Αναδημοσίευση του εμπεριστατωμένου άρθρου της Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ από την εφημερίδα: “Το Βήμα”
Όταν οι Πατέρες μιλούν στη γλώσσα των παιδιών τους, οι πιθανότητες για την πρόσληψη του μηνύματός τους αυξάνουν. Η έκπληξη στη λήξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προήλθε από μία αυτονόητη, αλλά ασυνήθιστη μέχρι τώρα γλωσσική επιλογή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία απευθύνθηκε στο ελληνόφωνο πλήρωμά της στη γλώσσα που μαθαίνει από τη μητέρα του και το σχολείο του, στη γλώσσα της λογοτεχνίας, της διοίκησης και της καθημερινής ζωής. Το «πρωτόκολλο» υπεχώρησε μπροστά στην ανάγκη της ποιμαντικής και του επανευαγγελισμού!
Η ελληνική γλώσσα έχει μία αδιάκοπη ιστορική πορεία και παρουσιάζει ποικίλες μορφές στη φωνητική, τη μορφολογία (γραμματική), τη σύνταξη και το λεξιλόγιο σε κάθε ιστορική της φάση. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην Ελληνιστική Κοινή προφορική γλώσσα της λεκάνης της Μεσογείου και στην ίδια καταγράφηκαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, επιλογή που σημαίνει ευρύτατη κατανόηση από τους ελληνοφώνους της εποχής. Την ίδια εποχή αναπτύσσεται το ρεύμα του αττικισμού που υπαγορεύει τη μίμηση της αττικής διαλέκτου και τη χρήση των ρητορικών σχημάτων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την καταξίωση οποιουδήποτε λογοτεχνικού είδους.
Η περιφρονημένη προφορική γλώσσα της εποχής ήταν επαρκής λόγος, για να απορριφθεί εκ των προτέρων το κήρυγμα των αλιέων από τους ρήτορες και σοφιστές που επηρέαζαν τους μαθητές τους και μετέπειτα ισχυρούς ηγεμόνες. Ο λόγος σαφής: ένα σπουδαίο περιεχόμενο απαιτεί μία σπουδαία γλώσσα! Τον 4ο αιώνα, όταν οι διωγμοί των Χριστιανών κατέπαυσαν, οι Μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, Ιωάννης Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, εγκαινίασαν μία μεγαλοφυή γλωσσική πολιτική στο γραπτό λόγο: τον αττικισμό και τα ρητορικά σχήματα, με αποτέλεσμα ένα απαστράπτον γλωσσικό ύφος που εκφράζει ένα υπέρλαμπρο περιεχόμενο, το μέγα μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας. Η επιλογή είχε ιεραποστολικό κίνητρο και οι ευεργετικές επιπτώσεις της ήταν η καταπολέμηση των αιρέσεων και ο δημιουργικός διάλογος με την αρχαιοελληνική σκέψη στον ίδιο γλωσσικό κώδικα.
Έκτοτε η Ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία ακολούθησε την τεχνητή διγλωσσία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή τον αττικισμό και τα ρητορικά υφολογικά κελεύσματα στον γραπτό λόγο με διάφορες κατά καιρούς αποκλίσεις και τη δημώδη προφορική στην καθημερινή επικοινωνία. Σήμερα, που δεν συντρέχουν παρόμοιοι λόγοι και όλος ο περίγυρος επιβάλλει τη χρήση της νεοελληνικής, το μήνυμα που ακούστηκε αποδεικνύει ότι οι Πατέρες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου έχουν ουσιαστική αγωνία για το ποίμνιο και καλούν τα παιδιά τους να έχουν ενεργό ρόλο στη ζωή της Εκκλησίας με τη γλώσσα που μαθαίνουν από τη μητέρα τους.