” Η είδηση του θανάτου του Κωστή Παλαμά στις 27 Φεβρουαρίου 1943, κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γερο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός. Τρέξαμε αμέσως στην οδό Περιάνδρου. Εκεί βρήκαμε τον Άγγελο Σικελιανό αναστατωμένο κι αυτόν. Δεν ακούονταν άχνα. Άφωνοι όλοι κοιτάζαμε το γεροντάκι να κοιμάται και περιμέναμε ώρες ορθοί κοντά του. Τι περιμέναμε;… Ίσως τη γνώριμη λάμψη των ματιών του κάτω από τα πυκνά χαμηλωμένα φρύδια του… Μα τίποτα πια. Το μυστήριο άπλωνε. Μια μεγάλη ψυχή που χώνεται στον Άδη και τον τραντάζει και ενώνει τους κόσμους. Πώς η είδηση μαθεύτηκε και βούιξε όλη η Αθήνα;… Πώς το νεκροταφείο σήμερα ήταν μαύρο από κόσμο; Όλη η Ελλάδα ήταν εκεί. Οι Ιταλοί φρουροί είχαν μαζευτεί στις γωνιές τους και κοίταζαν θαυμάζοντας, φοβισμένοι. Το σιωπηλό αυτό πλήθος είχε ένα μεγαλείο, που έκανε τους ξένους προσεκτικούς. Μετείχε στο θάνατο. Στριμωχτήκαμε με κόπο μέσα στην εκκλησία . Χιλιάδες είχανε μείνει απ’ έξω. Ο Μακαριότατος χοροστάτησε και αποχαιρέτησε το νεκρό. ‘Έπειτα μια φωνή τράνταξε τη φωνή και τα τοιχώματα, η φωνή του Σικελιανού:
«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ..Ηχήστε σάλπιγγες» Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, μαζί μ’ αυτά και ο Σικελιανός πρώτος και το ‘φεραν στον ήλιο και στον άπειρο λαό. Όλοι είχαμε αφήσει τα κορμιά μας πίσω και προχωρούσαμε με το νεκρό. Πλάι μου ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Κωστάκης ήταν άσπροι από συγκίνηση. Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο. Τότε ο Κατσίμπαλης με την πιο δυνατή από όλες τις φωνές του άρχισε τον Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…» και μαζί μ΄ αυτό όλοι μας. Η Ελληνική γη γαλήνεψε. Την είχαμε κερδίσει απ’ άλλους δρόμους. Είμαστε ελεύθεροι.”
Από το βιβλίο «Φύλλα Κατοχής» της Ιωάννας Τσάτσου, εκδ. Εστίας, σ. 78-79