You are currently viewing Παρέμβαση της Μόσχας για την Αγιά Σοφιά , το ρωσικό Πατριαρχείο κι η αποτυχημένη ελληνική διπλωματία- ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

Παρέμβαση της Μόσχας για την Αγιά Σοφιά , το ρωσικό Πατριαρχείο κι η αποτυχημένη ελληνική διπλωματία- ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

  • Reading time:1 mins read

Του Θανάση Αυγερινού

Η  εισέρχεται ολοφάνερα σε μια περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών αναταράξεων και δεν έχει την πολυτέλεια απώλειας κανενός εν δυνάμει υποστηρικτικού φορέα ισχύος.

 

Ο μόνος διεθνής παράγοντας, που τάχθηκε δημοσίως και ηχηρά κατά των σχεδίων Ερντογάν να μετατρέψει την  από μουσείο σε τζαμί είναι η Ρωσική Εκκλησία, δια του αρμοδίου για τις εξωτερικές σχέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας μητροπολίτη Ιλαρίωνα.

Ερωτηθείς από ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων πώς βλέπει τις προθέσεις Ερντογάν, ο Ρώσος ιεράρχης εξέφρασε την ανησυχία όχι μόνο του ιδίου, αλλά και των χιλιάδων πιστών από τη Ρωσία, που επισκέπτονται το μνημείο αυτό της Ορθοδοξίας, όπου κατά την παράδοση έχει βαφτισθεί, μεταξύ άλλων, και η ισαπόστολος πριγκίπισσα Όλγα, που κυβέρνησε το πρώτο ενιαίο ρωσικό κράτος, τη Ρωσία του Κιέβου, την περίοδο 945-960 μ.Χ.

Ο Μητροπολίτης Ιλαρίων έκανε λόγο για «κίνδυνο για τις υφιστάμενες ισορροπίες» σ’ έναν «εύθραυστο και ασταθή κόσμο», αλλά και για «περιττή ένταση μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών εθνοτήτων και θρησκειών», σαφής προειδοποίηση προς την τουρκική ηγεσία, ότι μια βεβιασμένη απόφασή της δεν θα περάσει χωρίς αντιδράσεις.

Εξίσου σημαντική και η τοποθέτηση του  ότι η αλλαγή καθεστώτος ενός μνημείου, που έχει υπαχθεί από το 1985 στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, απαιτεί απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής του διεθνούς οργανισμού, όπου η  έχει μόνον μία ψήφο στις 85.

Στις ανταποκρίσεις του ρωσικού κρατικού πρακτορείου ΤΑΣΣ συμπεριλαμβάνεται και η εκτίμηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ότι η ιδέα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί «είναι προσβλητική τόσο για τους χριστιανούς, όσο και για τη διεθνή κοινότητα εν γένει».

Όλως περιέργως, όμως, και προφανώς λόγω της «ανώμαλης» κατάστασης, που επικρατεί με την εκπροσώπηση των ελληνικών ΜΜΕ (δημόσιων και ιδιωτικών) στη Μόσχα, η δήλωση του πλέον αρμόδιου αξιωματούχου της Ρωσικής Εκκλησίας δεν μεταδόθηκε από το εθνικό μας πρακτορείο και δεν έγινε ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα, αν και προφανώς είναι υποστηρικτική για τα ελληνικά συμφέροντα, πέραν των ρωσικών, που την υπαγορεύουν.

Είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρει την ελληνική κοινή γνώμη μια βαρυσήμαντη τοποθέτηση των εν δυνάμει «συμμάχων» της ελληνικής πλευράς σε μια αντιπαράθεση για το θέμα της Αγίας Σοφίας με την τουρκική ηγεσία;

Προφανώς και ενδιαφέρει, όμως, πολλοί παράγοντες της Εκκλησίας της Ελλάδας και του υπουργείου των Εξωτερικών μας δυσκολεύονται να ξεφύγουν από τον αυτοκτονικό αυτοπεριορισμό, στον οποίο υπέβαλαν τον εαυτό τους και τη χώρα.

Γιατί αυτό στην πραγματικότητα συνέβη όταν εθελοτυφλώντας για τις συνέπειες υποστήριξαν αναφανδόν ένα αμφιλεγόμενο αυτοκέφαλο, που αποφάσισε να παραχωρήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε μη αναγνωρισμένη έως και σήμερα από τις περισσότερες ορθόδοξες Εκκλησίες μερίδα των πιστών της Ουκρανίας.

Μάλιστα η μερίδα αυτή και οπωσδήποτε η ηγεσία και οι πλέον επώνυμοι πολιτικοί υποστηρικτές της, όπως ο ταπεινωτικά απελθών και διωκόμενος τώρα πρώην πρόεδρός της Ποροσένκο, πέραν των αμέτρητων θεολογικών και εκκλησιολογικών προβλημάτων στη χειροτονία και το πολιτικό παρελθόν τους, φέρονται συνδεόμενοι με νεοναζιστικούς και τουλάχιστον ακραίους εθνικιστικούς κύκλους και οργανώσεις, οι οποίες και μόνον εκ της φύσεώς τους εμπίπτουν στην υποτίθεται καταδικασμένη από όλους μας αίρεση του εθνοφυλετισμού.

Το τελευταίο, δε, διάστημα άρχισαν και πάλι να ενεργοποιούν βίαιες καταλήψεις ιερών ναών, όπως καταγγέλλουν πιστοί, που βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των εκκλησιών τους.

Ποιος ο λόγος να υφίσταται Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, αν δεν είναι σε θέση να ενημερώνει εκτενώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για κρίσιμες αποφάσεις, που μπορούν να θίξουν μακροχρόνια ελληνικά συμφέροντα;

Είχαν σαφή γνώση στο Φανάρι όταν αποφάσιζαν για τους υπαρκτούς συσχετισμούς εντός και εκτός του εκκλησιάσματος της Ουκρανίας, για την πραγματική κατάσταση των Ουκρανών πιστών, η πλειονότητα των οποίων δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την παραδοσιακή και κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας, που υπάγεται ιστορικά με καθεστώς αυτονομίας στο Πατριαρχείο Μόσχας;

Και γιατί τότε δεν προτιμήθηκε να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια διαλόγου στο πλαίσιο μιας συνοδικής αντιμετώπισης ενός ευαίσθητου και αμφιλεγόμενου ζητήματος και επελέγησαν επιθετικά μονομερείς ενέργειες, η ελάχιστη συνέπεια των οποίων είναι η διακοπή κοινωνίας της Ρωσικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό και τις Εκκλησίες Ελλάδας και Αλεξανδρείας, τους μόνους, που αναγνώρισαν τις ατυχείς, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, αποφάσεις του Φαναρίου.

Η Ελλάδα εισέρχεται ολοφάνερα σε μια περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών αναταράξεων και δεν έχει την πολυτέλεια απώλειας κανενός εν δυνάμει υποστηρικτικού φορέα ισχύος.

Το λάθος του «κακοκέφαλου» της Ουκρανίας, όπως έχει ήδη βαφτισθεί από τους πολλούς εκκλησιαστικούς επικριτές του, θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστεί το ταχύτερο συμβιβαστικά, γιατί τώρα οι μόνοι ικανοποιημένοι είναι μειοψηφική μερίδα της ουκρανικής κοινωνίας και μερίδα του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που είχε κάθε λόγο να καθοδηγήσει το διαλυτικό για την παγκόσμια Ορθοδοξία και τις ελληνορωσικές σχέσεις project της αυτοκεφαλίας.

Η Ελλάδα και το Φανάρι ποιους λόγους είχαν να συναινέσουν τόσο παθητικά, τι κέρδισαν;