Του π. Ηλία Μάκου
Εδώ, που κάποτε υπήρχαν σβηστά κεριά, σβηστά καντήλια, βουβές καμπάνες, νέκρα και σιωπή, εδώ, μυριόστομοι ακούγονται και πάλι ύμνοι.
Το μοναστήρι του αγίου Νικολάου στο Μεσοπόταμο των Αγίων Σαράντα, όπου μόνασε και ο όσιος Νήφων από το Λούκοβο, είναι ένα θρησκευτικό μνημείο, που έχει την αρχή του στο 306.
Τότε, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, χτίστηκε για πρώτη φορά από το Μ. Κωνσταντίνο και ξαναχτίστηκε μεταξύ του 1042-1045 από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο.
Και δείχνει, αψηφώντας τους αιώνες, τον Θεό και καλεί τους ανθρώπους να μη φοβούνται την ώρα, που ο Αιώνιος, εργάζεται το θαύμα των θαυμάτων, τη σωτηρία μας.
Η αρχιτεκτονική του μορφή είναι πρωτότυπη και χαρακτηριστική, με θόλους, τρούλους, αετώματα, κολώνες και κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι είχε χρησιμοποιηθεί για την ανέγερσή του υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Φοινίκης, όπως λίθοι, αγκωνάρια, κιονόκρανα, ανάγλυφα κ.λπ.
Ο δίκλιτος ναός έχει τέσσερις τρούλους, που στηρίζονται στα εσωτερικά τοιχώματα και σ’ έναν κίονα, που ενισχύθηκε το 18ο αι. και ο νάρθηκας καλύπτεται με τρεις ημικυκλικούςθόλους.
Παλαιότερα ανατολικά προεξείχαν δύο πεντάπλευρες αψίδες, που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από μία πεντάπλευρη, ενώ οι τρεις πλευρές είχαν στοές.
Το μνημείο αυτό μιλά σε κάθε εποχή μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο, θυμίζοντας ότι η πίστη είναι αιώνια , καθολική, πλήρης και αυτάρκης. Όλα τα βλέπει και πάντοτε τα βλέπει υπό το πρίσμα της αιωνιότητας και όχι από το πρόσκαιρο πρίσμα της φθοράς, στους νόμους της οποίας υποκύπτει ο κόσμος μας.
Και το Μοναστήρι αυτό μας θυμίζει ότι η πίστη δεν είναι κάτι το στατικό και νεκρό, αλλά πάντοτε ζωντανό και πάντοτε νέο.
Γι’ αυτό ακριβώς έχει για τα προβλήματα του ανθρώπου της κάθε εποχής τον πρώτο και κύριο λόγο. Έχει, δηλαδή, τη δύναμη να καταξιώνει την αποστολή της παντού και πάντοτε και κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες.