Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, ἐπισκόπου Παρίου τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε κατά τήν ἐποχή τῶν ἀσεβῶν εἰκονο- μάχων. Ἐπειδή ἀγάπησε τόν Θεό ἀπό βρέφος καί ἄσκησε κάθε ἀρετή, ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Παρίου1. Αὐτός σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, τόν θεῖο καί μεγάλο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἐπεί- σθηκε νά συνδεθεῖ μέ τήν ἀσεβή αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τήν πάνσε- πτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτό- κου καί ὅλων τῶν Ἁγίων. Καί ἐπειδή δέν θέλησε νά ὑπογράψει στόν ἄδικο τόμο γιά τήν κατάλυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐπέρασε ὅλη του τή ζωή μέ διωγμούς καί πειρασμούς καί θλίψεις καί στεναχώριες μεταβαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο καί μετακινούμενος συνεχῶς. Ἀναφέρεται δέ ὅτι κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαήλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.) καί τοῦ Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.) διέμε- νε ἐξόριστος σέ κάποιο μικρό νησί πρό τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί μέ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τά πατρικά δόγματα καί μισώντας μέχρι τέλους τίς συγκεντρώσεις τῶν κακόδοξων, ἐκοιμήθη- κε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐχειροτόνησε διάκονο καί πρεσβύτερο τόν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰγνάτιο Α΄ († 23 Ὀκτωβρίου)2.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα, τοῦ ἐν Μπουζάου τῆς Ρουμανίας ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἐμαρτύρησε τό ἔτος 372 μ.Χ. γιά τήν πίστη του Χριστοῦ στό Μπουζάου τῆς Ρουμανίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἀνθούσης.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα ἡ βασίλισσα ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκρά-τορος Κωνσταντίνου Ε΄ τοῦ Κοπρώνυμου (741-775 μ.Χ.) καί τῆς τρίτης συζύγου του Εὐδοκίας. Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα της διεμοίρασε ὅλα της τά ὑπάρχοντα στούς πτωχούς, σέ ἐκκλησίας καί ἱδρύματα καί ἔγινε μητέρα πολλῶν ὀρφανῶν καί προστάτιδα χηρῶν. Μολονότι ἐδέχθηκε πολλές παρακλήσεις καί ἐπιέσθηκε ἀπό τήν εὐσεβεστάτη αὐγούστα Εἰρήνη τήν Ἀθηναία (797-802 μ.Χ.) νά μείνει μαζί της καί νά συμβασιλεύσει, δέν ἀποδέχθηκε.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα ἐκάρη μοναχή ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ταρα- σίου καί ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς Ὁμονοίας ἤ Εὐμενείας3, ὅπου ἔζησε μέ ἄσκηση καί προσευχή καί ἐκοιμήθηκε, τό ἔτος 809 μ.Χ., μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δήμη ἤ Δημῆ καί Πρωτίωνος καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δήμης ἤ Δημῆς καί Πρωτίων ἄθλησαν μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Αὐτοί παρέστησαν αὐτόκλητοι στόν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή καί τούς ἐβασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τούς ἐγύμνωσαν καί τούς ἔδεσαν μέ ἁλυσίδες καί ἀφοῦ τούς ἔριξαν στή γῆ, τούς ἐκτυποῦσαν ἀλύπητα, ὥστε ἐφάνη-σαν τά σπλάγχνα αὐτῶν. Στή συνέχεια τούς ἐνέκλεισε στή φυλακή, ὅπου τούς ἄφησε χωρίς τροφή καί νερό ἐπί τριάντα ἡμέρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τούς ἐγιάτρεψε τίς πληγές καί τούς ἔδιδε τροφή ἀπό τόν οὐρανό, κατά τόν λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρω-πος».
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τούς ἐκάλεσε καί πάλι, γιά νά τούς ἐξετάσει καί νά διαπιστώσει ἐάν ἔχουν μεταστραφεῖ, τούς εἶδε σώους καί ὐγιεῖς. Μόλις τά πλήθη τῶν ἀσεβῶν εἶδαν τό θαύμα τῆς διασώσεως τῶν Ἁγίων προσέπεσαν στά πόδια τους καί ἐκραύγαζαν «εἴμαστε Χριστιανοί». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλισθοῦν. Ἔτσι ἐτελειώθηκε ὁ βίος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀρτέμονος.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας στή Λαοδικεία. Ἕνα χρόνο πρίν τό θάνατό του, ἀφοῦ
μπῆκε στό ναό τῶν Ἑλλήνων μέ τόν Ἐπίσκοπο Σισίννιο, κατέστρεψε τά εἴδωλα. Καί ἀφοῦ ἔμαθε αὐτό ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας, ἀνεχώρησε γιά νά συλλάβει τόν Ἐπίσκοπο καί ἀφοῦ ἀρ-ρώστησε, ἐκινδύνευσε. Στή συνέχεια ἐζήτησε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο νά προσευχηθεῖ γι’ αὐτόν καί ἐάν ἀποκτήσει τήν ὑγεία του, νά τοῦ κάνει χρυσή εἰκόνα. Ἀφοῦ λοιπόν τόν ἔκανε καλά, ἀνεχώρησε γιά τήν Και-σάρεια. Καί ἀφοῦ εὑρῆκε στό δρόμο τόν Ἅγιο Ἀρτέμωνα, τόν συνέλα-βε. Τόν ἔδεσε καί συρόμενο τόν ἔκλεισε στή φυλακή. Ἔπειτα προσπάθησε μέ τή βία νά τόν μεταπείσει νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί ἐπειδή ὁ Ἅγιος ἔμεινε πιστός στήν πατρώα εὐσέβεια, τοῦ ἀπέκοψαν κάποια μέλη ἀπό τίς σάρκες του καί τά ἔψησαν στή σχάρα. Στή συνέχεια, ἀφοῦ ἔκαψαν τό λέβητα, γιά νά τόν ρίξουν μέσα καί νά κα-εῖ, δύο ἀετοί ἐσήκωσαν τόν ἄρχοντα καί τόν ἔριξαν σέ αὐτόν. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ἐτελειώθηκε μετά ἀπό λίγο διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Δαυῒδ, Ἰωάννου καί Μηνᾶ, τῶν Ἀββάδων.
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Δαυῒδ, Ἰωάννης καί Μηνᾶς ἦσαν μοναχοί καί ἐτελειώθησαν τοξευόμενοι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μετακομιδή τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου ἀπό τῆς ἐπισκοπῆς Ζήλας εἰς Κωνσταντινούπολιν.
Ἡ μετακομιδή τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπό τήν Ἐπισκοπή Ζήλας4 στήν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τό ἔτος 942 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ΄ Ποργυρογέννητου (913-959 μ.Χ.). Χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. φέρει τό ἑξῆς δίστιχο κατά τήν ἡμέρα αὐτή:
Ζώνην τιμίαν τῇ βασιλίδι δίδως
Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννῆτορ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σεργίου Β΄, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. (1019)
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σεργίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπό-λεως, ἀναφέρεται σέ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ Μετοχίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως5, ἡ δέ ἑορτή αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή μονή τοῦ Μανουήλ6, τῆς ὁποίας ἐχρημάτισε ἡγούμενος.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος καταγόταν ἀπό περιφανή οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου, ἦταν ἀνεψιός τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐνάρετος καί πολύ μορφωμένος. Ὁ Ἅγιος ἦταν τόσο ταπεινός, πού ὅταν τοῦ πρότειναν νά ἀποδεχθεῖ τόν πατριαρχικό θρόνο, μετά τό θάνατο τοῦ Πα-τριάρχου Θεοφυλάκτου (27 Φεβρουαρίου 956 μ.Χ.), ἀρνήθηκε καπί ὑπέδειξε τόν Πολύευκτο. Ἀνῆλθε στόν οἰκουμενικό θρόνο σέ μεγάλη ἡλικία, τό ἔτος 999 μ.Χ., κληθείς ὑπό τοῦ αὐτοκράτρος Βασιλείου τοῦ Β΄ (976-1025), σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχου Σισιννίου Β΄. Συνεκάλεσε Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐβεβαίωσε τά ὑπό τοῦ Ἁγίου Φωτίου κατά τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν πραχθέ-ντα. Ἐπ’ αὐτοῦ μεταφράσθηκαν στή ρωσική γλώσσα οἱ ἐκκλησια-στικοί νόμοι χάριν τῶν ἱερέων τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1019.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, τοῦ ἐν Κύπρῳ ἀσκήσαντος.
(Βλ. † 24 Ἰανουαρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζάν καί Μούρωμ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 13ο καί 14ο αἰώνα μ.Χ. καί λόγῳ τῶν ἀρετῶν του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ριαζάν καί Μούρωμ. Ἦταν ἐκεῖνος, πού διαπλέοντας θαυματουργικά τό νερό, μετέφερε τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ στήν πόλη τοῦ Ριαζάν. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 10 Ἰουνίου, 3 καί 10 Ἰουλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καί ἀνεδείχθη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Ἐγεννήθηκε μᾶλλον λίγα χρόνια μετά τό ἔτος 1630 μ.Χ. στό χωρίο Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρίου καί Νεοχωρίου, στή σημερινή Κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσης. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι Χριστιανοί, μέ τήν ἐργασία τους κατόρθωσαν στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νά ἐξασφαλίσουν τά ἀναγκαῖα της ζωῆς τους μέ αὐτάρκεια καί στοργικά εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στήν ἀνατροφή τῶν δυό παιδιῶν πού τούς ἐχάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συνεκλόνισε τήν οἰκογένεια καί ἐπεσκίασε τήν εὐτυχία τους.
Ὁ Ἀναστάσιος, αὐτό ἦταν τό κοσμικό ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ἔμεινε ὀρφανός σέ πολύ μικρή ἡλικία. Ἡ μητέρα τους μέ τή βαθειά χριστιανική πίστη καί τήν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγώνα σκληρό
«πρός τά τῆς χηρείας δεινά» καί ἀναλαμβάνει μόνη της τό βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα, γιά νά συντηρή-σει τά δυό ἀνήλικα παιδιά της καί νά τά αναθρέψει μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου.
Πολύ σύντομα στό πλευρό τῆς μητέρας του εὑρέθηκε καί ὁ μικρός Ἀναστάσιος, γιά νά ἀναλάβει καί ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπό τίς εὐθῦνες γιά τή συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.
Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπό ἐνωρίς τήν καρδιά τοῦ Ἀναστασίου καί ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης ἐθέρμαινε τήν παιδική του ψυχή. Ἔνοιωθε ζωηρά καί πολύ ἔντονα τήν κλίση καί τό ζῆλο πρός τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἀπέφευγε τό θόρυβο τοῦ κόσμου καί ἀναζητοῦσε συχνά τήν ἡσυχία σέ τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ, ἀφο-σιωμένος στόν Θεό, διέθετε ὅλο τό χρόνο στήν προσευχή καί τή νηστεία. Ἔτσι ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί σέ ἡλικία εἴκοσε τριῶν ἐτῶν νά φύγει πρός τά μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στό μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς, πού εἶχε κτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, πού βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καί εἶναι ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα.
Ὅταν ἔφθασε στό μοναστήρι, τόν ὑποδέχθηκαν μέ κα-λωσύνη. Παρουσιάσθηκε στόν ἡγούμενο καί μέ ὅλο τό σεβασμό ἀνέ-φερε τό σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τόν ἄκουσε μέ προσοχή καί τοῦ ἐξήγησε μέ κάθε λεπτομέρεια τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί τό αὐστηρό πρόγραμμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίδοντας τήν ὑπόσχεση πώς μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά ὑπερνικήσει ὅλα τά ἐμπόδια καί θά ἀνταποκριθεῖ στά καθήκο-ντα πού ἐπέβαλε ἡ μοναχική πολιτεία. Ὁ ἡγούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἀναστασίου καί διεπί-στωσε τήν ἀμετακίνητη καί σταθερή ἀποφασή του νά μονάσει. Ἔτσι τόν ἐδέχθηκε στό μοναστήρι. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνο-μα Ἀκάκιος7. Τήν ἴδια νύκτα πού ἐδέχθηκε τό ἀγγελικό σχῆμα καί περιεβλήθηκε τό μοναχικό ἔνδυμα ἀξιώθηκε μέ θεία ὀπτασία. Εἶδε σάν νά ἐβαστοῦσε στά χέρια του μία ἀναμμένη λαμπάδα, πού εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καί ἐφώτιζε ὅλο τόν τόπο ἐκεῖνο.
Ὁ νέος μοναχός μέ τή συμπεριφορά, τήν ἐργατικότητα καί τήν πνευματικότητά του, ἐκέρδισε τήν ἀγάπη καί τή συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. Ὅμως, οἱ ἀνάγκες καί οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάρα πολλές καί τοῦ ἀφαιροῦσαν πολύτιμο χρόνο ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἤ κοινοβιακή ζωή τοῦ μοναστηριού δέν τόν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολύ σύντομα εἶχε κατακτήσει τίς μοναχικές ἀρετές τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καί ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιά ἀπόλυτη ἡσυχία καί μεγαλύτερη ἄσκηση.
Ἔτσι, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1660-1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιά τόν Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικά ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στήν περιοχή τῆς Μεγίστης Λαύρας καί κατέφυγε σέ κάποιο σπήλαιο, κοντά στή «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη» ὅπου ἀσκήτεψε γιά ἕνα χρονικό διάστη-μα. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν ὅσον τό δυνατόν καλύτερη μόρφωσή του τόν ἀνάγκασε νά ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καί πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρίς καμμιά καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καί σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καί σπήλαια ἀσκη-τῶν καί ἀναζητεῖ, «ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐπί τάς πηγάς των ὑδά-των»8, τούς ἐκλεκτούς καί δοκιμασμένους μοναχούς. Ὑποτάσσεται πρόθυμα εἰς αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καί μαθητεύει μέ ὑπο-μονή κοντά τους.
Ὁ Ὅσιος φθάνει τελικά στό μοναστήρι τοϋ Ἁγίου Διονυσίου καί μετά ἀπό σύντομη ἐπίσκεψη σέ αὐτό ἀπομακρύνεται σέ ἐρημική τοποθεσία ἐπάνω ἀπό το μοναστήρι, γιά νά ἡσυχάσει. Ἐκεῖ ἔμεινε πολύ καιρό καί κάθε Σάββατο κατέβαινε στό μοναστήρι καί ἐκκλη-σιαζόταν.
Ἑπόμενος σταθμός ἦταν ἡ Σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν γνωστό ἀπό το μοναστήρι τῆς Σουρβιᾶς γέρο-ντα πνευματικό του, πού εἶχε ἔλθει ἀπο τη Ζαγορά τοϋ Βόλου, γιά νά σπουδάσει τή βυζαντινή μουσική. Ὅ γέροντας ἐχάρηκε πάρα πολύ, ὅταν συναντήθηκε μέ τόν Ὅσιο καί ἐζήτησε νά τόν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. Ἐκεῖνος ὅμως ἐζήτησε τήν εὐχή του καί τόν παρεκάλεσε νά μήν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νά ἡσυχάσει μόνος του.
Ὕστερα ἀπό τή συνάντηση αὐτή, ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπό τή Σκή-τη τοῦ Παντοκράτορος πρός ἄγνωστη κατεύθυνση καί μέ συμ-βουλή τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ἦλθε στά Καυσο-καλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπάνω στήν Μεταμόρφωση, γιά νά μονάσει. Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.
Κάποτε ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος εἶδε τόν Ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσο-καλυβίτη († 13 Ἰανουαρίου), μέ κάτασπρη καί ἀστραφτερή ἱερατι-κή στολή, νά περιφέρεται καί νά θυμιατίζει ὅλο τό ναό καί ἕνα πλῆθος μοναχῶν μέ τήν ἴδια λευκή στολή νά τόν ἀκολουθοῦν. Καί ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἑρώτησε, «ποιοί ἦσαν αὐτοί πού τόν συνόδευαν», ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἀπό τήν περιοχή τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σέ αὐτόν εὑρῆκαν τή σωτηρία τους».
Ἐπειδή τά χρόνια ἐπερνοῦσαν καί ἡ περιοχή πού ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσβατη καί ἄνυδρη, αὐτός ἀναγκάσθηκε νά μετακινη-θεῖ χαμηλότερα πρός τή θάλασσα, πρός τό ἀκρωτήρι τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεϊ ὅπου εὑρίσκεται ἡ σημερινή Σκήτη τῶν Καυσο-
καλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀνεζήτησε τήν κατοικία του σέ ἕνα μικρό σπήλαιο, τό ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τό ὄνομά του. Μέ τίς σπάνιες ἀρετές του ἀνεδείχθηκε κατά τόν ὑμνωδό «κορυφαῖος τῶν Ἀσκητῶν καί Θεοφόρων Πατέρων τό καύχημα».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καί προεῖπε τήν κοίμησή του σέ ὅλους τούς ὑποτακτικούς πού ἐμόναζαν κοντά του. Ἰδιαίτερα ὅμως στό μοναχό Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό σπήλαιό του ἀπό τή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, γιά νά λάβει τήν εὐχή του, εἶπε: «Ἐγώ τώρα, Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρά καί πλέον δέν θά βλέπουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Νά ἔχεις τήν εὐχή τῆς Παναγίας μας». Αὐτά ἦταν τά τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τά τέσσερα σημεῖα τοϋ ὁρίζοντος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί σέ ἡλικία ἑκατόν περίπου ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Μούρωμ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στήν πόλη αὐτή ἀπό τόν ἅγιο Κωνσταντίνο τόν πρίγκηπα († 3 Ἰουλίου) στίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοι αὐτῆς ἦσαν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος προσπαθοῦσε νά τούς διδάξει τήν ἀλήθεια καί νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά αὐτοί δέν ἐπίστευαν μέχρι πού ἀπεφάσισαν νά τόν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος τότε προσευχήθηκε θερμά στήν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τήν ἱκεσία του καί ἐφώτισε τίς καρδιές τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐβαπτίσθηκαν.
Ὅταν τήν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πῆρε τήν εἰκόνα καί κρατώντας την στά χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στά νερά μέ σχεδία τό μανδύα του μέχρι τό Ριαζάν, ὅπου καί ἐτοποθέτησε τήν ἱερά εἰκόνα σέ ναό τῆς πόλεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Μπε-λινίτς τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐφυλάσσετο ἀρχικά σέ μία ἀπό τίς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Μογκίλεβ τῆς Ρωσίας. Μέ τήν ἐπικράτηση τῆς Οὐνίας, τό ἔτος 1596, αὐτή περιῆλθε στά χέρια τῶν Οὐνιτῶν καί τοποθετήθηκε σέ μία ἐκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθο-λικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Μπελινίτς, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε κατά τά ἔτη 1622-1624 ἀπό τόν στρατηγό τῆς Μεγάλης Λιθουανίας Λέβ Σα-πέγκα στίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα ἀπό τό Μογκίλεβ. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ εἰκόνα ἀποδόθηκε στούς Ὀρθο-δόξους, τό ἔτος 1876 μέ τήν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς τοῦ Μπελινίτς. Ἐκεῖ, στίς 12
Ἀπριλίου 1876, ἐτελέσθηκε ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκο-πο.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.