Του π. Ηλία Μάκου
Έγιναν την Κυριακή 29 Αυγούστου τα αποκαλυπτήρια του μνημείου για την ιστορική μάχη των Σουλιωτών και Παρασουλιωτών (Λακκιωτών) στη θέση Μπογόρτσα του χωριού Άσσου Πρέβεζας.
Αξιοσημείωτο είναι το θλιβερό γεγονός ότι το μνημείο, τη βραδιά πριν από τα αποκαλυπτήρια, βεβηλώθηκε από άγνωστους, γεγονός, που αποτελεί θρασύδειλη περιφρόνηση της ιστορικής μνήμης.
Ο δήμαρχος Ζηρού Νικόλαος Καλαντζής, στο χαιρετισμό του, κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων, αποδοκίμασε απερίφραστα το γεγονός, αναφέροντας μεταξύ άλλων: “Η επίθεση με μπογιές στο μνημείο, συνιστά πράξη ασέβειας και ιστορικής άγνοιας. Ο Δήμος Ζηρού, θα συμβάλει στην πλήρη αποκατάστασή του και διαμηνύει προς κάθε κατεύθυνση ότι είναι και θα παραμείνει ένας Δήμος που σέβεται την ελευθερία και την ιστορία.
Όσον αφορά τους – μέχρι στιγμής – αγνώστους, που προέβησαν στη συγκεκριμένη πράξη, τους τονίζουμε ότι όση μαύρη μπογιά και να ρίξουν δεν θα καταφέρουν ούτε τις προσπάθειες του Δήμου, της Κοινότητας του Άσσου, των συλλόγων, φορέων και κατοίκων της περιοχής για ανάδειξη της ιστορίας του τόπου ν’ αμαυρώσουν, αλλά ούτε τη μνήμη και τις θυσίες των ηρώων αγωνιστών, Σουλιωτών και Λακκιωτών να υποβαθμίσουν”.
Ως προς το ιστορικό της μάχης τη νύχτα της 18ης Απριλίου – λίγες μέρες μετά το Πάσχα – του 1821, στο ύψωμα της Μπογόρτσας – Βογόριτσας, όπου υπήρχε Τούρκικο κάστρο, Σουλιώτες και Παρασουλιώτες (Λακκιώτες), με αρχηγούς το Νότη Μπότσαρη, το Μάρκο Μπότσαρη και το Γιώργο Δράκο, επιτέθηκαν κατά των Τούρκων, καθοδηγούμενοι από τους κατοίκους του χωριού Άσσου.
Ο Γιώργος Δράκος κάλεσε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα, αλλά δεν το έκαναν.
Ακολούθησε μάχη σκληρή μάχη, που διήρκησε δυόμισι ώρες, από τις δέκα το βράδυ μέχρι μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα και την επόμενη ημέρα από την 10η πρωινή έως την 3η απογευματινή.
Τελικά οι Τουρκαλαβανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κάστρο, έχοντας 50 περίπου νεκρούς και πολλούς τραυματίες, ενώ από τους Σουλιώτες υπήρξαν 11 νεκροί και 27 πληγωμένοι.
Ο κ. Καλαντζής σημείωσε ότι “ο αγώνας για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας ήταν συνυφασμένος και με τον αγώνα για την επιβίωσή τους και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Τιμούμε τους ήρωες Σουλιώτες και Λακκιώτες που πολέμησαν με περίσσιο θάρρος στις 18 και 19 Απριλίου 1821 σε αυτή την περιοχή και εξεδίωξαν τους Τούρκους από τον τόπο. Με την ευκαιρία της σημερινής τελετής, μαζί με τους Σουλιώτες και Λακκιώτες, τιμούμε κι όλους εκείνους που υπηρέτησαν πανανθρώπινες αξίες. Με την ανέγερση του Μνημείου πέρα από τις αρμόζουσες τιμές στους ήρωες, θέλουμε να μεταφέρουμε και να παραδώσουμε στις νέες γενιές, στις γενιές που έρχονται, άσβεστη τη μνήμη των αγώνων και της θυσίας των προγόνων μας για την πατρίδα και την ελευθερία”.
Παραβρέθηκαν και κατέθεσαν στεφάνια ο βυλευτής Ν.Δ. Πρέβεζας Στέργιος Γιαννάκης, ο οποίος μετέφερε και το χαιρετισμό του προέδρου της Βουλής κ. Τασούλα, ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Κώστας Μπάρκας, ο δήμαρχος Δωδώνης Χρήστος Ντακαλέτσης , ο πρόεδρος της Κοινότητας Άσσου Κώστας Κατσάνος, ο πρόεδρος του Πολιτιστικού –Περιβαλλοντικού Συλλόγου πρ. Δήμου Θεσπρωτικού Νίκος Νικολάου, οι τοπικές αστυνομικές αρχές κ.ά.
Η Σουλιώτικη ιστορία δεν τελειώνει τον ψυχρό εκείνο Δεκέμβρη του 1803 με τα αποκαΐδια του Κουγκιού, το χορό του Ζαλόγγου, την ηρωική αντίσταση στο μοναστήρι του Σέλτσου, την εξορία στη γειτονική Κέρκυρα, που φιλόξενα άνοιξε τις αγκαλιές της και τους δέχτηκε στο έδαφός της, αλλά δεν τους κατέκτησε, γιατί το είναι τους ήταν δοσμένο στο Σούλι, πλασμένο για το Σούλι και ήταν αδύνατο μακριά να αναπνεύσει. Τα μετέπειτα κατορθώματα, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τα προγενέστερα.
Του θείου η πρόνοια μερίμνησε, ώστε να ξαναγυρίσουν οι Σουλιώτες στην πατρίδα τους ελεύθεροι και τιμημένοι. Μια παγερή μέρα, στις 12 Δεκεμβρίου του 1820 ξαναφίλησαν τη γη του αγαπημένου τους Σουλιού. Και αντιλάλησαν τα βουνά και τα ρουμάνια και έστησαν χορό και έκαναν πανηγύρι, γιατί οι λατρεμένοι τους ήταν και πάλι μαζί τους, να τα ποτίσουν με αίμα και ιδρώτα και δάκρυα.
Και ξανάρχισαν επικοί, τιτανικοί, απελπισμένοι, αλλά και δοξασμένοι νικηφόροι αγώνες. Όταν εγκαταλελειμμένος και προδομένος από το συνάφι του, κατατρεγμένος και εξουθενωμένος ο Αλής, εξοντώθηκε στο Νησί των Ιωαννίνων από απεσταλμένους του Χουρσίτ πασά, οι μόνοι, που έμειναν απροσκύνητοι σ’ αυτή την περιοχή, ήταν οι Σουλιώτες. Σκληροί σαν τα βράχια, καθήλωσαν στην Ήπειρο τις δυνάμεις του Χουρσίτ και τις έφθειραν ανεπανόρθωτα. Αφού έλαμψαν στην τελευταία μάχη σε Σουλιώτικο χώμα, έφυγαν με συμφωνία δύο μήνες αργότερα, για να συνεχίσουν αλλού…
Ο πόλεμος των Σουλιωτών κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, τους εντάσσει αυτόματα στα οράματα του επαναστατημένου γένους.
Και τους ενσωματώνει σ’ αυτό, απορροφώντας και κάνοντας δική του σάρκα και δικά του οστά το ασύγκριτο σε μαχητική επίδοση Σουλιώτικο στοιχείο.
Πέρα και πάνω από τις τοπικολογίες, τις λεπτολογίες και τις έριδες, είναι γεγονός ότι πρώτα το πυρ εξερράγη στο Σούλι και αποτελεί αλήθεια ότι, ψυχολογικά και ουσιαστικά, προετοιμάστηκε, ξεκίνησε, εδραιώθηκε και πέτυχε η Επανάσταση με πρωταγωνιστική συμμετοχή και των Σουλιωτών.