νομοκανονική κατάσταση ως προς τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια είχε ως εξής:

α) Η αρμοδιότητα για την σύσταση, την διάλυση ή τον περιορισμό αυτών έχει ανατεθεί στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο της αντικανονικώς ανακηρυχθείσης ως ανεξάρτητης Εκκλησίας της Ελλάδος, απαιτουμένηςόμως για την ισχύ των αποφάσεών της η συγκατάθεση και η σύμπραξη της Πολιτείας.  

β) για τα λοιπά θέματα της οργανώσεως και της λειτουργίας των ιερών μονών καθώς και της εποπτείας του βίου των μοναχών – του νόμου άλλως μη ορίζοντος – η αρμοδιότητα προφανώς αναγνωρίζεται υπέρ των επιχωρίων επισκόπων.

γ) οι γυναικείες ιερές μονές, πλην τριών εξαιρέσεων, νομικώς δεν υφίστανται πλέον, διότι έχουν καταργηθεί.

Η αντικανονική αυτή μεταβολή διατηρήθηκε ως γνωστόν μέχρι το 1850, οπότε και εκδόθηκε ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος περί αυτοκεφάλου καθεστώτος της Ελληνικής Εκκλησίας, διά του οποίου άρχεται και κανονικώς ο βίος της Εκκλησίας της Ελλάδος ως αυτοκέφαλης και ανεξάρτητης Εκκλησίας.

Όμως, το ερώτημα που τίθεται, είναι, αν η κανονική χειραφέτηση των ευρισκομένων εντός της επικράτειας του Βασιλείου της Ελλάδος επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου συμπεριέλαβε και τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια. Με άλλες λέξεις, η εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταβίβαση στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος της κανονικής δικαιοδοσίας επί των επαρχιών του επέφερε αυτομάτως και την μεταβίβαση της κανονικής δικαιοδοσίας επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων;

Η όλη διαδικασία επανασυνδέσεως των εν Ελλάδι Αρχιερέων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ως αφορμή ένα κατά τα λοιπά άσχετο προς τον λόγο διακοπής της επικοινωνίας μεταξύ αμφοτέρων των μερών γεγονός. Το γεγονός αυτό ήταν ο θάνατος στις 17 Δεκεμβρίου 1849 του Ιάκωβου Ρίζου, πρεσβευτή της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη. Όπως διηγείται ο Κων. Οικονόμος (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 524επ.), ο αποθανών πρέσβης «…ἐτάφη ἐνδόξως κατά τό πρέπον, παρουσιάσαντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου του Δ΄ μετά τῆς ἁγίας Συνόδου ἐπί τῆς νεκρωσίμου ἱερᾶς τελετῆς ἐπινεύσει καί αὐτῆς τῆς Ὀθωμανικῆς Κυβερνήσεως, ἥτις καί διά στρατιωτικοῦ τάγματος προπορευομένου ἐτίμησε τήν παράταξιν τῆς ἐκφορᾶς τοῦ νεκροῦ».

Το γεγονός αυτό έκανε πολύ καλή εντύπωση στην Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία αποφάσισε να τιμήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη διά της απονομής παρασήμου. Κομιστής του παρασήμουορίσθηκε ο Αρχιμανδρίτης Μισαήλ Αποστολίδης, στον οποίο δόθηκε και επιστολή απευθυνόμενη στον Οικουμενικό Πατριάρχη, υπογεγραμμένη όμως από τον Μητροπολίτη Ευβοίας Νεόφυτο, Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο απεσταλμένος Αρχιμανδρίτης, αφιχθείς στην Κωνσταντινούπολη, και αφού ανέμενε «ἐπί πολλάς ἡμέρας» μέχρι να δοθεί η σχετική άδεια από την Πύλη, έγινε δεκτός από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος αποδέχθηκε μεν το παράσημο, επέστρεψε δε την επιστολή χωρίς να την ανοίξει (βλ. Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 526): «Τό μέν γάρ παράσημον άπεδέξατο χαριέντως…..Τήν δέ τοῦ Προέδρου ἐπιστολήν ἐνσφράγιστον, ὧς εἶχεν, ἀπέδωκε πάλιν τῷ κομιστῇ, ἐπειπών ὡς οὐκ οἶδεν ὅλως, οὔτε τίς ὁ ἀποστέλλων πρόεδρος, οὔτε τις ἦν, ἧς προεδρεύει, ἡ ἱερά Σύνοδος∙ ούδέποτε γάρ περί συστάσεως τοιαύτης Συνόδου λόγος ἐγένετο πρός τήν Ἐκκλησίαν».

Κατόπιν τούτου, η Κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδος έστειλε την από 30 Μαΐου 1850 νέα επιστολή (βλ. το κείμενο σε Τόμος Συνοδικός και τα αφορώντα το εκκλησιαστικόν ζήτημα έγγραφα, εν Αθήναις, 1850, 4επ.), η οποία ήταν ουσιαστικώς η ήδη αποσταλείσα αλλά με σφραγίδα πλέον της Ελληνικής Κυβερνήσεως και όχι του Μητροπολίτη Ευβοίας, διά της οποία εζητείτο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να επιδοκιμάσει την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου καθεστώτος της Εκκλησίας της Ελλάδος, να αναγνωρίσει την σύσταση της Ιεράς Συνόδου αυτής και να την αποδεχθεί ως νέο μέλος μεταξύ των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Συνημμένως, η Κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδος απέστειλε με την αυτή ημερομηνία (30 Μαΐου 1850) και την ήδη αποσταλείσα και επιστραφείσα επιστολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

Η επιστολή της Ελληνικής Κυβερνήσεως, καθώς και η συνημμένη επιστολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αναγνώσθηκαν κατά την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τα μέλη αυτής αποφάσισαν την αναγνώριση της αντικανονικώς ανακηρυχθείσης αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, ανατέθηκε σε τριμελή Επιτροπή η «σχεδίασις τῶν ἀναγκαίων ὅρων», οι οποίοι, αφού εγκρίθηκαν αποτέλεσαν το περιεχόμενο του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, διά του οποίου αναγνωρίσθηκε εφεξής και όχι αναδρομικώς το αυτοκέφαλο καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η αναγνώριση αυτή νομοκανονικώς και ουσιαστικώς συνίσταται στην αποδοχή της ήδη διαμορφωμένης πραγματικώς καταστάσεως, όπως αυτή έχει ήδη περιγραφεί παραπάνω. Η μόνη διαφοροποίηση, η οποία επήλθε με τον εκδοθέντα Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, είναι η κατά χρόνο νομιμοποίηση της πραγματικής αυτής καταστάσεως. Η μεν Ελληνική Κυβέρνηση αλλά και η αντικανονικώς δημιουργηθείσα Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμούσαν την αναδρομική νομιμοποίηση του αυτοκεφάλου καθεστώτος από το 1833, το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο καθόρισε τελικώς ως σημείο ενάρξεως ισχύος του αυτοκεφάλου καθεστώτος τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου. Κατά τα λοιπά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδέχθηκε πλήρως ως φαίνεται την προϋφιστάμενη του Τόμου πραγματική κατάσταση, την οποία εξέλαβε ως δεδομένη και μη αναστρέψιμη. Και ως τέτοια νοείται και το (αυθαιρέτως) νομοκανονικό και πραγματικό καθεστώς, στο οποίο είχαν περιέλθει τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια.  

Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ, ότι ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος ουδέν ορίζει για την κανονική τύχη των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων και ουδεμία νύξις γίνεται, που να θέτει υπό αμφισβήτηση το θέμα αυτό.

Θεωρώ, ότι προς την άποψη αυτήν συνηγορούν δύο ακόμη στοιχεία.

Το ένα στοιχείο είναι η επιστολή που απηύθυνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ο Α΄ μετά την υπογραφή του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου προς την νέα Εκκλησία (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 550επ.), η οποία:

α) αφενός  απευθύνεται προς όλους, όσους ο εκδοθείς Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος αφορά, δηλαδή προς τον λαό, προς τον κλήρο αλλά και προς τους μοναχούς: «Ἅπαντες οἱ τό θεόσωστον καί θεοφρούρητον τῆς Ἑλλάδος οίκοῦντες Βασίλειον, …ὁσιώτατοι Ἱερομόναχοι, καί Διάκονοι, Καθηγούμενοι τε καί Προηγούμενοι τῶν εὐαγῶν Μοναστηρίων». Εάν ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος δεν περιελάμβανε τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, η σχετική αναφορά θα εξαιρούσε με εύλογο και εύγλωττο τρόπο τους μονάζοντες στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια.

β) αφετέρου δίδει εντολή και παραγγελία προς τον λαό, τον κλήρο και τους μονάζοντες της νέας Εκκλησίας να αναγνωρίζουν εφεξής ως ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή τους την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος «περιβεβλημένην ἅπαντα τά δικαιώματα ἐπί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιῶν, ὅσα περ ἐκέκτητο πρότερον ὁ καθ’ ἡμᾶς Ἀποστολικός, Πατριαρχικός, Οἰκουμενικός θρόνος». Συνεπώς, κατά σαφή τρόπο δηλούται ρητώς η αποξένωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από κάθε δικαίωμα, που είχε επί των εν Ελλάδι επαρχιών, και η μεταβίβαση του συνόλου των δικαιωμάτων αυτών στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία θα πρέπει να νοηθεί τόσο υπό την θεσμική μορφή της ως συλλογικού οργάνου όσο και υπό την θεσμική μορφή ενός εκάστου των μελών αυτής. Με άλλες λέξεις, η μεταβίβαση των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος λαμβάνει χώρα υπό δύο μορφές. Τα μεν κανονικά δικαιώματα (αρμοδιότητες) της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των Ιερών Μητροπόλεων μεταβιβάζονται αντιστοίχως στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ως συλλογικού οργάνου, τα δε κανονικά δικαιώματα (αρμοδιότητες) του Οικουμενικού Πατριάρχη, ήτοι αυτά επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, μεταβιβάζονται αντιστοίχως και αναλογικώς στους κατά τόπους επισκόπους της νέας Εκκλησίας ως μονομελών οργάνων.

Το άλλο στοιχείο είναι η επιστολή που απηύθυνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ο Α΄ μετά την υπογραφή του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου προς την Ελληνική Κυβέρνηση (βλ. το κείμενο σε Κων. Οικονόμο, ο.π., Τ. Β΄, 555επ.), στην οποία επισημαίνεται, ότι τα μέλη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «…ἐν πολλαῖς ἐφεξῆς ἱεραῖς συνελεύσεσι πάντ’ ἀνακρίναντες μετ’ ἀκριβείας τε καί εἰλικρινείας, καί πᾶσαν τήν ἐνδεχομένην οἰκονομίαν καί συγκατάβασιν ἐπιδείξασθαι φιλοτιμησάμενοι». Είναι λοιπόν σαφές, ότι – όπως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδέχεται – κατά την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος ελήφθησαν σοβαρώς υπόψιν η «οἰκονομία» και η «συγκατάβασις», δηλαδή ελήφθη υπόψιν κατ’ οικονομίαν και ουσιαστικώς κατ’ εξαίρεσιν η πραγματικώς δημιουργηθείσα κατάσταση, η οποία με την έκδοση του Τόμου του 1850 δεν ανατράπηκε αλλά νομιμοποιήθηκε για το μέλλον και όχι αναδρομικώς.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το γεγονός, ότι στον Τόμο του 1850 η μόνη αναφορά σε μοναστικές αδελφότητες συνίσταται στην αναγνώριση στην Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος της αρμοδιότητας να ρυθμίζει εφεξής με απόφασή της μεταξύ άλλων τα «περί διοικήσεως Μοναστηρίων», ως παράμετρος της εν γένει αρμοδιότητάς της να αποφασίζει για «τά πρός τήν ἐσωτερικήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν ἀφορῶντα».

Εν κατακλείδι, ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 μεταβιβάζοντας την κανονική δικαιοδοσία επί των εν Ελλάδι επαρχιών, μεταβίβασε και την κανονική δικαιοδοσία επί των ευρισκομένων σ’ αυτές Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, εγκαινιάζοντας μία εφεξής πάγια τακτική, η οποία συμπυκνώνεται στην αρχή: «ό,τι μεταβιβάζεται επί των εκκλησιαστικών επαρχιών αναλογικώς μεταβιβάζεται και επί των ευρισκομένων σ’ αυτές Πατριαρχικών Σταυροπηγίων». Η αρχή αυτή θα ακολουθηθεί, όπως θα δούμε παρακάτω και στις Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις του 1866, του 1882 και του 1928. Κατόπιν των ανωτέρω, έχω την άποψη, ότι η αναφορά του Τόμου μόνον στις εκκλησιαστικές περιφέρειες: «Επεί τοίνυν και τινες των υπό την εκκλησιαστικήν κυριαρχίαν του Πατριαρχικού, Αποστολικού, Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως αγιώταται Μητροπόλεις, και Αρχιεπισκοπαί, και Επισκοπαί, αι απαρτίζουσαι σήμερον το θεόσωστον και θεοστήρικτον Βασίλειον της Ελλάδος, δια καιρικάς περιπετείας, καίπερ διατηρούσαι τη του Θεού χάριτι την της πίστεως ενότητα, απελείφθησαν όμως επί τινα καιρόν της εκκλησιαστικής και κανονικής σχέσεώς τε και συναφείας προς τε την Ορθόδοξον αυτών Μητέρα, την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην Εκκλησίαν, εξ ης ήρτηντο,» και όχι στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, δεν δύνανται να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό, ότι, αφού δεν αναφέρονται σ’ αυτόν τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, αυτά εξαιρέθηκαν και παρέμειναν υπό την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Εάν υποτεθεί, ότι θεμελιώνεται ένας τέτοιος ισχυρισμός, τότε οδηγούμαστε υποχρεωτικώς στα παρακάτω συμπεράσματα:

1) Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866, που έχει την ίδια δομή διατυπώσεως με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, δεν μεταβίβασε επίσης την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων των Επτανήσων.
2) Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882 όμως μεταβίβασε – και μάλιστα ρητώς την κανονική δικαιοδοσία επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.
3) Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, παρακρατώντας τα κανονικά δικαιώματα υπέρ του Οικουμενικού Πατριάρχη, μεταβίβασε την διοίκηση και την εν γένει διαχείριση και τον επ’ αυτών έλεγχο στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Με δεδομένα τα αδιαμφισβήτητα αυτά συμπεράσματα, καταλήγουμε στην διαπίστωση, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακολούθως ενεργώντας, αποφάσισε κατά χρονική σειρά:

– να διατηρήσει την κανονική δικαιοδοσία του επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα (Τόμος 1850), καθώς και στα Επτάνησα (Πράξη 1866),

– να μεταβιβάσει στην συνέχεια στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια στην Θεσσαλία (πλην της Μητροπόλεως Ελασσόνας) και στην Μητρόπολη Άρτας από την Ήπειρο (Πράξη 1882)

– και να διατηρήσει τέλος εν μέρει την κανονική δικαιοδοσία του επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, μεταβιβάζοντας την διοίκηση και την εν γένει διαχείριση και τον επ’ αυτών έλεγχο στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Τέτοια διαπίστωση, όμως, ας μου επιτραπεί να πώ μετά βεβαιότητος, ότι δεν έχει λογική βάση.

Δεκαέξι χρόνια μετά την κανονική παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ελλάδος, η γεωγραφική και πολιτική ενσωμάτωση της Επτανήσου στην ελληνική επικράτεια έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα και της εκκλησιαστικής ενσωματώσεως των νέων εδαφών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Το σχετικό αίτημα, το οποίο υποβλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείου από την Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε δεκτόκαι σε εκτέλεση της θετικής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκδόθηκε η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866, διά της οποίας παραχωρήθηκαν οριστικώς και κατά πλήρη κανονική δικαιοδοσία στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος οι Ιερές Μητροπόλεις της Επτανήσου.

Όπως και στην περίπτωση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, όπου ουδεμία αναφορά ή πρόβλεψη υπάρχει για το καθεστώς των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, ούτως και στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866 ουδεμία αναφορά γίνεται στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, τα οποία κείνται εντός των γεωγραφικών ορίων των Ιερών Μητροπόλεων των Επτανήσων.

Αναφύεται, λοιπόν, και εδώ το ίδιο ερώτημα. Η μεταβίβαση της πλήρους κανονικής δικαιοδοσίας στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος των Ιερών Μητροπόλεων της Επτανήσου συμπεριλαμβάνει και τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια ή όχι;

Είναι γεγονός, ότι η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866 αναφέρεται καταρχήν και ρητώς μόνον στις Ιερές Μητροπόλεις της Επτανήσου.

Όμως, κατά την ανωτέρω Πράξη, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφάσισε: «τήν χειραφέτησιν τῶν εἰρημένων ἐπαρχιῶν ἀπό πάσης ἐξαρτήσεως αὐτῶν πρός τόν καθ’ ἡμᾶς ἁγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριαρχικόν Θρόνον, ἀπενείμαμεν καί μεταβιβάσαμεν αὐτάς τῇ κανονικῇ προστασίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, ἀφοσιώσαντες καί ἀναθέμενοι ὁλοσχερῶς τῇ πνευματικῇ καί ἐκκλησιαστικῇ αὐτῆς δικαιοδοσίᾳ». Από το συγκεκριμένο εδάφιο αναντιρρήτως προκύπτει η πλήρης αποξένωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από κάθε κανονικό δικαίωμα επί των Ιερών Μητροπόλεων της Επτανήσου και μάλιστα με δική του σαφή και ανεπηρέαστη βούληση. Η ολική αυτή κανονική αποξένωση συνεπάγεται την μεταβίβασηπαντός κανονικού δικαιώματος επί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων, επί του κλήρου και του λαού αυτών, καθώς και επί των ιερών μονών και των μοναζόντων και μοναζουσών σ’ αυτές.

Περαιτέρω, επειδή τα παραχωρούμενα με την Πράξη του 1866 κανονικά δικαιώματα αφορούν τόσο στην κανονική δικαιοδοσία επί των Ιερών Μητροπόλεων και του κλήρου και του λαού αυτών όσο και στην εξαιρετική κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, γι’ αυτόν τον λόγο η απόφαση για την παραχώρηση αυτή ελήφθη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (ως προς τις Ιερές Μητροπόλεις): «διά ταῦτα ἀπεδεξάμεθα κοινῇ Συνοδικῇ γνώμη τήν αἴτησιν καί ἀξίωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαπητῆς ἡμῶν ἀδελφῆς ἁγιωτάτης Συνόδου» αλλά και από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και πρόεδρο αυτής (ως προς τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια): «…καί εὐχαρίστῳ συνεπινεύσει συναποφηνάμενος τήν χειραφέτησιν….». Συνεπώς, με την Πράξη του 1866 συντελείται μονομερώς η παραίτηση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχη από την κανονική δικαιοδοσία επί των εκκλησιαστικών επαρχιών της Επτανήσου και επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, των κειμένων στα γεωγραφικά όρια των επαρχιών αυτών.

Τέλος, με την ως άνω Πράξη δεν αποξενώνεται μόνον η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ο Οικουμενικός Πατριάρχης από την κανονική δικαιοδοσία τους επί των Ιερών Μητροπόλεων και των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων της Επτανήσου αλλά ταυτοχρόνως περιέρχεται αυτή η κανονική δικαιοδοσία στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και ειδικότερα στο διοικητικό όργανο αυτής, που είναι η Ιερά Σύνοδος της. Υπό αυτή την έννοια, οι Ιερές Μητροπόλεις εντασσόμενες γεωγραφικώς στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, υπάγονται πλέον στην κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου αυτής και διέπονται πλέον αυτοδικαίως από την νομοθεσία, ιδίως τον Καταστατικό Χάρτη, που ισχύει για την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, εκδόθηκε ο Ν. ΡΝ΄/1866, με τον οποίο εισήχθη και στα Επτάνησα η εκκλησιαστική νομοθεσία του Βασιλείου της Ελλάδος.

Απόρροια των ανωτέρω είναι η αυτοδίκαιη εφαρμογή των διατάξεων του ν. Σ΄/1852, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διατάξεις των άρθρων Η΄, ΙΑ΄ και ΙΓ πργφ. 4, που σαφώς υπάγουν τον έλεγχο των Ιερών Μονών και των μοναζόντων στον επιχώριο επίσκοπο. Συνεπώς, δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υποστηριχθεί η άποψη περί μετατροπής των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων σε Συνοδικές Μονές και διότι ο θεσμός αυτός ήταν εκείνη την δεδομένη χρονική στιγμή άγνωστος.

Εν κατακλείδι, αφ’ ης στιγμής οι Ιερές Μητροπόλεις της Επτανήσου, μετά των κειμένων σ’ αυτές Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, ενσωματώνονται «κανονικῶς» στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, «εισέρχονται» στο κανονικό έδαφος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και διέπονται πλέον από το νομοθετικό καθεστώς της Εκκλησίας αυτής, τόσο ως προς την κανονική δικαιοδοσία και την διοίκηση των Ιερών Μητροπόλεων, όσο και ως προς την κανονική δικαιοδοσία και διοίκηση των πρώην Πατριαρχικών Σταυροπηγίων και εφεξής Ιερών Μονών της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, υπαγομένων στον επιχώριο επίσκοπο.

Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου στον ελληνικό γεωγραφικό κορμό, τέθηκε και πάλι θέμα ενσωματώσεως και των αντιστοίχων εκκλησιαστικών επαρχιών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Το θέμα έθεσε η ελληνική Πολιτεία μαζί με την Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και βρήκε για μία ακόμη φορά θετική ανταπόκριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ούτως, εκδόθηκε η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882, διά της οποίας – σε πλήρη συμφωνία και συμβατότητα με τις μέχρι τότε αποφάσεις της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου – εκχωρήθηκαν στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες, που περιελαμβάνοντο στα εδάφη που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό Κράτος.

Το ιδιαίτερο σημείο στην συγκεκριμένη Πράξη είναι η ειδική αναφορά – για πρώτη φορά από την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου το 1850 – στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, που κείνται στις επαρχίες, που προσαρτώνται κανονικώς στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, τα οποία – ακολουθώντας την τύχη των μεταβιβαζομένων Ιερών Μητροπόλεων, μεταβιβάζονται και αυτά κατά πλήρη κανονική δικαιοδοσία στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Ούτως κατά την Πράξη: «τάς ἐν ταῖς πολιτικῶς τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἐλλάδος ἄρτι ἐκχωρηθείσαις χώραις κειμένας, τῇ καθ’ ἡμᾶς δέ ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ μέχρι τοῦ νῦν κανονικῶς ὑπαγομένας Μητροπολιτικάς καί Ἐπισκοπικάς παροικίας Λαρίσσης, Ἄρτης, Δημητριάδος, Φαναριοφερσάλων, Τρίκκης, Σταγῶν, Θαυμακοῦ, Γαρδικίου, Πλαταμῶνος καί τά συμπεριληφθέντα ἐκ τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ἰωαννίνων χωρία, ὡς καί τάς ἐν αὐταῖς ὑπαρχούσας ἱερᾶς Πατριαρχικὰς καί Σταυροπηγιακάς Μονάς, εἶναι διά παντός τοῦ λοιποῦ καί λέγεσθαι καί παρὰ πάντων γιγνώσκεσθαι καί ἐκκλησιαστικῶς ἡνωμένας καί συνημμένας ἀναποστάστως τῇ ἁγιωτάτῃ αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης διακυβερνᾶσθαι, πρός αὐτήν τε ἔχειν τήν κανονικήν καί ἄμεσον ὑποταγήν καί ἀναφοράν, καί τοῦ ὀνόματος αὐτῆς μνημονεύειν».

Τα συμπεράσματα, που εξάγονται, είναι τα εξής:

α) με την σχετική Πράξη μεταβιβάζονται καταρχήν σαφώς εκκλησιαστικές περιφέρειες, όπως συνέβη άλλωστε με όλες από το 1850 και εξής αποφάσεις της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

β) μαζί με τις εκκλησιαστικές περιφέρειες (Ιερές Μητροπόλεις) μεταβιβάζονται υπό μορφήν «συστατικών», ως μη δυναμένων να αποχωρισθούν,  και τα κείμενα εντός των γεωγραφικών ορίων των μεταβιβαζομένων Ιερών Μητροπόλεων Πατριαρχικά Σταυροπήγια, όπως ακριβώς είχε συμβεί με τον Τόμο του 1850 και την Πράξη του 1866.   Αυτό προκύπτει από την ίδια την διατύπωση στο κείμενο της Πράξεως, όπου η αναφορά στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια είναι καθαρώς συμπληρωματική – παρενθετική της αναφοράς στις μεταβιβαζόμενες Ιερές Μητροπόλεις: «ὡς καί τάς ἐν αὐταῖς ὑπαρχούσας ἱερᾶς Πατριαρχικὰς καί Σταυροπηγιακάς Μονάς». Διότι, όπως και προηγουμένως, Ιερές Μητροπόλεις μεταβιβάζονται πάντοτε, που είναι το μείζον, και όχι Πατριαρχικά Σταυροπήγια, τα οποία είναι το έλασσον και ως τέτοιο περιλαμβάνεται στο μείζον.Την άποψη αυτή εκφράζει και ο Μ. Γεδεών (βλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, εν Κωνσταντινουπόλει, [Σεπτ.1885-Οκτ.1890]), οοποίος (σελ. 708) σημειώνει, ότι: «Κατά Μάϊον τοῦ 1882 ὁ Ἰωακείμ ἐχειραφέτησε τάς Μητροπόλεις Λαρίσσης, Ἄρτης, Δημητριάδος, Φαναριοφερσάλων καί τάς ἐπισκοπάς Τρίκκης, Σταγῶν, Θαυμακοῦ, Γαρδικίου καί Πλαταμῶνος μετά τῶν ἐν αύτοῖς μονῶν, ἑνωθείσας τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ βασιλείου τῆς Ἑλλάδος».

γ) αφ’ ης στιγμής τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, ακολουθώντας την τύχη των Ιερών Μητροπόλεων, αποκόπτονται από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και «περνούν» στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, εφαρμόζονται επ’ αυτών οι διατάξεις του ν. Σ΄/1852 που αναφέρθηκαν παραπάνω επ’ ευκαιρία της Πράξεως του 1866, με αποτέλεσμα να υπάγονται εφεξής στην κανονική δικαιοδοσία του επιχωρίου επισκόπου, στην επαρχία του οποίου ευρίσκονται.

Πέραν τούτου, εάν δεχθούμε, ότι κατ’ εξαίρεσιν στην Πράξη του 1882 μεταβιβάζονται κατά πλήρη κανονική δικαιοδοσία τα Πατριαρχικά Σταυροπήγιααυτοτελώς και κεχωρισμένως από τις μεταβιβαζόμενες Ιερές Μητροπόλεις, τότε θα έπρεπε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα:

ότι τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια είναι δυνατόν να ενωθούν με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, όπως μπορούν γεωγραφικώς οι Ιερές Μητροπόλεις. Αυτό όμως είναι φύσει και θέσει αδύνατον, διότι τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια δεν δύνανται να ενωθούν γεωγραφικώς με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, διότι απλούστατα δεν έχουν γεωγραφική περιφέρεια.

– ότι τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια μετατρέπονται σε Συνοδικές Ιερές Μονές, αφού δημιουργείται εκ της Πράξεως του 1866 για αυτά η υποχρέωση μνημονεύσεως της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό όμως είναι κανονικώς αδιανόητο, διότι σε μία τέτοια περίπτωση παραβιάζεται βασική αρχή κανονικής δικαιοδοσίας, και δη η αρχή της υπαγωγής των ιερών μονών και των μοναχών στον επιχώριο επίσκοπο, δηλαδή σε μονομελές όργανο και όχι σε συλλογικό όπως είναι η Ιερά Σύνοδος. Η αρχή δε αυτή εφαρμόζεται πλήρως και στην περίπτωση των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, όπου αν και πρόκειται γιαεξαιρετική κανονική δικαιοδοσί – ισχύει η υπαγωγή αυτών και των μοναζόντων σ’ αυτά, σε μονομελές όργανο, που είναι στην περίπτωση μας ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Ο οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί μετατροπής των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων σε Συνοδικές Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος – όταν μάλιστα κατά τον τότε ισχύοντα Ν. Σ΄/1852 οι μονές υπήγοντο στον επιχώριο επίσκοπο – οδηγεί στο ανεπίτρεπτο συμπέρασμα, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο συμπεριέλαβε στον Πράξη του 1882 μία σφόδρα αντικανονική πρόβλεψη.

Βεβαίως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ο Γ΄, απέστειλε στην συνέχεια, μετά την έκδοση της Πράξεως, μια Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο προς τους Μητροπολίτες, Επισκόπους κ.τ.λ. των απολυθεισών επαρχιών, καθώς και προς τους Ηγουμένους των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, διά της οποίας επεσήμαινε στους παραλήπτες της, ότι εφεξής υπάγονται στην δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και μνημονεύουν το όνομα αυτής (βλ. το κείμενο σε Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. ΛΗ΄, 1882, 645επ.). Και ως προς τις Ιερές Μητροπόλεις η επισήμανση αυτή είναι ορθή. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, τα οποία υπό αυτήν την ιδιότητα υπήγοντο στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, μετά δε την εκχώρησή τους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος απόλλυνται την ιδιότητα μεν του πατριαρχικού σταυροπηγίου αλλά διατηρούν αυτήν της Ιεράς Μονής, οπότε εκφεύγουν του πλαισίου της εξαιρετικής κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη και μεταπίπτουν στο καθεστώς της κανονικής δικαιοδοσίας του επιχωρίου επισκόπου. Αποκλείω, δε, την περίπτωση της μετατροπής τους σε συνοδικά σταυροπήγια, όχι μόνον, διότι ο τότε ισχύων Καταστατικός Χάρτης – όπως προαναφέρθηκε – δεν αναγνώριζε  τέτοια κατηγορία ιερών μονών αλλά και διότι,  αν θέλαμε να δεχθούμε την άποψη αυτή, θα έπρεπε να αποδεχθούμε ως ορθή την μνημόνευση της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν σήμερα, που αναγνωρίζεται υπό τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη ο θεσμός των συνοδικών σταυροπηγίων, αυτά τελούν υπό την δικαιοδοσία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και όχι της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Κατόπιν των ανωτέρω, η εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριάρχη Ανθίμου του Γ΄, λαμβανομένου υπόψιν και ότι δεν υπερισχύει της Πράξεως του 1882, θεωρώ, ότι συνετάγη εκ παραδρομής. Σε αντίθετη περίπτωση, δεχόμενοι ότι η Πράξη του 1882 δημιούργησε Συνοδικά Σταυροπήγια, καταλήγουμε στα εντόνως παράδοξα συμπεράσματα, ότι επί 160 περίπου έτη η Ιερά Σύνοδος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και μετά το 1928 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ουδέποτε μερίμνησε για την θεσμοθέτηση Συνοδικών Σταυροπηγίων υπό την κανονική δικαιοδοσία της, όπως θα όφειλε από την Πράξη του 1882, αλλά και όταν θεσπίσθηκε τέτοια ρύθμιση, η δικαιοδοσία επί των μονών αυτών (άρθρο 39 Καταστατικού Χάρτη) δόθηκε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και όχι στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, όπως απαιτεί υποτίθεται η Πράξη του 1882.

Άρα, το εδάφιο της Πράξεως: «…εἶναι διά παντός τοῦ λοιποῦ καί λέγεσθαι καί παρὰ πάντων γιγνώσκεσθαι καί ἐκκλησιαστικῶς ἡνωμένας καί συνημμένας ἀναποστάστως τῇ ἁγιωτάτῃ αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης διακυβερνᾶσθαι, πρός αὐτὴν τε ἔχειν τήν κανονικήν καί ἄμεσον ὑποταγήν καί ἀναφοράν, καί τοῦ ὀνόματος αὐτῆς μνημονεύειν» αναφέρεται σαφώς και συνδέεται γραμματικώς και συντακτικώς με το εδάφιο που αναφέρεται στις Ιερές Μητροπόλεις: «…τάς ἐν ταῖς πολιτικῶς τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἐλλάδος ἄρτι ἐκχωρηθείσαις χώραις κειμένας, τῇ καθ’ ἡμᾶς δέ ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ μέχρι τοῦ νῦν κανονικῶς ὑπαγομένας Μητροπολιτικάς καί Ἐπισκοπικάς παροικίας Λαρίσσης, Ἄρτης, Δημητριάδος, Φαναριοφερσάλων, Τρίκκης, Σταγῶν, Θαυμακοῦ, Γαρδικίου, Πλαταμῶνος καί τά συμπεριληφθέντα ἐκ τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ἰωαννίνων χωρία…».

Η δε κατ’ εξαίρεσιν ρητή αναφορά στην Πράξη του 1882 στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, οφείλεταιθεωρώ στο γεγονός, ότι ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ εξέφρασε εγγράφως προς τον τότε Πρωθυπουργό Α. Κουμουνδούρο (βλ. το κείμενο της επιστολής σε Χ. Καρδαρά, Ιωακείμ Γ΄- Χαρ. Τρικούπης, Η αντιπαράθεση, Αθήνα, εκδ. Τροχαλία, 19998, 104επ.) την επιθυμία του, να παραμείνουν αυτά υπό την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Διά λόγους ἐκκλησιαστικούς, κανονικούς, καί ἰδίᾳ ἠθικούς καί ἄλλους σπουδαίους ἐν τοῖς παροῦσι μάλιστα πράγμασι τῆ Ἐκκλησίας» (εκτεν. για το θέμα βλ. Γ. Ιατρού, Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882, Νομοκανονικά 2009/1, 23επ.). Η επιθυμία όμως αυτή δεν έγινε δεκτή από τον νέο Πρωθυπουργό Χαρ. Τρικούπη, ο οποίος απέρριψε διά σχετικής επιστολής το αίτημα (βλ. Χ. Καρδαρά, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο αλύτρωτος ελληνισμός της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878), Αθήνα, εκδ. Επικαιρότητα, 1996, 270 και 280 (σημ. 9)).

Ολοκληρώνοντας, με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποξενώθηκε πλήρως υπέρ της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος από την κανονική δικαιοδοσία του επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, τα οποία υπήρχαν εντός των γεωγραφικών ορίων των Ιερών Μητροπόλεων, που μεταβίβασε προς αυτήν (βλ. αντίθ. Β. Μάρκου, Το νομικό καθεστώς των Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών στην ελληνική επικράτεια, Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σειρά Β΄: Μελέτες (6), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσαλονίκη, …….170, 181).

Ως προς δε τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια στις Ιερές Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και Ηπείρου, αυτά επίσης μεταβιβάσθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος κατά πλήρη κανονική δικαιοδοσία, όχι όμως ως συνοδικά σταυροπήγια (βλ. αντιθ. Β. Μάρκου, ο.π., 191 επ., όπου και παράθεση των σχετικών απόψεων).

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από:

1) το Συνταγμάτιο του 1855, όπου στο οικείο Κεφάλαιο περί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίωνστην Ελλάδα, αναφέρονται όλα τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, πλην των κειμένων στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, τα οποία καταγράφονται στο Κεφάλαιο υπό τον τίτλο: «Κατάλογος τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων του Βασιλείου της Ελλάδος» (βλ. Συνταγμάτιον περί της τάξεως των Πατριαρχικών Θρόνων και των αυτοκεφάλων Συνόδων, εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, 1855),

2) το Συνταγμάτιο του 1896, όπου στο οικείο Κεφάλαιο περί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίωνστην Ελλάδα, αναφέρονται όλα τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, πλην των κειμένων στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και (πλέον) στις Ιερές Μητροπόλεις των Επτανήσων, τα οποία καταγράφονται στο Κεφάλαιο υπό τον τίτλο: «Αί τῷ Οίκουμενικῷ Θρόνῳ ὑποκείμεναι σταυροπηγιακαί μοναί  καί ἐξαρχίαι» (βλ. Το εν χρήσει Συνταγμάτιον των υπό τον Οικουμενικόν Θρόνον Μητροπολιτών και Επισκόπων, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1896),

3) το Συνταγμάτιο του 1901, όπου στο οικείο Κεφάλαιο περί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίωνστην Ελλάδα, αναφέρονται όλα τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, πλην των κειμένων στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, στις Ιερές Μητροπόλεις των Επτανήσων και (πλέον) στις Ιερές Μητροπόλεις της Θεσσαλίας (πλην Ελασσόνας) και της Άρτας από την Ήπειρο, τα οποία καταγράφονται στο Κεφάλαιο υπό τον τίτλο: «Αί έν ταῖς ἐπαρχίαις πατριαρχικαίσταυροπηγιακαί μοναί» (βλ. Το εν χρήσει Συνταγμάτιον των υπό τον Οικουμενικόν Θρόνον Μητροπολιτών και Επισκόπων, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1901).

Η προπεριγραφείσα κατάσταση ίσχυσε και μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θράκης από τον ελληνικό Στρατό, μέχρι το 1917, οπότε και ψηφίσθηκε ο ν. 1070/18.11.1917 (ΦΕΚ 271 Α΄). Με τον νόμο αυτόν, και ειδικότερα με το άρθρο 2 αυτού ορίσθηκε ότι: «Εἰς τήν διοίκησιν καί τήν ἐποπτείαν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ὑπάγονται καί οἱ Σταυροπηγιακαί Ἱεραί Μοναί τῶν Νέων Χωρῶν, ἐπεκτεινομένου καί εἰς αὐτάς τοῦ νόμου ΓΥΙΔ΄καθ’ ὅλας αὐτοῦ τάς διατάξεις, τηρουμένων ὅμως τῶν Πατριαρχικῶν προνομίων».

Από την διάταξη αυτή προκύπτουν δύο σημαντικά σημεία.

Το πρώτο είναι, ότι τα Πατριαρχικά Σταυροπήγιαυπάγονται νομοθετικώς ως προς την διοίκησή τους και την εποπτεία τους στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο, το οποίο είναι αρμόδιο για την διοίκηση των Ιερών Μονών της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το δεύτερο είναι, ότι διατηρούνται παρά ταύτα τα πατριαρχικά προνόμια επ’ αυτών, χωρίς να γίνεται κανένας περαιτέρω διαχωρισμός. Εν όψει τούτου, του νόμου άλλως μη ορίζοντος, εξαιρουμένων των περί την διοίκηση προνομίων του Οικουμενικού Πατριάρχη, που εκχωρούνται στο Διοικητικό Συμβούλιο του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, τα υπόλοιπα προνόμια παραμένουν και κατοχυρώνονται ως έχουν. Υπό αυτή την έννοια, λανθάνει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Α΄ όταν στην από 20.11.1928 επιστολή, την οποία απέστειλε στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Βασίλειο τον Γ΄ (βλ. το κείμενο σε Δημήτριο Κομματά, Μητροπολίτη Σεβαστείας, Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928 παρακωλυομένη τοις όροις, Θεσσαλονίκη 2005, 82επ.), τον διαβεβαιώνει, ότι διά του ν. 1070/18.11.1917 κατοχυρώθηκε μόνο το προνόμιο της μνημονεύσεως: «…Τά ἐπί τῶν Σταυροπηγιακῶν Μονῶν δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου είσίν ἤδη καθωρισμένα διά τοῦ νόμου 1070 τῆς 6ης Δεκεμβρίου 1927 συνιστάμενα ἐν τῷ μνημοσύνῳ τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου».  

Συνεπώς, η ως άνω νομική διάταξη, η οποία εκφράζει την βούληση του ελληνικού Κράτους, διατηρεί το μέχρι πρότινος καθεστώς των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, κατοχυρώνοντας τα εκ των ιερών κανόνων πατριαρχικά δίκαια και αναθέτοντας μόνον την διοίκηση και εποπτεία των μονών αυτών στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν, ότι συμφώνως προς το άρθρο 2 του ν. ΓΥΙΔ΄/1909 «Περί Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου καί διοικήσεως Μοναστηρίων», οι σκοποί του Ταμείου είναι καθαρώς οικονομικής φύσεως, μην έχοντας ουδεμία σχέση με άσκηση διοικήσεως επί άλλων θεμάτων, καθίσταται σαφές, ότι τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη – πλην αυτών που συνδέονται με την οικονομική διαχείριση – παραμένουν αλώβητα και άθικτα. Το συμπέρασμα αυτό είναι σημαντικό, διότι βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την θέσπιση του Ι΄ Όρου της Πράξεως του 1928, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

Στην ίδια «γραμμή πλεύσεως» κινήθηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά την σύνταξη της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928. Με την Πράξη αυτή, ως γνωστόν παραχωρήθηκε υπό την έννοια της εντολής επιτροπικώς – δηλαδή προσωρινώς – η διοίκηση των Ιερών Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – των γνωστών ως «Νέων Χωρών» στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος (βλ. εκτενώς Κ. Βαβούσκου, Η νομοκανονική υπόστασις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, β΄ έκδοσις, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη, 1973).

Περαιτέρω με την ίδια Πράξη, κατ’ ακολουθίαν και κατ’ εφαρμογήν της αρχής «ό,τι μεταβιβάζεται επί των εκκλησιαστικών επαρχιών αναλογικώς μεταβιβάζεται και επί των ευρισκομένων σ’ αυτές Πατριαρχικών Σταυροπηγίων», το Οικουμενικό Πατριαρχείο ρύθμισε με τον Ι΄ όρο το ζήτημα των εντός των Ιερών αυτών Μητροπόλεων κειμένων Πατριαρχικών Σταυροπηγίων.

Κατά τον σχετικό όρο: «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τά κανονικά δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καί Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, μνημονευομένου ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἑκάστοτε ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τοῦ Προέδρου αὐτῆς ἀνακοινουμένης πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων τῶν Μονῶν τούτων. Ἀλλ̓ ἡ διοίκησις ὅμως τῶν Μονῶν καί ἡ ἐν γένει διαχείρισις καί ὁ ἐπ̓ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπό τήν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐφαρμοζούσης καί ἐπί τῶν Μονῶν τούτων τάς ἱσχυούσας διά τάς ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῆς περιοχῇ Ἱεράς Μονάς διατάξεις. Ἡ διάλυσις ὅμως τυχόν ἤ ἡ συγχώνευσις Πατριαρχικῆς τινός Σταυροπηγιακῆς Μονῆς διενεργεῖται πάντοτε μετά προηγουμένην συνεννόησιν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον».

Ειδικότερα:

Πρώτον, ο Όρος αυτός αφορά στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, που βρίσκονται «ἐν Ἑλλάδι», όρος ο οποίος δεν αναφέρεται στην συνολική γεωγραφική έκταση του ελληνικού Κράτους αλλά στα γεωγραφικά όρια των εκκλησιαστικών επαρχιών που δεν ανήκουν στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διότι στις εκκλησιαστικές επαρχίες που ανήκουν πλήρως στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει αδιαμφισβήτητη και πλήρη κανονική δικαιοδοσία επί των ευρισκομένων σ’ αυτές Πατριαρχικών Σταυροπηγίων και δεν χρειάζεται κάποια επίσημη διακήρυξη περί αυτού.

Άρα, ο όρος «ἐν Ἑλλάδι» αναφέρεται στην περιοχή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και στην περιοχή των μεταβιβαζομένων με την Πράξη Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών.

Αν όμως λάβουμε υπόψιν:

–  ότι τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, που έκειντο στην περιοχή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουν ήδη αποκοπεί από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη δυνάμει του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 και των Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων του 1866 και του 1882

ότι ο όρος «έν Ἑλλάδι», όταν χρησιμοποιείται στους Όρους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 με συνδυαστική αναφορά στους αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφορά στην περιοχή των Νέων Χωρών, όπως προκύπτει:

α) από τον Γ΄ Όρο: «οἱ ἐκ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ καθ̓ ἡμᾶς Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου»

β) από τον Ε΄ Όρο: «Οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου ἀρχιερεῖς»

γ) από τον ΣΤ΄ Όρο: «οἱ ἐν Ἑλλάδι ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου, δικάζονται»

δ) από τον Θ΄ Όρο: «Οἱ ἐν Ἑλλάδι Μητροπολῖται τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μνημονεύουσι»,

τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι η αναφορά της Πράξεως του 1928 στα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των «ἐν Ἑλλάδι ἱερῶν πατριαρχικῶν καί σταυροπηγιακῶν μονῶν» αφορά στην πράξη στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια που κείνται στην περιοχή των Νέων Χωρών.

Δεύτερον, η εξαιρετική αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων διασπάται και η μεν πνευματική εποπτεία παρακρατείται υπέρ του Οικουμενικού Πατριάρχη, η δε διοικητική εποπτεία παραχωρείται – επιτροπικώς – στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Ειδικότερα:

Α΄. Καταρχήν, κατά τον Ι΄ Όρο «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τά κανονικά δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καί Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, μνημονευομένου ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἑκάστοτε ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τοῦ Προέδρου αὐτῆς ἀνακοινουμένης πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων τῶν Μονῶν τούτων».

Όπως προκύπτει από το ανωτέρω εδάφιο του Ι΄ Όρου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης διατηρεί υπέρ αυτού τα κανονικά δικαιώματά του επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων και μάλιστα απαραμείωτα, μνημονευομένου του ονόματος του και γνωστοποιουμένης σ’ αυτόν της εκλογής των νέων Ηγουμενοσυμβουλίων.

Ποια είναι, λοιπόν, αυτά τα «απαραμείωτα κανονικά δικαιώματα» του Οικουμενικού Πατριάρχη και ποια η σχέση τους με την μνημόνευση του ονόματός του και την γνωστοποίηση σ’ αυτόν των νέων Ηγουμενοσυμβουλίων;

Συμφώνως προς τους κανόνες 4ο και 8ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και 1ο της Πρωτοδευτέρας, οι Ιερές Μονές και οι μονάζοντες και μονάζουσες σ’ αυτές υπήχθησαν υπό την εποπτεία του επιχωρίου επισκόπου. Τούτο σημαίνει, ότι ο επιχώριος επίσκοπος:

α) εγκρίνει την ανέγερση και αυτονοήτως την επέκταση και την πιθανή διάλυση των Ιερών Μονών της επαρχίας του (4ος της Δ΄ Οικουμενικής, 1ος της Πρωτοδευτέρας),

β) μεριμνά και προνοεί για τις Ιερές Μονές της επαρχίας του (4ος της Δ΄ Οικουμενικής), δηλαδή κατά τον Ι. Ζωναρά (βλ. ερμηνευτικό σχόλιο υπό τον κανόνα σε Σύνταγμα Ράλλη Ποτλή, ΙΙ, 227) φροντίζει ώστε οι μοναχοί και οι μοναχές να τελούν απερίσπαστοι το έργο τους,

γ) ελέγχει και εποπτεύει τους μοναχούς και τους μονάζοντες των ιερών μονών της επαρχίας του (8οςτης Δ΄ Οικουμενικής),

δ) εγκρίνει την εκλογή των ηγουμένων των ιερών μονών της επαρχίας του, άνευ της οποίας (εννοείται εγκρίσεως) δεν είναι έγκυρη η εκλογή τους (1οςΠρωτοδευτέρας),

ε) εγκαθιστά τους ηγουμένους των ιερών μονών της επαρχίας τους (2ος Πρωτοδευτέρας),

στ) εγκρίνει την μετάθεσή μοναχών λόγω ευλαβείας και σεμνότητας σε άλλη ιερά μονή (4οςΠρωτοδευτέρας)

κρίνει ως εκκλησιαστικός δικαστής τα παραπτώματά τους (4ος και 8ος κανόνες τηςΔ΄ Οικουμενικής συνόδου).

Συνοψίζοντας τα προεκτεθέντα, ο Θ. Βαλσαμών στο ερμηνευτικό σχόλιό του υπό τον 1ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας (βλ. Σύνταγμα Ράλλη – Ποτλή, ΙΙ, 651-652) ορίζει ως δικαιώματα του επισκόπου επί των ιερών μονών της επαρχίας του την ανάκριση των παραπτωμάτων των μοναχών, την επιτήρηση των διοικούντων αυτές, την μνημόνευση του ονόματός του και την εγκατάσταση του ηγουμένου: «…Νομίζω οὖν, ὡς ἐκ τοῦ κανόνος τούτου, οὐκ ἐνεδόθη τῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ∙ ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ’ αὐτῷ. Εἰσί, δέ ταῦτα∙ ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αὐτό, ἀναφορά τοῦ όνόματος τούτου, καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου».

Το σύνολο των προαναφερθέντων κανονικών δικαιωμάτων ασκούνται είτε από τον επιχώριο επίσκοπο βάσει των κανόνων περί τακτικής κανονικής δικαιοδοσίας είτε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως οιονεί επιχώριο επίσκοπο βάσει της εθιμικώς καθιερωμένης εξαιρετικής κανονικής δικαιοδοσίας.

Εν κατακλείδι, αφ’ ης στιγμής:

– ο ν. 1070/1917 κατοχυρώνει πλήρως το σύνολο των πατριαρχικών δικαίων επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων των Νέων Χωρών

– η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 σε συμφωνία με τον ν. 1070/1917 κατοχυρώνει τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη, τα οποία διατηρούνται απαραμείωτα, συνεπώς δεν νοείται περιορισμός κατ’ αριθμό ή κατά το εύρος αυτών,

η αναφορά της μνημονεύσεως του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη και η ανακοίνωση σ’ αυτόν των νέων κάθε φορά Ηγουμενοσυμβουλίων επέχει θέση επιβεβαιωτική της διατηρήσεως των κανονικών δικαιωμάτων και όχι επεξηγηματική, ώστε να θεωρηθεί εσφαλμένως, ότι το σύνολο των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη, που διατηρούνται είναι αυτά τα δύο. Στην περίπτωση αυτή, μία τέτοια οπτική γωνία ερμηνείας του Ι΄ Όρου αναιρεί τον ίδιο τον Όρο, αφού περιορίζει τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη στα δύο συγκεκριμένα δικαιώματα, ενώ αντιθέτως κατά την Πράξη διατηρούνται απαραμείωτα όλα τα κανονικά δικαιώματα αυτού. Άλλωστε, εάν το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενστερνιζόταν αυτή την άποψη, τότε το κείμενο του Ι’ Όρου θα είχε ως εξής: «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τά κανονικά δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καί Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, ήτοι η μνημόνευσις ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἡ ἀνακοίνωσις ἑκάστοτε ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διά τοῦ Προέδρου αὐτῆς πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων τῶν Μονῶν τούτων». Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, είτε με την μία άποψη είτε με την άλλη, και μόνη η κατοχύρωση από τον Ι΄ Όρο της Πράξεως της μνημονεύσεως του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη, συνιστά από μόνη της ικανή συνθήκη και κανονική προϋπόθεση για την κατοχύρωση απάντων των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη, καθόσον αυτή (η μνημόνευση του ονόματος) είναι το θεμέλιο και η αιτία για την άσκηση από τον μνημονευόμενο επίσκοπο του συνόλου των κανονικών δικαιωμάτων του.

Β΄. Περαιτέρω, κατά τον Ι΄ Όρο: «…Ἀλλ̓ ἡ διοίκησις ὅμως τῶν Μονῶν καί ἡ ἐν γένει διαχείρισις καί ὁ ἐπ’ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπό τήν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐφαρμοζούσης καί ἐπί τῶν Μονῶν τούτων τάς ἱσχυούσας διά τάς ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῆς περιοχῇ Ἱεράς Μονάς διατάξεις».

Προκειμένου να καθορίσουμε το περιεχόμενο και τον τρόπο ασκήσεως της ανατεθείσης διοικήσεως από την Εκκλησία της Ελλάδος, θα πρέπει να εξετάσουμε τα επιμέρους στοιχεία, που την συνθέτουν.

Η ανάθεση της εντολής προβλέπει, ότι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκχωρούνται: «…ἡ διοίκησις …. καί ἡ ἐν γένει διαχείρισις καί ὁ ἐπ’ αὐτῶν ἔλεγχος».

Τι σημαίνει όμως ακριβώς «ἡ διοίκησις», «ἡ ἐν γένει διαχείρισις» και «ὁ ἐπ’ αὐτῶν ἔλεγχος»;

Μετά την έκδοση της Πράξεως του 1928 υπήρξε έντονη αλληλογραφία μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αφορούσε την ερμηνεία των Όρων της Πράξεως.

Όπως προκύπτει, λοιπόν, από την δημοσιευθείσα αλληλογραφία, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Α΄ απέστειλε στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Βασίλειο τον Γ΄ την (ήδη προαναφερθείσα) από 20.11.1928 επιστολή του (βλ. το κείμενο ο.π.), στην οποία εκθέτει την αντίρρησή του για την κατοχύρωση του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριάρχη να εγκρίνει τη συγχώνευση ή διάλυση πατριαρχικού σταυροπηγίου και να λαμβάνει γνώση των νέων Ηγουμενοσυμβουλίων, διότι αυτά άπτονται της οικονομικής διαχειρίσεως των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων: «…Πᾶν ἕτερον δικαίωμα καί δή ἐπί τῆς διαλύσεως ἤ συγχωνεύσεως Μονῶν ἤ τῆς ἐγκρίσεως παρά τοῦ Πατριάρχου τῶν ἡγουμενοσυμβουλίων προσκρούει εἰς τούς νόμους, δύναται δέ προκαλεῖν ἑκάστοτε σοβαράς ἀνωμαλίας καί προστριβάς διότι ταῦτα πάντα ἔχουσι σχέσιν πρός τήν οἰκονομικήν διαχείρισιν τῶν ἱερῶν μονῶν». Εμμέσως πλήν σαφώς όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών αποσαφηνίζει στην επιστολή αυτή, ότι η ανατεθείσα διοίκηση και διαχείριση και έλεγχος των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων αφορά αποκλειστικώς σε οικονομικής και μόνον φύσεως θέματα. Και απορρίπτει την αναγνώριση των δύο δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη, διότι κατά την άποψή του, ως έχοντα αυτά οικονομικό χαρακτήρα, ανήκουν στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, στην οποία και εκχωρήθηκαν μέσω της εκχωρήσεως της διοικήσεως και εν γένει διαχειρίσεως και ελέγχουν των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων. Και εφόσον αυτά τα δύο δικαιώματα κατοχυρωθούν ως δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη, θα υπάρχει αντίφαση και σύγχυση ως προς το διακριτό των ρόλων τόσο του Οικουμενικού Πατριάρχη όσο και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Είναι, λοιπόν, σαφές, ότι από την πλευρά της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, η εντολή αναθέσεως προς αυτήν της διοικήσεως, της εν γένει διαχειρίσεως και του ελέγχου των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων αφορά σε ζητήματα οικονομικής και μόνο φύσεως και όχι εγκαταβιώσεως των μοναχών και τρόπου λειτουργίας των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, για τα οποία – ως ανήκοντα στον πυρήνα της πνευματικής εξουσίας – αρμόδιος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Κατόπιν των ανωτέρω, η συγκεκριμένη εντολή, ως αφορώσα οικονομική διαχείριση και με δεδομένη την υποχρέωση ακτημοσύνης των μοναχών, αναφέρεται και αφορά μόνο στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια ως θεσμική οντότητα και όχι στους εγκαταβιούντες σε αυτά μοναχούς. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ι΄ Όρος αναφέρεται στην διοίκηση, εν γένει διαχείριση και έλεγχο «τῶν μονῶν», η δε Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος εντέλλεται από τον Ι΄ Όρο να εφαρμόσει επίσης «ἐπί τῶν μονῶν τούτων» την ισχύουσα για την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος νομοθεσία.

Συνεπώς, οι μοναχοί και οι μοναχές που εγκαταβιούν στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, εξαιρούνται των ορίων της εντολής που παρέχεται με τον Ι΄ Όρο της Πράξεως στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και υπάγονται στην εποπτεία του Οικουμενικού Πατριάρχου, ο οποίος την ασκεί διά της ασκήσεως των κατοχυρωμένων κανονικών δικαιωμάτων του, τα οποία κατά την Πράξη παραμένουν «ἀπαραμείωτα».

Η «διοίκησις» και «ἡ ἐν γένει διαχείρισις» και «ὁ ἔλεγχος» των Πατριαρχικών Σταυροπηγίωνανατίθενται στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία δεσμεύεται να εφαρμόσει για την εκτέλεση της εντολής την νομοθεσία, που ισχύει για τις Ιερές Μονές της επικράτειας της: …ὑπάγονται ὑπό τήν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐφαρμοζούσης καί ἐπί τῶν Μονῶν τούτων τάς ἱσχυούσας διά τάς ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῆς περιοχῇ Ἱεράς Μονάς διατάξεις».

Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σαφώς, ότι δυνάμει αυτής τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια δεν υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. ΗΑυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος αναλαμβάνει μόνον την υποχρέωση της εφαρμογής για τα θέματα οικονομικής διαχειρίσεως των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων των ισχυουσών νομικών διατάξεων περί των Ιερών Μονών, που κείνται στην δική της γεωγραφική επικράτεια.

Ενόψει τούτου, αρκεί να δούμε τι νομικό πλαίσιο ίσχυε κατά την υπογραφή της Πράξεως του 1928 και τι ισχύει σήμερα στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος για τις εντός της επικράτειας της Ιερές Μονές, ώστε να καθορίσουμε και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς την αναληφθείσα από αυτήν οικονομική διαχείριση των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων.

Ουσιαστικώς, το ανωτέρω εδάφιο του Ι΄ Όρου παραπέμπει στην ήδη αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 του ν. 1070/1917, κατά την οποία τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια υπάγονται ως προς την διοίκηση τους, τηρουμένων των Πατριαρχικών προνομίων, υπό τον εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου του Γενικού Εκκλησιαστικού, το οποίο να σημειωθεί και πάλι, ότι είχε μόνον αρμοδιότητες οικονομικής φύσεως. Και η οποία με την σειρά της διάταξη παραπέμπει στον ΓΥΙΔ΄/1909 «Περί Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου καί διοικήσεως Μοναστηρίων» και ειδικότερα στις διατάξεις που αφορούν μόνον σε θέματα διαχειρίσεως περιουσίας και εν γένει χρηματικών πόρων και προσόδων.

Επί των ημερών μας, η εφαρμογή του σχετικού εδαφίου του Ι΄ Όρου υλοποιείται μέσω της εφαρμογής των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Κανονισμού 39/1972 «Περί τῶν έν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων Ἱερῶν Μονῶν καί τῶν Ἡσυχαστηρίων».

Κατά τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη, και δη το άρθρο 39, οι Ιερές Μονές διακρίνονται σε Επισκοπικές και σε Συνοδικές. Επειδή όμως, κατά την θέση σε ισχύ της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 ο θεσμός των Συνοδικών Σταυροπηγίων ήταν άγνωστος, θα θεωρηθούν αναλογικώς εφαρμοστέες οι διατάξεις που αφορούν στις Ιερές Μονές, που τελούν υπό την κανονική δικαιοδοσία του επιχωρίου επισκόπου.

Κατόπιν τούτου, και λαμβανομένων υπόψιν των παραπάνω, κυρίως δε ότι η όποια εποπτεία επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων εκτείνεται μόνο σε θέματα οικονομικής διαχειρίσεως , η διάταξη του άρθρου 39 πργφ. 6 εφαρμόζεται μόνον ως προς την υποχρέωση του κατά επιχωρίου επισκόπου να κάνει έλεγχο νομιμότητας της οικονομικής διαχειρίσεως των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων της Μητροπόλεώς του.

Περαιτέρω, και πάντοτε συμφώνως προς αυτά που έχουν ήδη λεχθεί, από τον ισχύοντα Κανονισμό 39/1972, τυγχάνουν εφαρμογής:

α) το στοιχείο στ΄ του άρθρου 6 του Κανονισμού υπό τον τίτλο «Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Ἐπισκόπου», το οποίο αναφέρεται στον εκ μέρους του επιχωρίου επισκόπου έλεγχο της νομιμότητας της οικονομικής διαχειρίσεως των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων της περιφέρειας του.

β) το άρθρο 11 υπό τον τίτλο «Οικονομικά – Διαχείρισις».

Τέλος, εφαρμόζονται και όλες οι κατά καιρούς θεσπισμένες και εν ισχύϊ νομικές διατάξεις, που αφορούν στις Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος, εφόσον βεβαίως ρυθμίζουν θέματα οικονομικής διαχειρίσεως.

Το τελευταίο εδάφιο του Ι΄ Όρου ολοκληρώνει το πλαίσιο εποπτείας επί των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων, προβλέποντας, ότι η διάλυση ή η συγχώνευση Πατριαρχικού Σταυροπηγίου γίνεται κατόπιν συνεννοήσεως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο: «Ἡ διάλυσις ὅμως τυχόν ἤ ἡ συγχώνευσις Πατριαρχικῆς τινός Σταυροπηγιακῆς Μονῆς διενεργεῖται πάντοτε μετά προηγουμένην συνεννόησιν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον».

Η προβλεπόμενη συνεννόηση της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι υποχρεωτική για την κίνηση ή όχι της σχετικής διαδικασίας συγχωνεύσεως ή διαλύσεως Πατριαρχικού Σταυροπηγίου, και δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί για κανέναν λόγο, έστω και ανωτέρας βίας ή κατεπείγουσας καταστάσεως.

Περαιτέρω, η ως άνω «συνεννόηση» για να είναι έγκυρη, πρέπει να καταλήγει στην θετική ή αρνητική απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή στην συναίνεσή του ή την άρνηση συναινέσεως του. Εν ελλείψει της προβλεπομένης «συνεννοήσεως» η τυχόν συντελεσθείσα διάλυση ή συγχώνευση Πατριαρχικού Σταυροπηγίου είναι αντίθετη προς την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 και για τον λόγο αυτόν δεν επιφέρει τα νομοκανονικά αποτελέσματά της. Εκτός αν υπάρξει ρητή ή σιωπηρή έγκριση – ήτοι εκ των υστέρων αποδοχή – της συντελεσθείσης διαλύσεως ή συγχωνεύσεως, διότι συνιστά επιτρεπτή παραίτηση του φορέα του δικαιώματος από το μη ασκηθέν δικαίωμά του.    

Συμπερασματικώς, συμφώνως προς την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δύναται να ασκεί όλα τα εκ των ιερών κανόνων δικαιώματά του, τα οποία έχουν παρακρατηθεί υπέρ αυτού και μάλιστα απαραμείωτα, που άπτονται:

Της μνημονεύσεως του ονόματός του
Της εγκρίσεως των εκλεγομένων ηγουμενοσυμβουλίων
Του ελέγχου της συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες λειτουργίας των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων
Της χειροθεσίας του Ηγουμένου αυτών
Της κουράς των μοναχών
Της εκδικάσεως των παραπτωμάτων αυτών

Από την άλλη πλευρά, κάθε επιχώριος επίσκοπος, που έχει εντός των γεωγραφικών ορίων της Ιεράς Μητροπόλεώς του Πατριαρχικό Σταυροπήγιο, υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητες του σε σχέση με την οικονομική διαχείριση, όπως πράττει για τις λοιπές Ιερές Μονές της επαρχίας του.

Η ίδια ακριβώς διάταξη, αυτολεξεί, του Ι΄ όρου της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 συμπεριελήφθη και στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, προκειμένου να ρυθμισθεί το νομοκανονικό καθεστώς των Ιερών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών, που ευρίσκονται στην γεωγραφική περιφέρεια αυτής. Πρόκειται για την διάταξη του  άρθρου 89 πργφ. 2, κατά την οποία: «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου ἐπὶ τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, μνημονευομένου ἐν αὐταῖς τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καὶ ἑκάστοτε ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Κρήτης διὰ τοῦ Προέδρου αὐτῆς ἀνακοινουμένης πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων αὐτῶν. Ἀλλ᾿ ἡ διοίκησις τῶν Μονῶν καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπὸ τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐφαρμοζούσης καὶ ἐπὶ τῶν Μονῶν τούτων τὰς ἰσχυούσας διὰ τὰς λοιπὰς ἐν Κρήτῃ Μονὰς διατάξεις. Ἡ διάλυσις ὅμως τυχὸν ἢ ἡ συγχώνευσις Πατριαρχικῆς τινος Σταυροπηγιακῆς Μονῆς διενεργεῖται πάντοτε μετὰ προηγουμένην συνεννόησιν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον».

Κατόπιν της ανωτέρω διατάξεως, ευχερώς συνάγεται, ότι και στην Εκκλησία της Κρήτης – ως προς τα πατριαρχικά σταυροπήγια – εισήχθη επακριβώς το ίδιο νομοκανονικό καθεστώς με αυτό που ισχύει στην περιοχή των «Νέων Χωρών».

Τούτο σημαίνει, πως τα σταυροπήγια αμφοτέρων των δύο εκκλησιαστικών περιοχών υπόκεινται σε ταυτόσημο νομοκανονικό καθεστώς και συνεπώς ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όποια νομοκανονικά δικαιώματα έχει κατά το «γράμμα» ή «κατ’ ερμηνείαν» του Ι΄ όρου της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων των «Νέων Χωρών», τα αυτά δικαιώματα ακριβώς έχει και επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων της Εκκλησίας της Κρήτης, ήτοι:

Της μνημονεύσεως του ονόματός του
Της εγκρίσεως των εκλεγομένων ηγουμενοσυμβουλίων
Του ελέγχου της συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες λειτουργίας των Πατριαρχικών Σταυροπηγίων
Της χειροθεσίας του Ηγουμένου αυτών
Της κουράς των μοναχών
Της εκδικάσεως των παραπτωμάτων αυτών

Υπό αυτό το πρίμα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει αδιαμφισβητήτως το κανονικό δικαίωμα όχι μόνον του ορισμού και της παύσεως του Ηγουμένου ενός Πατριαρχικού Σταυροπηγίου στην Εκκλησία της Κρήτης αλλά και της επιλογής του προσώπου που θα ορίσει, συμπεριλαμβανομένουστο δικαίωμα αυτό της επιλογής μεταξύ άλλων και του βαθμού (πρεσβυτέρου ή επισκόπου), που θα κατέχει ο τελικώς ορισθείς Ηγούμενος.

Ο δε ορισθείς Ηγούμενος, από του διορισμού του, υπάγεται υπό αυτήν την ιδιότητα στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, εφόσον φέρει τον βαθμό του πρεσβυτέρου και στην κανονική δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εφόσον φέρει τον βαθμό του επισκόπου. Τούτο συνεπάγεται, ότι και η κρίση των κανονικών παραπτωμάτων του εκάστοτε Ηγουμένου – αλλά και των μοναχών που εγκαταβιούν στα πατριαρχικά σταυροπήγια – ανήκει ως αποκλειστική αρμοδιότητα στον Οικουμενικό Πατριάρχη, υπό την ιδιότητα του «επιχωρίου επισκόπου», με εξαίρεση την περίπτωση που ο Ηγούμενος φέρει τον βαθμό του επισκόπου, οπότε η κρίση των παραπτωμάτων του ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.  Κατόπιν τούτων, τόσο ο επιχώριος Μητροπολίτης, στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται το πατριαρχικό σταυροπήγιο, όσο και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης ουδεμία αρμοδιότητα έχουν επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων και των μοναζόντων σ’ αυτά, πλην αυτής που αφορά στην οικονομική διαχείριση των πατριαρχικών σταυροπηγίων, όπως αυτή καθορίζεται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης    

Γνωρίζω, ότι τα συμπεράσματα αυτά συνθέτουν την πραγματικότητα, όπως αυτή προδιαγράφεται από τον Ι΄ Όρο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, καθόσον αμφότερα τα νομοθετήματα αποτυπώνουν αυτό που θα έπρεπε και θα πρέπει να γίνεται.

Όμως, κατ’ ουσίαν, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.

Για πολλούς και διαφόρους λόγους, η πλήρης ευθύνη για τα Πατριαρχικά Σταυροπήγιαμετακυλίσθηκε στην πράξη στους επιχωρίους Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών» και της Εκκλησίας της Κρήτης, που σημειωτέον άπαντες είναι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Αυτό σημαίνει, ότι η μεν Εκκλησία της Ελλάδος εφήρμοσε μέσω των Μητροπολιτών των Νέων Χωρών την  περί Ιερών Μονών της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος νομοθεσία, η δε Εκκλησία της Κρήτης μέσω των δικών της Μητροπολιτών την περί των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Κρήτης νομοθεσία, αλλά δυστυχώς η εφαρμογή αυτή έγινε επί του συνόλου των αρμοδιοτήτων και όχι μόνο επί των αρμοδιοτήτων περί την οικονομική διαχείριση. Οι δε Μητροπολίτες των Νέων Χωρών και της Εκκλησίας της Κρήτης – αν και Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου υπεισήλθαν και στα δικαιώματα, που κατά την Πράξη του 1928 και το άρθρο 89 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, παρακρατήθηκαν υπέρ του Οικουμενικού Πατριάρχη, υποκαθιστώντας τον τελευταίο και καλύπτοντας το κενό, το οποίο δημιουργήθηκε εκ της «αποχής» και της «ανοχής» του Οικουμενικού Θρόνου, να διεκδικήσει σε απόλυτο βαθμό και συμφώνως προς τον τύπο, την εφαρμογή των συμφωνηθέντων με την Πράξη του 1928 και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης.

Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι τι μέλλει γενέσθαι;

Από την μία πλευρά, η παράταση και συνέχιση της υφισταμένης καταστάσεως δεν είναι αποδεκτή, διότι είναι απότοκος μιας πρακτικής, η οποία εσφαλμένως αντιμετωπίζεται ως έθιμο, δηλαδή κανόνας δικαίου, καθόσον το έθιμο δεν θεμελιώνεται και δεν δημιουργείται, όπου υπάρχει νομοθετική ρύθμιση. Και εδώ νομοθετική ρύθμιση υπάρχει, είναι η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 ως αρχική ρύθμιση και η διάταξη του άρθρου 89 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, ως μεταγενέστερη και αντίγραφο της πρώτης.

Από την άλλη πλευρά, η άμεση και ευθεία επιστροφή στην απόλυτη εφαρμογή των συμφωνηθέντων παρουσιάζει εγγενείς δυσχέρειες και είναι μάλλον βέβαιο, ότι θα δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις τόσο από τον Μητέρα Εκκλησία όσο και από την Θυγατέρα Εκκλησία.

Κατά την προσωπική μου άποψη, υπάρχουν δύο προτάσεις προς επίλυσιν του θέματος.

Η πρώτη πρόταση συνίσταται στην εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανάληψη πρωτοβουλίας για την κατάρτιση ενός Μνημονίου αυθεντικής ερμηνείας του Ι΄ Όρου της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 και της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 89 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης. Είναι το πλέον αρμόδιο, ως ο εισηγητής της Πράξεως του 1928, και εμμέσως του άρθρου 89 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, να διερμηνεύσει αυθεντικώς το γράμμα και το πνεύμα του Ι΄ Όρου της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 και αυτονοήτως του άρθρου 89 πργφ. 2 – δίδοντας ένα τέλος στις τριβές, οι οποίες παρουσιάζονται στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, ενώ δεν θα έπρεπε.

Το ανωτέρω Μνημόνιο, ως έχον ερμηνευτικό χαρακτήρα, δεν χρειάζεται να περιβληθεί τον τύπο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως και για τον λόγο αυτόν δεν χρειάζεται να κυρωθεί από την ελληνική Πολιτεία με νόμο της Βουλής των Ελλήνων. Η δε Εκκλησία της Ελλάδος είμαι βέβαιος, ότι θα την αποδεχθεί «προφρόνως», καθόσον θα επιλυθεί οριστικώς ένα ζήτημα, που κρατεί επί έναν περίπου αιώνα.

Η δεύτερη πρόταση συνίσταται στην επανάκτηση υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου της πλήρους κανονικής δικαιοδοσίας επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων, δηλαδή του ελέγχου όχι μόνο της διοικήσεως αλλά και της οικονομικής διαχειρίσεως, η οποία αυτή τη στιγμή ασκείται από τους επιχωρίους Μητροπολίτες βάσει των διατάξεων για τις λοιπές Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης.

Στην περίπτωση όμως αυτή χρειάζεται προσεκτική στάθμιση, λόγω της διαφορετικής νομοκανονικής βάσεως των ρυθμίσεων, επί των οποίων εδράζεται η άσκηση του ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως των πατριαρχικών σταυροπηγίων. Ειδικότερα:

Τα πατριαρχικά σταυροπήγια, που δεν τελούν υπό την πλήρη και απόλυτη κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη, βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης. Όμως, αν και διέπονται από το ίδιο νομοκανονικό καθεστώς, διαφοροποιούνται ως προς την νομική βάση των αντιστοίχων διατάξεων, που ορίζουν και ρυθμίζουν το καθεστώς αυτό.

Το καθεστώς των πατριαρχικών σταυροπηγίων στην Κρήτη διέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, που συνιστά νόμο της ελληνικής Πολιτείας (ν.4149/1961). Οποιαδήποτε τροποποίηση του καθεστώτος λοιπόν αυτού θα πρέπει να γίνει μέσω ψηφίσεως από την ελληνική Βουλή νομοθετικής προτάσεως, που τροποποιεί τον ισχύοντα νόμο 4149/1961. Απαιτείται συνεπώς να προηγηθεί διαβούλευση μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και ελληνικής Κυβερνήσεως, και δή Υπουργείου Παιδείας, και εφόσον η ελληνική Κυβέρνηση συμφωνεί, να καταρτισθεί το κείμενο της τροποποιήσεως και στην συνέχεια να ψηφισθεί από την Βουλή.

Το καθεστώς όμως των πατριαρχικών σταυροπηγίων στις «Νέες Χώρες» διέπεται από την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 (Ι΄ όρος). Στην περίπτωση αυτή, η οποιαδήποτε τροποποίηση πρέπει να γίνει με την εξής διαδικασία:

Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα εκδώσει νέα Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, τροποποιητική της προηγουμένης του 1928, η οποία θα πρέπει να επικυρωθεί ως διεθνής Πράξη διά νόμου και με την προβλεπόμενη διαδικασία από την ελληνική Βουλή, αφού βεβαίως προηγουμένως έχει ενημερωθεί περί αυτού η ελληνική Κυβέρνηση και έχει ανάψει το πράσινο φως. Η δε Εκκλησία της Ελλάδος θα αποδεχθεί – λογικώς – προφρόνως την εξέλιξη αυτή, όπως έγινε και με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928.

Οι πιθανές αυτές αλλαγές δεν μπορούν να δρομολογηθούν και να υλοποιηθούν κεχωρισμένως και ανεξαρτήτως η μία από την άλλη. Επειδή η διάταξη του άρθρου 89 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης, είναι μεταγενέστερη της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 και μάλιστα αντίγραφο του Ι΄ όρου αυτής, θα πρέπει πρώτα να τροποποιηθεί ο συγκεκριμένος όρος και αφού επικυρωθεί διά νόμου η σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, αμέσως μετά (σχεδόν ταυτοχρόνως) θα πρέπει να ακολουθήσει η τροποποίηση του άρθρου 89 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουν δύο ίδια ρυθμιζόμενα αντικείμενα (πατριαρχικά σταυροπήγιαΕκκλησίας Ελλάδος και Κρήτης) αλλά διαφορετική ρύθμιση για έκαστο εξ αυτών. Νομίζω, ότι οι συνέπειες είναι αυτονόητες για όλους μας.

Εν κατακλείδι, το όλο ζήτημα θέλει προσοχή και σωστή μελέτη και προετοιμασία, διότι ο χειρότερος εχθρός της διά νόμου θεσμοθετήσεως της τάξεως είναι η επί πολλά έτη πραγματικώς θεσμοθετημένη αταξία.

Ολοκληρώνοντας το παρόν, θα ήθελα να τονίσω, ότι οι απόψεις που διατυπώνω στο παρόν άρθρο, όπως και στα εκάστοτε δημοσιευόμενα άρθρα μου, είναι προσωπικές και δεν αποτελούν προϊόν οποιασδήποτε προηγουμένης συζητήσεως ή συνεννοήσεως με θεσμικούς εκπροσώπους είτε του Οικουμενικού Πατριαρχείου είτε της Εκκλησίας της Ελλάδος. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων και εσφαλμένων εντυπώσεων, όσο είναι βεβαίως αυτό δυνατόν «παρά τοῖς ἀνθρώποις».

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος Δικηγόρος Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου