Το Τριώδιο είναι περίοδος προετοιμασίας, ο πρόναος και το προαύλιο που μας εισάγουν στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η οποία είναι η κορυφαία, η κατεξοχήν περίοδος μετανοίας, συντριβής, αυτογνωσίας, αυτοελέγχου και αυτομεμψίας, μέσα στο λειτουργικό έτος της Εκκλησίας μας. Γι΄ αυτό, κατά τις τρεις εβδομάδες του Τριωδίου έχουμε εκδηλώσεις χαράς και διασκέδασης, προτού ξεκινήσουμε την κλίμακα των αρετών της Αγίας Τεσσαρακοστής, όπου καλούμεθα να δώσουμε αίμα για να λάβουμε πνεύμα.
Εισερχόμεθα εις το Τριώδιο με αυτήν την ωραία παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14). Μεταξύ αυτών που έχουμε διαβάσει και των συλλογισμών και αναλύσεων που έχουν γραφτεί για το πνευματοφόρο αυτό κείμενο, αξίζει να μας προβληματίσει και το ερώτημα: «πού αναπαύεται τελικά η χάρις του Θεού;» Ποιον τελικά επισκέπτεται η χάρις του Αγίου Πνεύματος; Γιατί επισκέπτεται αυτόν που δεν περιμένομε, ενώ εγκαταλείπει εκείνον τον οποίον θεωρούμε ανάδοχο και φορέα της χάριτος εκ του θεσμικού του ρόλου;
Η προσέγγιση του ερωτήματος προϋποθέτει ενδότερη είσοδο εις το μυστήριον της χάριτος του Παρακλήτου, εν τω πλαισίω των δυνατοτήτων, αλλά και των αδυναμιών του
καθενός μας, των πολλών και ποικίλων, των μικρών και μεγάλων, πεπερασμένων κατά πάντα και δια πάντα.
Μέσα λοιπόν σ΄ αυτό το αγιοπνευματικό πλαίσιο, καλούμεθα να ψηλαφήσουμε την περικοπή του Τελώνου και του Φαρισαίου και να αναρωτηθούμε, ποιόν επισκέπτεται η χάρις του Θεού, αλλά και γιατί τον επισκέπτεται; Ιχνηλατώντας εις τα ενδότερα του μυστηρίου της χάριτος του Παρακλήτου προσλαμβάνομε, κατά «το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει», το μυστήριο της χάριτος στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, όχι όμως ως κατάσταση βαρλααμικής λογικής γνωμάτευσης με προσθαφαιρέσεις, οι οποίες οδηγούν στο λογικό μαθηματικό αποτέλεσμα του «ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων», και τούτο διότι η λεπτή αύρα της χάριτος του Αγίου Πνεύματος πνέει εντελώς διαφορετικά από τα κριτήρια της ανθρώπινης λογικής.
Χάρη στο Γιώργο που μας βγάζει στα κάγκελα, πληρούται εν Πνεύματι Αγίω η καρδιά της κυρά – Μαρίκας δι΄ ημών, προαπαιτούμενο τα κάγκελα του Γιώργου για την ψυχική αγαλλίαση της κυρά – Μαρίκας, όπως θα έλεγε και ο Προηγούμενος Βασίλειος Ιβηρίτης. Η χάρις είναι αδιαπραγματεύτως και ασυμβιβάστως Παλαμικό βίωμα. Δηλαδή, φωτισμός του Πνεύματος εν μετανοία και προσευχή, που μας καλεί, ακόμα κι αν πορευόμεθα μέσα σε μία αμαρτωλή κατάσταση, όπως αυτή στην οποία ζούσε ο Τελώνης,
να έλθουμε εις εαυτόν, «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», κατά τό «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Η χάρις είναι υπόθεσις, εν τη κυριολεξία της χάριτος, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Γέροντος Πορφυρίου. Τον επισκέπτεται η χάρις, νεότατο. Από τον Γέροντα και Άγιο Δημά, εκπέμπεται και παραδίδεται αυτό το μυστήριο της χάριτος, το βιούμενο με εμπειρία αγιοπνευματική, διηνεκώς και απαύστως μέσα στη φιλοκαλική, ησυχαστική και νηπτική παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή Παλαμικά, όπου ο Γέρο Δημάς αλαλήτως λέγει στο νεαρό Πορφύριο, πορεύου στην Ομόνοια, για να αισθανθούν οι άνθρωποι, εν τω προσώπω σου, με το διορατικό χάρισμα που έλαβες, τη λεπτή παρηγοριά του Παρακλήτου.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι αυτός που επιτελεί τα υπό του νόμου τεταγμένα, ο Φαρισαίος, είναι πεπεισμένος ότι είναι δικά του έργα και κατορθώματα τα επιτελούμενα, ότι του ανήκουν. Στερημένος αυτογνωσίας και αυτομεμψίας, δικαιωμένος και ενισχυμένος στην αυτοπεποίθηση του εγώ του και της λογικής του, εκπίπτει της χάριτος, μάλλον δε παρέμενε εις το διηνεκές άγευστος αυτής, διότι ακριβώς είναι πεπεισμένος ότι η χάρις και του ανήκει και την κατέχει και την μονοπωλεί, γι΄ αυτό ακριβώς και ο Παράκλητος απομακρύνεται, δεν αναπαύεται στην καρδιά του. Επιτελεί ο Φαρισαίος πάντα τα υπό του νόμου οριζόμενα, χωρίς να ομολογήσει «ότι αχρείοι δούλοι εσμέν» (Λουκ.17, 10).
Ο Τελώνης ήταν πρόσωπο με οικονομικό ρόλο, απαξιωμένος όμως κοινωνικά, εξαιτίας των αδικιών που διέπραττε, αλλά και με επίγνωση ότι αυτά τα οποία επιτελούσε δεν ευαρεστούσαν Θεό και άνθρωπο και συνεπώς δεν ανέπαυαν τη χάρη. Ο Τελώνης, μέσα από την αρετή των αρετών, που είναι η αυτομεμψία, η οποία οδηγεί στην ανάγκη της εξομολόγησης, στην δια της μετανοίας νήψη της καρδιάς, και μέσα από την προσευχή, ελκύει τη χάρη του Παρακλήτου και χαριτώνεται από το έλεος του Θεού. Γυμνωμένος από την αυτοπεποίθηση, με εκούσια επίγνωση, ασκεί την αυτοκριτική του ενώπιον του Θεού. Ο Θεός τον δικαιώνει και η χάρις του παναγίου Πνεύματος τον επισκέπτεται.
Το δια ταύτα δηλαδή είναι, αν είμεθα δοχεία της χάριτος του Παρακλήτου, και στην αντίθετη περίπτωση πώς θα καταστούμε δοχεία, μέτοχοι και κοινωνοί αυτής; Δεν είναι διασφαλισμένο ότι στα θεσμικά αυτονόητα, χωρίς αυτομεμψία και μετανοία, αναπαύεται ο Παράκλητος. Διότι, όπως μας έγραψε ο Οικουμενικός Πατριάρχης: «πάν το πεπραγμένον αγαθόν εξ εμπνεύσεως και κόπου και πρωτοβουλιών ημών, δεν ανήκει εις ημάς αυτούς, αλλά εις την πανσθενουργόν Χάριν και τον άνωθεν φωτισμόν, εκ των οποίων λαμβάνομεν δύναμιν».