Του Σεβ. Μητροπολίτου Βρεσθένης κ. Θεοκλήτου
Φθάσαμε στα Χριστούγεννα του σωτηρίου έτους 2020 και ο φονικός ιός της πανδημίας εξακολουθεί να πλήττει την πατρίδα μας, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Εκατοντάδες συνάνθρωποί μας προσβάλλονται από την φοβερή αρρώστια που άλλαξε την καθημερινή μας πραγματικότητα και διαμόρφωσε νέες καταστάσεις σε όλα τα επίπεδα της ζωής.
Σαφέστατα επηρεάστηκε και η εκκλησιαστική κοινότητα. Διότι αυτή η «απαγόρευση» κοινωνίας και σχέσης με τον άλλον, αντιτίθεται στο φρόνημα που εκφράζει η Εκκλησία, διότι διασαλεύει τον πυρήνα του τρόπου ζωή της, που είναι η συνάντηση, η συνάθροιση, η κοινότητα η σωματική και ψυχική κοινωνία με τον άλλον και με τον Χριστό.
Η Εκκλησία έχει κέντρο τον Χριστό, την Θεία Ευχαριστία, στην οποία οι άνθρωποι κοινωνούν τον βίο τους με τον Θεό και τους συνανθρώπους τους.
Ακούμε λοιπόν σήμερα πολλούς συνανθρώπους μας να διαμαρτύρονται και να διερωτώνται: «Τί Χριστούγεννα είναι αυτά που θα περάσουμε φέτος, μετά τις τόσες απαγορεύσεις και τα περιοριστικά μέτρα;». Και θα λέγαμε ότι έχουν δίκιο στο συλλογισμό τους αυτό. Όμως η Εκκλησία μας μέσα στην παράδοσή της, έχει περάσει ως γνωστό πολύ χειρότερες ιστορικές κρίσεις, πανδημίες και κάθε είδους δοκιμασίες. Οπότε γνωρίζει πώς να τις αντιμετωπίσει.
Αν ανατρέξουμε στους πατέρες της Εκκλησίας θα δούμε ότι η κάθε δοκιμασία, η κάθε πανδημία είναι μια πρόκληση και πρόσκληση του Θεού να αναλογιστούμε βαθιά μέσα μας: Μήπως ήρθε για να μας υπενθυμίσει ότι έχουμε ξεφύγει από τον ουσιαστικό προσανατολισμό μας, από τον μοναδικό σκοπό της ζωής μας που είναι ο πόθος μας για τον Χριστό, η ένωσή μας με τον Τριαδικό Θεό; Μήπως τόσα χρόνια αναλώναμε τους Χριστουγεννιάτικους εορτασμούς μας σε επιφανειακές εθιμοτυπικές πράξεις θρησκευτικού χαρακτήρα; Για πόσους από εμάς τα Χριστούγεννα δεν περιορίζονταν μόνο στους ολόφωτους στολισμούς των καταστημάτων και των σπιτιών, σ ένα άκρατο καταναλωτισμό και υλισμό, σ ένα βραδινό ρεβεγιόν; Πόσες φορές δεν ακούσαμε από πιστούς να λένε ότι πηγαίνουν στην Εκκλησία και προσέρχονται στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μόνον «τις μεγάλες γιορτές» για να κοινωνήσουν από έθιμο ή για να εκπληρώσουν ανάμεσα στα ποικίλα καθήκοντά τους και το θρησκευτικό τους χρέος; Πόσες φορές δεν προσήλθαμε στο Ναό την ώρα της θείας λειτουργίας για να εκφράσουμε στο Θεό τις προσωπικές μας επιθυμίες και να Τον υποχρεώσουμε να μας τις εκπληρώσει, ωσάν η σχέση μας μαζί Του να είναι δούναι και λαβείν, δηλαδή σχέση δόσης και αντίδοσης; Για πόσους από εμάς άραγε η περίοδος της νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα αποτελεί έναυσμα πραγματικής πνευματικής καλλιέργειας, ουσιαστικής μετανοίας και εκζητήσεως του Θεού, και όχι μία εξωτερική τυπική τήρηση θρησκευτικής εντολής που εξαναγκαζόμαστε να την τηρήσουμε διά το θεαθήναι;
Και έρχεται η πανδημία για να μας αλλάξει όλα τα δεδομένα. Να μας οδηγήσει ώστε μέσα στο ταμείο μας να βρούμε το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων και να συλλάβουμε το Μυστήριο της γεννήσεως του Χριστού στην καρδιά μας. Ο άνθρωπος καλείται, όπως και η Παναγία, να γίνει Θεοτόκος. Η εορτή των Χριστουγέννων αυτό είναι. Η συμμετοχή μας στην εορτή είναι κάτι παραπάνω από ένας θρησκευτικός ρομαντισμός, είναι ένα πραγματικό γεγονός της υπάρξεώς μας. Η Εκκλησία, με την ετήσια εορτή των Χριστουγέννων, μας δίνει την αφορμή, ούτως ώστε όλη μας η ζωή να είναι μία προετοιμασία αυτής της υποδοχής, αυτής της εσωτερικής Γέννησης του Χριστού στην ψυχή μας.
Οι προϋποθέσεις όμως για να γεννηθεί ο Χριστός μέσα μας, ποιές είναι; Είναι αυτή η προϋπόθεση που είχε και η Παναγία μας: η παρθενία.
Η απουσία αυτού του ενός λόγου, του βασικού της υπάρξεώς μας, της προοπτικής της Γέννησης του Χριστού μέσα μας, είναι που διασπά, κατακερματίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου, το ανθρώπινο δηλαδή “πρόσωπο”. Έτσι βγαίνει μετά η ψυχική νόσος της πολυπραγμοσύνης, του άγχους, της ανασφάλειας ή της καθημερινής διαπάλης, προκειμένου να πετύχουμε μικροστόχους, οι οποίοι όμως δεν έχουν προοπτική της αιωνιότητας.
Παρθενία, λοιπόν, είναι να διαφυλάσσουμε ανόθευτη μέσα στην καρδιά μας την προσδοκία της Γέννησης του Χριστού και να αγωνιζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο καθένας σύμφωνα με το χαρακτήρα, την προσωπικότητα η την κλήση την οποία έχει από το Θεό.
Δεν μας εμποδίζει ο γάμος, δεν μας εμποδίζει η εργασία, δεν μας εμποδίζουν τα προβλήματα, δεν μας εμποδίζουν οι χαρές και οι λύπες, οι αρρώστιες και οι δοκιμασίες. Όταν ο άνθρωπος έχει την ωριμότητα να διαφυλάσσει καθαρή την καρδιά του σε αυτό το στόχο και, πέρα και πάνω από καθετί το οποίο κάνει.
Όταν η προοπτική του, ο ζήλος του, η ελευθερία του κινούνται σ αυτήν την κατεύθυνση, τότε διατηρεί την παρθενία του, τότε κι αυτό που κάνει, αποκτά νόημα, αποκτά περιεχόμενο.
Και πώς θα επιτευχθεί ο στόχος; Μέσα από το άδειασμα της ψυχής μας από επιθυμίες, στόχους, λογισμούς, εγωισμούς και κάθε είδους συναισθηματισμούς που δεν μας αφήνουν να ακούσομε τη φωνή, το θέλημα του Θεού εντός μας. Και κατόπιν να εκζητήσουμε το έλεος και την ενίσχυσή Του με την νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Έπειτα με το είμεθα συγχωρητικοί και επιεικείς προς όλους. Δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας λέει ότι, πριν να κοινωνήσουμε, βασική προϋπόθεση είναι το να συγχωρεθούμε μ’ αυτόν που μας αδίκησε. Γνωρίζει πολύ καλά η Εκκλησία ότι η συγχώρηση είναι η ένδειξη. Όχι ότι ο άνθρωπος αγίασε, αλλά ότι μόλις μπήκε στην οδό της θεραπείας του.
Αποκορύφωμα όλων αποτελεί η προσέλευσή μας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που μεταλαμβάνουμε δεν αποτελεί εθιμική πράξη για το καλό, ούτε «μαγικό φίλτρο» για να εκπληρωθούν οι επιθυμίες μας. Η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων αποτελεί την πραγμάτωση του υπαρξιακού στόχου μας που είναι η είσοδός μας και η μετοχή μας στη Βασιλεία του Θεού, στην μακαριότητα και τη δόξα Του. Μεταλαμβάνοντες το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου γινόμαστε μέτοχοι της κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος, μια κοινωνίας αγάπης εν ελευθερία.
Τούτα λοιπόν τα Χριστούγεννα στην εποχή του κορωνοιού ας γίνουν αφορμή μια εσωτερικής αναμόχλευσης της ψυχής μας, μιας σύλληψης του αληθινού νοήματος των Χριστουγέννων, και αφού ο Θεός μας ελέησε ώστε έστω και υπό περιοριστικά μέτρα να προσέλθουμε στο Μυστήριο της Ζωής, να Τον γευθούμε με την επίγνωση ότι στο Πρόσωπό Του θα βρούμε τον μοναδικά αληθινό σκοπό της ζωής μας, θά βρούμε τήν όντως ζωή και χαρά.