Του π. Ηλία Μάκου
Διαπίστωσε ότι απαιτούνται αναστηλωτικές παρεμβάσεις, καθώς η φθορά του χρόνου έχει επιφέρει αρκετές ζημιές.
Χρειάζεται, άμεσα μάλιστα, γιατί οι αλλοιώσεις είναι εκτεταμένες, άρα και επικίνδυνες για τη στατικότητα τμημάτων του ναού, να συνταχθεί μελέτη, να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση και να υλοποιηθεί έργο αναστήλωσης-συντήρησης του ναού, που, έχει μεγάλη ιστορία.
Ο ναός της Παναγίας, που άλλοτε ονομαζόταν από τους κατοίκους «Παναγία η Παραμυθία», προσωνυμία, που αναφέρεται σε σιγίλλιο (γράμμα) του Πατριάρχη Νεοφύτου Γ’ το 1636, όπως και «Παναγία Παρηγορήτρα», ενώ σήμερα ονομάζεται «Μεγάλη Παναγιά» ή «Παναγία», ήταν αρχικά καθολικό μονής (ανήκει στο σπάνιο ναοδομικό τύπο των τρίκλιτων τρουλοκαμάρων ναών, όπου παρατηρείται αναλογία 2/1 πλάτους κεντρικού κλίτους προς το πλάτος των πλαγίων κλιτών, με την τρουλοκαμάρα τοποθετημένη από τα ανατολικά προς τα δυτικά).
Στο Πατριαρχικό σιγίλιο του 1636 συγκαταλέγεται μεταξύ των Σταυροπηγιακών Μονών της Ηπείρου, που υπαγόταν στην Επισκοπή Βουθρωτού και Γλυκής.
Αργότερα επισκοπικός ναός και σήμερα κοιμητηριακός ναός της Παραμυθιάς, είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Στο ναό αυτόν φυλάχθηκαν κατά το έτος 1453 τα ιερά σκηνώματα του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας, δύο – τρία χρόνια πριν φιλοξενηθούν στην Κέρκυρα.
Ανάμεσα στα κειμήλια τού ναού συγκαταλέγονται μεγάλος κεντητός (πάνω σε ερυθρό μεταξωτό ύφασμα) επιτάφιος, που φιλοτεχνήθηκε με δεξιότητα το 1578/8 από τον μοναχό Αρσένιο, έντυπο ευαγγέλιο (με ξύλινη στάχωση από τα μέσα του 17ου αι., επενδεδυμένη με κεντητό βελούδινο ύφασμα βυσσινί χρώματος στολισμένο με άνθη), άμφια, σκεύη και βιβλία.
Στο εσωτερικό του ναού σώζεται περιορισμένος αριθμός τοιχογραφιών, ενώ τα δάπεδα έχουν αντικατασταθεί με νεότερα πλακίδια, με εξαίρεση τη δυτική πτέρυγα της στοάς.
Αυτό το μνημείο, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μας θυμίζει διαχρονικά ότι η πίστη αξίζει να είναι βράχος αμετακίνητος και ασάλευτος στην ψυχή του.
Είναι ο φωτεινός οδηγός και η πανίσχυρη δύναμη της ζωής και της δράσης μας.
Λοιπόν, χωρίς δισταγμό, να την παραδεχθούμε την πίστη και ο καθένας μας να την αποδείξει στην προσωπική του ζωή.