Του π. Ηλία Μάκου
Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων στις 29 Μαΐου του 1453, ένδεκα αιώνες από τότε, που τη θεμελίωσε και την ύψωσε σε σύμβολο της Ελληνοορθοδοξίας ο Μέγας Κωνσταντίνος και πήρε το όνομά του, ενώ την είχε πρωτοκτίσει το 658 π.Χ. ο θρυλικός Μεγαρεύς Βύζας και γι’ αυτό ονομαζόταν Βυζάντιο.
Αυτή την ημέρα οι Τούρκοι πανηγυρίζουν, κάθε χρόνο, με ολονύκτια αναπαράσταση την άλωση.
Την ίδια ημέρα κτυπούσαν, το 1453, τα “τετρακόσια σήμαντρα” και δεν μηνούσαν θρίαμβο, όπως άλλες φορές, αλλά θρήνο καταστροφής.
Η πτώση της Πόλης, μπορεί να προήλθε από τους Τούρκους, ωστόσο, οφείλουμε να σημειώσουμε αυτό, που καταγράφουν πολλοί ιστορικοί, ότι, δηλαδή, ήταν και αποτέλεσμα της βαθιάς διαφθοράς και της ανεξέλεγκτης μεγαλομανίας του πολιτικού και εκκλησιαστικού κατεστημένου της, κυρίως τα χρόνια χρόνια πριν την υποδούλωσή της.
Παρόλο, που ο τελευταίος αυτοκράτορας Κων/νος Παλαιολόγος έπεσε αγωνιζόμενος ως ένας κοινός στρατιώτης, λέγοντας στο Μωάμεθ ότι “το να σου δώσω την πόλη δεν είναι ούτε δικαίωμά μου, ούτε δικαίωμα κανενός από τους κατοίκους της” το…θαύμα δεν έγινε και η Πόλη κατακτήθηκε.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν κάτι πολύ περισσότερο από συνηθισμένη πόλη. Έκλεινε την ιστορία του Γένους μας από την αρχή της ζωής του. Έβλεπε όλο τον κόσμο. Και την έβλεπε όλος ο κόσμος. Ένιωθε τους παλμούς της και δεχόταν το φως της και τον πολιτισμό της.
Υπάρχουν πρωτεύουσες φημισμένες για τα πλούτη τους, άλλες είναι ξακουστές για τις ομορφιές τους και τα αρχοντικά τους και τους σπουδαίους ανθρώπους τους.
Πόλη, όμως, που να άντεξε 1125 χρόνια στο κέντρο του κόσμου είναι μία: Η Κωνσταντινούπολη.
Και αν “πέθανε”, ζει το άνθος του Βυζαντίου. Ζει με το πνεύμα του, ζει με το μεγαλείο του, ζει με την ψυχή του.
Ζει η Πόλη. Ας έχουν διώξει τον Ελληνισμό της. Ας την κατοικούν αλλόθρησκοι. Ας έχουν κάνει τζαμί την Αγία Σοφία.
Κάθε Έλληνας κρατάει βαθιά στην καρδιά του την Πόλη. Και ανοίγει τις πόρτες, που κάποτε έκλεισαν. Αυτές είναι οι ώρες του μεγάλου μυστηρίου της Ελληνικής καρδιάς.
Την Πόλη την πήραν οι Τούρκοι μια άνοιξη, μια χαραυγή, ήταν Τρίτη, της Αγίας Θεοδοσίας, μα η ψυχή της φτερούγισε πέρα από τα βάρβαρα χέρια. Αυτοί κρατάνε το ωραίο σκήνωμα της Πόλης και εμείς έχουμε την ψυχή της.
Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του Δούκα, εγγονού του Μιχαήλ Δούκα, για τη συμπεριφορά, που επαναλήφθηκε και αργότερα σε άλλες ιστορικές στιγμές, των Τούρκων κατά την άλωση της Πόλης
Οι Τούρκοι, κουρεύοντας, σφάζοντας, αιχμαλωτίζοντας, έφθασαν στο ναό της Αγίας Σοφίας και σαν βρήκαν κλειστές τις πόρτες τις έσπασαν με τα τσεκούρια χωρίς αργοπορία.
Άνδρες και γυναίκες με μικρά παιδιά στην αγκαλιά, μοναχοί και μοναχές, μυριάριθμο πλήθος, έβγαιναν χτυπημένοι και δεμένοι και με ξεσχισμένα ρούχα από τα άδυτα του ναού, σαν αγέλες και κοπάδια προβάτων, οδυρόμενοι, χωρίς να τους λυπάται κανείς.
Οι εισβολείς άφησαν το ναό έρημο και γυμνό, ποδοπατώντας τις άγιες εικόνες και αρπάζοντας, κοσμήματα, μανουάλια, κηροπήγια και ιερά σκεύη από πολύτιμη ύλη κατασκευασμένα.
Τέτοια ήταν η μανία…
Όμως από την ιστορία δεν ξεγράφεται και δεν διαγράφεται το Βυζάντιο, έστω και αν τώρα η Κωνσταντινούπολη είναι η Ισταμπούλ. Ούτε από την εθνική συνείδηση των Ελλήνων.
Έστω και αν μας πιάνει σύγκρυο και απελπισιά μπροστά στην εικόνα της Αγίας Σοφίας, καθώς και της Παναγίας της Χώρας με τα… σκιασμένα αθάνατα ψηφιδωτά τους.
Έστω και αν συνειδητοποιούμε πως ο Ελληνισμός της Πόλης μπήκε μέσα στον…τάφο και βλέπουμε τα οστά του τα γεγυμνωμένα.
Έστω και αν κουρσεύτηκε το όμορφο κορμί της Κωνσταντινούπολης, οι ελληνικές ρίζες του γνήσιου ανθρωπισμού, του πολιτισμού, της τέχνης, των μνημείων, του ορθόδοξου ιδεώδους και ήθους, δεν ξεριζώθηκαν, δεν ξεθεμελιώθηκαν από τα βάθρα τους.