Στήν παλαίφατη Μονή τοῦ Μεγάλου Σωτῆρος, τοῦ Πανορμίτου Μετόχιο, σήμερα ἡμέρα Κυριακή 17η Ἰανουαρίου 2021, ὁ Ἀρχιθύτης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, Σεβ. Ποιμενάρχης μας κ. Χρυσόστομος προσέφερε τήν ἀναίμακτον Θεία Λατρεία «στόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν καί φωτίσαντα πάντα» Δεσπότη Χριστό, ὑπό τήν πανδαισία των ἀναστασίμων ὕμνων τοῦ Βαρέος ἤχου. Οἰκοδεσπότης τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς συνάξεως, συγκαλῶν στήν πνευματική τούτη εὐωχία, «ὁ ἀρχηγός τῶν ἀσκητῶν καί τῆς ἐρήμου τό μέγα κειμήλιον», ὁ Μέγας Ἀντώνιος, διά τόν ὁποῖον ἡ Μονή εὐμοιροῦσα, ὕψωσε ταπεινό παρεκκλήσιο στήν νοτιοανατολική γωνία τοῦ πρώτου ἐπιπέδου τῶν ὀρόφων της. Μά γιά τό αἰδέσιμον τῆς ἱερᾶς του μνήμης καί γιά τήν τιμή τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἡ Θ. Λειτουργία ἐτελέσθη στό Καθολικό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Συλλειτουργοί τοῦ Ἀρχιερέως, ὁ Πανοσιολ. Καθηγούμενος τῆς κυριάρχου Μονῆς τοῦ Πανορμίτου Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἀντώνιος Πατρός καί ὁ Διάκονος π. Γεώργιος Κακακιός. Ἔψαλλαν μελωδικότατα ὁ κ. Μερκούριος Γιανναρᾶς, μετά τοῦ κ. Ἐμμανουήλ Κυπριώτη.
Μετά τήν Ἀπόλυση ὁ Σεβασμιώτατος ὁμιλήσας δι’ ὀλίγων περί τῆς μεγάλης μορφῆς τοῦ ἑορταζομένου Ἁγίου, εὐχήθη τά δέοντα στόν ἄγοντα τά ὀνομαστήριά του Καθηγούμενον π. Ἀντώνιον, ἀναφερόμενος στήν εὔορκη διακονία του, καθώς καί στό ὑγιές ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, διά τῶν ὁποίων μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ταξιάρχου, ὑπηρετεῖ ἀπό τήν Ἡγουμενική θέση μέ αὐταπάρνηση τήν Μονή τοῦ Πανορμίτη καί εὐρύτερα τήν Ἐκκλησία. Ὁ δέ π. Ἀντώνιος ἐν συγκινήσει εὐχαρίστησε τόν Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Χρυσόστομο διά τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν πατρική ἀγάπη πού περιβάλλει τήν Μονή καί τόν ἴδιον, ἐκζητῶν τίς Ἀρχιερατικές του εὐχές καί εὐλογίες διά τήν θεοφιλῆ συνέχισιν τῆς Ἡγουμενικῆς Διακονίας του.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐγεννήθη περὶ τὸ 251 μ. Χ. στὴν πόλη Κομὰ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὐπόρους. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ. Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ. Χ.) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου καὶ τῶν τέκνων του. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ αὐτάρκης, πλήν ὅμως σὲ νεαρὰ ἡλικία περίπου 20 ἐτῶν, γνώρισε τήν ὀρφάνια καί ἀπό τούς δύο γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση αὐτῶν, ἄκουσε στὴν Ἐκκλησία τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο « πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς ». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ ἐφύλαξε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαία γιὰ τὴ συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία ἐφρόντισε νὰ παραδώσει σὲ εὐσεῖς Χριστιανὲς ἐνάρετες νέες, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι ἀσφαλής.
Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τήν νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρυνό, ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καί, ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφὴ του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε στὰ ἐρείπια ἑνὸς φρουρίου καὶ ἐκατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν ἐθαύμαζαν ὡς ἀσκητῆ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμη ἐν ζωῇ, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί ἀναλόγως ἀγγέλους ἤ καὶ δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν, γεγονὸς πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερᾶς καὶ ἀσώματης φύσεως.
Τὸ ἔτος 311 μ. Χ., κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307-313 μ. Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλ’ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ὑψηλὸ κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σ’ αὐτόν ἐπιστολές καί ζητοῦσαν τίς πνευματικές νουθεσίες του.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο θεόπνευστο καί δίδασκε τοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος συγκρινόμενος πρὸς τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση προσκαίρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς ἀκολουθοῦν, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, ἐκοιμήθη ὁσίως τὸ 356 μ. Χ.. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες του ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ ποὺ ἐμόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο, ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ (561 μ. Χ.), κατατέθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ. Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.