Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, Εἰσήγηση στό Μοναχικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου Γουμένισσα 31/8 – 1/9 2001
Τό ζήτημα τῶν σχέσεων τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου καί τῶν τριβῶν πού προκαλοῦνται μεταξύ τους εἶναι μεγάλο καί παλαιό καί δέν μπορεῖ βεβαίως νά ἐξαντληθεῖ στά στενά ὅρια τῆς παρούσης εἰσηγήσεως.
Πολλές ἀπό τίς τριβές αὐτές ἔχουν ἱστορικά καί πνευματικά αἴτια καί κατά συνέπεια εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀναφορά μας καί σέ σημαντικά ἱστορικά γεγονότα τῆς νεώτερης ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας, ὥστε νά καταφανοῦν οἱ λόγοι πού προκαλοῦν διαχρονικά τήν δυσπιστία στίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Θά θέλαμε, πρός ἀποφυγή κάθε παρεξηγήσεως, νά κάνουμε ἐκ τῶν προτέρων μία ἀπαραίτητη καί πολύ σημαντική διευκρίνηση: Οἱ ἀναφορές μας στούς Ἐπισκόπους καί στά σημεῖα τριβῆς τους μέ τούς μοναχούς δέν ἔχουν βεβαίως προσωπικό χαρακτήρα, δέν ἀφοροῦν συλλήβδην ὅλους τούς Ἐπισκόπους ἤ ὅλους τούς μοναχούς καί σέ καμμία περίπτωση δέν συνιστοῦν διαχωρισμό ἀνάμεσα σέ «καλούς» μοναχούς καί «κακούς» Ἐπισκόπους.
Γιά τό θέμα τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τῶν Ἐπισκόπων στήν λειτουργία τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἔχουν γραφεῖ καί ἔχουν εἰπωθεῖ πάρα πολλά, καθώς ἡ διαφορετική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου « πνευματική ἐποπτεία » (ἄρθρο 39 παρ. 6 τοῦ ν. 590/1977) πού ἀσκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς ἐπαρχίας του εἶναι αὐτή πού κυρίως γεννᾶ τίς τριβές μεταξύ τους.
Τήν ὁριοθέτηση τῆς ἐπισκοπικῆς ἐποπτείας ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν περιγράφει μέ πειστική εὐκρίνεια, περιεκτικότητα καί ἐπιστημονική ἀρτιότητα, ἱεροκανονική καί νομική θεμελίωση ὁ Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Βλάσιος Φειδᾶς στό Κανονικό του Σημείωμα μέ θέμα: Περί τῶν ὁρίων τῆς ἐποπτείας τοῦ ἐπισκόπου στίς Ἱερές Μονές 1, πού συνέταξε κατόπιν αἰτήματος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας τόν Αὔγουστο τοῦ 2000.
Τίς ἴδιες θέσεις μέ τόν κ. Φειδᾶ ἀναπτύσσουν καί μία σειρά διακεκριμένων νομικῶν καί θεολόγων σέ ἀνάλογες μελέτες καί γνωματεύσεις τους. Ἀναφέρουμε δειγματοληπτικά τούς καθηγητές κ. Σπυρίδωνα Τρωϊάνο, Χαράλαμπο Παπαστάθη, Ἰωάννη Κονιδάρη, Σπυρίδωνα Κοντογιάννη, Παναγιώτη Μπερνίτσα, τόν Ἐφέτη κ. Γεώργιο Ἀποστολάκη καί πολλούς ἄλλους.
Κατά τόν Καθηγητή, λοιπόν, κ. Φειδᾶ « τό ζήτημα τῆς σχέσεως τοῦ ἐπισκόπου μέ τά μοναστήρια τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας ἀναφερόταν ἀφ’ ἑνός μέν στήν εὔλογη ἐπιθυμία τῶν μοναχῶν νά διαφυλάξουν τήν ἐσωτερική ἀνεξαρτησία τοῦ μοναχικοῦ τους βίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν ἐπίσης εὔλογη ἐπιθυμία τοῦ ἐπισκόπου νά ὑπαγάγη τά μοναστήρια στήν ἐπισκοπική του δικαιοδοσία » 2.
Τά πρῶτα σημεῖα τριβῆς παρατηροῦνται κατά τόν 4 ο κυρίως αἰώνα, ὅταν πλέον αὐξάνει δυναμικά τό κίνημα τοῦ ἀναχωρητισμοῦ στό Βυζάντιο καί ὁ μοναχισμός διαδίδεται σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας.
Ἡ αὔξηση τοῦ μοναχισμοῦ, ἡ μεγάλη αἴγλη καί τό κῦρος πού διαρκῶς προσελάμβανε, ἡ πολύπλευρη μαρτυρία καί δραστηριοποίηση τῶν μοναχῶν στά ἐκκλησιαστικά, πολιτικά, κοινωνικά δρώμενα εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν σύγκρουση τῶν ρόλων καί τῶν ἁρμοδιοτήτων μεταξύ τῶν μοναχῶν καί τῶν οἰκείων Ἐπισκόπων. Ὑπῆρχαν μάλιστα περιπτώσεις πού οἱ δραστηριότητες αὐτές τῶν μοναχῶν ὑπερέβαιναν κατά πολύ τήν ἰδιότητά τους καί τόν ἡσυχαστικό χαρακτήρα τοῦ μονήρους βίου τόν ὁποῖο εἶχαν ἐπιλέξει, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν μείζονα προβλήματα στίς τοπικές Ἐκκλησίες.
Κάποια ἀπό τά προβλήματα αὐτά τέθηκαν καί ἀντιμετωπίστηκαν στήν Σύνοδο τῆς Γάγγρας τό 340-341. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅμως, ἦταν αὐτή πού ἔθεσε τίς βάσεις καί τά ὅρια τῆς παρουσίας τῶν μοναχῶν καί τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
Συγκεκριμένα ὁ δ΄ Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι:
«οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν μονήρη μετιόντες βίον τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδὴ δέ τινες, τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε Ἐκκλησίας καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα,…. ἔδοξε μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν, μηδὲ συνιστᾶν μοναστήριον ἤ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ’ ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο προσκαρτεροῦντες….. Τόν μέντοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως χρὴ δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων» 3.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής κ. Βλάσιος Φειδᾶς « Ἡ Δ´ Οἰκουμενική σύνοδος (451) καθόρισε στόν δ´ κανόνα της τά αὐστηρά κανονικά ὅρια διακρίσεως τῶν ἑτερόκεντρων ἐπιθυμιῶν. Ἔτσι, οἱ μέν μοναχοί διατηροῦν τήν πλήρη ἀνεξαρτησία τους στήν ἐσωτερική πνευματική ζωή τῶν μοναστηρίων τους, χωρίς ὅμως νά διαταράσσουν μέ τή δράση τους τή ζωή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ ἐπιχώριος ἐπίσκοπος ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά ἐγκρίνη τήν ἵδρυση τῶν μοναστηρίων καί νά ἐλέγχη κυρίως τήν ἐκτός μοναστηρίων δράση τῶν μοναχῶν » 4.
Ὁ Κανόνας δέν μιλᾶ γιά τό σύνολο τῶν μοναχῶν, ἀλλά γιά τίς ἐξαιρέσεις, γι’ αὐτούς δηλαδή πού « τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε Ἐκκλησίας καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα». Ἀφορᾶ δηλαδή μοναχούς πού χρησιμοποιοῦσαν ὡς πρόσχημα τήν μοναχική τους ἰδιότητα γιά νά ἀναμειγνύονται καί νά παρεμβαίνουν σέ ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά ζητήματα καί ὄχι αὐτούς πού ζοῦν συντεταγμένα καί σύμφωνα μέ τήν μοναχική τάξη στά ὀργανωμένα κοινόβια, τούς « κυκλευτές » δηλαδή μοναχούς ἤ ἐπί τό λαϊκώτερον τριγυριστές μοναχούς πού περιφέρονταν στίς πόλεις καί τίς ἐπαρχίες ἀναταράσσοντας τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί εἰρήνη.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἡ ἵδρυση μοναστηρίων ἐτίθετο πλέον ὑπό τήν εὐλογία καί τήν ἔγκριση τῶν οἰκείων Ἐπισκόπων. Κατά τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου:
« Ἡ ὑπαγωγή τῆς Μονῆς εἰς τόν Ἐπίσκοπον ἀσφαλίζει αὐτήν ἀπό κάθε μορφήν ἐκκλησιαστικοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ἀποκλειστικισμοῦ καί αὐταρκείας. Διά τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Μονή ἔχει τήν ἀναφοράν καί τόν σύνδεσμόν της μεθ’ ὅλης τῆς ἐπισκοπῆς καί μετά τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἐπειδή, ὅμως, λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί ἀτελείας εἶναι εὔκολον νά παρερμηνευθεῖ ἡ ἔννοια τῶν δικαίων τῶν ἐπισκόπων ἐπί τῶν μονῶν, οἱ ἱεροί κανόνες ὁρίζουν τά τῆς δικαιοδοσίας τῶν Ἐπισκόπων » 5.
Κατά τά ἄλλα ὁ Κανόνας δέν εἰσχωρεῖ καθόλου στά ἐσωτερικά τῶν μοναστηριῶν καί τήν λειτουργία τους, καθώς θεωρεῖ τό αὐτοδιοίκητο τῶν Ἱερῶν Μονῶν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. « Τά μοναστήρια διατήρησαν πάντοτε τήν ἐσωτερική ἀνεξαρτησία τοῦ μοναστικοῦ τους βίου, ὁ ὁποῖος καθοριζόταν μέν συνήθως ἀπό τό ἰδιαίτερο μοναστηριακό τους Τυπικόν, ἀλλά πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῆς καθιερωμένης κανονικῆς παραδόσεως » 6.
Ἡ « πρόνοια » πού θά πρέπει νά λαμβάνει ὁ Ἐπίσκοπος γιά τίς Μονές μέ βάση τόν συγκεκριμένο Κανόνα ἀφορᾶ συγκεκριμένες περιπτώσεις καί ζητήματα. « Ἡ ἐμμονή στήν ὀρθοδοξία τῆς πίστεως, – κατά τόν Καθηγητή κ. Φειδᾶ- ἡ τήρηση τῆς κανονικῆς καί τῆς λειτουργικῆς τάξεως, ὁ σεβασμός τῶν καθιερωμένων ἀρχῶν τῆς μοναστικῆς παραδόσεως καί οἱ ἐκτός μοναστηρίου ἐκκλησιαστικές ἤ ἄλλες δραστηριότητες τῶν μοναχῶν ἀποτελοῦν τά κύρια στοιχεῖα τῆς ποιμαντικῆς «πρόνοιας» τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου γιά τά μοναστήρια τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας. Ὡστόσο, ἡ «πρόνοια» αὐτή ἐκφράζεται ὄχι βεβαίως μέ ὑποκειμενικές ἤ αὐθαίρετες παρεμβάσεις, ἀλλά μέ τήν ἐνεργοποίηση τῶν κανονικῶν διαδικασιῶν τῶν ἁρμοδίων σέ κάθε περίπτωση συνοδικῶν ὀργάνων, ὥστε νά μήν διαταράσσεται ἡ ἐσωτερική αὐτοτέλεια τῆς ἀσκήσεως ἀπό αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου, οἱ ὁποῖες ἀποφασίζονται «κατά προσπάθειαν ἤ ἀντιπάθειαν» πρός τούς μοναχούς ἤ καί «δι’ οἰκείαν φιλονεικίαν»» 7.
Σχετικά μέ τήν «πρόνοια» καί τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων ἐπί τῶν Μονῶν ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου γράφει:
« Τό θέμα τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καί τῶν δικαίων τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν Μονῶν δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὡς θέμα πειθαρχίας καί ἐξουσίας ἐν κοσμικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλά πρωτίστως ὡς θέμα πνευματικόν καί θεολογικόν. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ αὐτοῦ εἶναι ἡ ζῶσα εἰκών τοῦ Χριστοῦ καί τό ὁρατόν κέντρον ἑνότητος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ πατήρ ὅστις «χρή τήν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων» (δ΄ Δ΄) » 8.
Καί ὁ γνωστός κανονολόγος Βαλσαμών (12 ος αἰ.) στήν ἑρμηνεία του στόν Κανόνα 1 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, σαφῶς ἀποφαίνεται ὅτι: « Οὐκ ἐνεδόθη τ ῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τ ῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ…, ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ’ αὐτ ῷ . Εἰσί δέ ταῦτα… ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αυτ ῷ , ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τούτου καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου » 9.
Ὅλα ὅσα θεσπίζονται μέ τόν δ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν οὐσιαστικά τίς βάσεις γιά τίς σχέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν μέ τόν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο, τήν διατήρηση τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοτέλειας τῶν Μονῶν καί τά ὅρια τῆς πνευματικῆς ἐποπτείας τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου.
Πάνω σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν βάση στηρίχθηκε ἡ ἰσχύουσα νομοθεσία πού διέπει τίς σχέσεις Μονῶν καί Ἐπισκόπων: τό ἄρθρο 39 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977) 10 καί ὁ Κανονισμός 39/1972 « Περί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Μονῶν καί τῶν Ἡσυχαστηρίων » 11.
Ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν μορφή Νόμου (Νόμος 590/1977, ΦΕΚ 146 Α) ἐκπονήθηκε ἀπό μικτή κληρικολαϊκή συντακτική ἐπιτροπή, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε δυνάμει τοῦ Ν.462/1976 ἀπό ἐξέχουσες προσωπικότητες, ἀπό Πανεπιστημιακούς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καί Νομικοῦ χώρου, γνῶστες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί ὅλων τῶν προβλημάτων τους, καί ἀπό Βουλευτές τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου. Ἡ ἐπιτροπή αὐτή ἐργάσθηκε βάσει τῶν ὑποβληθέντων ὑπομνημάτων τῶν ἐνδιαφερομένων φορέων. « Εἰδικώτερον – σύμφωνα μέ αὐτά πού ἀναφέρονται στήν Εἰσηγητική Ἔκθεση πρός τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων γιά τόν συγκεκριμένο Νόμο- ἐλήφθησαν ὑπ᾿ ὄψιν ἡ ἐπί τοῦ σχεδίου γνώμη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, τά αἰτήματα τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου Κληρικῶν Ἑλλάδος καί γενικώτερον πᾶσαι αἱ προτάσεις, αἱ ὁποῖαι ἦσαν σύμφωνοι πρός τό Σύνταγμα, τούς Ἱερούς Κανόνας, τήν κειμένην Νομοθεσίαν καί τήν Νομολογίαν τῶν Δικαστηρίων τῆς Χώρας 12».
Ὁ Κανονισμός 39/1972 ἐκπονήθηκε καί ψηφίστηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἱερά Σύνοδο, χωρίς τήν συμμετοχή λαϊκῶν καί οὐσιαστικά εἶναι ταυτόσημος, ὅσον ἀφορᾶ στό θέμα τῶν κανονικῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν Μητροπολιτῶν ἐπί τῶν Μονῶν, μέ τό ἄρθρο 39 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 13.
Ἡ παράγραφος 6 τοῦ ἄρθρου 39 τοῦ Ν. 590/1977 λύνει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό ζήτημα τῆς ἑρμηνείας τοῦ ὅρου « πνευματική ἐποπτεία » τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν, καθώς περιγράφει ἐξαντλητικά καί περιοριστικά τό περιεχόμενο τοῦ συγκεκριμένου ὅρου « ὁ ὁποῖος καλύπτει μόνο τά ρητῶς ἀναγραφόμενα κανονικά δικαιώματα τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου, ἤτοι 14»:
«[α] τὴν κανονικὴν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις,
[β] τὴν χειροθεσίαν τοῦ ἡγουμένου,
[γ] τὴν ἔγκρισιν τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν,
[δ] τὴν ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων,
[ε] τὴν μέριμναν διὰ τὴν κατά τοὺς ἱεροὺς κανόνας λειτουργίαν τῆς Μονῆς καὶ
[στ] τὸν ἔλεγχον τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως αὐτῆς 15».
Οἱ κανονικές αὐτές ἁρμοδιότητες τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν Μονῶν εἶναι οὐσιαστικά ταυτόσημες μέ αὐτές τοῦ Κανονισμοῦ 39/1972.
Βάσει τοῦ Κανονισμοῦ 39/1972 (ἄρθρο 6, παρ. 1 Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Ἐπισκόπου ) ἡ πνευματική ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου συνίσταται στά ἀκόλουθα:
«1). Ἑκάστη Ἱ. Μονή διατελεῖ ὑπό τήν Κανονικήν Δικαιοδοσίαν τοῦ κατά τόπον Ἐπισκόπου, ὅστις α) μνημονεύεται ἐν πάσαις ταῖς Ἱ. Ἀκολουθίαις, β) ἀσκεῖ τήν ἀνωτάτην ἐποπτείαν πατρικῶς καί προστατευτικῶς ἐπί τῆς Ἱ. Μονῆς καί παρακολουθεῖ τήν ὁμαλήν κατά τούς θείους καί Ἱ. Κανόνας λειτουργίαν αὐτῆς, γ) χειροθετεῖ τόν ἐκλεγέντα Ἡγούμενον, δ) ἐγκρίνει τάς κουράς τῶν μοναχῶν, ε) ἀνακρίνει τά Κανονικά παραπτώματα τῶν ἐν αὐτῇ διαβιούντων καί φροντίζει διά τήν ἄμεμπτον αὐτῶν βιοτήν, στ) ἐλέγχει τήν νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως» 16.
«Συνεπῶς – συμπεραίνει ὁ Καθηγητής κ. Φειδᾶς στό Κανονικό του Σημείωμα – ὁ ὅρος «πνευματική ἐποπτεία» περιορίζει τήν εὐχέρεια παρεμβάσεων τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου στήν ἐσωτερική λειτουργία τῆς Μονῆς μόνο σέ περιπτώσεις ἐπιβεβαιωμένων ἀντικανονικῶν πράξεων τῶν μοναχῶν ἤ παρεκκλίσεων στή νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς» 17.
Ὅταν διαπιστώνονται τέτοιες παραβάσεις ἀπό τούς μοναχούς θά πρέπει, βεβαίως, νά κολάζονται καί οἱ παραβάτες νά συμμορφώνονται πρός τίς ὑποδείξεις τῶν ἁρμοδίων ἐκκλησιαστικῶν ἤ πολιτειακῶν ὀργάνων καί δικαστηρίων. Δέν νοεῖται μοναστήρι ἤ μοναχός ἀνεξέλεγκτος καί «ἀνεπίσκοπος», ὅπως βεβαίως δέν ὑπάρχει καί Ἐπίσκοπος ἀνεξέλεγκτος, ἀφοῦ ἐλέγχεται ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας του καί τά ἁρμόδια ὄργανα αὐτῆς.
Ἐπανερχόμενοι στήν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου πνευματική ἑποπτεία θεωροῦμε ὅτι πολύ εὔστοχα ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι εἶναι καταχρηστική – «ἡ συνήθης τάση ὁρισμένων ἐπιχωρίων ἐπισκόπων νά ἑρμηνεύουν τόν ὅρο «πνευματική ἐποπτεία» ὑπό τήν ἔννοια τῆς «ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας», ἡ ὁποία ἀσκεῖται στίς ἐνορίες ἀφοῦ παραθεωρεῖ τήν κανονική παράδοση γιά τήν ἐσωτερική αὐτοτέλεια τοῦ μοναχικοῦ βίου. Καταχρηστική εἶναι ἐπίσης καί ἡ συνήθης ὑποστήριξη τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς μέ ἄσχετη πρός τό ζήτημα ἐκκλησιολογική ἀρχή γιά τή σχέση ἐπισκόπου καί τοπικῆς ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή προβάλλεται στήν πατερική παράδοση, ἀφοῦ τά μοναστήρια δέν εἶναι ἐνορία» 18.
Ἄλλωστε ἡ ὀρθότητα τῆς παραπάνω ἀπόψεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν πρέπει νά ταυτίζεται ὁ ὅρος «πνευματική ἐποπτεία» μέ αὐτόν τῆς «ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας» ἐνισχύεται καί ἀπό αὐτή τήν ἴδια τήν γραμματική ἑρμηνεία τῆς παρ. 6 τοῦ ἄρθρου 39 τοῦ ν. 590/1977. Καί αὐτό διότι, ὄχι τυχαία θεωροῦμε, ὅτι ὁ νομοθέτης χρησιμοποίησε στήν ἐπίμαχη διάταξη τόν ὅρο « ἐποπτεία » καί ὄχι « δικαιοδοσία » ἤ « ἁρμοδιότητα », ἔχοντας σκοπό νά ὁριοθετήσει τήν ἔκταση καί τό περιεχόμενο τῆς ἐξουσίας παρεμβάσεως τοῦ Ἐπισκόπου στό ἐξ ὁρισμοῦ αὐτοτελές (καί ὄχι βέβαια αὐτόνομο) καθίδρυμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τόσο ἀπό διοικητικῆς ἀπόψεως (ὡς αὐτοδιοικούμενο καί αὐτοδιαχειριζόμενο Ν.Π.Δ.Δ.) ὅσο καί ἀπό πνευματικῆς συγκροτήσεως καί ὀργανώσεως (ἰσόβιος ἡγούμενος, ὑπακοή τῶν μοναχῶν σ’ αὐτόν, ἐπιβολή «κανόνα» ὑπ’ αὐτοῦ κ.λπ.). Εἶναι σαφής δέ ἡ διάκριση μεταξύ ἀφενός δικαιοδοσίας/ἁρμοδιότητας, πού δηλοποιοῦν τήν ἐνέργεια καί ἀφετέρου τῆς ἐποπτείας, πού σημαίνει τόν ἔλεγχο τῆς ἐνέργειας τοῦ ἄλλου.
Γίνεται φανερό, ἀπό ὅσα ἐκθέσαμε, ὅτι τό νομικό καθεστώς, πού διέπει τίς σχέσεις Ἐπισκόπων καί Ἱερῶν Μονῶν, ὁριοθετεῖ ἐπακριβῶς, ἀποτρέποντας κάθε περιθώριο παρερμηνείας, τίς κανονικές ἁρμοδιότητες τοῦ ἐπισκόπου καί δέν θίγει σέ κανένα σημεῖο τήν αὐτοτέλεια τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
Ὁ ν. 590/1977 ἐπανέφερε τήν ἀρχαία κανονική τάξη καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συμβάλλοντας στήν « ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοτέλειας τῶν μοναστηρίων». Ἐπανέφερε, ἐπίσης, τόν ἀρχαῖο θεσμό τοῦ αἱρετοῦ καί τῆς ἰσοβιότητος τοῦ ἡγουμένου (παρ. 5 ἄρθρο 39/590), ἀντί τοῦ διορισμοῦ του ἀπό τόν Μητροπολίτη πού ἐσφαλμένα εἶχε ἐπικρατήσει 19.
Ἐπίσης, πάντα στό πνεῦμα τηρήσεως τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοτέλειας τῶν Μονῶν στήν παρ. 4 τοῦ ἄρθρου 39 προβλέπεται ὅτι « τ ὰ τῆς ὀργανώσεως καὶ προαγωγῆς τοῦ πνευματικοῦ βίου καὶ τῆς διοικήσεως τῆς Μονῆς καθορίζονται ὑπὸ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου συμφώνως πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, τὰς μοναχικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, δι᾿ ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ, δημοσιευομένου διὰ τοῦ Δελτίου «Ἐκκλησία»» 20.
Σέ περίπτωση πού δέν ὑφίσταται Ἐσωτερικός Κανονισμός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὥστε βάσει αὐτοῦ νά γίνει ἐκλογή Ἡγουμένου, τότε ἐφαρμόζεται ὁ Καταστατικός Κανονισμός 39/1972 Περί Ἱερῶν Μονῶν καί Ἡσυχαστηρίων (Φ.Ε.Κ. Α΄ 203/30-6-72), συμπληρούμενος ὑπό τοῦ Γενικοῦ Κανονισμοῦ Μοναστηρίων (Β.Δ. 28/17/1858, Φ.Ε.Κ. 42/15-9-1858), τοῦτο δέ γίνεται πλέον παγίως δεκτό καί ἀπό τά πολιτικά Δικαστήρια καί ἀπό τό ΣτΕ. Βάσει λοιπόν τοῦ Γενικοῦ Κανονισμοῦ γίνεται ἡ ἐκλογή Ἡγουμένου τῆς Μονῆς, ἐφ’ ὅσον βεβαίως ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ διαβιοῦν πέντε μοναχοί. (Ἀποφάσεις ἘφΑθ 564/2005 καί ΣτΕ 1952/2000).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ἕνα ἄλλο σημεῖο τριβῆς μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν εἶναι ὁ ΛΘ΄ Ἀποστολικός Κανόνας τόν ὁποῖο μέ τόση ἐπιμονή, εὐκαίρως-ἀκαίρως ἐπικαλοῦνται συνεχῶς κάποιοι Ἐπίσκοποι γιά νά «στηρίξουν» τίς παρεμβατικές τους ἐνέργειες πρός τίς Ἱερές Μονές:
«Οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείτωσαν. Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τόν λαόν τοῦ Κυρίου, καί τόν ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» 21.
Κατ’ ἀρχήν ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας καί κατά τήν γραμματική του διατύπωση, -ἡ ὁποία βεβαίως δέν εἶναι τυχαία – ἀναφέρεται περιοριστικά στούς πρεσβυτέρους καί διακόνους καί ὄχι στούς μοναχούς. Καί αὐτό εἶναι εὔλογο ἀφοῦ οἱ μοναχοί τόσο κατά τούς ἱερούς κανόνες καί τά μοναστικά θέσμια καί τυπικά, ὅσο καί κατά τόν πολιτειακό νόμο (ἄρθρο 39 παρ. 4, ν.590/1977) ἔχουν τήν ἀναφορά τους στόν ἡγούμενο. Κατά συνέπεια, ἀστόχως ἐπιχειρεῖται πολλές φορές ἡ ἐπέκτασή του καί στούς μοναχούς προκειμένου νά ἐπιστηριχθεῖ ἀνάλογη δικαιοδοσία ἐπ’ αὐτῶν τοῦ Ἐπισκόπου. Ὅπως ἄλλωστε προαναφέραμε, οἱ Μονές δέν εἶναι ἐνορίες ὥστε νά ἔχει ἐπ’ αὐτῶν ἀνάλογη δικαιοδοσία ὁ Ἐπίσκοπος.
Ἀλλά ἀκόμη καί ἡ τελεολογική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς πρεσβυτέρους καί διακόνους, στούς ὁποίους καί ἀναφέρεται, δέν εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ἐσφαλμένα ὑποστηρίζεται, δέν ἰσχύει δηλαδή ἡ κατά λέξη μετάφραση τοῦ ὅρου « μηδέν ἐπιτελείτωσαν» . Ὁ μακαριστός ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἐμβριθής γνώστης τῶν ἱερῶν κανόνων καί ἀναμφισβήτητος καί ἀκριβής ἑρμηνευτής αὐτῶν, εὐστόχως παραθέτει σχετικά: «Νομίζομεν ὅτι ἀρκεῖ νά ἔχη τίς τόν κοινόν νοῦν, ἵνα ἀποκρούση καί ἀποκλείση πᾶσαν σκέψιν περί ἀπολύτου ἐννοίας. Ἡ ἀπόλυτος ἔννοια θά ἦτο καί φυσικῶς ἀδύνατος καί λογικῶς ἀπαράδεκτος . Διότι, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, θά ἔπρεπε νά εἴπωμεν ὅτι ὁ Κληρικός χρειάζεται ἄδειαν τοῦ Ἐπισκόπου καί διά νά φάγη ἤ νά πίη ἤ νά κοιμηθῆ ἤ νά ἐνδυθῆ ἤ νά περιπατήση. Ἀλλά τοῦτο θά ἦτο ἀδιανόητον» 22.
Αὐτή, ἄλλωστε, εἶναι καί ἡ ἑρμηνεία πού δίδεται καί ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί καταγράφεται στό Πηδάλιο, ὅτι τό « μηδέν ἐπιτελείτωσαν» σημαίνει « δέν ἠμποροῦν νά ἐνεργήσουν κανένα ἱερατικόν λειτούργημα» 23. Μέ τήν ἑρμηνεία αὐτή συμφωνοῦν καί οἱ Κανονολόγοι Ζωναρᾶς, Βαλσαμῶνας καί Ἀριστηνός.
Τά ἱερατικά λειτουργήματα, πού δέν μποροῦν νά ἐπιτελοῦν οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι « ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου» εἶναι σέ γενικές γραμμές καθορισμένα καί ὁρίζονται τόσο στό Πηδάλιο ὅσο καί σέ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή: «[1] τό νά μή ἐξομολογοῦν μήτε νά συγχωροῦν τούς μετανοοῦντας, κατά τόν στ’, ζ’, καί ν’ τῆς ἐν Καρθαγένῃ 24, [2] τό νά ἀφιερώνωσι τάς παρθένους εἰς τόν Θεόν, κατά τόν στ’ τῆς αὐτῆς, [3] τό νά μή χειροθετοῦν καί κείρουν Ἀναγνώστας, ἤ Μοναχούς, καί ἄλλα παρόμοια 25».
Κατά συνέπεια, ὅπως πολύ εὔστοχα συμπεραίνει ὁ π. Ἐπιφάνιος: «Ἐπίκλησις τοῦ λθ’ Ἀποστολικοῦ Κανόνος ἐναντίον Κληρικῶν, οἵτινες οὔτε ἐξομωλόγησαν ἄνευ ἐπισκοπικοῦ ἐνταλτηρίου, οὔτε ἐπέβαλον ἤ ἔλυσαν ἀφορισμόν, οὔτε ἔκειραν Μοναχούς ἤ Μοναχάς, οὔτε ἐχειροθέτησαν ἀναγνώστας, οὔτε Ναούς ἤ Μονάς ἵδρυσαν, οὔτε ἀδείας γάμων ἐξέδωσαν, οὔτε ἀκίνητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπώλησαν, οὔτε ἄλλο τι τοιοῦτον ἐποίησαν, ἐπίκλησις, λέγομεν, τοῦ εἰρημένου Κανόνος ἐναντίον τοιούτων Κληρικῶν, ἐπ’ οὐδενί λόγῳ δύναται νά εὐσταθήσῃ» 26.
Συναφῆ μέ τόν ΛΘ΄ Ἀποστολικό Κανόνα εἶναι καί ὅλα ὅσα ἀναφέρει στίς ἐπιστολές του ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντιοχείας καί πού ἐπίσης χρησιμοποιοῦνται κατά κόρον ἀπό μερικούς Ἐπισκόπους.
«Πάντες τῷ ἐπισκόπῳ ἀκολουθεῖτε, ὡς Χριστός Ἰησοῦς τῷ Πατρί, καί τῷ πρεσβυτερίῳ δέ ὡς τοῖς ἀποστόλοις, τούς δέ διακόνους ἐντρέπεσθε, ὡς Θεοῦ ἐντολήν διακονοῦντας. Μηδείς χωρίς ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπό τόν ἐπίσκοπον οὖσα, ἤ ᾧ ἄν αὐτός ἐπιτρέψῃ. Ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου Χριστός, πᾶσα ἡ οὐράνιος στρατιά παρέστηκεν, ὡς ἀρχιστρατήγου τῆς δυνάμεως Κυρίου καί διακοσμεῖ πάσης νοητῆς φύσεως. Οὐκ ἐξόν ἐστι χωρίς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν, οὔτε προσφέρειν, οὔτε θυσίαν προσκομίζειν οὔτε δοχήν ἐπιτελεῖν, ἀλλ’ ὅ ἄν ἐκείνῳ δοκῇ, κατ’ εὐαρέστησιν Θεοῦ, ἵνα ἀσφαλές ᾖ καί βέβαιον πᾶν ὅ ἄν πράσσετε» 27.
Ὑπογραμμίσαμε πιό πάνω, στό ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς πρός Σμυρναίους τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, τήν περικοπή «μηδείς χωρίς ἐπισκόπου τί πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν» . Ἰδιαιτέρως τονίζουμε στό σημεῖο αὐτό εἰδικώτερα τήν χρήση τῆς φράσεως «τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν» , ἡ ὁποία ὁριοθετεῖ καί ἐν τέλει περιορίζει τόν κύκλο τῶν ἐνεργειῶν ( «πρασσέτω» ) τῶν κληρικῶν γιά τίς ὁποῖες ἀπαιτεῖται ἡ γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου. Ἔτσι, κατά τήν γραμματική ἀλλά καί τελεολογική ἑρμηνεία τοῦ ὡς ἄνω ἀποσπάσματος ἡ γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ εὐλογία, θά λέγαμε ἐμεῖς κατά τά μοναχικά θέσμια, ἀπαιτεῖται ὄχι γιά ὁποιαδήποτε ἐνέργεια τοῦ μοναχοῦ, ἀφοῦ στήν περίπτωση αὐτή ἡ διατύπωση τῆς συγκεκριμένης περικοπῆς θά ἦταν «μηδείς μηδέν χωρίς Ἐπισκόπου πρασσέτω», τό ὁποῖο, βεβαίως, εἶναι ἀπόλυτο καί λογικά ἄτοπο, σύμφωνα καί μέ τήν παρατιθέμενη πιό πάνω ἑρμηνεία τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου στόν ΛΘ΄ Ἀποστολικό Κανόνα.
Καθίσταται φανερό ὅτι εὔστοχα καί θεόπνευστα γίνεται ἡ περιοριστικῆς ἔννοιας χρήση τῆς φράσεως «τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν». Αὐτά παρατίθενται στήν συνέχεια τῆς συγκεκριμένης Ἐπιστολῆς. Θεωροῦμε δέ ὅτι ὑπό τό πρίσμα τῆς ὡς ἄνω ἑρμηνείας πρέπει νά ἑρμηνευθεῖ καί ὁ ὅρος « μηδέν ἐπιτελείτωσαν» τοῦ ΛΘ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνα, ἀλλά καί ἡ σύνολη ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.
Εἶναι, λοιπόν, σαφές πώς, ὅταν ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος μιλᾶ γιά ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δέν πρέπει νά τελοῦνται ἀπό τούς ἱερεῖς ἤ τούς λαϊκούς χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου, ἐννοεῖ τήν τέλεση συγκεκριμένων ἱεροπραξιῶν ἤ τήν συμμετοχή σέ αὐτές καί σέ καμμία περίπτωση δέν ἀναφέρεται, βεβαίως, στήν προσωπική ζωή καί τήν ἰδιωτική δραστηριότητα τῶν κληρικῶν ἤ τῶν λαϊκῶν.
Θά πρέπει, ἐπίσης, νά σημειώσουμε ὅτι ὅλα ὅσα γράφει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος σχετίζονται ἄμεσα μέ τά ποικίλα καί ὀξύτατα προβλήματα πού ἀντιμετώπιζε ἡ Ἐκκλησία τήν ἐποχή του. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Καθηγητής κ. Στυλιανός Παπαδόπολος, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος « ὡδηγήθηκε στήν θεολογία τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος… διότι πολλοί πιστοί δέ θεωροῦσαν ἀναγκαῖο νά μετέχουν στήν Εὐχαριστία, τήν ὁποία τελοῦσε ὁ ἐπίσκοπος τοῦ τόπου. Ἄρα οἱ πιστοί ἀμφέβαλλαν καί δίσταζαν νά δεχθοῦν τή μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ ἐπισκόπου σέ κάθε τόπο, καί γι’ αὐτό εἶχαν προβῆ στή δημιουργία ὁμάδων μέ δική τους φυσικά εὐχαριστία. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος καί τό λειτούργημά του στήν Ἐκκλησία γινόταν ἀξίωμα ἐπιφανειακό, χωρίς θεολογική θεμελίωση καί ἀποκλειστικότητα (=ἦταν τό μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς ἤδη ἀπό τούς χρόνους τοῦ Κλήμεντα Ρώμης). Ὁ Ἰγνάτιος ἀντιμετωπίζει ριζικά-θεολογικά τό πρόβλημα, συνδέοντας τήν ἐγκυρότητα τῆς Εὐχαριστίας μέ τόν ἐπίσκοπο, πού εἶναι «ἐγκεκραμένος» μέ τό Χριστό, ὅπως πρέπει νά εἶναι μέ τόν ἐπίσκοπο καί οἱ πιστοί» 28.
Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν ἦταν, ἐπίσης, ἕνα μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, πού καθιστοῦσε ἀναγκαία τήν συσπείρωση γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, τήν ὁποία τόσο τονίζει ὁ Ἅγιος. Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου: « Ἐπειδή δέ εἶχε προσωπικήν ἀντίληψιν (ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος) περί τοῦ κινδύνου τῶν αἱρέσεων ἐδῶ, ἐφιστᾶ ἐντονωτέραν τήν ἀνάγκην συσπειρώσεως περί τόν ἐπίσκοπον καί προσφέρει μίαν συνοπτικήν ἔκθεσιν τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εἰς ἀντιπαραβολήν μέ τάς αἱρετικάς δοξασίας » 29.
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα νοοῦνται ὅλες οἱ ἀναφορές τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου στήν ἀνάγκη ὁμοφρονίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, τήν ὁποία συνδέει μέ τήν σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα: «Ὥσπερ οὖν ὁ Κύριος ἄνευ τοῦ Πατρός οὐδέν ποιεῖ, «οὐ δύναμαι», γάρ, φησί, «ποιεῖν ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐδέν», οὕτω καί ὑμεῖς ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου, μηδέ πρεσβύτερος, μηδέ διάκονος, μηδέ λαϊκός. Μηδέ τι φαινέσθω ὑμῖν εὔλογον, παρά τήν ἐκείνου γνώμην» 30.
Στήν συσπείρωση αὐτή καί τήν συνοχή τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Ἐπίσκοπο ἀποφασιστική εἶναι καί ἡ συνέργεια καί συμμετοχή τῶν κληρικῶν: «Ὅθεν πρέπει ὑμῖν συντρέχειν τ ῇ τοῦ ἐπισκόπου γνώμῃ τοῦ κατά Θεόν ποιμαίνοντος ὑμᾶς ὅπερ καί ποιεῖτε αὐτοί, σοφισθέντες ὑπό τοῦ πνεύματος . Τό γάρ ἀξιονόμαστον ὑμῶν πρεσβυτέριον, τοῦ Θεοῦ ἄξιον, οὕτω συνήρμοσται τ ῷ ἐπισκόπῳ, ὡς χορδαί κιθάρᾳ, συνδεδεμένοι οὕτω τ ῇ ὁμονοίᾳ καί συμφώνῳ ἀγάπῃ, ἧς ἐστιν ἀρχηγός καί φύλαξ Ἰησοῦς ὁ Χριστός» 31.
Ἀλλά καί σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος τονίζει τήν σπουδαιότητα τοῦ ρόλου τῶν κληρικῶν ταυτόχρονα μέ αὐτή τοῦ Ἐπισκόπου στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας: «Ὑμεῖς δέ ἐντρέπεσθε αὐτούς ὡς Ἰησοῦν Χριστόν, οὗ φύλακές εἰσι τοῦ τόπου, ὡς καί ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Πατρός τῶν ὅλων τύπος ὑπάρχει, οἱ δέ πρεσβύτεροι ὡς συνέδριον Θεοῦ καί σύνδεσμον ἀποστόλων Χριστοῦ. Χωρίς τούτων Ἐκκλησία ἐκλεκτή οὐκ ἔστιν, οὐ συνάθροισμα ἁγίων, οὐ συναγωγή ὁσίων» 32.
Ὅπως, ἄλλωστε, πολύ εὔστοχα διαπιστώνει ὁ ἀρχιμ. καί Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου π. Γεώργιος Καψάνης: «Ὡς χάρισμα ἡ ἱερωσύνη εἶναι συνέχεια καί μετοχή εἰς τήν μίαν καί μοναδικήν ἱερωσύνην τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει δωρηθῆ εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Οἱ δέ «ἄνθρωποι ἱερεῖς» τήν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες» 33.
Ἀλλά καί ὁ μέγας ἐκκλησιολόγος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στήν « ἀνθρωπίνην διαίρεσιν » τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος σέ « πρόβατα καί ποιμένες » παρατηρεῖ: «… πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσί διαίρεσιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ ἑνός, τοῦ ἄνω Ποιμένος, ποιμαίνονται » 34.
Ἄλλωστε ἡ σχέση τοῦ Ἐπισκόπου μέ τούς κληρικούς εἶναι πατρική καί ὄχι διοικητική. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι, σύμφωνα καί μέ τόν π. Γεώργιο Καψάνη, ὁ πατέρας τῶν κληρικῶν καί ὄχι ὁ διοικητικός τους προϊστάμενος. «Οὕτως ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κυρίως καὶ προεχόντως ποιμὴν καὶ φιλόστοργος πατὴρ τῶν πρεσβυτέρων («οἰκεῖος πατήρ» ιγ´ ΑΒ´) καὶ πάντων τῶν ὑπ᾿ αὐτὸν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ οὐχὶ διοικητής τις καὶ ἄρχων ἀσκῶν ἀπρόσωπον καὶ ψυχρᾶν διοίκησιν, μὴ ἑδραζομένην εἰς τὴν ἀγάπην καὶ μὴ προάγουσαν τὴν κοινωνίαν τῶν προσώπων. Ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐπίσκοποι δέον νὰ ἀκτινοβολοῦν καὶ τὰ ποιμαντικὰ χαρίσματα Αὐτοῦ. Ἐνῶ δὲ ὁ βασιλεὺς (καὶ γενικῶς οἱ ἄρχοντες) εἶναι πρόσωπον ἐξωτερικὸν καὶ «σωματικόν», ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει νὰ εἶναι πρόσωπον «ἐσωτερικὸν καὶ πνευματικόν, καὶ τοῦ πραοτάτου καὶ ἀμνησικάκου Χριστοῦ μιμητὴς γνησιώτατος»» 35.
Ἡ ἴδια ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείει τήν κοσμική διαφοροποίηση τῶν μελῶν της σέ ἄρχοντες καί ἀρχομένους, κυρίους καί ὑποτελεῖς, προϊσταμένους καί ὑφισταμένους. Σκοπός σύνολης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι « ὁ καταρτισμός τῶν ἁγίων ».
Ὁ Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών σημειώνει ὅτι «ἡ ὑπεροχή τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἔναντι τῶν ἄλλων δύο βαθμῶν τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ διακόνου δέν θά πρέπει νά ὁδηγήσει στήν ἀντίληψη ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι οἱονεί μονάρχης μέσα στήν Ἐκκλησία «ἐξ ἑαυτοῦ καί καθ’ ἑαυτόν δρῶν» ἤ ὅτι μεταξύ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων ὑφίσταται ἀβυσσαλέο χάσμα. Ἄν ὁ ἐπίσκοπος, κατά τόν Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, εἶναι «τύπος τοῦ Πατρός», καί οἱ πρεσβύτεροι ἀποτελοῦν «συνέδριον Θεοῦ» καί «σύνδεσμον Ἀποστόλων». Γι’ αὐτό καί «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται» «χωρίς τούτων», τῶν ἐπισκόπων δηλαδή καί τῶν πρεσβυτέρων» 36.
«Ἐν τούτοις – ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός – μία παρα-παράδοση (καὶ οὐσιαστικὰ ἀντὶ-παράδοση) ἔχει παρασιτικὰ εἰσχωρήσει στὴ ζωή μας καὶ γι’ αὐτὸ ἐπικρατεῖ ἡ σφαλερὰ ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μία τάξη ἀρχόντων (πριγκήπων) στὴν Ἐκκλησία καὶ μία τάξη ἀρχομένων. Περιττὸ νὰ ποῦμε, ὅτι τέτοιες ἀντιλήψεις φεουδαρχικοῦ χαρακτήρα εἶναι συνέπεια τῶν μακροχρονίων ἐπιρροῶν, ποὺ δεχθήκαμε ὡς ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη ἀπὸ τὴ Φραγκιὰ καὶ τὴν Τουρκιὰ καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες καταταλαιπωρούμεθα ἀκόμη» 37.
Ὅμως, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος: « στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε ἐξουσιαστικά ἀξιώματα, ἀλλά ἔχουμε διακονήματα, ἔχομε ὑπηρεσίες, εἴμεθα ὑπηρέτες, δοῦλοι τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ ἅγιοι… δέν ὑπῆρξαν ποτέ ἐξουσιαστές» 38.
Ἡ διάκριση τῶν διακονημάτων δέν εἶναι ταξική, εἶναι λειτουργική, «δὲν εἶναι ὀντολογική, καθ᾿ ὅσον – παρατηρεῖ ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀρχιμ. Γεώργιος – πάντες διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν ἁγίων Μυστηρίων κοινωνοῦν τῆς θείας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμενοι μέτοχοι τῆς σῳζούσης χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας Του, καὶ διάκονοι τοῦ θελήματός Του καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλὰ λειτουργικὴ λόγω τῆς ἰδιαιτέρας διακονίας ἑκάστου εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Καί συνεχίζει ὁ π. Γεώργιος σχετικά μέ τήν ἐπισκοπική διακονία: « Ὡς οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ οἱ ποιμένες δέον νὰ ἔχουν βαθείαν συνείδησιν, ὅτι δὲν ἀσκοῦν ἰδίαν ἐξουσίαν, ὡς χαρακτηριστικῶς διδάσκει καὶ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Ὅ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ. Τουτέστιν, ἵνα μὴ τὰ δεσποτικὰ σφετερίζηται, ἵνα μὴ ὡς δεσπότης ἑαυτῷ ἐκδικῇ, ἀλλ᾿ ὡς οἰκονόμος διοικῇ· οἰκονόμου γὰρ τὸ διοικεῖν τὰ ἐγχειρισθέντα καλῶς· οὐκ αὐτοῦ λέγειν εἶναι τὰ δεσποτικά, ἀλλὰ τοὐναντίον τοῦ δεσπότου τὰ ἑαυτοῦ» 39» 40.
Γίνεται, θεωροῦμε, φανερό μέ ὅλα ὅσα ἐκθέσαμε ἕως τώρα ὑπό ποία ἔννοια γίνονται οἱ ἀναφορές τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου στόν ρόλο καί τήν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὡς κέντρου τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί ὡς σημείου ἑνότητος ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής κ. Βλάσιος Φειδᾶς:
« Ἡ ἑνότητα αὐτή ἐπισκόπου καί τοπικῆς ἐκκλησίας νοεῖται ὄχι βεβαίως ὡς μία ἁπλῆ διοικητική σχέση ἤ ὡς μία ἕνωση δύο χωρισμένων μεταξύ τους τάξεων (κλήρου καί λαοῦ), ἀλλ’ ὡς μία ὀργανική ἑνότητα τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ ὀργανική αὐτή ἑνότητα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας εἶναι χριστοκεντρική καί φανερώνεται στήν εὐχαριστιακή σύναξη. Ἡ τέλεση λοιπόν τῆς θείας εὐχαριστίας δέν νοεῖται ὡς πράξη τοῦ ἐπισκόπου γιά τήν τοπική ἐκκλησία, ἀλλ’ ὡς πράξη τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας διά τοῦ ἐπισκόπου, γι’ αὐτό καί ἡ εὐχαριστία βιώθηκε πάντοτε ὄχι μόνο ὡς βάση τῆς ἑνώσεως τῶν πιστῶν μεταξύ τους καί μέ τή θεία κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας στό ἕνα σῶμα τῆς τοπικὴς ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὡς κέντρο τῆς ὅλης πνευματικῆς της ζωῆς» 41.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρική κατά τήν ὕπαρξή της, ἀφοῦ « ὅπου ἄν ᾖ ὁ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία» 42, ἐνῶ κατά τήν λειτουργική της ἔκφανση εἶναι ἐπισκοποκεντρική, ἐφ’ ὅσον ὅλοι « οἱ ἐπίσκοποι, οἱ κατά τά πέρατα ὁρισθέντες, ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ εἰσίν» 43. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἀναμφίβολα « εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ » καί τό κέντρο ἑνότητας μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἀρχιερέας, ὁ ἀρχιδιδάσκαλος, ὁ ἀρχιποιμένας καί ὁ ἀρχίατρος μέσα στήν ἐπισκοπή του.
Αὐτό ὅμως ἔχει ὡς προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ποιμαίνει τήν ἐπισκοπή του ὄχι « ὡς ἐξουσίαν ἔχων » καί ὡς αὐθεντία καί ἀλάθητος τόσο στά πνευματικά ὅσο καί στά πρακτικά, ἀλλ’ ὡς ἀκολουθῶν τήν γνώμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ἡ ἀδιάσπαστος ζωή τῶν εἰς Αὐτόν πιστευόντων καί ἡ γνώμη τοῦ Θεοῦ Πατρός « καί γὰρ Ἰησοῦς Χριστός, τό ἀδιάκριτον ἡμῶν ζῆν, τοῦ Πατρός ἡ γνώμη…» 44.
« Ἐν τῇ ἐνασκήσει τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου -παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Καψάνης- οἱ ποιμένες διατρέχουν τὸν κίνδυνον νὰ ἀσκοῦν τοῦτο ἀνθρωποκεντρικῶς, ἤτοι κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτῶν κρίσιν καὶ ὄχι κατὰ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ κινδύνου τούτου οἱ ποιμένες ἐν τῇ διαχειρίσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῇ διακυβερνήσει τῶν ψυχῶν δέον ὅπως ἀκολουθοῦν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὴν θεανθρωπίνην βούλησιν τῆς Ἐκκλησίας» 45.
Ἄλλωστε μέσα στήν Ἐκκλησία κανείς δέν λειτουργεῖ αὐτονομημένα καί ὡς ἀτομική αὐθεντία ἀλλά ἐξ Ὀνόματος Χριστοῦ. Ἔτσι καί ὁ ἐπίσκοπος δέν ἐνεργεῖ ἐξ ἰδίας ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς ἐντολοδόχος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ καί « δώσει λόγον τῷ πάντων κριτῇ » 46.
Ὁ Ἐπίσκοπος, δηλαδή, δέν μεταφέρει καί κυρίως δέν ἐπιβάλλει στήν Ἐκκλησία τίς προσωπικές του ἀπόψεις, τίς ἀτομικές του συνήθειες ἤ τίς ἰδιαιτερότητες τοῦ χαρακτήρα του ἀπαιτώντας γιά ὅλα αὐτά ὑπακοή ἀπό τούς κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς. Ἀκόμη μεγαλύτερο εἶναι τό πρόβλημα πού δημιουργεῖται στίς περιπτώσεις πού κάποιες ἐνέργειες ἤ πρωτοβουλίες τοῦ Ἐπισκόπου δέν συμφωνοῦν μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν δογματική ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Τότε παραβιάζεται εὐθέως ἡ ἐκκλησιολογική καί δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, τό ὁποῖο ἀρνεῖται νά ἀκολουθήσει ἀντορθόδοξες ἐπιλογές καί ὡς ἐκ τούτου ἀδυνατεῖ νά ὑπακούσει τόν Ἐπίσκοπο (π.χ. ἡ συμμετοχή σέ συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους, ἡ ἀνάγνωση μεταφράσεων λειτουργικῶν κειμένων στίς ἱερές ἀκολουθίες κ.ἄ).
Ἡ ἐξέχουσα θέση τοῦ Ἐπισκόπου μέσα στήν Ἐκκλησία « δέν εἶναι ἄνευ ὅρων. Πρέπει πάντοτε νά βρίσκεται σέ συνάρτηση μέ τήν ὀρθή ὁμολογία πίστεως ». Αὐτό ἀναδεικνύεται σαφέστατα μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου. « Ὁ ἐπίσκοπος -σημειώνει ὁ Καθηγητής κ. Σκουτέρης – ὡς βεβαιότητα καί σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας κατανοεῖται ἀπό τόν Ἰγνάτιο, ὡς διασφαλιστής τῆς ταυτότητας τῆς διδασκαλίας καί τῆς πίστεως στό ἐκκλησιαστικό σῶμα » 47.
Καί ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης παρατηρεῖ ὅτι: « Τὸ καθῆκον τῆς συμμορφώσεως τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν βούλησιν τοῦ Κυρίου βαρύνει κυρίως τοὺς ἐπισκόπους, οἵτινες εἶναι οἱ κατ᾿ ἐξοχὴν διδάσκαλοι τῆς Ἀληθείας χαρακτηριζόμενοι καὶ ὡς «ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκ τῆς καλῆς δὲ ἢ κακῆς καταστάσεως αὐτῶν τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συνδιακινδυνεύει ἢ συνδιασώζεται. Οἱ ἐπίσκοποι, ἔχοντες τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, δέον νὰ εἶναι ὅλως εὐαίσθητοι εἰς πᾶσαν προσπάθειαν λανθανούσης ἢ καὶ φανερᾶς νοθεύσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου διὰ διδασκαλιῶν ἢ κατευθύνσεων ξένων ἢ καὶ ἀντιθέτων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕκαστος ἐπίσκοπος δέον νὰ ἀποτελῇ τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας διακρίνων τὰ «τῇ ἐκκλησιαστικῇ πίστει σύμφωνα» (Ι´ Καρθαγ.), ἢ καὶ ἀντιτιθέμενα, ἀγωνιζόμενος διὰ τὴν «ἐπιστήμην», ἤτοι τὴν ἀκρίβειαν τῶν δογμάτων, διὰ τὴν «ὁμολογίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ διὰ «τὴν τῆς ἀληθείας ἐκδικίαν» (ιζ´ Σάρδ.)» 48.
Αὐτές, λοιπόν, εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ ὑπακοῆς πρός τούς Ἐπισκόπους. Νά εἶναι « ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ», (Ἁγ. Ἰγνατίου, Πρός Ἐφεσίους 3,2), νά ποιμαίνουν κατά Θεόν τό ποίμνιό τους ( Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους 4,1), νά ἀγρυπνοῦν « ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13,17) , νά διοικοῦν ὡς οἰκονόμοι, νά μήν σφετερίζονται τήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τους καί νά μήν προβαίνουν «εἰς τιμωρίαν διά προσωπικήν τους ἱκανοποίησιν καί νά μήν λέγουν ὅτι εἶναι δικά τους ὅσα ἀνήκουν εἰς τόν Κύριόν τους» (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου), νά συνεργάζονται ἐν ὁμονοίᾳ καί ἀγάπῃ μέ τούς πρεσβυτέρους πού ἀποτελοῦν « συνέδριον Θεοῦ » καί « σύνδεσμον Ἀποστόλων » (Ἁγίου Ἰγνατίου).
Τό θέμα τῆς ὑπακοῆς πρός τόν Ἐπίσκοπο, εἰδικά σέ ζητήματα δογματικά καί ἀκριβείας τῆς πίστεως, δημιουργοῦσε ἀνέκαθεν σοβαρές τριβές ἀνάμεσα στούς Ἐπισκόπους καί τούς μοναχούς, ἀλλά καί γενικώτερα τούς κληρικούς καί τούς λαϊκούς.
Εἰδικώτερα στίς μέρες μας ἡ διάσταση αὐτή ἔχει ὀξυνθεῖ ἐξαιτίας τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων. Συνεχεῖς παραχωρήσεις σέ θέματα πίστεως, καινοφανεῖς θεολογικές ἀπόψεις, μεταφράσεις λειτουργικῶν κειμένων, μεταπατερική καί συναφειακή θεολογία καί ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀπόψεις ἔχουν ἐνσκήψει σάν λαίλαπα στήν Ἐκκλησία διαβρώνοντας καί νοθεύοντας τήν ἐκκλησιολογία της. Καταλήγουμε, ἔτσι, ὅπως παρατηρεῖ σέ πρόσφατη μελέτη του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, σέ « μία κυοφορούμενη αἵρεση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία » 49.
Καί τίθεται ἐδῶ τό ἐρώτημα ἄν ἐπιβάλλεται ὑπακοή στούς Ἐπισκόπους σέ θέματα ἀντίθετα πρός τήν πίστη μας. Μᾶς ἀπαντᾶ μέ σαφήνεια καί κατηγορηματικότητα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
« Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε»; Ἀνωτέρω εἰπών, «ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν», τότε εἶπε, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε». Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ, καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δέ βίου ἕνεκεν, μή περιεργάζου….. ἐπεί καί τό, «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε», περί βίου ἐστίν, οὐ περί πίστεως· τό γοῦν ἐπαγόμενον τοῦτο δηλοῖ. «Τί γάρ βλέπεις», φησί, «τό κάρφος τό ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τήν δέ δοκόν τήν ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς;» «Πάντα οὖν ὅσα ἄν λέγωσιν ὑμῖν», φησί, «ποιεῖν, ποιεῖτε» (τό δέ ποιεῖν ἔργων ἐστίν, οὐ πίστεως), «κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε». Ὁρᾷς ὅτι οὐ περί δογμάτων ἐστίν ὁ λόγος, ἀλλά περί βίου καί ἔργων; » 50.
Ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος φθάνει στό σημεῖο νά ἐκτιμᾶ ὅτι: « Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός » 51.
Ὅσα ἀναφέραμε γιά τόν Ἐπίσκοπο ἰσχύουν, κατά ἀναλογία, καί γιά τόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καταλαμβάνει, ἐπίσης, ἐξέχουσα θέση ἔναντι τῶν ὑποτακτικῶν του μέσα στήν Ἱερά Μονή του. « Δέν θά εἶναι ὑπερβολή νά εἴπωμεν ὅτι ἡ ποιμαντική εὐθύνη καί ἐξουσία τοῦ ἡγουμένου ἐν τῇ Μονῇ εἶναι τοιαύτη οἵα τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τῇ Ἐπισκοπῇ » 52, σημειώνει ὁ π. Γεώργιος Καψάνης συμπληρώνοντας ὅτι « Οἱ ἱεροί κανόνες προϋποθέτουν τήν ἄποψιν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκφράζουν αὐτήν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί δή ὁ κατ’ ἐξοχήν Νομοθέτης τοῦ Μοναχισμοῦ Βασίλειος ὁ Μέγας, καθ’ ἥν ὁ ἡγούμενος «οὐδέν ἕτερόν ἐστι ἤ ὁ τοῦ Σωτῆρος ἐπέχων πρόσωπον» (Ἀσκ. Διατ. PG 31, 1409) 53.
Θά πρέπει, λοιπόν, καί ὁ ἡγούμενος νά εἶναι πιστός στήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδοξίας, καθώς καί στίς ἀρχές καί τά θέσμια τοῦ μοναχισμοῦ, καθώς δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει ὑπακοή σέ θέματα ἀντίθετα πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἤ σέ νεωτερισμούς πού ἀλλοιώνουν τό πνεῦμα καί τό περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Μία μεγάλη ρήξη, καί ὄχι ἁπλή τριβή, ἀνάμεσα στούς Ἐπισκόπους καί τίς Ἱερές Μονές ἦταν αὐτή πού ἄρχισε νά συντελεῖται μέ τήν καθιέρωση τοῦ καθεστῶτος τῆς «νόμῳ κρατούσης Ἐκκλησίας» μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν ἵδρυση τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους.
Ἡ σύμπραξη τοῦ Ἐπισκοπικοῦ σώματος μέ τόν Μάουερ, τόν Κοραή καί τόν Φαρμακίδη τήν περίοδο τῆς βαυαροκρατίας, πού ἐπέφερε, ἐκτός τῶν ἄλλων, τήν διάλυση τῶν μοναστηριῶν καί τήν ἐξουθένωση καί τόν διασυρμό τῶν μοναχῶν, ἄφησε βαθιές πληγές στόν ἑλλαδικό μοναχισμό καί ἕνα ἀγεφύρωτο χάσμα ἀνάμεσα στίς Ἱερές Μονές καί τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία.
Ὁ σφικτός ἐναγκαλισμός τῆς Διοικούσας Ἐκκλησίας μέ τό διαρκῶς ἐκκοσμικευμένο κράτος ἔγινε ἀπό τήν βαυαροκρατία καί ἐντεῦθεν ἕνα πάγιο κατεστημένο, μία νοσηρή κατάσταση πού τήν διαπιστώνουμε σέ ὅλη τήν μετέπειτα πορεία τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησίας μέ τίς ἐπαναλαμβανόμενες ἐκτροπές καί τίς ἀριστίνδην συνόδους νά διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη κατ’ ἐντολήν καί σέ συμφωνία πάντοτε μέ τήν ἑκάστοτε κοσμική ἐξουσία 54.
Κύρια ἐπιδίωξη τῆς βαυαροκρατίας ἦταν ὁ ἐκδυτικισμός τῆς Ἑλλάδος καί ἡ ἀποκοπή της ἀπό τήν πίστη καί τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. «Τό μεγαλύτερον ἐμπόδιον – κατά τόν μακαριστό Καθηγητή πρωτοπρεσβύτερο Ἰωάννη Ρωμανίδη – εἰς τό σχέδιον δυτικοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξεν ὁ μοναχισμός. Εἰς αὐτόν διεσώζετο ἡ βιβλική παράδοσις τῶν προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, οἵτινες ἀποτελοῦν τήν καρδίαν τῆς πατερικῆς παραδόσεως» 55.
Κατά τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό: «Ὁ ἐπιδιωκόμενος ὅμως κρατικὸς ἐκδυτικισμός… ἦταν παντελῶς ἀδύνατος χωρὶς τὴν δυτικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας… Ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲ «ἐπιβουλὴ» -γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸν δικαιωμένο ἀπὸ τὰ πράγματα ὅρο τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου- ἐπικεντρώθηκε στὸν Μοναχισμό, χῶρο αὐθεντικῆς συνέχειας τῆς δομῆς καὶ τοῦ τρόπου ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως. Τὴν ἔκταση δὲ τῆς προϊούσας διάβρωσης φανερώνει ἡ συνοδικὴ «ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ» συμμετοχὴ στὴν διάλυση τῶν ἱερῶν Μονῶν, δηλωτική τοῦ πνεύματος αὐτοκαταστροφῆς, ποὺ εἶχε κυριεύσει ἀπὸ τὸ 1833 καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία» 56.
Συντελεῖται οὐσιαστικά ἡ «κατάργηση» τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀντικατάστασή της μέ ἕνα νέο θρησκευτικό σχῆμα θεμελιωμένο σέ διανοητικές καί ἠθικιστικές ἀρχές καί ἀξίες. Εἶναι ἡ «νέα θρησκεία» πού ὁραματιζόταν ὁ Κοραῆς ἐπηρεασμένος ἀπό τόν ντεϊσμό τοῦ Βολταίρου, τόν ὁποῖο τόσο θαύμαζε καί ἀκολουθοῦσε, καί τήν ἀποστροφή τοῦ τελευταίου πρός τούς «καλογήρους» τούς ὁποίους ταυτίζει μέ τήν ἀπαιδευσία, τήν τυπολατρεία καί τήν δεισιδαιμονία 57.
Ἡ ἀποστροφή τῆς Συνόδου πρός τόν μοναχισμό φαίνεται καθαρά καί στά γραφόμενα τοῦ Θεόκλητου Φαρμακίδη (ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου) πού θεωροῦσε τούς μοναχούς παντελῶς ξένους πρός τίς ἀπαιτήσεις καί τήν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἀνήγαγε τίς καταβολές τοῦ μοναχισμοῦ στούς αἱρετικούς ἐγκρατίτες! Γι’ αὐτό καί συμβουλεύει τούς μοναχούς νά περιοριστοῦν σέ ἐλάχιστα μοναστήρια, χωρίς νά παρακινοῦν κι ἄλλους νά ἀκολουθήσουν τόν τρόπο ζωῆς τους 58.
Ἔτσι, τό 1833, πού διακηρύχθηκε ἡ ἑλλαδική αὐτοκεφαλία, συγχωνεύτηκαν οἱ ἀνδρικές μονές πού δέν διέθεταν περισσότερους ἀπό ἕξι μοναχούς καί καταργήθηκαν τά γυναικεῖα μοναστήρια ὅπου ὑπῆρχαν λιγότερες ἀπό τριάντα μοναχές. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ ἀριθμός τῶν μονῶν ἀπό 589 πού ἦταν πρίν τήν ἐφαρμογή τῶν Βασιλικῶν Διαταγμάτων νά φτάσει στίς 152 τό 1858. Ἐπίσης, οἱ μοναχές κάτω τῶν 40 ἐτῶν ὑποχρεώθηκαν νά φύγουν ἀπό τό μοναστήρι τους καί νά γυρίσουν στόν κόσμο, ἐνῶ αὐτές πού ἔμειναν στά μοναστήρια ζοῦσαν κάτω ἀπό τραγικές συνθῆκες καί κρατικές πιέσεις 59. Ἀκόμη καί αὐτές οἱ μονές πού διατηρήθηκαν ἔχασαν τήν αὐτονομία τους, καθώς τήν πνευματική τους διοίκηση ἀνέλαβε ὁ τοπικός ἐπίσκοπος καί τήν κοσμική-οἰκονομική ὁ τοπικός Νομάρχης. Ὑποχρεώθηκαν ἐπίσης στήν ὑποβολή δυσβάστακτων φόρων πρός τήν τοπική καί κεντρική διοίκηση. Φυσικά ἔμειναν ἐντελῶς ἀνέπαφα τά μοναστήρια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί οἱ περιουσίες τους!!!
Τό τί ἐπακολούθησε μέ τήν ἐφαρμογή αὐτῶν τῶν βασιλικῶν διαταγμάτων εἶναι ἀδιανόητο καί θά ἀποτελεῖ ἕνα διαρκές ὄνειδος στήν ἱστορία τῆς Ἑλλαδικης Ἐκκλησίας. Ἀνάλογες φρικαλεότητες δέν συνέβησαν οὔτε στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας οὔτε ποτέ ἄλλος ξένος κατακτητής εἴχε ἐπιφέρει στά ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος.
Τήν ἀχαρακτήριστη αὐτή στάση τῆς Ἐκκλησίας στιγματίζει καί ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος:
« Αὐτή ἦτο σέ γενικές γραμμές ἡ πρότασι τῆς Ἐκκλησίας, πού γεμίζει μέ λύπη τήν κάθε ψυχή. Ποιός θά μποροῦσε ποτέ νά δικαιολογήσῃ τήν ἀστοργία αὐτή; Ἔστω κι ἄν ὑποτεθῆ, ὅτι συνέβαινον ἔκτροπα στίς γυναικεῖες Μονές, ποιός λόγος συνέτρεχε γιά νά προταθῆ σάν λύσις ἡ διάλυσις; Καί μάλιστα μέ παράλληλο βίαιο ἀποσχηματισμό τῶν μοναζουσῶν ἀπό μιά ὡρισμένη ἡλικία καί κάτω; Στ’ ἀλήθεια διστάζει κανείς νά παραδεχθῆ πώς μιά τέτοια πρότασις προῆλθε ἀπό τήν Ἐκκλησία » 60.
Ἡ ἀνώμαλη αὐτή ἐκκλησιαστική κατάσταση σημάδεψε τόσο καίρια τήν πορεία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί προκάλεσε τόσο βαθειά καί δυσίατα τραύματα, πού δέν μπόρεσε νά τά θεραπεύσει στό ἀκέραιο ὁ μακροχρόνιος ἐκκλησιαστικός βίος πού ἀκολούθησε.
Καί αὐτό γιατί ἡ κανονική ἐκτροπή, πού συντελέστηκε τό 1833, προκάλεσε μιά παθολογική συμπτωματολογία, φαινόμενα τῆς ὁποίας ἀπαντῶνται ἀκόμη καί σήμερα στόν ἑλλαδικό ἐκκλησιαστικό μας βίο. Ὡς κύρια δείγματα τῆς συμπτωματολογίας ἐκείνης θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν: ἡ ἀποκοπή τοῦ σώματος τῶν Ἀρχιερέων ἀπό τόν λαϊκό παραδοσιακό κορμό, ἡ μετατροπή τους σέ κρατικούς ὑπαλλήλους καί ἀξιωματούχους καριέρας, ἡ σταδιακή ἀποξένωσή τους ἀπό τά ποιμαντικά τους καθήκοντα, τόν κηρυκτικό εὐαγγελικό λόγο καί τήν φροντίδα τοῦ λαοῦ, ἐλλείψεις πού ἡ ἀνάγκη καλύψεώς τους ὁδήγησε στήν δημιουργία ἐκκλησιαστικῶν κινημάτων, συλλόγων καί ὀργανώσεων.
Καλλιεργήθηκε, ἔτσι, στούς Ἀρχιερεῖς μία ἀποστροφή πρός τόν κατώτερο κλῆρο καί τούς μοναχούς, πού ἐκδηλώνεται μέ μία βαθειά ὑποτίμηση καί μία ἐξουσιαστική καί ἰδιοκτησιακή ἔκφραση κυριαρχίας.
Πρόκειται γιά τό φαινόμενο, πού ἐπικράτησε ὡς «δεσποτισμός» ἤ «δεσποτοκρατία» καί πού συνίσταται, κυρίως, στήν προβολή καί τήν χρήση τῆς ἐπισκοπικῆς αὐθεντίας, ὅχι ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καί χάριτος, ἀλλά ὡς ἀπότοκο τοῦ ἀξιώματος (μέ τήν διοικητική καί ἐξουσιαστική του μορφή) καί τῶν δικαιωμάτων πού αὐτό συνεπάγεται.
Στό σημεῖο αὐτό, καταλυτική στάθηκε ἡ ἀλλαγή στόν τρόπο ἐπιλογῆς τῶν Ἀρχιερέων, πού δέν γινόταν πλέον ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν, μέ συνέπεια τήν ἀποκοπή τους ἀπό τήν νηπτική καί ἡσυχαστική παράδοση καί βιοτή.
Ὅσοι ἀπό τότε ἀπεργάζονταν τόν ἐκδυτικισμό καί τήν ἀπορθοδοξοποίηση τῆς Ἑλλάδος « ἀδυνατοῦντες, κατά τόν π. Ρωμανίδη , νά ἐλέγχουν ποῖοι θά καθίστανται ἐπίσκοποι καί διοικηταί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεφάσισαν καί κατώρθωσαν νά ἐλέγχουν ποῖοι δέν θά καθίστανται ἐπίσκοποι, τακτική ἡ ὁποία ἐνδιαφέρει αὐτούς μέχρι σήμερον. Διά τοῦτο καί οἱ παραδοσιακοί μοναχοί, οἵτινες ὡς θεμέλιον εἶχον τήν κάθαρσιν καί φωτισμόν τῆς καρδίας καί τήν θέωσιν, ἀντικατεστάθησαν ὑπό ἀποφοίτων θεολογικῶν σχολῶν εἰς τάς ὁποίας ἔμαθον ὅτι θεμέλιον τῆς πατερικῆς παραδόσεως εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ φιλοσοφία τῶν «ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων» » 61.
Ἡ ἀποστροφή τῆς Συνόδου πρός τόν μοναχισμό ἐκφράζεται καί μέσα ἀπό τίς κατά καιρούς συνοδικές ἐκθέσεις καί ἀνάλογες Μητροπολιτῶν τῆς ἐποχῆς, πού δέν βλέπουν καί δέν ἀναγνωρίζουν ποτέ τίποτε καλό στούς συγχρόνους τους μοναχούς. Κυρίως, ὅμως, ἔχουν μία ἐντελῶς ἐσφαλμένη ἀντίληψη γιά τόν μοναχισμό καί ἀντιλαμβάνονται τήν βελτίωσή του μέσα ἀπό τήν ἀνάπτυξη κοινωνικοῦ ἔργου στά πρότυπα ὀργανώσεως τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Δύσεως 62.
Τήν κατανόηση καί τήν ἀναγνώριση πού δέν βρῆκαν οἱ μοναχοί στήν ἐκκλησιαστική τους ἱεραρχία τήν ἔλαβαν ἀπό τήν θρυλική μορφή τοῦ ἀγώνα, τόν Στρατηγό Μακρυγιάννη, ὁ ὁποῖος γράφει στά Ἀπομνημονεύματά του:
« Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους, ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι εκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας (πυριτιδαποθῆκες) κι ὅλα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου· ὅτ᾿ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσίασαν οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα. Καὶ οἱ Μπαυαρέζοι παντήχαιναν, ὅτ᾿ εἶναι οἱ Καπουτζῖνοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτι εἶναι σεμνοί, κι ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί καὶ ἔτρωγαν ψωμὶ… καὶ χάλασαν (οἱ Μπαυαρέζοι) καὶ ρήμαξαν ὅλους τοὺς ναοὺς τῶν μοναστηριῶν » 63.
Ἡ διάσταση αὐτή ἀπόψεων περί τοῦ μοναχισμοῦ ἀνάμεσα στούς Μητροπολίτες καί τόν Στρατηγό Μακρυγιάννη δέν εἶναι καθόλου τυχαία. Εἶναι μάλιστα δηλωτική τοῦ χάσματος, πού χώριζε τήν ἐπισκοπική ἱεραρχία (ἐγκλωβισμένη στά θελήματα τῆς ξενοκίνητης ἀντιβασιλείας) ἀπό τόν ἁπλό λαό πού στέναζε κάτω ἀπό τήν βαυαρική βαρβαρότητα καί τόν ὁποῖο ἐξέφραζε καί ἐνέπνεε ὁ Μακρυγιάννης (πρωτοστάτης τοῦ λαϊκοῦ κινήματος τῆς 3 ης Σεπτεμβρίου 1848 γιά τήν θέσπιση Συντάγματος) 64.
Μία ἄλλη, ἐπίσης, ὑγιής ἀντίδραση στήν καταστροφική διάβρωση τῶν βαυαρῶν ὑπῆρξε αὐτή τοῦ ἁγίου μοναχοῦ Παπουλάκου, κατά κόσμον Χριστοφόρου Παναγιωτόπουλου. Ὁ Παπουλάκος, παρότι ἀγράμματος, ἔχει ἀπόλυτη ἐπίγνωση αὐτοῦ πού ἐπιχειρεῖται στήν μεταεπαναστατική Ἑλλάδα. « Εἶναι σκοπός νά χαλάσουν τήν θρησκεία » διακηρύττει καί στιγματίζει τούς πρωταιτίους καί τούς ἐνόχους: οἱ « λουθηροκαλβίνοι », οἱ ἑτερόδοξοι δηλαδή Βαυαροί καί μισσιονάριοι, ὁ Φαρμακίδης « ὅτι ἔχυσε τό φαρμάκι», ἡ Σύνοδος, ἡ «μιαρά, διαβολική, βουλομένη (σφραγισμένη) μέ τήν βούλα τοῦ Ἄρμανσμπεργκ » 65.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Στήν διάρκεια τῆς Βαυαροκρατίας, ὅπως ἀναφέραμε, ξεκινᾶ ἡ ἀποψίλωση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας καί ἡ σταδιακή ὑπαγωγή της στήν κατοχή τοῦ Δημοσίου μέ τίς ἀναγκαστικές ἀπαλλοτριώσεις τῶν ἐτῶν 1833‐1834, 1917, 1930 καὶ 1952 πού ἀκολούθησαν. Στήν βαυαροκρατία, ἐπίσης, καλλιεργήθηκε (καί ἀργότερα παγιώθηκε) ἡ ἄποψη ὅτι ἡ μοναστηριακή περιουσία ἀποτελεῖ κληροδότημα τῶν προγόνων στό ἔθνος καί ὄχι ἰδιωτική περιουσία τῶν Μονῶν.
Ἡ ἄποψη αὐτή ἐνισχυόταν καί ἐλάμβανε ἀκόμη πιό ἀρνητικές διαστάσεις σέ συνδυασμό μέ τήν γενικώτερη ἀπαξίωση τοῦ μοναχισμοῦ τήν περίοδο ἐκείνη, πού εἶχε ἰσχυρά ἐρείσματα στήν ἴδια τήν Διοικοῦσα Ἐκκλησία. Ἡ γενικώτερη ἀποστροφή τῶν Ἱεραρχῶν πρός τούς μοναχούς καί τόν κατώτερο κλῆρο λάμβανε χαρακτήρα ταξικῆς διακρίσεως. Ἔτσι οἱ μοναχοί θεωρήθηκαν πολίτες δευτέρας κατηγορίας (ἀγράμματοι καί ἄξεστοι, « βαρβαρίζοντες καλογερίσκοι », κατά τόν Κοραή), ἀνίκανοι νά διαχειριστοῦν τήν περιουσία τῶν Μονῶν τους.
Μετά τό πρῶτο κῦμα λεηλασίας τῆς περιουσίας τῶν Μονῶν μέ τήν σύσταση καί τήν λειτουργία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου (1833), ἡ Πολιτεία (μέ τήν σύμπραξη τῆς διοικούσας Ἐκκλησίας) κάνει τό ἑπόμενο βῆμα της γιά τήν ἁρπαγή τῆς περιουσίας τῶν μοναστηριῶν καί τήν συρρίκνωση τοῦ μοναχισμοῦ.
Μέ τόν νόμο 4584/1930 «περί διοικήσεως καί διαχειρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μοναστηριακῆς περιουσίας καί περί συγχωνεύσεως τῶν μικρῶν μονῶν» προχωρᾶ στήν ἵδρυση τοῦ «Ὀργανισμοῦ διοικήσεως καὶ διαχειρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικής καὶ μοναστηριακῆς περιουσίας ΟΔΕΠ» ἔτσι, ὥστε τὸ ἑλληνικὸ Δημόσιο νὰ ἐξασφαλίζει τὸν πλήρη ἔλεγχο τῆς διοικήσεως καὶ διαχειρίσεως τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τῆς περιουσίας αὐτῆς. Εἰσηγητής τοῦ νόμου ὁ Ὑπουργός ἐπί τῶν Θρησκευμάτων Γεώργιος Α. Παπανδρέου ἐπί πρωθυπουργίας (τῆς τελευταίας του) Ἐλευθερίου Βενιζέλου, προσωπικοῦ φίλου τοῦ Μελετίου Μεταξάκη 66.
Παρά τίς ἀρχικές ἀντιρρήσεις τῆς τότε Συνόδου γιά τήν ἵδρυση, τόν τρόπο λειτουργίας καί τούς σκοπούς τοῦ ΟΔΕΠ, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δέν κατάφερε νά εἰσακουστεῖ ἀπό τήν πολιτεία καί ὑποχώρησε τελικά στά κελεύσματά της.
Ὅπως, εὔστοχα, παρατηρεῖ ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: « Γιά ἄλλη μιά φορά ἀπεδεικνύετο ἡ Ἐκκλησία ἀνίκανος νά ὑπερασπίσῃ τά συμφέροντά της, ἐνῶ παράγοντες ξένοι πρός αὐτήν ἄνοιγαν ὁδούς γιά μιά ἐκ νέου ἐπέμβαση τῆς πολιτείας στά μοναστηριακά περιουσιακά θέματα, μέ ὅπλα πού ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶχε παραχωρήσει » 67.
Ἡ ὅλη λειτουργία τοῦ ΟΔΕΠ στήν μακροχρόνια πορεία πού ἀκολούθησε χαρακτηρίστηκε ἀπό μία ἄνευ προηγουμένου κακοδιαχείριση τῆς περιουσίας τῶν Ἱερῶν Μονῶν μέ ἀποτέλεσμα τήν κατασπατάλησή της. Μία σειρά ἀπό καταπατήσεις, ἐκκρεμοδικίες, διακατεχόμενα, οἰκονομικές ἀτασθαλίες, ἀδιαφανεῖς καί ζημιογόνες συναλλαγές, παράνομες ἀγοραπωλησίες, ἀναξιοποίητες καί ἀνεκμετάλλευτες ἐκτάσεις ὑπῆρξε τό «κληροδότημα» τοῦ «ἁμαρτωλοῦ ΟΔΕΠ» στίς δικαιοῦχες Ἱερές Μονές.
Ἡ νομοθεσία τοῦ 1930 γιὰ τὸν ΟΔΕΠ, παρὰ τὶς πολλὲς κατὰ καιροὺς τροποποιήσεις της, παρέμεινε γιὰ πολλὲς δεκαετίες ὁ κορμὸς τῆς ἰσχύουσας γιὰ τὰ συναφῆ ζητήματα νομοθεσίας μέχρι καί τήν ψήφιση τοῦ νόμου 1700/1987, τὸν γνωστὸ καὶ ὡς «νόμο Τρίτση», πού ἦρθε νά δώσει τήν χαριστική βολή στήν ἐναπομείνασα περιουσία τῶν μοναστηριῶν.
Ταυτόχρονα, ὅμως, ἐπιχειρήθηκε καί ἡ χαριστική βολή στά δικαιώματα καί τήν ἀνεξαρτησία τῶν μονῶν καί στόν σεβασμό τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν μοναχῶν. Κι αὐτό γιατί, παρά τήν ἀρχική σφοδρώτατη ἀντίδραση τῆς Διοικούσας Ἐκκλησίας στόν νόμο, τελικά ὑπῆρξε ριζική ἀνατροπή. Σέ ἀπευθείας διαπραγμάτευση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ μέ τόν Πρωθυπουργό Ἀνδρέα Παπανδρέου συμφωνήθηκε, χωρίς καμμία ἀπολύτως νομική προπαρασκευή καί συμβολαιογραφική πράξη (μέ ἁπλές πράξεις ἡγουμενοσυμβουλίων), ἡ παραχώρηση τῆς περιουσίας τῶν Μονῶν στό Κράτος μέ τήν γνωστή Σύμβαση μεταξύ τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου πού περιλήφθηκε στόν νόμο 1811/1988.
Στήν Σύμβαση συμβλήθηκαν μόνον 144 Μονές (οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές, δυστυχῶς, πιεζόμενες ἀπό τούς οἰκείους ἐπισκόπους), ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρνήθηκαν νά συμβληθοῦν. Ἡ προσφυγή τῶν Ἱερῶν Μονῶν στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (στήν ὁποία πρωτοστάτησε ἡ Μονή μας καί παραστήκαμε προσωπικά στό Στρασβοῦργο) εἶχε νικηφόρο ἀποτέλεσμα γιά τά μοναστήρια. Τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο ἀναγνώρισε στίς Ἱερές Μονές τό δικαίωμα διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τους, καθώς καί τό δικαίωμα δικαστικῆς προστασίας τους ( 10/1993/405/483-484 τοῦ 1994 ).
Φαντάζει πραγματικά ὀξύμωρο καί ταυτόχρονα προκαλεῖ βαθειά πικρία τό γεγονός ὅτι τήν ἀναγνώριση καί τόν σεβασμό πού ἡ « πατρική πρόνοια » τῶν Ἐπισκόπων ἐπί σειρά ἐτῶν στέρησε ἀπό τούς μοναχούς, θεωρώντας τους πολίτες β΄ κατηγορίας, χρειάστηκε αὐτοί νά φθάσουν μέχρι τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο γιά νά τά κερδίσουν.
Εἶναι, λοιπόν, δικαιολογημένη ἡ ἀνασφάλεια πού νοιώθουν οἱ μοναχοί, καί ἡ δυσπιστία γιά τίς ἀποφάσεις, τίς ἐνέργειες, τούς σχεδιασμούς καί τίς προθέσεις τῆς Διοικούσας Ἐκκλησίας, ἀφοῦ δέν εἶναι λίγες οἱ φορές στήν ἱστορία τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, πού ἐγκαταλείφθηκαν προδομένοι.
Τήν ἴδια, καί ἀκόμη μεγαλύτερη, ἀνησυχία αἰσθάνονται οἱ μοναχοί καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως, στά ὁποῖα πάντοτε ἦταν εὐαίσθητοι καί ἔδωσαν αἱματηρούς ἀγῶνες γιά τήν προάσπιση τῆς ὀρθοδοξίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά θά λέγαμε ὅτι ἡ πολιτειοκρατία τῶν δύο (σχεδόν) τελευταίων αἰώνων σημάδεψε ἀποφασιστικά τήν Διοικοῦσα Ἐκκλησία καί διαμόρφωσε ἕνα πλαίσιο σχέσεων τό ὁποῖο χαρακτηρίζουν κυρίως οἱ ἐπεμβάσεις τῆς Πολιτείας στήν Ἐκκλησία καί σπανίως τό ἀντίστροφο . Ὁ σφιχτός ἐναγκαλισμός τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Κράτος τήν μετέτρεψε, τρόπον τινά, σέ μέρος τοῦ συστήματος καί ἐπέδρασε ἀρνητικά στήν μαρτυρία της. Ἔγραφε, προφητικά καί πάντα ἐπίκαιρα, πρίν ἀπό χρόνια ὁ Καθηγητής κ. Μαντζαρίδης: « Τό αἴτημα, πού ὑπάρχει γιά ἄμεση μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνική ἤ τήν πολιτική ζωή, δέν ὀφείλεται οὐσιαστικά στήν ἀνεπάρκεια τῆς μαρτυρίας αὐτῆς ἀλλά στήν ἀπουσία της. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζεται ὡς κατεστημένο, συχνά μάλιστα πιό δύσκαμπτο καί πιό ἀναχρονιστικό ἀπό τό κοινωνικό ἤ τό πολιτικό κατεστημένο, ὅταν ἡ χαρισματική καί ἐσχατολογική προοπτική της συμπιέζεται σέ μονολιθική καί ἐγκοσμιοκρατική ὀργάνωση, ὅταν ἡ ἀρχή τῆς θυσίας καί τῆς διακονίας διαστρέφεται σέ ἀπολυταρχική ἐξουσία, πού ἀρνεῖται μάλιστα κάθε ἐποικοδομητική κριτική καί ἐπικαλεῖται τό κῦρος τῆς θείας αὐθεντίας, γιά νά καλύψει τήν αὐθαιρεσία καί τήν ἀσυναρτησία, δέν μπορεῖ νά δώσει θετική μαρτυρία » 68.
Πρέπει, ὅμως, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ἐπιδημία τῆς πολιτειοκρατίας, τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως πλήττει καί τά μοναστήρια μας. Ἡ πολυπραγμοσύνη, ἡ ἔντονη κοινωνικότητα, ὁ νεωτερισμός, ἡ ἐπιχειρηματική δραστηριότητα, ἡ πολυτέλεια, ὁ πλουτισμός, ἡ ἄμετρη χρήση τῆς συγχρόνου τεχνολογίας ἔχουν μειώσει τήν ἄσκηση, τόν ἡσυχασμό, τήν νήψη, τήν προσευχή, τήν μελέτη καί τό ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἔχουν χαλαρώσει τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωση στήν περιφρούρηση τῶν ἀκριτικῶν συνόρων τῆς ἱερῆς μας γῆς, τῆς πίστεως δηλαδή καί τῆς πατρίδος μας, στήν ὑπηρεσία τῶν ὁποίων ἦταν πάντοτε ταγμένοι καί πρωτοπόροι οἱ μοναχοί. Κινδυνεύει, δυστυχῶς, ὁ σύγχρονος ὀρθόδοξος μοναχισμός μας -ὄχι μόνον ὁ ἑλλαδικός, ἀλλά, μετά λύπης μας, καί ὁ ἁγιορείτικος- νά καταλήξει σκιά τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος του, ἐκκοσμικευμένος, πολυπράγμων, κοινωνικός, ἐπιδοτούμενος καί χρηματοδοτούμενος, ἀλλοτριωμένος, κωφεύων, σιωπῶν καί ἀπών συμβάλλοντας καί αὐτός μέ τόν τρόπο του στήν ἀπουσία τῆς ζωντανῆς καί οὐσιαστικῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας σήμερα.
Ἐπίσκοποι καί μοναχοί γινόμαστε κάποιες φορές ἀχθοφόροι τῆς ἰδιότητος καί τῆς ἀποστολῆς μας. Ἀναπτυξιακές ἑταιρεῖες, μή κυβερνητικές ὀργανώσεις (ΜΚΟ), οἱ περισσότερες ἀποτυχημένες καί καταχρεωμένες, κοινοτικά προγράμματα, μελέτες, ἐπιχορηγήσεις, ἐπενδύσεις, μετοχές, χρηματιστήρια, συναλλαγές ἔχουν μετατρέψει, σέ ἕνα μεγάλο ποσοστό, τήν Ἐκκλησία μας, τίς ἐνορίες μας, τά μοναστήρια μας ἀπό νοσοκομεῖα καί ἰατρεῖα ψυχῶν σέ οἰκονομοτεχνικούς ὀργανισμούς καί σέ ὑπηρεσίες διεκπεραιώσεως κυρίως οἰκονομικῶν καί λογιστικῶν ὑποθέσεων.
Παρατηροῦνται, ἐπίσης, καί στόν μοναχισμό φαινόμενα γεροντισμοῦ, αὐθεντίας, πνευματικῆς αὐτάρκειας καί αὐτονομίας, αὐτοπροβολῆς χαρισμάτων καί δημιουργία στενῶν κύκλων καθοδηγήσεως. Καταλήγουμε, ἔτσι, στήν ὁμαδοποίηση καί τήν ὀπαδοποίηση τῶν πιστῶν, πού τρέφουν ἰδιαίτερη εὐλάβεια πρός τόν μοναχισμό, προκαλώντας τους ἀσφυκτική συνειδησιακή πίεση, προσκολλήσεις καί προσωπολατρεῖες.
Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, ἐπιστροφή γιά ὅλους μας -Ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς- στίς ἀρχές καί τά βιώματα τοῦ ἀποστολοπαράδοτου καί ἁγιοπατερικοῦ νηπτικοῦ, ἡσυχαστικοῦ καί ἀσκητικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί μοναχικοῦ βίου.
Ἐπιβάλλεται νά παραμείνουμε πιστοί στόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας πού, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἶναι « ν ά θεραπεύη τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν κατάσταση πού βρίσκονται, νά τούς περάση ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό » 69.
Αὐτόν τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας τονίζει καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος:
« Ὅταν μιλᾶμε γιά θεραπεία -μᾶς λέγει- ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο-νοσοκομεῖο, ἡ ὁποία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική ζωή θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Οἱ θεραπευτές-πνευματικοί ἰατροί εἶναι οἱ Κληρικοί, κυρίως ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι. Ὅποιος θέλει νά θεραπευθῆ παραμένει στήν Ἐκκλησία, δέχεται τήν πνευματική καθοδήγηση ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, πού κάνουν διάγνωση καί θεραπεία, καί συμμετέχοντας στά Μυστήρια ἀποκτᾶ σιγά-σιγά τήν πνευματική ὑγεία »
Ἡ μετοχή ὅλων μας -ἰατρῶν καί ἀσθενῶν- σέ αὐτή τήν θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ προσωπικός μας ἀγώνας γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη μας καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό φάρμακο πού θά θεραπεύσει τίς τριβές καί τίς ἑκατέρωθεν ἐπιφυλάξεις καί θά ἑδραιώσει τήν ἀγαπητική φροντίδα καί πατρική πρόνοια τῶν Ἐπισκόπων μας πρός τούς κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἀλλά καί τήν εὐλογημένη καί πηγαία κατά Θεόν ὑπακοή αὐτῶν πρός τούς Ἐπισκόπους. Ἔτσι, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ἐπικρατήσει ἡ κατά Χριστόν ἑνότητα, ἀγάπη καί εἰρήνη, πού θά μᾶς προσφέρει ἐσωτερική πληρότητα καί ἀνάπαυση καί σ’ αὐτή τήν ζωή, ἀλλά καί θά μᾶς ὁδηγήσει ὅλους μαζί στό κοινό ποθούμενο, πού εἶναι ἡ σωτηρία μας, ἡ θέωσή μας.
***
1 Βλασίου Φειδᾶ, Περί τῶν ὁρίων τῆς ἐποπτείας τοῦ ἐπισκόπου στίς Ἱερές Μονές , περ. Ἐκκλησία, Ἰούλιος 2002, Ἀριθμ. 7, σσ. 512-513
2 Βλασίου Φειδᾶ, ὅ.π.
3 Δ΄ Κανών Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἱεροί Κανόνες καί Καταστατική Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1998, σσ. 137-138
4 Βλασίου Φειδᾶ, Περί τῶν ὁρίων τῆς ἐποπτείας τοῦ ἐπισκόπου στίς Ἱερές Μονές , περ. Ἐκκλησία, Ἰούλιος 2002, Ἀριθμ. 7, σσ. 512-513
5 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας , Ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2003, σ. 173
6 Βλασίου Φειδᾶ, ὅ.π.
7 Βλασίου Φειδᾶ, ὅ.π.
8 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 173
9 Βλ. Γ.Α. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων , τ. Β΄, Ἀθήνησι 1862 [ἀνατ. 1966] σ. 648 ἑπ., ἐδῶ σ. 651-652). (σ. 35)
10 Ν. 590/1977 « Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος » (ΦΕΚ Α 146)
11 Κανονισμός 39/1972 « Περί τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἱερῶν Μονῶν καί τῶν Ἡσυχαστηρίων » (ΦΕΚ Α 103)
12 Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος , Νόμος 590/1977 (Φ.Ε.Κ. 146/31-5-1977 Τεῦχος Α΄), Ἀθῆναι, σ. 21
13 Ἰ. Μ. Κονιδάρη, Ζητήματα τοῦ Δικαίου τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί Μοναχῶν (Γνωμοδότηση), περ. Ἐκκλησία, Ἰανουάριος 2000, σελ. 34-44
14 Βλασίου Φειδᾶ, ὅ.π.
15 Νόμος 590/1977, ὅ.π.
16 Κανονισμός 39/1972, ὅ.π.
17 Βλασίου Φειδᾶ, ὅ.π.
18 Βλασίου Φειδᾶ, ὅ.π.
19 Νόμος 590/1977, ὅ.π.
20 Νόμος 590/1977, ὅ.π.
21 ΛΘ΄ Ἀποστολικός Κανών . Βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἱεροί Κανόνες καί Καταστατική Νομοθεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος , Ἀθῆναι 1998, σ. 194
22 Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωρόπουλου, Ἀρχιμ., Ἄρθρα Μελέται Ἐπιστολαί, τομ. Α’ , Ἐν Ἀθήναις 1986, σελ. 212-214
23 Πηδάλιον , σελ. 43-44. Ἐκδ. «Ἀστέρος», Ἐν Ἀθήναις, 1970
24 «… χρίσματος ποίησιν καὶ κορῶν καθιέρωσιν ὑπὸ πρεσβυτέρων μὴ γίνεσθαι, μήτε δὲ καταλλάξαι τινὰ εἰς δημοσίαν λειτουργίαν πρεσβυτέρῳ ἐξεῖναι.
Ἐάν τις ἐν κινδύνῳ καθεστὼς αἰτήσῃ ἑαυτὸν καταλλαγῆναι τοῖς ἱεροῖς θυσιαστηρίοις, τοῦ ἐπισκόπου ἀπόντος, ὀφείλει εἰκότως ὁ πρεσβύτερος ἐρωτῆσαι τὸν ἐπίσκοπον καὶ οὕτω τὸν ἐν κινδύνῳ καταλλάξαι κατὰ τὴν ἐκείνου παραγγελίαν· τοῦτο δὲ τὸ πρᾶγμα ὀφείλομεν σωτηριώδει βουλῇ κυρῶσαι…»
25 Πηδάλιον , σελ. 43-44. Ἐκδ. «Ἀστέρος», Ἐν Ἀθήναις, 1970
26 Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ὅ.π.
27 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Σμυρναίους 8, ὅ.π., σελ. 254-5
Δηλαδή: Ὅλοι νά ἀκολουθεῖτε τόν ἐπίσκοπο, ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός τόν Πατέρα, ἀλλά ν’ ἀκολουθεῖτε καί τό πρεσβυτέριο, σάν νά εἶναι οἱ ἀπόστολοι, ὅπως καί τούς διακόνους νά τούς σέβεστε ἐπειδή ἐκτελοῦν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Κανένας χωρίς τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου νά μή κάνει τίποτε ἀπό αὐτά πού ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία. Νά θεωρεῖται ἀσφαλής ἡ Εὐχαριστία ἐκείνη πού τελεῖται ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἤ ἀπό ἐκεῖνον στόν ὁποῖο αὐτός θά ἐπιτρέψει. Ὅπου καί ἄν ἐμφανισθεῖ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ νά εἶναι καί τό πλῆθος, ὅπως ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι παρούσα καί ὁλόκληρη ἡ ἐπουράνια στρατιά, ἐπειδή εἶναι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου, καί διακοσμεῖ κάθε νοητή φύση. Δέν ἐπιτρέπεται χωρίς τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου οὔτε νά βαπτίζετε, οὔτε νά προσφέρετε, οὔτε νά κάνετε θυσία, οὔτε νά ὑποδέχεσθε, ἀλλά νά κάνετε αὐτό πού φαίνεται καλό σ’ ἐκεῖνον, πού ἀποβλέπει στήν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἶναι κάθε τι πού κάνετε σίγουρο καί βεβαιωμένο.
28 Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α΄, ἔκδ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1986, σελ. 174-175
29 Παναγιώτη Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες καί Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991 2, σελ, 51
30 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Μαγνησιεῖς 4,1, ὅ.π., σ. 186
31 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους 4,1, ὅ.π., σ. 154
32 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Τραλλιανούς 3,1 ὅ.π., σ. 198
33 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντική Διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας , Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 93
34 Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ , PG 52,784
35 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 101
36 Εἰσήγηση Σεβασμ. Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών μέ θέμα: « Ὁ Ἐπίσκοπος, οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι » στό Ζ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, στίς 20-9-2005. Πρβλ. Ἅγ. Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, Πρός Τραλλιανούς 3, ὅ.π., σ. 198
37 π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία καί Ἐκκλησία στό Ἐνορία ἡ μεγάλη μας οἰκογένεια , ἐκδ. Ὀρθόδοξη Κυψέλη
38 Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Χριστοδούλου, σέ κήρυγμα τῆς 23 ης Αὐγούστου 2002
39 Μετάφραση: Ἐκεῖνο λοιπόν πού ζητεῖται ἀπό τούς οἰκονόμους εἶναι νά μείνει ὁ καθένας πιστός. Δηλαδή νά μή σφετερίζεται τήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου του καί νά μή προβαίνει εἰς τιμωρίαν διά προσωπικήν του ἱκανοποίησιν, ὡσάν κύριος, ἀλλά νά διοικεῖ ὡς οἰκονόμος· καί ἔργο τοῦ οἰκονόμου εἶναι νά διοικεῖ καλῶς ὅσα τοῦ ἐνεπιστεύθησαν· δέν πρέπει νά λέγει ὅτι εἶναι ἰδικά του ὅσα ἀνήκουν εἰς τόν κύριόν του, ἀλλ’ ἀντιθέτως νά λέγει ὅτι τά ἰδικά του ἀνήκουν εἰς τόν κύριόν του.
40 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 95
41 Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄ , Ἀθῆναι 1992, σελ. 186-187
42 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Σμυρναίους 8,2, Ἀποστολικοί Πατέρες, Ἄπαντα τά Ἔργα τ. 4 , ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 138
43 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους 3,2, ὅ.π., σ. 78
44 Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους 3,2, ὅ.π., σ. 78
45 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 101-102
46 Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κανών Β ΄. Βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, ὅ.π., σ. 373
47 Σκουτέρης, Ἱστορία Δογμάτων
48 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 102-103
50 Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν , Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372 [Ἑρμηνεία: «Πῶς λοιπόν ὁ Παῦλος λέγει, «νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας»; Ἀφοῦ εἶπε προηγουμένως, «νά ἀναλογίζεσθε τήν ὅλη πορεία τῆς ζωῆς τους καί νά μιμῆσθε τήν πίστι τους», κατόπιν πρόσθεσε, «νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας». Τί λοιπόν θά συμβῆ, λέγει, ὅταν εἶναι κακός καί δέν τόν ὑπακοῦμε; Κακός, πῶς τό ἐννοεῖς; ἐάν εἶναι τέτοιος ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγέ τον καί ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτόν, ὄχι μόνο ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἄγγελος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό· ἐάν ὅμως εἶναι κακός ὡς πρός τήν ἰδιωτική του ζωή, μήν ἀσχολῆσαι μ’ αὐτήν… ἀφοῦ καί τό, «μή κρίνετε, γιά νά μή κριθῆτε», ἀναφέρεται στόν τρόπο ζωῆς, κι ὄχι στήν πίστι· βλέπεις ὅτι ὁ λόγος δέν γίνεται γιά δόγματα, ἀλλά γιά τρόπο ζωῆς καί πράξεως;».]
51 Μ. Ἀθανασίου, Ἀποσπάσματα , ΒΕΠΕΣ 33, σ. 199
52 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 172
53 Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 171
54 «Οἱ δομικές αὐτές μεταβολές, πού ἐπῆλθαν μέ τήν αὐθαίρετη ἐπέμβαση τῶν Βαυαρῶν, ὅσο καί ἄν μετριάσθηκαν ἀργότερα (1923 κ.ἑ.), λειτούργησαν προγραμματικά καί καθοριστικά, γιατί ἐμβολίασαν τήν ἑλληνική πραγματικότητα μέ ἕνα νέο πνεῦμα. Ἔτσι, παρά τά φαινόμενα, ἐπηρεαζόμενα ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ Κλήρου καί τοῦ θρησκεύοντος Λαοῦ, πού εἰς πεῖσμα τῶν διανοουμένων ἀποτελεῖ ΚΑΙ σήμερα τήν (ἀνίσχυρη) πλειοψηφία, δέν ἔπαψε τό πνεῦμα αὐτό νά διαποτίζει τή στάση τοῦ πολιτικοῦ κόσμου ἔναντι τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, μέ ἐλάχιστες καί γι’ αὐτό ἀναποτελεσματικές ἐξαιρέσεις. Ποσοτικά θά «βελτιωθοῦν» τά πράγματα, ἀλλά ὄχι ποιοτικά. Ἡ Ἐκκλησία δέν νοεῖται πιά ὡς τό σῶμα τοῦ εἰς Χριστόν ὀρθοδόξως πιστεύοντος Ἔθνους, ἀλλά ὡς Ἱεραρχία (μαζί μέ ὅλο τόν Κλῆρο), πού καλεῖται νά ὑπηρετεῖ τήν πρόσκαιρη σκοποθεσία τοῦ Κράτους καί ἤ «χρησιμοποιεῖται» πρός ὄφελος τῶν κυβερνώντων μέ τή συμπαράστασή της, ἤ περιθωριοποιεῖται, πάλι πρός ὄφελος τῶν κυβερνώντων, μέ τή φίμωσή της. Οἱ τάσεις αὐτές ἐκφράζονται σ’ ὅλη τήν πορεία τοῦ Κράτους μας» (π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐκκλησία καί Πολιτεία στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, σ. 60-61).
55 π. Ἰ. Ρωμανίδη, Προπατορικό ἁμάρτημα , Πρόλογος Β΄ἐκδόσεως, σ. κδ΄
56 π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἑλληνισμός Μετέωρος, κεφ. Ἑλλαδικός Μοναχισμός …
57 Ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ Κοραῆ ἀντικατέστησε α) τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας διά τῆς χρεωκοπημένης πλέον φιλοσοφικῆς ἠθικῆς, β) τόν φωτισμόν τῆς καρδίας διά τοῦ ἑτοιμοθανάτου μεταφυσικοῦ φωτισμοῦ τῆς διανοίας, καί γ) τήν πρό τοῦ θανάτου θέωσιν δι’ οὐδενός. Ἀπέστειλεν δηλαδή τήν Ὀρθοδοξίαν εἰς τήν εἰδωλολατρίαν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὅπως εὕρῃ τά τετριμμένα θεμέλια, ἅτινα εἶχον ἤδη εὕρει οἱ Φράγκοι ἀκολουθοῦντες τόν Αὐγουστῖνον ». (π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅ.π. , σ. λε΄)
58 «Ἀπαιτοῦνται », ἔγραφε τό ἔτος 1834 ὁ Φαρμακίδης, « μοναχοί ἀπό τήν ἱεράν θρησκείαν μας; ὄχι· οὔτε οἱ Ἀπόστολοι τούς ἐδημιούργησαν, ἀλλ’ οὔτε τέλος πάντων εἰς τούς ἀρχαίους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας μας ἦσαν εἰς τούς χριστιανούς γνωστοί. Μόλις περί τά μέσα τῆς γ΄ ἑκατονταετηρίδος, ὡς βλέπομεν εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν, ἐκατοίκησε τήν ἔρημον Παῦλος ὁ ἐρημίτης καί περί τάς ἀρχάς τῆς δ΄, ὁ Ἀντώνιος ὁ ἐπικληθείς μέγας· καί αὐτός ἐπέσυρεν ἀρκετούς ὡς μαθητάς καί δοκίμους εἰς τήν Αἴγυπτον· ἀπό τήν Αἴγυπτον ἐξηπλώθησαν εἰς τήν Λιβύαν, Παλαιστίνην, Συρίαν, Ἀσίαν καί Ἀραβίαν. Σημειωτέον δέ ὅτι εἰς τήν Ἑλλάδα, ὅπου κατά πρῶτον ἀνεπτύχθη λογικῶς ὁ χριστιανισμός, τό μοναχικόν τάγμα δέν εἶχε τότε χώραν. Ποία δέ ἦτον ἡ ῥίζα καί ἡ γένεσις τῶν μοναχῶν τούτων; ἄν ἐξετάσῃ τις τήν ἱστορίαν, ἴσως θέλει εὑρεῖ τήν ῥίζαν καί τήν γένεσιν ταύτην τῶν ἁγίων μοναχῶν μας εἰς τούς αἱρετικούς τούς λεγομένους ἐγκρατίτας! Καί ἀναμφιβόλως, δέν ἠμποροῦσε νά ἦναι σύμφωνον μέ τά ἀληθῆ δόγματα τῆς ἱερᾶς θρησκείας μας πᾶν ὅ,τι ἀντίκειται εἰς τά εὐαγγελικά καί ἀποστολικά δόγματα, καί εἰς ἐκεῖνα τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἀκόμη καί εἰς αὐτά τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας· ἐκεῖνο, τό ὁποῖον εἶναι ὅλως ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ τῆς ἀπό τόν Θεόν πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δημιουργήσαντος αὐτόν ἄρσεν καί θῆλυ, καί τοῦ εἰπόντος αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε’, καθώς καί τό οὐ καλόν εἶναι τόν ἀνθρωπον μόνον’, κτλ. Ἀλλ’ οἱ διασωθέντες εἰς τήν πολιτείαν μας μοναχοί εὑρέθησαν, θέλουν μᾶς εἰπεῖ τινες, τί να γένωσι τώρα; Νά ἀκούσουν τό βασιλικόν διάταγμα· νά περιορισθοῦν εἰς ὀλίγα μοναστήρια, ὅπου νά ζήσουν τοὐλάχιστον εἰς τό ἑξῆς, καθώς ὑπεσχέθησαν ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ, ἀπεφάσισαν νά ἀφήσουν τόν κόσμον καί τόν ἀνθρώπινον βίον. Νά ἀπομακρυνθοῦν ὅλως διόλου ἀπό τάς πόλεις κατά τόν κγ΄κανόνα τῆς ∆΄ Οἰκουμενικῆς, καί πρό πάντων νά προσέχουν νά μή παρακινοῦν νέους νά ἀκολουθήσουν τόν βίον των· κτλ.» Βλ. Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τά σωζόμενα , τόμ. Γ΄ σ. 288, σημ. (γ).
59 Βλ. σχ. Θεοτέκνης μοναχῆς, Ἡ θέση τῆς μοναχῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 2003, σσ. 120-130
60 Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Ὁ Μοναχισμός εἰς τήν νεωτέραν Ἑλλάδα , Ἐκδόσεις «Ἡ Χρυσοπηγή», σ. 31
61 π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅ.π. , σ. κε΄.
62 Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά τήν ἔκθεση περί μοναχισμοῦ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μελετίου Μεταξάκη:
«Ἡ τροπή αὕτη τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ὀφείλεται εἰς τήν παρακμήν τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐν τῇ πράξει δέν ἀντιπροσωπεύεται πλέον ἡ χριστιανική τελειότης ὑπό τῶν μοναχῶν. Αἱ μεγάλαι τοῦ μοναχισμοῦ ἀρεταί, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀπάρνησις ὅλων τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἐγώ διά τόν Θεόν καί τόν πλησίον δέν ἀποτελοῦν τόν σκοπόν τοῦ συγχρόνου μοναχικοῦ βίου. Τά μοναστήρια δέν εἶναι πλέον τά ἐνδιαιτήματα τῶν ἴδιον ἐχόντων ἀπό Θεοῦ χάρισμα οὐδέ τά καταφύγια τῶν τετραυματισμένων ἐν τῇ βιοτικῇ παλαίστρᾳ. ∆έν εἶναι πλέον φροντιστήρια πρός τελειοποίησιν διά τῆς ἐν ἡσυχίᾳ προσευχῆς καί μελέτης. ∆έν εἶναι κέντρα ἱεραποστολικά, οὔτε Σχολαί θεολογικῶν σπουδῶν, οὔτε ἐπιμελητήρια καλλιτεχνίας, οὔτε ἐργαστήρια πολλαπλασιασμοῦ καί διαδόσεως τῶν χρησίμων βιβλίων. Ἡ κοινωνία δικαίως παραπονεῖται ὅτι δέν βλέπει σήμερον λόγου ἀξίαν ὠφέλειαν ἐκ τῶν μοναστηρίων καί ἡ Πολιτεία δικαίως ἀξιοῖ νά μή νεκροῦνται ἐν τοῖς μοναστηρίοις ἐθνικαί δυνάμεις ἐπί τῶν στρατιωτικῶν ἀναγκῶν καί τῶν παραγωγικῶν κλάδων τοῦ δένδρου τῆς ἐθνικῆς ζωῆς. Ὀφείλω διά τοῦτο νά δηλώσω ὅτι ἡ νῦν κατάστασις τῶν μοναχῶν καί τῶν μοναστηρίων δέν θά μέ εὕρωσι ποσῶς ὑπέρμαχόν των. Ὁ μοναχικός βίος θά κληθῇ νά ἐπανέλθῃ ἐπί τῶν ἀρχικῶν του βάσεων διά τῆς ἐφαρμογῆς τῶν μοναχικῶν κανόνων, οἵτινες ἀπεργαζόμενοι στενήν καί τεθλιμμένην τήν μοναχικήν ὁδόν, λέγουσι, πρός τούς προσερχομένους τό: «ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω»».
« Ἡ πληθώρα τῶν Μοναστηρίων καί ἡ ὀλιγότης τῶν Μοναχῶν ὑποδεικνύουσι τήν ἀνάγκην ὄχι μόνον διά λόγους οἰκονομικούς, ἀλλά καί διά λόγους ἀρτίας μοναστηριακῆς συγκροτήσεως ὡς ἐπιβεβλημένον τό μέτρον τῆς συγχωνεύσεως τῶν Μονῶν, εἰς τρόπον ὥστε οὐδεμία αὐτῶν νά ἔχῃ ἀδελφότητα συγκεκροτημένην ἐξ ὀλιγωτέρων τῶν 30 μελῶν. Τότε καί ἡ κοινοβιακή ζωή γίνεται εὐκολωτέρα καί ἡ ἐπίβλεψις ἀρτιωτέρα καί ἡ διοίκησις ὁμαλωτέρα καί τό σπουδαιότερον θά εἶνε δυνατόν εἰς ἑκάστην Μονήν νά προσδιορισθῇ συγκεκριμένος εἰδικός προορισμός, καθιστῶν δήλην τήν σκοπιμότητα αὐτῆς. Μοναί τινες δύνανται νά συγκροτῶνται ἐκ Θεολόγων, καλλιεργούντων τά θεολογικά γράμματα καί εὑρισκομένων εἰς τήν διάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας διά τήν διακονίαν τοῦ λόγου, διά τήν ἔκδοσιν καί διάδοσιν τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ἠθικοθρησκευτικῶν ἀναγνωσμάτων. Αἱ Μοναί αὗται δύνανται νά διατηρῶσι τυπογραφεῖα, βιβλιοθήκας ἀρτίας, μουσεῖα ἐκκλησιαστικά, σχολάς θεολογικάς, καί νά εἶνε τό καταφύγιον παντός λογίου κληρικοῦ, θέλοντος νά εὕρῃ προσωρινήν ἤ διαρκῇ πνευματικήν ἠρεμίαν καί διαμονήν ἐν ἀνωτέρῳ πνευματικῷ περιβάλλοντι. Εἰς ἄλλας εἶνε δυνατόν νά καλλιεργῆται εἰδικῶς ἡ ἁγιογραφία, ἡ κοσμηματογραφία, πᾶσα καθόλου καλλιτεχνία. Ἄλλαι δύνανται νά εἶναι βιοτεχνικά ἐκπαιδευτήρια, ὅπως ἦτο ἄλλοτε ἡ Μονή τοῦ Στουδίου ἐν Κ/Πόλει, ἐν ᾗ ἐδιδάσκοντο πᾶσαι αἱ χειρωνακτικαί τέχναι. Ἐνῷ ἄλλαι Μοναί εἰς τά Γεωπονικά ἐπιδιδόμεναι ἠδύναντο νά εἶνε καί εἰς ἑαυτάς καί εἰς τόν λαόν πολλῆς ὠφελείας πρόξενοι. Τότε αἱ Μοναί θά ἔχωσι προορισμόν κοινωφελῆ καί οὐδείς θά δικαιοῦται νά ἀποκαλῇ ἐν ἡμέραις ἐπιδόσεως τῶν παντοειδῶν ἐν τῇ κοινωνίᾳ ὀργανώσεων, ἀναχρονισμόν τό σύστημα τό Μοναστικόν, τό ἐκπροσωποῦν ἐν τῇ τελειότητι αὐτοῦ τό πνεῦμα τῆς συσσωματώσεως καί τῆς ἀπαρνήσεως νομίμων δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου διά τό κοινόν ἀγαθόν » (Μελετίου Μεταξάκη, Ὑπόμνημα , σσ. 25-26)
63 Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα .
64 Αὐτή τήν ἀπομάκρυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἀπό τό πνεῦμα τοῦ μοναχισμοῦ καί τῆς λαϊκῆς εὐλάβειας δηλώνουν καί τά συμπεράσματα ἑνός μεγάλου πνευματικοῦ ἀναστήματος τῆς ἐποχῆς, τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, ὁ ὁποῖος στιγματίζει ταυτόχρονα καί τήν παθογένεια τοῦ μοναχισμοῦ:
«Σήμερον, δυστυχῶς, οἱ καθ’ ἡμᾶς Ἀρχιερεῖς ἀποφοιτῶντες οὐχί ἀπό τό σχολεῖον τῆς μοναχικῆς ἀκριβείας, ἀλλά ἀπό τά Πανεπιστήμια καί Εὐρώπας ἀγνοοῦν παντελῶς τά ὑψηλά αὐτῶν καθήκοντα καί τό ὕψος τῆς ἀποστολῆς των. Καί ἐάν ἐρωτηθῶσι, τί ἐστι μοναχός καί ποῖα τά ὑψηλά καθήκοντα τοῦ Ἀρχιερέως ἀπέναντι τοῦ λαοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, θά ἀποδειχθῶσι καί διά τοῦ λόγου καί διά τοῦ ἔργου, οὐχί ἐννοῶ πάντες, ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι, δυστυχῶς, ὅλως ξένοι τοῦ προορισμοῦ των. Διά τοῦτο ἀντί νά ὑπερμαχῶσιν ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί νά συνιστῶσι τόν παρθενικόν βίον, τάς ἀσκήσεις καί τάς θεοποιούς ἀρετάς, γίνονται πολέμιοι ὅλων τούτων αἰτούμενοι γάμους καί γαμετάς, τήν ἀποβολήν τοῦ σεμνοῦ ράσου, τήν ἀπόκαρσιν κόμης καί τοῦ γενείου, τήν καταπολέμησιν τοῦ μοναχικοῦ βίου, τήν ἄρσιν τῶν νηστειῶν καί ἀκολουθιῶν καί τήν εἰσχώρησιν, εἰ δυνατόν, εἰς ἅπαντα τόν Κλῆρον τοῦ ἐκδεδιῃτημένου (ἄσωτου) καί ἀνειμένου (ἄνετου) βίου. Καί ἡμεῖς, δυστυχῶς, οἱ μοναχοί, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, αὐτούς τούτους μιμούμενοι δέν ἐξασκῶμεν ἐπαξίως ἐκεῖνο τό οὐράνιον πολίτευμα, ὅπερ ἐπολιτεύετο τότε. Διά τοῦτο, ἄν θελήσῃ τις ἐκ τῶν καθ’ ἡμᾶς μοναχῶν, ὅπως ἀποδυθῆ εἰς τήν σπουδήν καί ἐν συνεχείᾳ δράσῃ εἰς τήν Ἐκκλησίαν, αὐτός ἑαυτόν φρεναπατᾶ, διότι ἑκών ἄκων κατά τόν καιρόν τῆς σπουδῆς θά ἀποχαιρετήσῃ καί τήν ἰκμάδα τῆς μικρᾶς εὐλαβείας του, ἵνα μή εἴπω καί τῶν εὐσεβῶν φρονημάτων του. Ταῦτα πάντα γράφω ἐκ πολλῆς πείρας…» (Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, Ἐντρυφήματα , σσ. 100-101).
65 ἐφημ. Ἀθηνᾶ , 11 Μαΐου 1852
66 Ὁ ΟΔΕΠ, ὅπως ὁ ὀργανισμὸς αὐτὸς κατὰ συντομογραφία ἀποκλήθηκε, διοικεῖτο ἀπὸ ἑπταμελὲς Κεντρικὸ Συμβούλιο, στὸ ὁποῖο προήδρευε ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ μετεῖχαν δύο Ἀρχιερεῖς, ποὺ ὅριζε ἡ Σύνοδος, ἕνας Σύμβουλος τοῦ νεοπαγοῦς τότε Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἕνας Νομικὸς Σύμβουλος τοῦ Κράτους, ὁ Γενικὸς Διευθυντὴς Δημοσίου Λογιστικοῦ καὶ ἕνας ἀντιπρόσωπος τῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος. Ἐλεγχόταν συνεπῶς ἀπολύτως ἀπὸ τὴν Πολιτεία. Ὁ ΟΔΕΠ τελοῦσε ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, τὸν ὁποῖο στὶς συνεδριάσεις τοῦ Κεντρικοῦ Συμβουλίου ἐκπροσωποῦσε Ἐπίτροπος, μὲ δικαίωμα προτάσεων καὶ γνώμης, χωρὶς ὅμως δικαίωμα ψήφου.
67 Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Ὁ Μοναχισμός εἰς τήν νεωτέραν Ἑλλάδα , ὅ.π., σ. 93
68 Μαντζαρίδη Ἰ. Γεωργίου, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ , ἐκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σ.151
69 Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 275