τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ἱστορίας
Ὄχι πώς εἶχε ἀσφαλῶς καί ποτέ (ἐδῶ καί σχεδόν εἴκοσι μῆνες πού ξεκίνησε ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία μέ τή λεγόμενη πανδημία) τό ἀντίχριστο καθεστώς τό παραμικρό ἐπιχείρημα γιά τή θρασύτατη καί χυδαία ἐπίθεση ἐνάντια στήν πίστη μας, παρέα μέ τούς θλιβερούς ρασοφόρους ἀρωγούς του πού τολμοῦν ἀκόμη νά παριστάνουν τούς ὀρθόδοξους ἐπισκόπους. Οὔτε γιά τούς ναούς πού τριπλοκλείδωσε πέρυσι τήν ἄνοιξη, καταργώντας οὐσιαστικά τό Πάσχα, οὔτε γιά κείνους πού βεβήλωσε στή συνέχεια μέ τήν αἵρεση τῆς ἀπολύμανσης καί τή βλάσφημη μασκοφορία, οὔτε γιά τή Θεία Μετάληψη πού κατασυκοφάντησε καί οὐσιαστικά ποινικοποίησε, οὔτε γιά τίς ἄλλες μεγάλες μας ἑορτές πού ἀκύρωσε στήν πράξη, μέ τόσα καί τόσα ἀνεκδιήγητα μέτρα καί ἄθλιους ἀποκλεισμούς.
Κανένα ἀπολύτως ἐπιχείρημα πραγματικά δέν εἶχε, πέρα ἀπό κωμικά ἀνέρειστες πανδημικές θεωρίες τῆς κακιᾶς ὥρας. Θεωρίες πού ἀνατρέπονταν συνεχῶς, τροποποιοῦνταν, ἀναπροσαρμόζονταν καί πάλι ἀναιροῦνταν, μέσα ἀπό ἀλλεπάλληλες παλινωδίες καί ἐλεεινά ἤξεις-ἀφήξεις, πού τό μόνο πού μποροῦσαν πραγματικά να ἐπιτύχουν ἦταν νά ἐμπαίζουν βάναυσα τή νοημοσύνη μας, νά μᾶς προσβάλλουν χυδαῖα ὡς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις καί νά ἐξευτελίζουν κάθε ἔννοια πραγματικῆς ἐπιστήμης, κάθε στοιχεῖο ὀρθόδοξης θεολογίας, κάθε στερνό ἐναπομεῖναν ἴχνος νομικοῦ πολιτισμοῦ. Σέ μία κατάσταση μάλιστα ὅπου ὁ…τερατώδης αὐτός κορωνοϊός ἐξαρχῆς ἐμφάνισε – καί ἐφεξῆς μονιμοποίησε – τή γνωστή του πιά (συγκλονιστική ὁμολογουμένως) τάση νά κάνει θραύση στίς λιτανεῖες καί γενικότερα στίς ὀρθόδοξες ἑορτές (μαζί βεβαίως καί μέ τίς ἐθνικές μας ἡμέρες μνήμης), ἀφήνοντας ὡστόσο παντελῶς στό ἀπυρόβλητο ἀλαλάζουσες ἀλλόπιστες συνάξεις, βλακώδεις κομματικές ὑπερμαζώξεις, ξεσαλωμένα πάρτυ διασκεδαζόντων ὄχλων, μαζικές παρελάσεις…ὑπερηφάνων γκέϊ, διαδηλώσεις συνδικαλιστικῆς τιποτολογίας, πορεῖες παρακρατικῆς (δῆθεν ἀντιεξουσιαστικῆς) ἀλητείας καί κάθε λογῆς ἕτερο ἀνεμομάζωμα.
Εἶναι ξεκάθαρο ὡστόσο ὅτι, μετά τά αἴσχη πού εἴδαμε μέ τίς περιοδεύουσες τερατοκούκλες, τίς ἀσοῦρες καί τίς ἐθνικές πακιστανέζικες γιορτές τόν καιρό τοῦ (ποινικοποιημένου γιά ἐμᾶς) φετινοῦ Δεκαπενταύγουστου, ἡ νέα ἀπερινόητη ξετσιπωσιά μέ τήν παντελῶς ἀνενόχλητη ἰσλαμιστική περιφερόμενη πανήγυρη προχτές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας, ξεχειλίζει ὁριστικά τό ποτήρι καί ἀφαιρεῖ καί τό ἔσχατο ἴχνος προσχήματος ἀπό τόν κυβερνῶντα φασίζοντα συρφετό καί τά πολυποίκιλα γιουσουφάκια/λιβανιστήρια του.
Ποιός θά τολμήσει ἄραγε πιά νά ἀπαγορεύσει στους Θεσσαλονικεῖς νά λιτανεύσουν τόν Μεγαλομάρτυρα πολιοῦχο καί ἐπί αἰῶνες αἰώνων ἀκάματο προστάτη τους; Ἤ ποιός θά τούς ἀπαγορεύσει νά ἑορτάσουν μαζί καί τήν ἡμέρα τῆς πολυπόθητης λευτεριᾶς μετά ἀπό βάρβαρη καί ζοφερή σκλαβιά πέντε αἰώνων; Ποιός ἐξωνημένος «εἰδικός», ποιός ἀνεκδιήγητος ἱεράρχης καί ποιός ἄθλιος δημοσιογραφῶν συστημικός τζουτζές θά τολμήσει νά τούς κουνήσει τό δάχτυλο; Ποιός θά τολμήσει νά τό ξανακουνήσει γενικῶς, πρός ὅσους θλίβονται καί ὑποφέρουν, ἐπειδή (σύν ὅλα τά ἄλλα πού ὑφίστανται ἀπό τό δυστοπικό καθεστώς τῶν ψυχικά διαταραγμένων μισελλήνων) δέν μποροῦν ἐλεύθερα νά τιμήσουν τούς Ἁγίους τους, νά γιορτάσουν τίς ἐθνικές ἐπετείους καί τά ἐλευθέρια τῶν πόλεών τους, νά ἀποτίσουν φόρο τιμῆς στούς νεκρούς τους;
Και ἄν αὐτό εἶναι ἕνα ἐρώτημα μᾶλλον ρητορικό (ἐπειδή ξέρουμε ὅτι αὐτοί καί πάλι θά τό τολμήσουν, στή διατεταγμένη τους ἀποστολή καί ὑπηρεσία ἀπό τίς λέσχες τους, τίς στοές καί τά κάθε λογῆς σκοτεινά ἀφεντικά τους), τό κυριότερο καί οὐσιαστικότερο ἐρώτημα εἶναι προφανῶς ἄλλο: πόσοι ἀπό τούς ἀπέναντι θά σπεύσουν καί πάλι νά τό ἀποδεχτοῦν; Πόσοι θά τό ἀντιπαρέλθουν ἀδιαμαρτύρητα; Πόσοι θά τό καταπιοῦν καί αὐτό, σκύβοντας γιά μιά ακόμη φορά σιωπηρά τό κεφάλι;
Μέ ἄλλα λόγια: πόσα εἶναι ἄραγε τά ἀποθέματα ἀνοχῆς πού ἔχουν ἀπομείνει ἀκόμη μέσα μας ἀπέναντι στόν φασισμό, τόν ἐμπαιγμό, τήν ἀθλιότητα καί τή βλασφημία;
Εἰλικρινά ἀναρωτιόμαστε…