Σαν σήμερα πριν από 21 ολόκληρα χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ.
Ισχυρή προσωπικότητα. Έμεινε στο πηδάλιο της Εκκλησίας μας για 24 ολόκληρα χρόνια. Υπήρξε ο μακροβιότερος έως τώρα Αρχιεπίσκοπος.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαριου του 1913 στο χωριό Αρτεσιανό του Νομού Καρδίτσας. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του Αρτεσιανού (τέσσερις πρώτες τάξεις) και την πέμπτη και έκτη στο εξατάξιο Α΄ Δημοτικό Καρδίτσας. Στη συνέχεια φοίτησε στο Α΄ Ελληνικό Σχολείο Καρδίτσας και στο τετρατάξιο Γυμνάσιο Καρδίτσας, αλλά μέχρι την πρώτη τάξη.Αφού ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του αρχικά στην Ιερατική Σχολή Άρτης (4 έτη), και ολοκληρώνοντας στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου (1 έτος), όπου εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον τότε Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αντιβασιλέα Δαμασκηνό, το 1936 γράφτηκε, κατόπιν εξετάσεων, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1940 με βαθμό «λίαν καλώς». Δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής, εκάρη μοναχός στη Ιερά Μονή Πεντέλης το 1938. Την επομένη μέρα της κουράς του, χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό όπου τοποθετήθηκε εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος στο Νέο Ηράκλειο. Το 1939 τοποθετήθηκε στον Ι. Ναό Αγίου Λουκά Πατησίων.
ΚατοχήΕπεξεργασία
Το 1942, έχοντας στο μεταξύ διορισθεί από την κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Δαμασκηνός, μετά τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης όπου και υπηρέτησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά Πατησίων, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη μέριμνα συσσιτίων που είχε πρωτοδημιουργήσει ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος.Στα εθνικά κηρύγματά του την εποχή εκείνη πολλές φορές καταφερόταν κατά των κατακτητών και των «κακών Ελλήνων».
Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε στην εθνική αντίσταση, εξερχόμενος στα βουνά, στις τάξεις του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου(ΕΔΕΣ) υπό τον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, εξ ου και η αργότερα προσωνυμία του ως αρχιεπίσκοπος αντάρτης. Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1943, αφού στον ΕΔΕΣ από τους Ευθύμιο Μπάρδη-έμπορο και Ιωάννη Ματσούκα-δικηγόρο, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν ηγετικά στελέχη της οργάνωσης στην Αθήνα, μέσω Πάτρας πέρασε στο Κρυονέρι Αιτωλοακαρνανίας και από εκεί μεταβαίνοντας στο Αγρίνιο κατέληξε στα Τζουμέρκα όπου και το στρατηγείο του Ζέρβα. Στο βουνό έκανε λειτουργίες και εμψύχωνε με ομιλίες τους μαχόμενους. Σε μια συνέντευξή του που έδωσε ο ίδιος πολύ αργότερα ως αρχιεπίσκοπος, για την περίοδο εκείνη αν και κατονομάζει άλλους μητροπολίτες της πλευράς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) όπως π.χ. τον μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο, και Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ καθώς και τον καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγάθωνος Γερμανό, γνωστός ως «Καπετάν Ανυπόμονος», για δε τον εαυτό του υποστήριζε ότι μόνο αυτός αντιπροσώπευε την Εκκλησία της Ελλάδος στην Εθνική Αντίσταση συμπληρώνοντας «μάχες από εδώ, μάχες από εκεί, εναντίον των Γερμανών, εναντίον των Ιταλών… και δυστυχώς και εναντίον των κομμουνιστών. Ενώ εμείς πολεμούσαμε τους Γερμανούς… μια ωραία πρωία μας επιτέθηκαν οι κομμουνιστές στα υψώματα της Καλεντίνης όπου και βρεθήκαμε μεταξύ δύο πυρών». Συνεχίζοντας παρακάτω στη συνέντευξή του αναφέρει ότι ο Ζέρβας τον είχε εμπιστευθεί για την μεταφορά της αλληλογραφίας του στην Αθήνα την οποία και διεκπεραίωνε καταλήγοντας ότι κατόπιν προδοσίας παρέμεινε τελικά «αμανάτι» (sic) στην Άρτα.
Τέλος μετά την απελευθέρωση για την όλη δράση του στην εθνική αντίσταση τιμήθηκε από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄ με χρυσό αριστείο ανδρείας, πολεμικό σταυρό Α΄ τάξεως, μετάλλιο εξαίρετων πράξεων, καθώς και με αναμνηστικό μετάλλιο της εθνικής αντίστασης.
Επεξεργασία
Μητροπολίτης Άρτας
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1949, επί πρωθυπουργίας του Αλέξανδρου Διομήδηκαι αρχιερατείας του αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα εξελέγη μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης σε ηλικία 36 ετών, όπου και ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα ποιμαντορικού και φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως ίδρυση νέων ναών, αποκατάσταση ζημιών παλαιοτέρων, ίδρυση γηροκομείου, οικοτροφείου απόρων μαθητών, παιδικός σταθμός και μαθητικές κατασκηνώσεις στο Βουργαρέλι, κατηχητικά σχολεία, φιλόπτωχα ταμεία, εξασφάλιση ύδρευσης στο χωριό Πράμαντα και άλλες διακονίες. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στην ανακαίνιση του μητροπολιτικού μεγάρου.Το έργο του αυτό εκτιμώμενο ανάλογα τον ανέδειξε στη συνέχεια άξιο για την μετάθεσή του στην Ιερά Μητρόπολην Ιωαννίνων.
Μητροπολίτης ΙωαννίνωνΕπεξεργασία
Στις 11 Μαρτίου του 1958, επί υπηρεσιακής πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου και αρχιερατείας του αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Β΄, μετατέθηκε στη μητρόπολη Ιωαννίνων, όπου και ανέπτυξε ευρύτερη εκκλησιαστική δράση, εθνική, κοινωνική και φιλανθρωπική. Κατά την εκεί πολυσχιδή δράση του μερίμνησε μεταξύ άλλων και για την επαναλειτουργία της Ζωσιμαίας Σχολής μετά τον βομβαρδισμό που είχε υποστεί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης, την επανακυκλοφορία των «Ηπειρωτικών Χρονικών», ενώ σπουδαία υπήρξε η συμβολή του το 1964 στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που αναγνωρίσθηκε ως αυτοτελές ίδρυμα το 1970, καθώς και της δημιουργία της εκεί Πανεπιστημιούπολης. Τον Μάιο του 1969 επί Χούντας, ανέλαβε την αρχηγία του «Βορειοηπειρωτικού Αγώνος» στον οποίον και αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο προωθώντας το τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1973, όπου εκδηλώθηκε νέο πραξικόπημα που κατέλυσε την τότε δικτατορική κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη, κατόπιν προσκλήσεως του Δημητρίου Ιωαννίδη, ο Σεραφείμ προσήλθε από τα Ιωάννινα στην Αθήνα και όρκισε, κατά σαφή παράβαση της κείμενης νομοθεσίας που ορίζεται από το Κανονικό Δίκαιο, Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και στη συνέχεια την κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973. Η ιεροπραξία αυτή της ορκωμοσίας πραγματοποιήθηκε χωρίς την άδεια του Αρχιεπισκόπου και συνιστά το κανονικό αδίκημα της εισπηδήσεως, το οποίο και τιμωρείται από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά ο τότε Αρχιεπίσκοπος με έγγραφό του προς τη Σύνοδο κατήγγειλε την κανονική παράβαση και ζήτησε την επιβολή των σχετικών ποινών.
Ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης ΕλλάδοςΕπεξεργασία
Ενάμιση μήνα αργότερα, στις 12 Ιανουαρίου 1974, και παρότι ο Σεραφείμ είχε διαπράξει το βαρύτατο αδίκημα της εισπήδησης για το οποίο προβλεπόταν καθαίρεσή του από το επισκοπικό αξίωμα με απόφαση του Συνοδικού Δικαστηρίου, παρά την επίσημη καταγγελία, συνήλθε διευρυμένη «Αριστίνδην Σύνοδος» δια της οποίας εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, διαδεχόμενος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, τον επίσης από επταετίας εκλεγέντα από Αριστίνδην δωδεκαμελή Σύνοδο Ιερώνυμο Κοτσώνη, μετά την παραίτηση του τελευταίου, την οποία είχε ήδη υποβάλει ένα μήνα πριν, στις 15 Δεκεμβρίου του 1973.
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη ο μητροπολίτης Ιωαννίνων έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τις στρατιωτικές Αρχές γενικότερα. Αλλά και από εκκλησιαστικής άποψης ήταν ιδιαίτερα φίλα προσκείμενος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η σχέση του οποίου με την Εκκλησία της Ελλάδος επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου δεν ήταν και η καλύτερη. Μετά την παραίτηση του Ιερωνύμου, τοποτηρητής του θρόνου ανέλαβε ο τότε μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων Γεώργιος, που ήταν και ο αρχαιότερος. Ο δε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου, καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Χρήστου, συνεπικουρούμενος και από άλλους καθηγητές, συνέβαλε ιδιαίτερα στην εκλογή του Σεραφείμ και εκφώνησε λόγο με την εκλογή νέου αρχιεπισκόπου για αναγκαιότητα της επανόδου της Εκκλησίας στη νομοκανονικότητά της, προχωρώντας και υπογράφοντας την Συντακτική Πράξη 3/9 Ιανουαρίου 1974 θεωρώντας νομοκανονικούς επισκόπους της Ιεράς Συνόδου μόνο τους προ της 21ης Απριλίου αναδειχθέντες μητροπολίτες, δημιουργώντας έτσι ταυτόχρονα και ζήτημα καθαίρεσης για τους νεότερους.
Κατόπιν αυτών αλλά και σχετικής άδειας και Προέδρου Δημήτρη Ιωαννίδη, η εκλογή του Σεραφείμ, που προαλειφόταν, έγινε στις 12 Ιανουαρίου στην Μονή Πετράκη, όπου και το Συνοδικό Μέγαρο, από διευρυμένη «Αριστίνδην Σύνοδο» καλούμενη «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία», συγκροτημένη από 32 μητροπολίτες στην οποία τελικά έλαβαν μέρος οι 30. Κατά την εκλογή ο Σεραφείμ έλαβε 20 ψήφους, έναντι των συνυποψηφίων του, του μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Κοζάνης Διονυσίου, που έλαβε 7 και του Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, που έλαβε 1 ψήφο και 2 λευκά. Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της συντριπτικής πλειοψηφίας της εκλογής Σεραφείμ από τον τότε αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ρούσα, σημερινό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης , ο τότε Πατριάρχης Δημήτριος απέστειλε το ακόλουθο συγχαρητήριο τηλεγράφημα.
-
«Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κύριον Σεραφείμ. Αθήνας.
-
Μετά βαθυτάτης χαράς και υπερηφανείας το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και Ημείς προσωπικώς εδέχθημεν χαρμόσυνον άγγελμα αναδείξεως Υμετέρας λίαν αγαπητής και περισπουδάστου Μακαριότητος εις Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
-
Η εκλογή Υμών συγκινεί την Μητέρα Εκκλησίαν διά το άξιον της προσωπικότητος της Υμετέρας Μακαριότητος και διά το γεγονός ότι αύτη ανέρχεται εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον από ιστορικής επαρχίας του καθ΄ ημάς Οικουμενικού Θρόνου.
-
Περιπτυσσόμενοι Υμάς εν φιλήματι Αγίω, ευχόμεθα ευλογημένην Αρχιεπισκοπικήν διακονίαν επ΄ αγαθώ της θυγατρός Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, των δεσμών αυτής μετά της μητρός Εκκλησίας και της καθόλου Αγίας Ορθοδοξίας.
- Ο Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριος – Φανάριον, 12 Ιανουαρίου 1974, ώρα 15.40».
- Ως προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επισκέφθηκε τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Μόσχας, Σόφιας και Βελιγραδίου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τιμήθηκε με τον τίτλο του επιτίμου διδάκτορος από πολλά ξένα πανεπιστήμια. Στις 29 Μαΐου 1997 του απονεμήθηκε για τα 60 χρόνια υπηρεσίας του και προσφοράς του στην Εκκλησία και τη χώρα ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Τιμής, ανώτατη διάκριση που δίδεται συνήθως σε αρχηγούς κρατών. Επίσης είχε τιμηθεί, από τον Βασιλέα Παύλο με Χρυσό Αριστείο Ανδρείας και Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξεως, καθώς και με Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, Αναμνηστικό Μετάλλιο Αντιστάσεως 1941-1945 και με διάφορα άλλα διπλώματα και παράσημα ξένων χωρών και Πατριαρχείων.
Ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Σιβιτανιδείου Σχολής. Ο Σεραφείμ υπήρξε ο ιεράρχης με τη μεγαλύτερη θητεία, 24 χρόνια, στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Όρκισε έξι Προέδρους Δημοκρατίας και δεκατρείς πρωθυπουργούς.
Απεβίωσε στο Λαϊκό νοσοκομείο στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 1998.