Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀντίπα, ἐπισκόπου Περγάμου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντίπας ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81-96 μ.Χ.). ῏Ηταν σύγχρονος τῶν Ἁγί-ων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι καί τόν ἐχειροτόνησαν Ἐπίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Περγάμου, ὅταν ὁ Θεολόγος καί Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης ἦταν ἐξόριστος στήν Πάτμο. Στήν ᾿Αποκάλυψη ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἀποκαλεῖται ἀπό τόν Ἀπόστολο ᾿Ιωάννη πιστός ἱερέας καί μάρτυρας (Ἀποκ. 2, 13).
Ὡς ἀρχιερέας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Περγάμου, ποίμαινε τό λογικό του ποίμνιο μέ κάθε εὐσέβεια καί ἀρετή. Ὄντας Ἐπίσκοπος Περγάμου καί ἐνῶ ἦταν πολύ γέρος συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολά-τρες, ὅταν οἱ δαίμονες παρουσιάσθηκαν σέ αὐτούς καί τούς εἶπαν ὅτι δέν μποροῦν νά κατοικοῦν στόν τόπο ἐκεῖνο ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀντίπα. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί ἐξαναγκάσθηκε μέ βία νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα.Ἐκεῖνος ( ὁ ἡγεμόνας) κατέβαλε κάθε προσπάθεια νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, λέγοντάς του ὅτι τά παλαιότερα εἶναι πολυτιμότερα, ἐνῶ ἐκεῖνα πού ἐμφανίζονται πρόσφατα δέν ἔχουν καμιά ἀξία. Τοῦ εἶπε δηλαδή ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, ἡ εἰδωλολατρία, εἶναι παλαιά, αὐξήθηκε διά μέσου τῶν αἰώνων καί ἔχει πολλούς ὀπαδούς, γι᾿ αὐτό καί εἶναι πολύ σπουδαιότερη ἀπό τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν, πού ἐμφανίσθηκε τελευταῖα καί ἔχει πολύ λίγους πιστούς. Στό ἐπιχείρη-μα αὐτό τοῦ ἡγεμόνος ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μέ τήν ἱστορία τοῦ Κάϊν. Εἶπε δηλαδή σ᾿ αὐτόν ὅτι ἡ ἀδελφοκτονία τοῦ Κάϊν, ἄν καί αὐτός εἶναι πολύ ἀρχαιότερος, προκάλεσε καί προκαλεῖ τόν ἀποτροπια-σμό σέ ἄπειρα πλήθη ἀνθώπων καί οὐδείς εὐσεβής ἄνθρωπος τή ζηλεύει . Ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε πάρα πολύ ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Αντίπα καί τότε ἔδωσε ἐντολή νά τόν ρίξουν σέ ἕνα πυρωμένο χάλκινο ὁμοί-ωμα βοδιοῦ, ὅπου ἐτελειώθηκε ὁ βίος του, τό ἔτος 92 μ.Χ.
Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στήν ᾿Εκκλησία τῆς Περγάμου καί ἀναβλύζει ἀενάως μύρο καί ἰάσεις, ἡ δέ Σύναξή του ἐτελεῖτο στό πάνσεπτο ᾿Αποστολεῖο τοῦ Ἁγίου καί πανευφήμου Ἀποστόλου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, κοντά στή Μεγάλη ᾿Εκκλησία.
Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα ὑπῆρχε στήν Κωνσταντινούπολη κατά
τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. καί ἕτερος κείμενος μεταξύ τῶν χωρίων Ἁγίου Στεφάνου καί Ρηγίου (Κιουτσούκ-Τσεκμετζέ).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων μητέρων ἡμῶν Τρυφαίνης, τῆς ἐν Κυζίκῳ, καί Ματρώνης.
Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καί Ματρώνα κατάγονταν ἀπό τήν πόλη τῆς Κυζίκου καί ἀπό νεαρά ἡλικία ἐπιπόθησαν τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί ἀκολούθησαν τό μοναχικό βίο. Ἔφθασαν δέ σέ τέτοιο βαθμό ἀσκήσεως καί νηστείας, ὥστε νά φαίνονται οἱ συνθέσεις τῶν ὀστέ-ων αὐτῶν. Δέν εἶχαν κελλί, ἀλλά περιβεβλημένες μέ ἕνα μικρό ἔνδυ-μα προσεύχονταν συνεχῶς στόν Θεό νύκτα καί ἡμέρα καί ἐξεκου-ράζονταν γιά λίγο στή γῆ. Λίγο πρίν τό ὁσιακό τέλος τους, τό ὁποῖο προεῖδαν, ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί παρέδωσαν τίς ψυχές του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν ὁσιακή κοίμησή τους ἐπιτέλεσαν πολλά θαύματα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φαρμουθίου τοῦ Ἀναχωρητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Φαρμούθιος ὁ Ἀναχωρητής ἀσκήτεψε κατά Θεόν καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μαρτινιανοῦ, τοῦ ἐν Ρώμῃ ἀθλήσαντος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Βάκχου, τοῦ ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀσκήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βάκχος ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Εὐθυμίου καί Χαρίτωνος τοῦ Σγιανζέμα τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔζησε κατά τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία καί ἐγεννήθηκε στήν πόλη Μπολογκντά. Ἀπό νεαρά ἡλικία ἀγἀπησε τό μοναχικό βίο καί ἔγινε μοναχός στό μοναστήρι Σπασο-Καμένσκϊυ κοντά στή στή λίμνη Κουμπενσόε. Λίγο ἀργότερα ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι, γιά νά ζήσει ὡς ἐρημίτης στόν ποταμό Κου-μπένκα, δύο χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπό τή λίμνη.
Ὁ πόθος του γιά μεγαλύτερη ἡσυχία τόν ὁδήγησε στήν περιοχή τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν Ὅσιο Χαρίτωνα. Καί οἱ δυό μαζί ἵδρυσαν τή μονή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος στή Μπολογντά. Κατασκεύασαν τή μοναδική ἐκκλησία πού ὑπῆρχε σέαὐτή τήν περιοχή, ἔκοβαν τά ξύλα καί καλλιεργοῦ-σαν χόρτα γιά τήν ἐλάχιστη τροφή τους.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 1465, ἐνῶ ὁ Ὅσιος Χαρίτων, πού τόν διαδέχθηκε στήν καθοδήγηση τῆς μονῆς, ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1509. Ἐνταφιάσθηκαν στό ναό τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ἐνοριακός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰακώβου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Βρυλέεφ ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχός τῆς μονῆς Ζελεζνϊυ-Μπορόκ, πού ἦταν στήν ἐπαρχία τῆς Κοστρόμα, διετέλεσε μαθητής τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ζέλενι-Μπόρ καί ἀργότερα ἀσκήτεψε στήν ἔρημο Βρυλέεφ, ὅπου ἵδρυσε μονή πρός τιμήν τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπερα-γίας Θεοτόκου. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰακώβου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος τοῦ Ζελεζνϊυ-Μπορόκ ἐγεννήθηκε στό Γκαλίτς, στήν περιοχή τῆς Κοστρόμα, καί ἦταν υἱός οἰκογένειας Βογιάρων. Ἐκάρη μοναχός στή μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ καί ἀργότερα ἀσκήτεψε σέ μονή τῆς Μόσχας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1442.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βαρσανουφίου, ἐπισκόπου Τβέρ καί Καζάν.
Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος, κατά κόσμον, Βασίλειος, ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1495 στό Σέρπουχωφ τῆς Ρωσίας καί καταγόταν ἀπό ἱερα-τική οἰκογένεια. Ἐνῶ ἦταν νέος, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς Τατά-ρους τῆς Κριμαίας. Δεχόμενος αὐτό ὡς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ταπεινά ὑποτασσόταν στούς κυρίους του καί μέ προθυμία ἐκπλήρωνε κάθε ἐργασία πού τοῦ ἀνέθεταν. Μετά ἀπό τρία χρόνια, ὁ πατέρας του κατάφερε νά τόν ἐξαγοράσει καί νά τόν πάρει πίσω.
Ὁ Ἅγιος τό ἔτος 1515 ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Σωτῆρος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καί διακόνησε ὡς ἱεροδιάκονος στήν Ἐπισκοπή τοῦ Τβέρ. Τά χαρίσματά του καί ὁ θεοφιλής βίος του ὁδήγησαν τόν Μητροπολίτη Μόσχας Μακάριο νά τόν τοποθετήσει στή μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Πέσνα, κοντά στή Μόσχα. Ἀργό-τερα πῆγε στό Καζάν καί ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ἐνῶ ἦταν στό Καζάν, ὁ ἀρχιμανδρί-της Βαρσανούφιος ἐβοηθοῦσε τόν Ἅγιο Γουρία († 15 Δεκεμβρίου) στή
διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στούς Μουσουλμάνους καί στούς εἰδωλολάτρες. Ἡ γνώση τῆς Ταταρικῆς γλώσσας ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν πολύ χρήσιμη γιά τήν ἱεραποστολική του δράση.
Τό ἔτος 1567 ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἐξελέγη ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τβέρ καί Καζάν. Ὅταν ἔφθασε σέ μεγάλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στό Καζάν καί στό μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, τό ὁποῖο καί εἶχε ἱδρύσει. Ἐκεῖ ἔλαβε τό μέγα Ἀγγελικὸ Σχῆμα καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1576. Τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων Γουρίου καί Βαρσανουφίου ἀνεκαλύφθησαν στίς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1596. Ἐτοποθετήθηκαν σέ λειψανοθῆκες στό παρεκκλήσι τοῦ ναοῦ, σύμ-φωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Πατριάρχου Ἰώβ. Στίς 20 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1630, τά χαριτόβλυτα λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀπό τό μοναστή-ρι τῆς Μεταμορφώσεως στόν καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του καί στίς 4 Ὀκτωβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Καλλινίκου, τοῦ ἐν τῇ μονῇ τῆς Τσέρνικα τῆς Ρουμανίας ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος τῆς Τσέρνικα ὑπῆρξε ἀπό τίς μεγαλύτε-ρες πνευματικές μορφές τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ.1.
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος, ἐγεννή-θηκε στό Βουκουρέστι, στίς 7 Ὀκτωβρίου 1787 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους, τόν Ἀντώνιο καί τήν Φλοάερα. Ἡ μητέρα του, σέ μεγάλη ἡλικία, ἔγινα μοναχή καί ἔλαβε τόν ὄνομα Φιλοθέη. Ὁ πόθος τού γιά τό Θεό καί ἡ δίψα γιά προσευχή ὁδηγοῦσαν τά βήματά του, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μαθητής στό Βουκουρέστι, στή μονή τῆς Τσέρνικα. Τόν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1807 ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει ὁριστικά τόν κόσμο καί νά μονάσει στή μονή τῆς Τσέρνικα. Στίς 12 Νοεμ-βρίου 1808 ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Καλλίνικος. Τόν ἑπόμενο μῆνα, ὁ Βούλγαρος Ἐπίσκοπος τῆς Βράτα, πού κατέφυγε στό Βουκουρέστι λόγῳ τῶν Τούρκων, τόν ἐχειροτόνησε διάκονο στό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικά.
Ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁ νεαρός μοναχός ἄρχισε τούς μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες, τήν ἄσκηση, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τή νηστεία, τήν ἐργασία καί τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Τό ἔτος 1812 ἀπεστάλη, μαζί μέ τόν πνευματικό του, στή μονή τοῦ Νεάμτς προκειμένου νά ζητήσει βοήθεια γιά τήν ἐπιδιόρθωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Τσέρνικα, ὁ ὁποῖος εἶχε κατα-στραφεῖ ἀπό σεισμό. Μέ αὐτή τήν εὐκαιρία ἐπισκέφθηκε καί τά ἄλλα μοναστήρια τῆς Μολδαβίας.
Τό ἔτος 1813 ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος στό ναό Μπάτιστε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Διονύσιο Λούπου, τό μελλοντικό Μητροπολίτη τῆς χώρας, καί τό ἔτος 1815 διορίσθηκε οἰκονόμος τῆς μονῆς. Τό 1817 ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος μέ σκοπό νά διδαχθεῖ τή μονα-χική ζωή τῶν Ἀθωνιτῶν πατέρων καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικά ἀπό τήν πνευματική τους ἐμπειρία καί ἄσκηση.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Δωροθέου, στίς 14 Δεκεμβρίου 1818, ἡ μοναστική κοινότητα τῆς Τσέρνικα ἐξέλεξε ἡγούμενο τόν ἱερομόναχο Καλλίνικο, χάρη στήν ξεχωριστή ἀσκη-τική βιοτή του, τήν ἀγάπη καί ἀφοσίωσή του στό μοναχισμό. Ὕστερα ἀπό δύο χρόνια ἔλαβε καί τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου.
Τά τριάντα δύο χρόνια τῆς ἡγουμενείας του ἀπετέλεσαν περί-οδο πνευματικῆς ἀκμῆς γιά τή μονή. Κατασκευάσθηκαν προσκυνη-τάρια, κελλιά καί ἐργαστήρια γιά τά ἐργόχειρα τῶν μοναχῶν. Ὅσοι ἐγνώριζαν γράμματα ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἀντιγραφή πολύτιμων χειρογράφων καί ἔργων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγρα-φέων. Ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν αὐξανόταν σημαντικά. Τό 1838 ἐγκαταβιοῦσαν στή μονή τριακόσιοι μοναχοί, ἐνῶ τό 1850 ἦσαν τριακόσιοι πενήντα.
Ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος διακρίθηκε, κυρίως, γιά τήν ἐλεη-μοσύνη καί τήν ἀγάπη του πρός τούς πτωχούς καί τούς πάσχοντες, ὡς καί τούς πρόσφυγες πού εὕρισκαν στό μοναστήριο καταφύγιο καί τροφή.Ἐπίσης ἵδρυσε ἕνα σχολεῖο γιά τά παιδιά τῆς περιοχῆς καί ἀνέλαβε τήν κατασκευή καί ἀνακαίνιση πολλῶν ναῶν καί προσκυνηταρίων. Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ἦταν τόσο ἐλεήμων πού ὅταν δέν εἶχε τίτοτε νά προσφέρει, ἔδιδε τά δικά του ἐνδύματα καί κλαίγοντας ἱκέτευε τούς συνεργάτες του νά μαζέψουν χρήματα, γιά νά ἔχει νά τά μοιράζει στούς πτωχούς καί στούς πάσχοντες.
Τό ἔτος 1850, ὕστερα ἀπό σαράντα τρία στό μοναστήρι, ὁ ἡγούμενος Καλλίνικος ἐκλήθη νά ἀποδεχθεῖ τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀρνηθεῖ, τελικά ὑπέκυψε στίς παρακλή-σεις τοῦ βοεβόδα Μπάρμπου Στίρμπεϊ, καί στίς 15 Σεπτεμβρίου 1850 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρίμνικ-Βίλτσεα. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπον ἔγινε στίς 26 Ὀκτωβρίου 1850 στό μητροπο-λιτικό ναό τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπειδή ἡ ἐπισκοπική ἕδρα τοῦ Ρίμνικ εἶχε καταστραφεῖ ἀπό πυρκαϊά, ἡ ἐνθρόνιση ἔγινε στίς 26 Νοεμβρίου στήν Κραϊόβα.
Σέ αὐτή τήν Ἐπισκοπή ἡ κατάσταση ἦταν πολύ δύσκολή. Γιά δέκα χρόνια ἡ Μητρόπολη διευθυνόταν ἀπό τοποτηρητές, ἡ ἕδρα καί ὁ καθεδρικός ναός εἶχαν καταστραφεῖ, οἱ ἱερεῖς ἦσαν ἐλάχιστοι καί ἀμόρφωτοι, τό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο εἶχε κλείσει λόγῳ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1848.
Ὁ νέος Ἐπίσκοπος ἀφοσιώθηκε ἀμέσψς μέ αὐταπάρνηση καί δύναμη στήν ἀποστολή του. Ἐχειροτνόνησε καλούς καί εὐλαβεπις κληρικούς, τό 1851 ἐπανίδρυσε τό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο τῆς Κραϊόβα καί τό 1854 τό μετέφερε στό Ρίμνικ, ἐνῶ παράλληλα ἵδρυ-σε σχολές γιά τήν κατάρτιση ἱεροψαλτῶν.
Τό ἔτος 1854, ἀφοῦ ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς μεταφέρθηκε στό Ρίμνικ, ἐξεκίνησε τήν ἀνοικοδόμηση ἑνός νέου ναοῦ. Μεταγύ τῶβν ἐτῶν 1859-1864 ἔκτισε μέ δικές του δαπάνες ἕνα νέο ναό στή Σκήτη Φρασινέϊ, ὅπου εἰσήγαγε τούς κανόνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Φιλότεχνος καί φιλομαθής ὁ Ἅγιος ἵδρυσε, τό 1860, τυπογρα-φεῖο, στό ὁποῖο ἐκδίδονταν ἐκκλησιαστικά καί διδακτικά βιβλία καί τό ὁποῖο παρεχώρησε στήν πόλη Ρίμνικ μέ τόν ὅρο τό ἥμισυ τῶν εἰσοδημάτων του νά διατίθεται γιά τή συντήρηση τῶν σχολείων καί τῶν πτωχῶν μαθητῶν καί τῆς Σκήτης Φρασινέϊ.
Ὁ Ἐπίσκοπος Καλλίνικος ὑπῆρξε καί γνήσιος πατριώτης. Ὡς Ἐπίσκοπος ἔλαβε μέρος στίς διεργασίες τῆς Δημοσίας Συνελεύσεως τῆς χώρας καί διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στήν ἕνωση τῆς Μολδαβίας καί τῆς Τσόρα Ρομανεάσκα. Τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 1857 ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πρός ὅλους τούς ἡγουμένους καί ἱερεῖς, διά τῆς ὁποία ἐζητοῦσε νά τελεσθοῦν σέ ὅλους τούς ναούς Ἀκολουθίες καί προσευχές γιά τήν ἕνωση τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεός τόν εὐλόγησε καί μέ τό χάρισμα τῆς θαυμα-τουργίας. Πολλοί ἀσθενεῖς, πού ἐπικαλοῦνταν τίς προσευχές του, ἐθεραπεύονταν μέ τίς προσευχές τοῦ Ἁγίου.
Σέ μεγάλη ἡλικία καί ἀσθενής ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς Τσέρνικα, τόν Μαῒο τοῦ 1867, ἀναθέτοντας τλην προσωρινή διοίκηση τπης Ἐπισκοπῆς στόν ἀρχομανδρίτη Γρηγόριο. Ἡ τότε κυβέρνηση, ὡς ἔκφραση ἐκτιμήσεως καί σεβασμοῦ πρός τό πρόσωπο τοῦ ¨Αγίου, ἀρνήθηκε τήν ἀποχώρησή του ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του πατέρας καί πνευματικός ὁδηγός τοῦ ποιμνίου του.
Ὁ Ὅσιος Καλλίνικος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1868 καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.