Η Παναγία σε όλη της την ζωή αποδεχόταν ελεύθερα το θέλημα του Θεού, κόβοντας το δικό της θέλημα. Το ίδιο συνέβη και στην ζωή της Οσίας Μαρίας, μετά την μεταστροφή της και την ασκητική της βιοτή στην έρημο
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου / Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Πειραιώς
Κατανυκτική ιερά αγρυπνία τελέσθηκε στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, το Σάββατο 24 Μαρτίου, παραμονή της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που φέτος συνέπεσε την Ε’ Κυριακή των Νηστειών, εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας, μίλησε προς τους πιστούς ο Πρωτοπρεσβύτερος Χριστόδουλος Μπίθας, από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Καθ’ όλη την διάρκεια της αγρυπνίας, οι πιστοί είχαν την ευλογία να προσκυνήσουν την Ιερά Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου καθώς και τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, που φιλοξενείται στο Ναό, προερχόμενο από την Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού Θήρας, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ 2018».
Στην σύμπτωση των δύο εορτών, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της μνήμης της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας πολύ ιδιαίτερης ασκητικής μορφής που προτάσσεται ως πρότυπο συντριβής και μετανοίας, επικεντρώθηκε ο π. Χριστόδουλος στην ομιλία του.
Και αξιοποιώντας αυτή την συγκυρία προχώρησε σε κάποια ωφέλιμα συμπεράσματα για τη δική μας ζωή, αφού η μόνη πραγματική τιμή στους Αγίους, είναι η μίμηση της αρετής και του παραδείγματος της ζωής τους.
Γιατί η Εκκλησία διακήρυξε την Παναγιότητα της Θεοτόκου και την Αγιότητα της Μαρίας της Αιγυπτίας, για να αποτελέσουν πρότυπο στη δική μας ζωή.
Οι δύο αγίες γυναίκες έζησαν με διαφορά τεσσάρων αιώνων, μέσα σε συνθήκες εντελώς αλλιώτικες. Η Θεοτόκος με σκλαβωμένο το γένος της και διωκόμενο τον Υιό της και η Μαρία η Αιγυπτία σε καιρό ευημερίας και ειρήνης, στη νεοσύστατη χριστιανική αυτοκρατορία.
«Η πρώτη Μαρία ήταν Παναγία, η δεύτερη Αγία. Η πρώτη Μαρία αφιερώθηκε από μικρή στον Θεό, ενώ η άλλη αφοσιώθηκε από μικρή στην πορνεία.
Η Παρθένος Μαρία οδηγήθηκε από τους γονείς της στο Ναό, ενώ η Μαρία η Αιγυπτία εμποδίστηκε από θεία δύναμη να μπει στο Ναό.
Η μία Μαρία ταξίδευε εξυψώνοντας την ψυχή της καθώς άκουγε την διδασκαλία του Υιού του Θεού, η άλλη Μαρία ταξίδευε ευτελίζοντας το σώμα της.»
Η Θεοτόκος Μαρία έκλαψε κάτω από τον Σταυρό, ενώ η άλλη Μαρία προσευχήθηκε στην Παναγία να μεσιτεύσει να της επιτραπεί να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και υποσχέθηκε να αλλάξει την ζωή της.
Η Θεοτόκος ένιωσε συντριβή εξαιτίας της αμαρτίας των ανθρώπων που σταύρωσαν τον Γιό της, ενώ η άλλη Μαρία ένιωσε συντριβή εξ’ αιτίας των δικών της αμαρτιών.
Τι έχουμε λοιπόν να διδαχτούμε εμείς από τις δύο Μαρίες, αναρωτήθηκε ο π. Χριστόδουλος; Ένα κοινό γνώρισμα στη ζωή των δύο Αγίων γυναικών είναι η διαρκής μετάνοια. Της Παναγίας σε όλη της την ζωή, της οσίας Μαρίας μετά την συντριβή της.
Κλήση μετανοίας είναι όλο το ευαγγέλιο. Μετανοώ σημαίνει μεταστρέφω το νου, αλλάζω τρόπο σκέψης, αλλάζω τρόπο ζωής, γίνομαι καινός άνθρωπος.
Η σωτηρία κερδίζεται με κόπο και είναι στενή η πύλη. Επειδή ο Χριστός μας ζητά να υπερβούμε την φιλαυτία μας, να απαλλαχτούμε από τον αποπνικτικό εγωκεντρισμό μας, να γίνουμε ελεύθεροι άνθρωποι.
Η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας είναι το πρώτο βήμα στην οδό της μετανοίας, επεσήμανε. Η μετάνοια είναι πορεία διαρκής από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν.
«Στον δρόμο της μετανοίας πορευόμαστε με δύο παράλληλους τρόπους. Με την Ευχαριστία, που πραγματώνεται στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, και την άσκηση, δηλαδή τον αγώνα για ελεύθερη αποκοπή του φίλαυτου θελήματος μας, ώστε να αποδεχτούμε το θέλημα του Θεού και να οδηγηθούμε στην φιλαδελφία και δι’ αυτής στην φιλοθεΐα.
Η Παναγία σε όλη της την ζωή αποδεχόταν ελεύθερα το θέλημα του Θεού, κόβοντας το δικό της θέλημα. Το ίδιο συνέβη και στην ζωή της Οσίας Μαρίας, μετά την μεταστροφή της και την ασκητική της βιοτή στην έρημο.»
Εμείς πως μπορούμε άραγε να καταλάβουμε αν ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, είναι ευχαριστημένος με όλα γιατί τον ευφραίνει η χάρη του Θεού.
Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού, αυτός δεν μεριμνά για τίποτε. Κι αν κάτι του χρειάζεται, παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό. Κι αν πάρει ότι θέλει, μένει ήρεμος, σαν να το είχε. Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού, δεν φοβάται τίποτε. Ότι κι αν έλθει, λέει «έτσι ευδοκεί ο Θεός», κι έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και το σώμα.
Η εκκοπή του θελήματος, μας οδηγεί στην δοξολογία, τονίζει ο π. Χριστόδουλος. Οι δύο Μαρίες βίωσαν την ζωή τους ως ευχαριστία.
Σύσσωμη η Πατερική παράδοση μας λέει ότι ζωή δίχως ευχαριστία, σημαίνει βίο ανώφελο, αχάριστο, χωρίς ελπίδα, χωρίς Χριστό.
Ο όσιος Παῒσιος σε κάποιον προσκυνητή που τον ρώτησε γιατί δεν μπορεί να χαρεί με τίποτα, του απάντησε ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν δοξολογεί τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος κινείται στον χώρο της δοξολογίας, χαίρεται με όλα.
Η Θεία Λειτουργία που αποτελεί το κέντρο όλης της Ορθόδοξης λατρείας, κορυφώνεται με την Κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, που αποκαλείται επίσης Θεία Ευχαριστία.
Η αίσθηση της ευγνωμοσύνης και η δοξολογία στον Θεό, είναι το κέντρο της πίστης μας, το περιεχόμενο για την ελπίδα μας. Τίποτα δικό μας δεν έχουμε. Αυτός μας δημιούργησε, μας αγαπά παρ’ όλη την αστοχία μας, μας συγχωρεί παρ’ όλα τα ασταμάτητα λάθη μας.
Και ο π. Χριστόδουλος κλείνοντας τόνισε:
«Όποιος γνωρίζει τον Κύριο όπως πράγματι είναι, ως Θεό αγάπης και ευσπλαχνίας και πιστεύει σ’ αυτόν με την εμπιστοσύνη του μικρού παιδιού στον πατέρα, Του εμπιστεύεται την ζωή του και επιθυμεί την ίδια αγάπη και ευσπλαχνία, να την μεταδίδει και στον πλησίον.
Γι’ αυτό η Θεία Μετάληψη λέγεται Θεία Ευχαριστία, αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει Ορθόδοξη πίστη δίχως Ευχαριστία.
Έτσι οφείλουμε να ζούμε κάθε στιγμή της ζωής μας, στην χαρά και την λύπη, στην δοκιμασία και τον πειρασμό. Να ζούμε δοξολογώντας την ζωή ωε χαρμολύπη.
Χαιρόμαστε ευχαριστώντας έμπρακτα και συνάμα λυπόμαστε για τις αμαρτίες μας. Παρακαλούμε και ευχόμαστε, δοξολογούμε και χαιρόμαστε.»