Του π. Ηλία Μάκου
Μέσα στους νάρθηκες των μοναστηριών ή σε κρυψώνες τους στεγάστηκε το Κρυφό Σχολειό. Δεν το μαρτυρεί μόνο η παράδοση του Έθνους, αλλά το επιβεβαιώνουν και οι χώροι, που μέχρι σήμερα σώζονται στις Μονές.
Άρα αυτό, που υποστηρίζουν κάποιοι ιστορικοί ότι το Κρυφό Σχολειό είναι καθαρός μύθος, δεν επαληθεύεται από τα απομεινάρια της ιστορίας.
Σε κρύπτη της Μονής Γηρομερίου Θεσπρωτίας, που υπάρχει μέχρι σήμερα και είναι επισκέψιμη, λειτουργούσε Κρυφό Σχολειό στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μέχρι το 1913, οπότε ελευθερώθηκε η περιοχή.
Μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη, ήλθε να αποδείξει ότι πράγματι, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, κάποιοι έμαθαν γράμματα, ώστε να κατορθώσουν να διατηρήσουν ανάμεσα στους αλλοεθνείς και αλλοπίστους κατακτητές, τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας, την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική πίστη.
Πρόκειται για μία ενθύμηση, δηλαδή μία ιδιόχειρη μαρτυρία, την οποία κατέγραψε σε μία παλαιά έντυπη «Παρακλητική» (εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο), ο ίδιος ο άνθρωπος που έζησε το γεγονός, και έχει ως εξής:
«1855 αυγούστου 8
ιωάνης του αντώνη παπά από χορίον γολά
ευρισκόμενος ης μαναστήριον μάθενα γράμματα
ης τον άγιον αρχιμαντρίτην κοσμάν
κε κάθισα εδό χρόνους… κε μεν οις βεβέοσιν».
Η μαρτυρία αυτή είναι εύγλωττη και καταλυτική. Με δυό λόγια ο Ιωάννης, ο γιος του Αντώνη Παππά, από το χωριό Γολά, λέει ότι για κάποια χρόνια έμεινε στο Μοναστήρι και μάθαινε γράμματα κοντά στον Ηγούμενο Κοσμά.
Αξίζει να επισημανθεί η τελευταία φράση του «και μένει εις βεβαίωσιν». Προφητικά, θα μπορούσε να πει κανείς, σαν να γνώριζε ο άνθρωπος εκείνος ότι στο μέλλον αυτή η διαδικασία θα γινόταν αντικείμενο αμφισβητήσεως, ως τμήμα της συνολικής προσφοράς της Εκκλησίας, αφήνει στους σημερινούς ανθρώπους την δική του εμπειρία, σαν βεβαίωση».
Άρα ούτε θρύλος είναι η λειτουργία Κρυφού Σχολειού, αλλά πραγματικότητα, αφού υπάρχουν καταγραφές στα χρόνια της δουλείας μιας πατριωτικής πράξης, όπως η εκμάθηση εκκλησιαστικών και όχι μόνο γραμμάτων, έστω και αν γινόταν άτυπα κι εθελοντικά πίσω από την πλάτη της τουρκικής εξουσίας.
Το Κρυφό Σχολειό, το συντήρησε, παρά τις καταδιώξεις, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξει.
Ο Μ. Πηγάς (1535-1602), λόγιος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, έκανε έκκληση στον τσάρο της Ρωσίας να φτιάξει σπουδαστήριο ελληνικών γραμμάτων στο βασίλειό του, γιατί στην Ελλάδα κινδυνεύει ν’ αφανιστεί η πηγή της σοφίας.
Εδώ φαίνεται καθαρά ο διωγμός, που πέρασαν τα ελληνικά γράμματα, κυρίως, τον 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και δημιουργήθηκαν αναγκαστικά τα Κρυφά Σχολειά, εκεί που οι τοπικοί πασάδες και μπέηδες μάχονται τους καλόγερους και τα γράμματα.
Σίγουρα, οι τουρκικές αρχές επιτρέπαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ναι, και μόνο στα Γιάννινα, από το 1647 ως το 1805, ιδρύθηκαν πέντε τουλάχιστον ονομαστές σχολές!
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι οι δάσκαλοί τους είχαν την ελευθερία να διδάξουν ελληνικό πατριωτισμό και μαχόμενη Ορθοδοξία. Γι’ αυτό ήταν εκ των συνθηκών επιβαλλόμενο, πέρα από τα επίσημα μαθήματα, να γίνονταν και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες, κρυφές, «συμπληρωματικές παραδόσεις».
Πολύ εύγλωττο, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux «Δυστυχισμένη Ήπειρος». Ο Puaux (Πυώ) περιηγήθηκε την Ήπειρο το 1913, ακριβώς μόλις τα εδάφη αυτά είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό.
Συνομιλώντας με Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι τότε για πρώτη φορά απηλλάγησαν από τον τουρκικό ζυγό, μαθαίνει έκπληκτος και τα εξής: «Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη.
Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή.
Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αν δεν υπήρχε η Εκκηλσία δεν θα σωζόταν η γλώσσα μας. Μόνο μέσα στην Εκκλησία επιτρεπόταν να μιλιέται η ελληνική.
Γι’ αυτό αναφέρει ο Ν. Γούδας ότι “και εις τα μέρη εκείνα, ένθα έπαυσε να ομιλείται η ελληνική γλώσσα, αύτη διετηρήθη σώα, εν πάσαις ται θρησκευτικαίς ιεροτελεστίαις. Άξιον παρατηρήσεως είναι επίσης ότι και η διδασκαλία της γλώσσης κατά την εποχήν εκείνην ήρχιζεν από θρησκευτικών συγγραμμάτων και πρώτον πάντων από της λεγομένης “Φυλλάδας” της πάντοτε αρχομένης “Σταυρέ βοήθει μοι” και άλλας τινας χριστιανικάς προσευχάς εχούσης. Ο μανθάνων την “Φυλλάδαν” μαθητής προεβιβάζετο εις την Οκτώηχον, έπειτα εις το Ψαλτήριον του Δαυίδ και ακολούθως εις τον Απόστολον, βραδύτερον δε μετέβαινεν εις την σπουδήν και μελέτην αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ούτω λοιπόν ο κλήρος τότε, όστις ήτο ο μόος διδάσκαλος του Έθνους, ορθώς ποιών, συνήνωνε ή συνεταύτιζε την θρησκείαν μετά του Έθνους”.
Ο πλούτος μας, το οπλοστάσιό μας, η δύναμή μας, το μεγαλείο μας, ο θησαυρός μας είναι οι ελληνορθόδοξες χριστιανικές παραδόσεις μας, η άχραντη ορθοδοξία μας, μαζί με την ελληνική συνείδηση.
Εάν δεν αφήσουμε τον κατήφορο, θα θρηνήσουμε. Η επιστορφή στις ρίζες μας είναι ανάγκη επιτακτική, για να μη χάσουμε το πρόσωπο και την υπόστασή μας.