You are currently viewing Σχέδιο εθνικής πολιτικής για τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας και Κράτους – Θρησκευμάτων

Σχέδιο εθνικής πολιτικής για τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας και Κράτους – Θρησκευμάτων

  • Reading time:1 mins read

Δρ Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.

 

Τον τελευταίο καιρό οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με την
ελληνική Κυβέρνηση βρίσκονται – όπως βγαίνει προς τα έξω – σε πολύ καλό
επίπεδο.
Από αυτή την διαπίστωση ορμώμενος, αποφάσισα να διατυπώσω
κάποιες σκέψεις για τον τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσαν να ρυθμισθούν
γενικότερα οι σχέσεις του Κράτους όχι μόνο με την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά
και με τα Θρησκεύματα εν γένει. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για ένα ευρύτερο
πλάνο εκκλησιαστικής και θρησκευτικής πολιτικής, το οποίο θα έπρεπε κατά
την γνώμη μου να ακολουθήσει η Κυβέρνηση, ώστε να επιλύσει το υπό
συζήτησιν ζήτημα οριστικώς, όχι όμως και αμετακλήτως, διότι ως γνωστόν
«τά πάντα ρεῖ καί οὐδέν μένει».
Κατά πρώτο λόγο, θα πρέπει να διευκρινισθεί, τι εννοούμε υπό τον όρο
«Εκκλησία», διότι υπό τον όρο «Κράτος» είναι σαφές, ότι εννοούμε την
ελληνική Πολιτεία. Εκ τούτου, δε, συνάγεται ότι και ως «Εκκλησία», το
εννοιολογικό περιεχόμενο της οποίας θα δούμε αμέσως παρακάτω, νοείται
μόνον η «Εκκλησία», που έχει σχέσεις με την ελληνική Πολιτεία, δηλαδή αυτή
που δραστηριοποιείται εντός των γεωγραφικών ορίων του ελληνικού Κράτους.
Λαμβάνοντας υπόψιν, ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για τον
προσδιορισμό οργανωμένων χριστιανικών κοινοτήτων, αποκλείονται εξ
ορισμού τα μη χριστιανικά θρησκεύματα. Αυτά δεν περιλαμβάνονται μεταξύ
των πιθανών μελλοντικών συνομιλητών του ελληνικού κράτους, στην όποια
συζήτηση ήθελε προκύψει για τις σχέσεις Κράτους –Εκκλησίας. Άλλωστε, τα
μη χριστιανικά θρησκεύματα – ανεξαρτήτως της πληρότητας των σχετικών
νομοθετικών ρυθμίσεων – έχουν είτε βάσει του ισχύοντος νόμου περί
θρησκευμάτων είτε βάσει προϋφισταμένου νομοθετικού πλαισίου
(Μουσουλμάνοι, Ισραηλιτική Κοινότητα) καθορισμένο νομικό πλαίσιο και ιδία
νομική προσωπικότητα. Απομένουν συνεπώς ως πιθανοί συνομιλητές της
ελληνικής Πολιτείας οι οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες, δηλαδή όλες οι
ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και

– κυρίως – η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα. Ή μήπως η Ορθόδοξη
Εκκλησία της Ελλάδος;
Η άποψή μου είναι, ότι ισχύει η πρώτη πρόταση, δηλαδή η Ορθόδοξη
Εκκλησία στην Ελλάδα, διότι αυτή η επιλογή περιλαμβάνει και την δεύτερη,
δηλαδή την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Και τούτο, επειδή, αν υπό τον
όρο «Εκκλησία» εννοήσουμε μόνον την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος,
τότε παραβλέπουμε ένα σημαντικό δεδομένο, την ύπαρξη περισσοτέρων
νομοκανονικών εκφάνσεων της παρουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην
Ελλάδα, με κορυφαία των εκφάνσεων αυτών την παρουσία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου.
Κατόπιν, λοιπόν των ανωτέρω, ως συνομιλητές του ελληνικού κράτους σε μια
μελλοντική συζήτηση περί Σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, και με το δεδομένο
ότι ως Εκκλησία εννοούμε καταρχήν μόνον την Ορθόδοξη Εκκλησία, θα είναι
βάσει της πραγματικής και νομικής καταστάσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας
στην Ελλάδα:
α) Η Εκκλησία της Ελλάδος,
β) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως έχον την κανονική δικαιοδοσία επί των
περιοχών του Αγίου Όρους, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Ιερών
Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και των Ιερών Μονών Αγίας Αναστασίας της
Φαρμακολυτρίας και Βλατάδων,
γ) το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για τα εν Ελλάδι μετόχια του Παναγίου Τάφου
και
δ) το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και η Ιερά Μονή Σινά για τα εν Ελλάδι μετόχια
τους.
Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα, το ορθότερο θα ήταν να συσταθούν:
– Μία Επιτροπή για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας της Ελλάδος, με
ισάριθμους εκπροσώπους από πλευράς Εκκλησίας τόσο από την
Εκκλησία της Ελλάδος όσο και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
– Μία Επιτροπή για τις σχέσεις Κράτους – Οικουμενικού Πατριαρχείου
– Δύο ομάδες εργασίας για τις σχέσεις με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, εφόσον ήθελε κριθεί, ότι υπάρχουν
θέματα νομικής φύσεως προς συζήτηση.

Τώρα, ας δούμε, τι θα πρέπει να συζητήσει η ελληνική Πολιτεία με τους
ανωτέρω συνομιλητές και κυρίως με την Εκκλησία της Ελλάδος και το
Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Α. Με την Εκκλησία της Ελλάδος θεωρώ, ότι θα πρέπει να συζητηθούν
τα κάτωθι θέματα:

1. Οργάνωση της διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας
Για να τεθεί η συζήτηση για την διοίκηση – διαχείριση της εκκλησιαστικής
περιουσίας σε σωστές βάσεις, θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν:
Ι. Οι προβλέψεις του Κανονικού Δικαίου (δηλαδή της νομοθεσίας της ίδιας της
Εκκλησίας για τα θέματά της) που αφορούν:
α. στα είδη της εκκλησιαστικής περιουσίας
β. στο διακριτό των εκκλησιαστικών πραγμάτων (πόθεν έσχες)
γ. στις παραμέτρους διοίκησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, οι οποίες
σχετίζονται με α) τους φορείς διοίκησης, β) τους τρόπους διοίκησης και γ) τις
γενικές αρχές διοίκησης
ΙΙ. Οι ειδικές προβλέψεις της ελληνικής νομοθεσίας (Πατριαρχική και Συνοδική
Πράξη του 1928).
Απαιτείται, λοιπόν, να δοθεί προτεραιότητα στην υποβοήθηση της Εκκλησίας
με μεταφορά τεχνογνωσίας, ώστε αυτή να μπορεί να διαχειρίζεται αυτοτελώς
την περιουσία της, υποκείμενη καταρχήν μόνον στον έλεγχο νομιμότητας από
το Κράτος.

2. Αναδιάρθρωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης
Η λειτουργία της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης διέπεται από τον νόμο
5383/1932, ο οποίος πέραν της παλαιότητάς του και της αντίθεσής του με
τους ιερούς κανόνες, συμβάλλει και στην σύγχυση γύρω από την νομική φύση
των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και τη συνταγματική κατοχύρωση αυτών.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αποφάσεις που θα ληφθούν, θα πρέπει να
επικεντρωθούν στην κατάργηση του ισχύοντος νόμου και στην τροποποίηση
του σχετικού άρθρου του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος,
ώστε να εξουσιοδοτηθεί η Εκκλησία της Ελλάδος να ψηφίσει τον σχετικό
Κανονισμό λειτουργίας των δικαστηρίων αυτών σε συνάρτηση με την
πρόβλεψη για οργάνωση Σεμιναρίου Εκκλησιαστικών Δικαστών.
3. Εκσυγχρονισμός Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος

Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος περιλαμβάνει
διατάξεις, ιδίως ως προς την εκλογή Μητροπολιτών, οι οποίες είναι περιττά
αναλυτικές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ελληνικό κράτος επιφορτίζεται με έλεγχο
θεσμών και διαδικασιών, που θα έπρεπε να μετακυλισθούν στην Εκκλησία
της Ελλάδος.
Περαιτέρω, ο Χάρτης έχει υποστεί υπεράριθμες αποσπασματικές
τροποποιήσεις, που έχουν αλλοιώσει τον κωδικοποιητικό χαρακτήρα του.
Για τους λόγους αυτούς απαιτείται οι αποφάσεις που θα ληφθούν να
προωθήσουν την τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της
Ελλάδος και την ενίσχυση της κανονιστικής αρμοδιότητας της Εκκλησίας της
Ελλάδος, έχοντας ως στόχους:
α) την κωδικοποίηση των διατάξεων με κριτήριο τους τομείς δραστηριότητας
της Εκκλησίας, με αφαίρεση αυτών που αναφέρονται διεξοδικά σε
διαδικαστικά θέματα
β) την στήριξη και προβολή της λύσης ενός συνοπτικού και επιγραμματικού
Καταστατικού Χάρτη, με εξουσιοδότηση ανά τομέα δραστηριότητας προς την
Εκκλησία της Ελλάδος για έκδοση σχετικού Κανονισμού λειτουργίας
Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθούν:
1) η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης και του αυτοπροσδιορισμού της Εκκλησίας
της Ελλάδος
2) η ελαχιστοποίηση της ανάμειξης του Κράτους στη ρύθμιση των θεμάτων
της Εκκλησίας και της επιβάρυνσής του με το ρόλο του επιδιαιτητή,
τηρουμένου υπέρ του Κράτους του ελέγχου νομιμότητας των πράξεών της
3) η ελαχιστοποίηση απασχόλησης της δικαιοσύνης με διαφορές που
προκύπτουν από την ερμηνεία του Καταστατικού Χάρτη.
Β. Με το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρώ, ότι θα πρέπει να συζητηθούν
τα κάτωθι θέματα:
Λαμβάνοντας υπόψιν τις διατάξεις των άρθρων 317επ. του ν. 4957/2022
«Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της
ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των Α.Ε.Ι. με την κοινωνία
και λοιπές διατάξεις», που αποτελούν μία αξιόλογη προσπάθεια, που χρήζει
βελτιώσεως, αυτή τη στιγμή, τα «αδύνατα σημεία» στις σχέσεις Κράτους –
Οικουμενικού Πατριαρχείου συνοψίζονται:
α) στην έλλειψη ενιαίου νομοθετικού πλαισίου που να ρυθμίζει την διαδικασία
ιδρύσεως και την νομική οργάνωση των Ιδρυμάτων και Οργανισμών του
Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα
β) στην ύπαρξη νομικών διατάξεων, που αφορούν στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, διάσπαρτων σε διάφορα άλλα νομοθετήματα
γ) στην προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διατάξεων που ισχύουν για την
Εκκλησία της Ελλάδος, λόγω ελλείψεως σχετικών διατάξεων για το
Οικουμενικό Πατριαρχείο,
Θεωρώ, λοιπόν, ότι θα πρέπει να εξετασθούν τα εξής:
1) η δημιουργία ειδικού νομοθετικού πλαισίου, που να αφορά αποκλειστικά
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι σε τμήμα ή τμήματα της κανονικής
δικαιοδοσίας του στην Ελλάδα, προσαρμοσμένο στον ιδιαίτερο χαρακτήρα
του πανορθόδοξου αυτού θεσμού.

2) η άρση των δυσχερειών σε επίπεδο νομικό και πραγματικό από την
εφαρμογή ή ερμηνεία διατάξεων που αφορούν άλλες εκκλησιαστικές
οντότητες ή γενικών διατάξεων που αφορούν τα κοινά νομικά πρόσωπα
3) η ελαχιστοποίηση διοικητικών ενεργειών από πλευράς δημοσίων
υπηρεσιών, που αποσκοπώντας στην κάλυψη των νομικών κενών,
οδηγούνταν σε λύσεις ελεγκτέες για την νομική ορθότητά τους
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτύχουμε:
α) την άρση των φαινομένων εξεύρεσης λύσεων μέσω νομικών
ακροβατισμών
β) την αποσαφήνιση της νομικής θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
των Ιδρυμάτων και Οργανισμών αυτού στην Ελλάδα
Περαιτέρω, πιστεύω ακράδαντα, ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η
παγίωση ιδιαίτερης συνεργασίας και συμπράξεως με το Οικουμενικό
Πατριαρχείο σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Ειδικότερα, η Ορθοδοξία, ως πηγή πανανθρώπινων αξιών αλλά και τέχνης,
συνιστά παράγοντα διαμόρφωσης διεθνών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως εκφραστής και θεματοφύλακας της
Ορθοδοξίας συνιστά φορέα διεθνούς βεληνεκούς αλλά και φορέα πολιτισμού,
ως δικαιούχος ανεκτίμητου πολιτιστικού θησαυρού (εκκλησιαστικά κειμήλια).
Δυστυχώς, όμως, μέχρι τις μέρες μας δεν υφίσταται θεσμική συνεργασία
ελληνικού Κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανωτέρω συνεργασία θα εισφέρει:
α) στην ανάδειξη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Ορθόδοξης
Εκκλησίας
β) στην σύμπραξη στις διαδικασίες διεκδίκησης κλαπέντων εκκλησιαστικών
κειμηλίων
γ) στην ανάδειξη του Αγίου Όρους ως κέντρου πνευματικότητας και φορέα
πολιτισμού
δ) στην τόνωση και ανάπτυξη του θρησκευτικού τουρισμού
ε) στην προβολή της Ελλάδας ως πρωταγωνιστή σε θέματα προστασίας του
περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς
στ) στην διεύρυνση των τομέων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Γ. Με τα λοιπά Θρησκεύματα θεωρώ, ότι θα πρέπει να συζητηθεί το
ζήτημα του επανακαθορισμού των σχέσων Κράτους – Θρησκευμάτων
ως εξής:
Πέραν της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
συνιστάται κατά την γνώμη μου και η σύσταση Επιτροπής, η οποία θα
συζητήσει το ζήτημα των σχέσεων Κράτους – Θρησκευμάτων.
Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2014 ψηφίσθηκε ο ν. 4301/2014 «Οργάνωση
της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους
στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας
Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις». Τα κυριότερα προβλήματα, που
παρουσιάζει ο ανωτέρω νόμος, είναι:
α) η επιλογή αυθαίρετου αριθμητικού κριτηρίου για την δημιουργία
εκκλησιαστικού νομικού προσώπου
β) η έμμεση παρεμβολή στον τρόπο διοικήσεως των θρησκευμάτων του
συνοδικού συστήματος που ισχύει στις Ορθόδοξες Εκκλησίες
γ) η συμπερίληψη άσχετων με το αντικείμενο του νόμου διατάξεων που
αφορούν εκκλησιαστικά καθεστώτα της Ορθόδοξης Εκκλησίας

δ) η ασαφής ρύθμιση των νομικών θεμάτων των Ιερών Μητροπόλεων της
Δωδεκανήσου
ε) η αποκλειστική απαρίθμηση των νομικών προσώπων της Καθολικής
Εκκλησίας στην Ελλάδα
Κατόπιν τούτων είναι απαραίτητο μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και του
Διεθνούς Δικαίου, να αντιμετωπισθούν όλα τα ζητήματα, που σχετίζονται με
την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων και την ελευθερία της λατρείας
ως εξής:
1) θα πρέπει να αφαιρεθούν οι διατάξεις εκείνες του νομοθετήματος, που δεν
σχετίζονται με το περιεχόμενό του και
2) θα πρέπει να επανακαθορισθούν τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα με
σκοπό την όσο το δυνατόν καλύτερη οργάνωση αυτών και των σχέσεων τους
με το ελληνικό κράτος.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.