Του π. Ηλία Μάκου
Τα πορίσματα, που καλείται η Εκκλησία να τα μελετήσει και να τα εξετάσει και, εν τέλει, να τα αξιολογήσει και να πορευτεί ελπιδοφόρα, ενός πολύ ενδιαφέροντος συνεδρίου για την οργάνωση της ενορίας και των επανευαγγελισμό των πιστών, του οποίου την Οργανωτική Επιτροπή αποτελούσαν οι Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος, Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβας και Φθιώτιδος Συμεών, κυκλοφόρησαν σ’ ένα τευχίδιο, 31 σελίδων, που, όμως έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, από την Ιερά Σύνοδο της Εκκηλσίας της Ελλάδος και εστάλη σε όλους τους ιερείς.
Πρόκειται όχι μόνο για ένα σημαντικό, αλλά ταυτοχρόνως και δύσκολο ζήτημα, αφού μέσα στη βαβέλ, που ζούμε, η ενορία στην ποιμαντική τηςδιάσταση οφείλει, με τις ορθές πρακτικές και αξιοποιώντας όλους τους τρόπους, που μπορεί να έχει στη διάθεσή της, καθώς και αναγνωρίζοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες, όχι μόνο να ενδιαφερθεί για τους πιστούς, αλλά και να τους επαναυαγγελίσει, δηλαδή τα διαχρονικά ευαγγελικά μηνύματα να καθορίσουν τη στάση ζωής τους.
Ο Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβας αναφέρθηκε στην “Αστική-Ημιαστική-Αγροτική και “Διαδικτυακή” Ενορία”. Μεταξύ των πορισμάτων, που κατέληξε η Ομάδα Εργασίας επί της εισηγήσεως αυτής, είναι η έναρξη διαλόγου για τη χρήση, και όχι για παράχρηση, των ψηφιακών μέσων στο χώρο της Εκκλησίας, η υποχρέωση να μην απεμπολείται το ιεραποστολικό καθήκον σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία και η κυριαρχία του πνεύματος ενότητας.
Ο πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μίλκας, κληρικός της Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, ανέπτυξε το θέμα: «Είμαστε έτοιμοι για ένα νεανικό εκκλησιαστικό restart;». Μεταξύ των πορισμάτων, που κατέληξε η Ομάδα Εργασίας επί της εισηγήσεως αυτής, είναι η επιδίωξη να γίνουν οι ενορίες ζωντανά πνευματικά κέντρα και να προωθήσουν οι Μητροπόλεις το θεσμό των κατασκηνώσεων.
Ο εκπαιδευτικός Νικόλαος Τσιαδήμος μίλησε με θέμα: «Ένας λαϊκός συνεργάτης σκέφτεται φωναχτά». Μεταξύ των πορισμάτων, που κατέληξε η Ομάδα Εργασίας επί της εισηγήσεως αυτής, τίθενται ζητήματα, όπως η συνεχή και εύπεπτη κατήχηση τόσο των κληρικών όσο και των λαϊκών, η διεύρυνση της συμμετοχή των λαϊκών στα Μητροπολιτικά Συμβούλια, η διατύπωση της γνώμης του λαού στην εκλογή Επισκόπου, οι ενοριακές συνελεύσεις, η πρόσληψη λαϊκών από τις Μητροπόλεις, η απαγκίστρωση της Εκκλησίας από στοιχεία ακραία και προβληματικά και η διαμόρφωση πιο “εξωστρεφούς” προσώπου της Εκκλησίας και πιο “ελκυστικών” εκκλησιαστικών δομών.
Ο αρχιμανδρίτης π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος, κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, είχε ως θέμα: «Βουβοί…. Κομπάρσοι και Αδιάβροχοι (λειτουργική ζωή και διακονία λόγου)». Μεταξύ των πορισμάτων, που κατέληξε η Ομάδα Εργασίας επί της εισηγήσεως αυτής, είναι η πρόταση να γίνει η Λατρεία έκφραση ζωής και κατηχητική αφομοίωση της πίστης και να αφεθεί στην απόφαση των πιστών το ποια γλωσσική μορφή τους βοηθά στη Λατρεία.
Η πρεσβυτέρα Αγγελική Καριώτογλου, Δρ Θεολογίας – Εκπαιδευτικός, μίλησε με θέμα: «Πατέρες και γέροντες: Καθοδήγηση προς την πνευματική ενηλικίωση ή επιστροφή και συντήρηση της πνευματικής εξάρτησης; (Συμβολή στην αποκατάσταση του δύσβατου τοπίου της πνευματικής πατρότητας και της ενορίας)». Μεταξύ των πορισμάτων, που κατέληξε η Ομάδα Εργασίας επί της εισηγήσεως αυτής, είναι η προσεκτική και συστηματική διαχείριση των υποψηφίων κληρικών, ο σαφής ορισμός του “περιεχομένου” της σχέσης πιστού και πνευματικού εξομολόγου, η διάκριση της πνευματικής καθοδήγησης από την ακολουθία της εξομολόγησης.
Ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ.Συμεών εισηγήθηκε το θέμα: «Εκκλησία και κοινωνία: Όροι και όρια στην έμπρακτη διακονία της αγάπης». Μεταξύ των πορισμάτων, που κατέληξε η Ομάδα Εργασίας επί της εισηγήσεως αυτής, είναι ο συντονισμός του φιλανθρωπικού έργου, η έμφαση σε άτομα, που προέρχονται από τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, η υλοποίηση προγράμματος “Γιαγιάδες της ενορίας σε δράση”, καθώς και προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, η δημιουργία δομών υποδοχής και φιλοξενίας, αλλά και οργανωμένων υπηρεσιών ανακουφιστικής φροντίδας κατ’ οίκον, η λειτουργία 24ωρης τηλεφωνικής γραμμής ψυχοπνευματικής στήριξης.
Η ΕΞΥΨΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Διαβάζοντας κανείς αυτό το ωφέλιμο τευχίδιο αντιλαμβάνεται ότι στη δαιδαλώδη εποχή μας, η ποιμαντική μέριμνα καλείται να καλύπτει τις ψυχοσωματικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά και να απεγκλωβίζει τη συνείδηση, την καρδιά και το μυαλό τους από κοσμικούς τάφους και μνήματα, οδηγώντας τους σε αναστάσιμη διαδρομή και ανάβαση.
Η συγκρότηση σύνολης της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και της κάθε ενορίας ειδικότερα γίνεται μ’ ένα και μοναδικό στόχο: Την εξύψωση των ανθρώπων. Αυτός ο στόχος πρέπει να μένει αμετάβλητος. Από αυτή τη στοχοθεσία καθορίζεται η διαμόρφωση κάθε μορφής δράσης της Εκκλησίας, αλλά και κάθε μορφής ενοριακής μέριμνας του ιερέα, προδιαγράφοντας τις διαστάσεις της ποιμαντικής κινητοποίησης.
Ο προσωπικός ζήλος και η προσευχή είναι απαραίτητα στοιχεία της ταυτότητας του κλήρου, αλλά και των πιστών, γιατί ως πυρηνικά και θεμελιώδη συστατικά της πνευματικής πορείας, δεν μπορεί να απουσιάζουν από εκείνους, που έχουν πρωταρχικό χρέος να τα μεταδώσουν.
Οι βαθύτερες προσδοκίες, οι υπαρξιακές αγωνίες και η αναζήτηση της ελπίδας ως αντίδοτου στα δεινά της βιωτής είναι παρούσες και αναγνωρίσιμες.
Έτσι η κάθε τοπική Εκκλησία αγωνίζεται, μέσα σ’ έναν περιβάλλον βαθιά επηρεασμένο από τον ανθρωποκεντρισμό, ακόμη κι αν αυτό δεν δηλώνεται ή δεν είναι συνειδητοποιημένο, και από την ποικιλομορφία των συνθηκών, να διακονήσει το λαό του Θεού.
Και οι ποιμένες, και τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, χρεώνονται με την ευθύνη να είναι εκφραστές και αγγελιοφόροι της αληθινής ζωής, όπως αυτή προσδιορίζεται στο Ευαγγέλιο, ώστε οι ναοί να αποτελούν ζωντανούς οργανισμούς και όχι νεκρωμένους χώρους, απ’ όπου να διακηρύττεται με κάθε λόγο και με κάθε πράξη, πως ο Θεός είναι παρών.