H διασάλευση που προξένησε στην κτίση η αποσκίρτηση του ανθρώπου από το θείο
θέλημα, περιγράφεται με τρόπο γλαφυρό από τον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο
(Λόγος ηθικός 1 – 2). Η θεία πρόνοια και ευσπλαχνία, αντι-αντιδρώντας άμεσα,
αποσόβησε τα χειρότερα, μέσω των φυσικών νόμων, οι οποίοι μπορεί να απείχαν
από την παραδείσια ισορροπία και αρμονία, προστάτευσαν όμως τον κόσμο από
την απόλυτη παράδοσή του στο χάος, από την εξάρθρωση και τον κατακερματισμό.
Πέραν των φυσικών νόμων, ένα από τα «προικιά» του Θεού στον μεταπτωτικό
άνθρωπο, στο πλαίσιο της συνοχής των κοινωνιών που έμελλε να συσταθούν,
δύναται να θεωρηθεί και η πολιτική. Στην Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, γίνεται
παραδεκτός ο θεόδοτος χαρακτήρας της εξουσίας, τόσο «ίνα μη ο κόσμος εις
ακοσμία εμπέση» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, PG 78, 657) όσο και σε αναρχία,
καθόσον «η αναρχία παντού κακόν και συγχύσεως αίτιον» (Ιωάννης Χρυσόστομος,
PG 60, 615).
Εξού κι ο Ορθόδοξος Χριστιανός προσεύχεται για τους ανθρώπους της
εξουσίας (Α΄ Τιμ. 2:1-3, Α΄ Κλημ. 61:1, Πολύκαρπος Σμύρνης Προς Φιλ. 12:3,
Ιουστίνου Α΄ Απολογία 17:3), είναι νομιμόφρων σε κάθε Πολιτεία (Ρωμ. 13, 1-7 και
Α΄ Πετρ. 2, 11-18), αλλά υπό την αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση ότι «εν αις αν
εντολή Θεού μη εμποδίζεται» (Μ. Βασίλειος, PG 31, 860). Διότι η βιβλική και
αποστολική παρακαταθήκη προτάσσουν όπως «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του
Θεού» (Ματθ. 6, 33), «απόδοτε ουν τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»
(Ματθ. 22, 21), και «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον η ανθρώποις» (Πράξ. 5, 30).
Η ίδια η Αγία Γραφή, λοιπόν, θέτει τις κόκκινες γραμμές ή αν θέλετε
αποτυπώνει τους όρους, η παραβίαση των οποίων οφείλει να κινητοποιεί τον
χριστιανό σε επαναπροσδιορισμό της σχέσης του με την εφαρμοσμένη πολιτική και
τους εκφραστές της. Γιατί όταν ο Καίσαρας εισέρχεται αλλοτριωτικά στα του Θεού,
παρεμποδίζοντας, παραβιάζοντας, διαστρέφοντας κ.ο.κ. τις εντολές Του, «υπάρχει
δικαίωμα αντίστασης στην Εκκλησία (…) με αγάπη και αληθινή καθολικότητα!»
(Φλωρόφσκυ, 1999, σ. 116).
Στην προσπάθεια απεικόνισης των όσων μέχρι τώρα έχουν αναφερθεί, υπό το
πρίσμα της πρακτικής τους κατανόησης, παρατίθενται κάποιες περιπτώσεις, κάποια
παραδείγματα, με τη μορφή διαζευκτικών αντιστίξεων, οι οποίες στο βαθμό που η
ιστορική και κυρίως η τρέχουσα πραγματικότητα τις επαληθεύει, ταπεινά φρονώ ότι
χρίζουν αξιολόγησης και χειρισμού, βάσει των προαναφερόμενων βιβλικών
ιεραρχήσεων:
α. Λέει ο Κύριος, χαράσσοντας ουσιαστικά με «δυο» λόγια τη λύση του
κοινωνικού προβλήματος, εν γένει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της
καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της
ισχύος σου. αυτή πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία, αυτή∙ αγαπήσεις τον πλησίον
σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. 12, 30-31) και «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς
ποιείτε τοις μισούσιν υμάς» (Ματθ. 5, 44) «και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι
άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς,
ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι.»
(Λουκ. 6, 31-33). Μήπως η πολιτική εξουσία στέκει στον αντίποδα; Αγαπά τον Θεό ή
τον εμπαίζει προσπαθώντας μάλιστα να τον υποκαταστήσει αυτοκαθιερώνοντας
-2-
τον εαυτό της, ρητά ή άρρητα, ως εγκόσμια μεταφυσική αυθεντία;
Προσλαμβάνοντας ειδωλολατρικά τον εαυτό της απαιτώντας το αυτό και από το
λαό; Αγαπά τον συν-άνθρωπο ή τον εργαλειοποιεί, ως χρειαζούμενο αναλώσιμο,
στο πλαίσιο της υλοποίησης των αμιγώς ιδιοτελών της επιδιώξεων; Σέβεται ακόμη
κι εκείνους που αντιτάσσονται στις (αντιδραστικές) αποφάσεις/πρακτικές της ή
απλά δε συμπλέουν ιδεολογικά μαζί της ή τους εκδικείται με κάθε τρόπο και
ευκαιρία;
β. Υπηρετεί άραγε η πολιτική τον λαό; Ή μήπως αλλοιώνει το διακονικό και
απελευθερωτικό χαρακτήρα της «εξουσίας», αδιαφορώντας και αψηφώντας το
πρότυπο του Σωτήρος Χριστού: «ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι,
αλλά διακονήσαι» (Μαρκ. 10, 45).
γ. Οι λόγοι, οι υποσχέσεις, οι πράξεις της πολιτικής και των πολιτικών
συμπλέουν με τον κυριακό λόγο, «έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου∙ το δε
περισσόν τούτων εκ του πονηρού έστιν.» (Ματθ. 5, 37) ή είναι διφορούμενες,
αμφιταλαντευόμενες, ψευδείς, πανούργες;
δ. Σέβεται και υπεραμύνεται του μισθού και των δικαιωμάτων του εργάτη
(Δευτ. 24, 14-15, Σοφ. Σειρ. 34, 22, Ιακ. 5, 4) ή τον παραδίδει στην εκμετάλλευση,
τον εξωθεί στην εξαθλίωση, την ανέχεια, την απελπισία;
ε. Προσλαμβάνει την κοινωνία ενωτικά μέσα στην πολλαπλότητα της ή
φατριαστικά δυναμιτίζοντας σκοπίμως την ενότητα;
στ. Συμβάλλει στη σύσταση σχέσεων αγάπης ή στυγνού συμφέροντος; Έχει
αποσυνδέσει ή όχι τον κόσμο —μέσω της ενδοκοσμικής δήθεν αυτάρκειας— από τη
θεία χάρη και υποκαταστήσει την αναζήτηση της αλήθειας με το κυνήγι των
πεπερασμένων απολαύσεων, καθιστώντας τη ζωή ατελέσφορη, νευρωσική,
σισύφειο μαρτύριο;
ζ. Η έξωθεν περί κοινωνίας πολιτική, αντικατοπτρίζει ή όχι την έσωθεν
περί εαυτού πολίτευση; Η πολιτική ασκείται από ανθρώπους και οι άνθρωποι
ασκούν πολιτική βάσει της έσωθεν τακτοποίησης ή… αταξίας τους. Η εικόνα του έξω
κόσμου όπως τον ζούμε, άραγε, τι είδους έσω εικόνα του ανθρώπου καταμαρτυρά;
η. Τέλος, δίχως δυστυχώς η λίστα να εξαντλείται στις εν λόγω παραθέσεις,
κοιτάζοντας το ζήτημα από αντίστροφη προοπτική: α) Ο λαός, οι πολίτες είναι
άμοιροι ευθυνών; Αυτοί δε συν-στελεχώνουν τους πολιτικούς φορείς και συν-
ασκούν την πολιτική, αυτοί (με διεφθαρμένα και διεστραμμένα κριτήρια) δε
νομιμοποιούν με την ψήφο τους τις πολιτικές πράξεις ή παραλήψεις, αυτοί
δηλώντάς της υποτέλεια, καταθέτοντας άκριτα ή ιδιοτελώς στα πόδια της τα
διαπιστευτήριά τους, δεν τη θεοποιούν ωθώντας την στην ασυδοσία με τον αέρα
της αυθεντίας; β) Ποια η —κατά περιόδους και κατά περίσταση— τηρητέα στάση
(μέρους) της Διοικούσας Εκκλησίας;
Οι ερωτηματικές διαζεύξεις που μόλις παρατέθηκαν έχουν χαρακτήρα
ρητορικό, που πρωτίστως γυρεύουν ενδόμυχη απόκριση. Κοντολογίς, οδεύοντας
προς το τέλος, καμία κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει αν δεν έχει
προηγηθεί η οντολογική αλλαγή, που αφενός αποτελεί ευθύνη προσωπική, αλλά
αφετέρου είναι αδύνατον να συντελεστεί και να ευδοκιμήσει σε περίκλειστες
λογικές. Θέλει ανοιχτοσύνη. Κι αποφασιστικότητα να τολμηθεί το δίπτυχο προσευχή
– πρακτική μετάνοια. Προσευχή: «Μνήσθητι, Κύριε, των αρχόντων και βοήθησον
αυτούς να κυβερνούν χριστιανικά», δέεται σε μία από τις προσευχές του ο άγιος
γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης. Πρακτική μετάνοια: Αλλαγή νου, εν Χριστώ
-3-
μόρφωσή του/χριστοποίησή του, αλλά και απαύγαση του βίου μέσω του χαροποιού
ασκητισμού. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πετρ. 1, 16), που σύμφωνα με
τον σπουδαίο λειτουργιολόγο π. Αλέξανδρο Σμέμαν, άγιος είναι «κάθε άνθρωπος
που παίρνει πάντοτε στα σοβαρά την πίστη του» (2016, σ. 203). Αυτή, λοιπόν, η
αγιότητα του βίου είναι που ανυστερόβουλα, διακριτικά, δίκαια και ελεύθερα
δύναται να εκλεπτύνει τα κριτήρια, να φωτίζει την πράξη, να συνάζει τα
διασκορπισμένα, είτε αναφερόμαστε στη στενή είτε στην ευρύτερη συνάφεια των
σχέσεων. Η αγιότητα, ως διαρκής επιδίωξη της θείας ταπείνωσης και αγάπης, θα
μπορούσε να αλλάξει «τα πεπρωμένα όλων των ανθρώπων και να μεταμορφώσει
τον κόσμο σε μία ώρα», μνημειωδώς αναφέρει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
(Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, 2013, σσ. 266 – 267). Απλώς (μα όχι απλοϊκώς)
«γεύσασθε και ιδέτε» (Ψαλμ. 33).
Δεν παραβλέπω α) το γεγονός της διαβλητότητας και μεταβλητότητας του
ανθρώπου —κατ’ επέκταση των δράσεών του— και τη σύγχυση που αυτές
προξενούν στη θέαση και την ερμηνεία του ρόλου της ιστορίας και της
εσχατολογίας στο απτό του βίου, β) τα δυο άκρα που επιτάσσουν είτε να
λησμονείται το αληθές ότι το Ευαγγέλιο «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18,
36), είτε να δαιμονοποιείται/απορρίπτεται ο κόσμος συλλήβδην, γ) τους πάσης
φύσης περιορισμούς. Παρ’ όλα αυτά, τούτες ακριβώς οι συνειδητοποιήσεις ήταν
που με ώθησαν στην προσπάθεια σύνθεσης, μετερχόμενος «υλικών» εκλεκτών και
εμπνευσμένων, μιας εναλλακτικής πρόσληψης του ζητήματος της πολιτικής, πέραν
της τετριμμένης και παρωχημένης ιδεολογικής, οπορτουνιστικής, παθολογικής,
απαξιωτικής ή απλά αδιάφορης προσέγγισής του. Όπως και τα εξής: Το ορθό της
διαπίστωσης —για να παραφράσω τον τολμηρό μα συνάμα ρεαλιστικό λόγο του
αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τα μοναστήρια— ότι η πολιτική είναι
απαραίτητη, διότι ο κόσμος δεν είναι χριστιανικός. Η επισήμανση του οσίου Συμεών
του Νέου Θεολόγου, πως αν δεν δεις τον Χριστό από αυτή τη ζωή, μην περιμένεις
να τον δεις στην άλλη. Ότι η αλησμόνητη θέαση του «εις της Τριάδος» Ιησού
Χριστού είναι αυτή που καθιστά τέλειο το καλό λίαν· αυτή και μόνον αυτή,
προκαταβολικά ιστορικά, τελεσίδικα εσχατολογικά. Η δυναμική της διαπίστωσης
πως «η έλλειψη κάνει δυνατή την ύπαρξη μιας κοινωνίας» (C. S. Lewis, εκδ. Ιωνάς,
2019, σ. 25). Παρενθετικά: Η τρέχουσα παράγραφος με τις φαινομενικά ατάκτως
ερριμμένες προτάσεις της, με λίγη καλή διάθεση ίσως και να μπορεί να
λειτουργήσει ως άλας ενός ομολογουμένως άνοστου κειμένου κι ως αρμόκολλα για
τις χαραμάδες που μες στη συνοπτικότητά του μοιραία επιτρέπει να χάσκουν
ορθάνοιχτες.
Κατέστη θαρρώ ευδιάκριτο ότι όλα όσα ειπώθηκαν, υποστασιάζονται στις
περιπτώσεις εκείνες που οι θείες εντολές, το θέλημα του Θεού αποτελούν ελεύθερο
κριτήριο ισορροπημένου βίου, ιδιωτικού και δημόσιου, στη «μικρά ζύμη που όλον
το φύραμα ζυμοί» (Γαλ. 5, 9), ενέχοντας συνάμα χαρακτήρα προσκλητήριο (η
υπόψη προοπτική είναι ήδη διατυπωμένη λίγες γραμμές νωρίτερα). Εν τέλει ό,τι
ειπώθηκε, ειπώθηκε ως απόρροια της βαθιάς πεποίθησης, ότι το πολιτικό
πρόβλημα, ως αναπόσπαστο μέρος —γενεσιουργό μα και παρεπόμενο— του
κοινωνικού, είναι πρόβλημα βαθύτατα… θεολογικό.
Γεώργιος Κ. Τασούδης
-4-
ΠΗΓΕΣ/ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρούτσου Χρήστου, «Εκκλησία και Πολιτεία εξ επόψεως ορθοδόξου», τύποις
Εκκλησιαστικού Κήρυκος, εν Αθήναις 1920.
Βασιλείου Μεγάλου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, «Προς πολιτικούς άρχοντες – Στον
Ευτρόπιο Α΄ και Β΄», μτφρ Ευάγγελος Π. Λέκκος, ΛΥΧΝΟΣ, 2004.
Γουέαρ Καλλίστου Επισκόπου Διοκλείας, «Ο ορθόδοξος δρόμος», Εκδόσεις
Επτάλοφος, Αθήνα 1994.
Καρμίρη Ιωάννου, «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», κεφ. 5 στο κείμενο «Η
εκκλησιολογία του Μεγάλου Βασιλείου», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής
Σχολής Αθηνών, 1958.
Κονιδάρη Γερασίμου Ι., «Πολιτεία και πολιτειακός βίος εν τη λατρεία του ορθοδόξου
χριστιανισμού», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Τόμος
ΙΔ, 1963.
Μαντζαρίδη Γεωργίου Ι., «Ορθόδοξη θεολογία και κοινωνική ζωή», εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1996.
Μεταλληνού Γεωργίου Δ., «Ο κίνδυνος της εκκοσμίκευσης – από το μαρτύριο στον
πειρασμό της εξουσίας», στον τόμο «Εκκλησία και Εκκοσμίκευση», εκδόσεις
ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, Αθήνα 2004.
Μεταλληνού Γεωργίου Δ., «Ορθόδοξη θεώρηση της κοινωνίας», εκδόσεις Μήνυμα,
1986.
Μπουγάτσου Νίκ. Θ., «Ο ορθόδοξος δρόμος για την πολιτική εξουσία. Από την
ματαιοδοξία στην κένωση», Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος,
Αθήνα 2000.
Νέλλας Παναγιώτης, «Ορθοδοξία και Πολιτική. Τρεις Βιβλικές προϋποθέσεις», στον
τόμο «Μαρτυρία Ορθοδοξίας», ΕΣΤΙΑ, Αθήναι 1971. Σημ.: Ίσως ότι πιο
εμπνευσμένο έχει γραφτεί επί του θέματος!
Παπαθανασίου Θανάση Ν., «Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία. Μία
Προκήρυξη», ΑΚΡΙΤΑΣ, 2006.
Πέτρου Ιωάννης Σ., «Κοινωνική δικαιοσύνη. Το πρόβλημα της κοινωνικής
δικαιοσύνης στην παράδοση της Ορθοδοξίας», εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 1992.
Ροδίτη Γεωργίου Δ., «Χριστιανισμός και πλούτος», Αθήνα 1994.
Schmemann Alexander, «Για να ζήσει ο κόσμος», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2010.
Schmemann Alexander, «Μεγάλη Σαρακοστή – πορεία προς το Πάσχα», Εκδόσεις
Πορφύρα, 2016.
Φλωρόφσκυ Γεωργίου π., «Το σώμα του ζώντος Χριστού», Εκδόσεις Αρμός, 1999.