Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου, Ιεροκήρυκος
Στις μέρες μας, με αφορμή την πανδημία, παρατηρείται, ως μη όφειλε, οξεία αντιπαράθεση μερίδας του εκκλησιαστικού σώματος και μερίδας της επιστημονικής κοινότητας. Το πρώτο, παίζοντας εν ου παικτοίς, επιχειρεί να διαβάλει την επιστήμη και να αναγάγει τους τρόπους και τα μέσα που προτείνει, για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, σε μείζονα πνευματικά ζητήματα, επιδιώκοντας να περιχαρακώσει μία μερίδα πιστών σε μεσαιωνικού τύπου «πνευματικά» οχυρά, που δεν τιμούν την ελευθερία και την αρχοντιά της Ορθόδοξης πίστης. Η δεύτερη, μη σεβόμενη το δικαίωμα του λαού να θρησκεύεται και να εμπιστεύεται πρωτίστως την Χάρη του Θεού, διαβάλλει και λοιδορεί την πίστη και την Μυστηριακή εμπειρία, πιστεύοντας ότι, με τον τρόπο αυτό θα κατοχυρώσει πιο εύκολα την αυθεντία της. Σε αμφότερες τις μειοψηφικές, ευτυχώς, αλλά τόσο ζημιογόνες τάσεις, απευθύνθηκε πολλάκις ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, απάνθισμα των απόψεων του οποίου θυμίζουμε σήμερα, ως ταπεινή κατάθεση ευγνωμοσύνης στην μνήμη του, δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.
Ο Χριστόδουλος ήταν απολύτως ξεκάθαρος στους διακριτούς ρόλους πίστης και επιστήμης. Μιλώντας σε επιστημονικό συνέδριο περί των μεταμοσχεύσεων, παρατήρησε ότι «στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν συγχέουμε την επιστήμη με την Πίστη και τη Θρησκεία. Θα μπορούσα να πω, παραλλάσσοντας τον λόγο του Κυρίου ότι εφαρμόζουμε το «απόδοτε τα της επιστήμης στην επιστήμη και τα του Θεού στον Θεό». Η Εκκλησία μας, κατά τους αιώνες της γέννησης και ανάπτυξης της σύγχρονης επιστήμης, όχι μόνο δεν αντετάχθη στις ανακαλύψεις της, αλλά οι ίδιοι οι κληρικοί της μετέφρασαν στα ελληνικά τα νέα επιστημονικά δεδομένα και ήσαν οι διδάχοι του Γένους τους πολύ δύσκολους γι’ αυτό καιρούς της σκλαβιάς στους Οθωμανούς… Στη δική μας Εκκλησία δεν θα βρείτε περιπτώσεις καταδικών, όπως αυτές του Τζιορντάνο Μπρούνο ή του Γαλιλαίου. Αντίθετα, θα βρείτε σε εξωνάρθηκες ιστορημένους τους Αριστοτέλη και Πλάτωνα, Σόλωνα και Θουκυδίδη… Από την πλευρά μας, χαιρόμαστε για τις επιτυχίες και για την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας και δεν διστάζουμε να αξιοποιήσουμε τα επιτεύγματά τους». Παράλληλα, δεν διαπραγματεύτηκε το δικαίωμα να «εκφράζουμε τις απόψεις
μας επί θεμάτων που κατά τη γνώμη μας θίγουν τον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, και τα δικαιώματά του στη ζωή»1.
Απευθυνόμενος σε σπουδαστές της Θεολογίας, μίλησε για τον τρόπο που η Εκκλησία αντιλαμβάνεται την επιστήμη και τον κοινό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν πιστοί και άθεοι: «εάν επιχειρήσει τις να αναμείξη την πίστιν ή την αθεΐαν με την επιστήμην και την λογικήν θα διαπράξει μέγα λάθος. Η Ορθόδοξος Θεολογία απέφυγε την σύγκρουσίν της με την επιστήμην λόγω της διπλής γνωσιολογικής μεθοδολογίας των ορθοδόξων Πατέρων, η οποία θεμελιούται εις την οντολογική διάκρισιν μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Διό και η Ορθόδοξη Θεολογία αντιμετωπίζει την επιστήμην με σεβασμόν μεν, αλλ’ εντός των ορίων και των δυνατοτήτων της. Την θεωρεί δώρον Θεού: «Αυτός έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις Αυτού» (Σοφία Σειράχ, 38,6). Ως τοιούτον δώρον την αποδέχεται εν ευχαριστία προς τον Θείον Δωρεοδότην, διαλέγεται μετ’ αυτής άνευ φόβου, χρησιμοποιεί τα πορίσματα και τους καρπούς αυτής εις βοήθειαν του ανθρώπου»2.
Απευθυνόμενος σ’ εκείνους που παραποιούν και ερμηνεύουν κατά το δοκούν και όχι κατά την ερμηνεία της Εκκλησίας τους Αγίους Πατέρες, για να θωρακίσουν τον αρνητισμό τους, δαιμονοποιώντας κάθε νέο επιστημονικό επίτευγμα, ήταν κατηγορηματικός: «διαφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν ότι επειδή οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν μίλησαν για την Επιστήμη και την Έρευνα των ημερών μας ή είδαν ορισμένα θέματα επιστημονικά με τις γνώσεις της εποχής τους, σημαίνει ότι εμείς ή δεν μπορούμε να ομιλήσουμε επ’ αυτών ή ότι πρέπει να επιμένουμε στις επιστημονικές αντιλήψεις τους. Οι άγιοι Πατέρες μάς έδωσαν την ευφυΐα, τους Κανόνες της ζωής, μάς παρέδωσαν το υπόδειγμα της αγάπης και προ πάντων μάς δίδαξαν τη διάκριση στη ζωή μας. Με βάση αυτά τα δεδομένα πορευόμαστε και ανοιγόμαστε στο πέλαγος της προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Γιατί η Εκκλησία πορεύεται, δεν έχει στατικό χαρακτήρα. Αν συνέβαινε αυτό, θα ήταν απολίθωμα και δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της, ούτε να επικοινωνήσει με το ποίμνιό Της»3.
Τέλος, στέλνει σαφές μήνυμα και στην μερίδα εκείνη των επιστημόνων που ασεβούν στο δικαίωμα των ανθρώπων να πιστεύουν στην σωστική Χάρη του
Θεού: «Η Εκκλησία δεν φοβάται την μόρφωση και την επιστήμη. Άλλωστε, στην ιστορία Της έχουμε έξοχα πνεύματα της επιστήμης που εξέφραζαν την βαθύτατη θρησκευτικότητά τους. Να θυμίσω αυτό το γνωστό λόγιον, το οποίο λέει ότι «ολίγη επιστήμη απομακρύνει από τον Θεό. Πολλή επιστήμη προσπλησιάζει εις Αυτόν». Όσο ο άνθρωπος μετράει το σύμπαν, όσο μπαίνει στα μυστήρια του κόσμου, τόσο πιο πολύ αναγνωρίζει την ύπαρξη του Θεού. Η ημιμάθεια είναι αυτή που κάνει πολλές φορές τον άνθρωπο να νομίζει ότι τα ξέρει όλα και, επομένως, να αμφισβητεί Αυτόν Τούτον τον Θεόν»4.
Αιωνία του η μνήμη!
1 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Η κοινωνική διάσταση της δωρεάς οργάνων για μεταμόσχευση, «Τόλμη», 64, Ιούνιος – Ιούλιος 2006, σ.σ. 28-29. 2 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Χαιρετισμός στο Γ΄ Συμπόσιο Θεολογικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, με θέμα «Προοπτικές του διεπιστημονικού διαλόγου: Θεολογία, ανθρωπιστικές σπουδές και θετικές επιστήμες», Θεσσαλονίκη, 9/5/2006. 3 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Η κοινωνική διάσταση της δωρεάς οργάνων για μεταμόσχευση, «Τόλμη», 64, Ιούνιος – Ιούλιος 2006, σ.σ. 29-30.