You are currently viewing Ομιλία του Σμύρνης Βαρθολομαίου στην Αγία Σοφία Ψυχικού

Ομιλία του Σμύρνης Βαρθολομαίου στην Αγία Σοφία Ψυχικού

  • Reading time:1 mins read

Στον Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας Ψυχικού λειτούργησε και ομίλησε στην Κυριακή Δ΄ Νηστειών ο Μητροπολίτης Σμνύρνης Βαρθολομαίος.

Ακολουθεί η ομιλία του Σεβασμιωτάτου…

Πανοσιολογιώτατε Αρχιμανδρίτα π. Νεκτάριε Τσορλίδη, Αρχιερατικέ Επίτροπε της Περιφερείας ταύτης,
Πανοσιολογιώτατε Αρχιμανδρίτα π. Ιωαννίκιε Κουλιανόπουλε, Πρόεδρε του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού τούτου Ναού,
Εντιμότατε και αγαπητέ κύριε Παντελεήμον Ξυριδάκη, Δήμαρχε Φιλοθέης-Ψυχικού,
Τίμιον Πρεσβυτέριον, Χριστού Διακονία,
Αγαπητοί αδελφοί εν Χριστώ,

Μέσα εις τον παραπικρασμόν της συγχρόνου εποχής, ίσως και κάθε εποχής με τας ιδιαιτερότητας της εκάστη, έρχονται ιεραί περίοδοι και γεγονότα, τα οποία μας εμπνέουν και μας καθοδηγούν εις «γλυκασμόν δικαιοσύνης», εκ του οποίου οδηγούμεθα εις τον «γλυκασμόν σωτηρίας» (υμνολογία εορταζομένου Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος). Μία τοιαύτη περίοδος είναι και το υπό του Ορθοδόξου Γένους μας διανυόμενον στάδιον των αρετών, η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τας παρελθούσας, τρεις μέχρι σήμερον, Κυριακάς της οποίας, εν προετοιμασία υποδοχής και βιώσεως της Αναστάσεως του Κυρίου, πρώτον, εωρτάσαμεν τον θρίαμβον της Ορθοδοξίας· εν συνεχεία, τον μύστην και μυσταγωγόν του απροσίτου Θείου Φωτός και των ακτίστων ενεργειών του Θεού, αι οποίαι διέπουν τον κόσμον και τα του κόσμου, Γρηγόριον τον Παλαμάν, ο οποίος ενίκησε την πλάνην της ανθρωπομόρφου αιρέσεως· τέλος δε, κατά την παρελθούσαν Κυριακήν, προεγεύθημεν του μυστηρίου του Σταυρού, ως Θεού δύναμιν και ως Θεού Σοφίαν, η οποία κατισχύει και νικά πάντοτε την μωρίαν του κόσμου τούτου και τα φρυάγματα των επιβουλευομένων τα ιερά και τα όσια του ημετέρου Γένους και Κράτους διαφόρων εθνών, παλαιότερον και επ’ εσχάτων.

Σήμερον, εις τον Ιερόν τούτον Ναόν της Αγίας Σοφίας και των Τριών Θυγατέρων αυτής Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης, των μαρτύρων, τιμώμεν μαζί με αυτάς εν πίστει, εν ελπίδι και εν αγάπη τον θαυμαστόν Άγιον Ιωάννην, τον Σιναΐτην, τον συγγραφέα της Κλίμακος των αρετών, διά της οποίας κλίμακος ο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός εισέρχεται εις τον γνόφον της θείας γνώσεως. Τιμώμεν, συγχρόνως, αδελφοί, σήμερον εν προσευχητική μνήμη και όλους εκείνους τους προ ημών, εν Μικρά Ασία ακμάσαντας προπάτορας και πατέρας μας, οι οποίοι διά πίστεως ηγωνίσαντο δικαιοσύνην, επέδειξαν, λόγοις και έργοις, Ορθόδοξον ήθος και φρόνημα και επέτυχον πολλών θείων επαγγελιών, υλοποιήσαντες τας επαγγελίας αυτάς εις ζωήν και παράδοσιν μοναδικήν, την οποίαν και παρέδωκαν εις ημάς ως σκυτάλην χρέους και ευθύνης. Αληθώς και οι πατέρες μας, εις τους απεράντους χώρους της καθ’ ημάς Ανατολής, και εν συνεχεία και οι καταφυγόντες εις την ευλογημένην Ελλάδα, εις τραγικάς περιόδους της ιστορίας μας, απόγονοι των, ως άλλοι μάρτυρες, από ετέρας σκοπιάς θεωρούμενοι και κρινόμενοι, δι’ εμμόνου πίστεως κατήγαγον άθλους δημιουργίας και πολιτισμού, ουδέποτε κατησχυναν την εις Θεόν ελπίδα των, επέτυχον της προς αυτούς επαγγελίας του Θεού, εκόσμησαν τον Οίκον τον Πατρικόν του Ορθοδόξου Γένους μας με λίθους τιμίους, την αρετήν και τον έπαινον, και παρέδωκαν εις ημάς τον ηρωισμόν της αγάπης, το καλόν, το αγνόν, το αληθές, το εύφημον, το δίκαιον, το ορθόν, χαρακτηριστικά από καταβολής κόσμου και μέχρι σήμερον του ημετέρου Ελληνικού και Ορθοδόξου Ρωμαίηκου (Ελληνικού) Γένους, ως περιγράφονται τόσον εις τας δέλτους της ιστορικής καταγραφής, όσον και θεογράφως εις τα ιερά ευαγγέλια. Και ανεδείχθησαν οι πρόγονοι μας ούτοι οδοδείκται και γλυκασμός δικαιοσύνης και γλυκασμός σωτηρίας, με όλην την αποδιδομένην εις βάθος σημασίαν εις τους όρους τούτους.
Ενώπιον του εκπάγλου μυστηρίου τούτου της οικονομίας του Θεού διά την σωτηρίαν του ανθρώπου, του ημετέρου μυστηρίου από της καταλειφθείσης μαρτυρίας και των μαρτυρίων, πραγματικώς και μεταφορικώς, εις τους χώρους εκείνους της καθ’ ημάς Ανατολής, και του μυστηρίου της πορείας μας μέχρι σήμερον εν μέσω ορατών και αοράτων, νοουμένων και βιουμένων, συμπληγάδων όπως, άλλωστε, και κατά τους εσχάτους καιρούς, ιστάμεθα καθ’ ημέραν έκπληκτοι και ενεοί, απλώς θαυμάζοντες τα μεγαλεία του Θεού και ευχαριστούντες Αυτώ διά τα πάντα και κατά πάντα, «υπέρ ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν, των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων» υπό της παντοδυνάμου και πανσθενουργού Προνοίας Του δι’ έκαστον εξ ημών προσωπικώς και διά το ευσεβές ημών Γένος.

Ο ενώπιόν σας ιστάμενος Μητροπολίτης και Ποιμήν κατά τους εσχάτους τούτους καιρούς της περιωνύμου Αποστολικής Εκκλησίας της Σμύρνης Βαρθολομαίος, έρχεται προς σας, αδελφοί και τέκνα, από την γην εκείνην της επαγγελίας, όπου επί αιώνας εκηρύχθη ο Χριστός και πολυμερώς και πολυτρόπως ωδηγήθη ο Ορθόδοξος πιστός λαός εις νομάς σωτηρίους. Έρχεται από τους χώρους εκείνους όπου επί αιώνα περίπου σεσιγημένον μυστήριον αναθρώσκει διά της τελέσεως και αύθις των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας μας, διά της πνευματικής περιθάλψεως υπό τας στοργικάς και σωτηριώδεις πτέρυγας της τοπικής Εκκλησίας των ατυχώς ευαρίθμων σήμερον νεοσσών της Ορθοδόξου Χάριτος και κληρουχίας. Συνεχίζομεν δηλαδή εκεί, παρά την χαλεπότητα των καιρών και τας συνεχώς μεταβαλλομένας συνθήκας και τας θυέλλας και τους ομιχλώδεις καιρούς, το «αμετάθετον της βουλής του Θεού». Εις τον αγώνα τούτον «ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ημίν ελπίδος» και εν Σμύρνη και εν τοις περιχώροις της κανονικής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας αυτής μόνον την Χάριν και το ῎Ελεος του Θεού.

Έχων, λοιπόν, και ο κρατών της «προκειμένης αυτώ ελπίδος» ελάχιστος εν Επισκόποις Βαρθολομαίος ως άγκυραν της ψυχής ασφαλή και βεβαίαν και ισχυράν την παράκλησιν του Θεού, «εισήλθομεν εις το εσώτερον του καταπετάσματος», εις τα Άγια των Αγίων της ιστορικής κοιτίδος του Ελληνισμού και του Γένους μας από των αρχαιοτάτων χρόνων. Εισήλθομεν εις τα ενδότερα του καταπετάσματος και ψηλαφώμεν τα «απομεινάρια»· ακούομεν «φωνήν υδάτων πολλών»· ψαύομεν διά των ομμάτων του σώματος και της ψυχής τα ίχνη του ημετέρου εκεί πολιτισμού, του δημιουργηθέντος υπό των ταφέντων εις τα έγκατα της Ιωνικής γης· ακροώμεθα φωνήν μεγάλην «μυστηρίων Θεού», ως περιγράφονται εις την Ιεράν Αποκάλυψιν Ιωάννου του Θεολόγου· βαδίζομεν επί των χωμάτων όπου έστησαν οι πόδες των προκατόχων και πατέρων ημών, και συνεχίζομεν, πατέρες και αδελφοί, τον αγώνα, πιστοί εις το χρέος προς τους προαπελθόντας πατέρας και προπάτοράς μας.

Προς τους προπάτοράς μας που έζησαν εις την Ιωνικήν γην εις χρόνους αγαθούς, πεπληρωμένους της Χάριτος του Κυρίου, αλλά και εις δυσχειμέρους και τραγικούς, όταν ο ιδρώς των ορθοδόξων ομογενών έρρεε, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, ως «θρόμβοι αίματος» και ηκούοντο μόνον οιμωγαί θρηνουσών μητέρων και οδυρμοί πατέρων, και αγωνία κρατερά νέων και θρήνος ατιμασθεισών νεανίδων και δάκρυα πολλά αψύχων και εμψύχων, περιγραφομένων υπό της ανεκδότου και αγράφου καρδιακής αναφοράς εις το επιτραχήλιον πολλών επιβιωσάντων της συμφοράς αυτής, ως του μετά οσίων αναπαυομένου ιερέως Δημητρίου Γκαγκαστάθη. Συνεχίζομεν, υπό την ευμένειαν των εκεί επιτοπίων αρχών και εξουσιών, την προσευχητικήν αναφοράν υπέρ εκείνων και υπέρ των ολίγων εναπομεινάντων ορθοδόξων πιστών ομογενών και των παροικούντων εν τη κλεινή πρωτευούση της Ιωνίας ορθοδόξων πιστών εξ άλλων εθνοτήτων. Ηρξάμεθα έργου αγαθού και συνεχίζομεν, έχοντες στυλοβάτας τας στηρικτικάς προσευχάς τόσον των προγόνων μας όσον και όλων σας, των απογόνων των καταφυγόντων κατά την τραγικήν περίοδον 1922-1923 εις τον ευλογημένον τούτον χώρον της Αττικής και των απανταχού της οικουμένης Σμυρναίων.
λλά περί του μυστηρίου του Θεού, όσον αφορά εις τα καθ’ ημάς εν τη Ανατολή και εις τα εν γένει ημέτερα εν τη ελευθέρα μητροπολιτική Ελλάδι, ομιλεί ευγλώττως ο ημέτερος Κωνσταντινουπολίτης και συγχρόνως Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. Επιτρέπω εις εμαυτόν να μοιρασθώ μαζί σας κατά την ιεράν λειτουργικήν αυτήν στιγμήν τας «Θερμοπύλας» του -και συνάμα ιδικάς μας Θερμοπύλας-, από τας οποίας όλοι μας ας αντλήσωμεν τα προσήκοντα διδάγματα:
«Τιμή σ’ εκείνους, όπου στην ζωή των ώρισαν
να φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες,
δίκαιοι και ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαγχνία,
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι,
κι’όταν είναι πτωχοί, πάλι εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε,
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν),
πως ο Εφιάλτης (κάθε εφιάλτης προσθέτομεν)
θα φανή στο τέλος.
Κι’οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.»
(Ποιήματα 1897,1933, Ίκαρος).

Επελέξαμεν το δι’ αλληγορίας εκφράζον την απ’αρχής και μέχρι σήμερον διαχρονικήν πορείαν του ημετέρου Γένους ποίημα τούτο, διά να επικαιροποιήσωμεν το χρέος και την ευθύνην της διακονίας των ιερών και των οσίων μας, ιδικής μας εκεί, εις την Σμύρνην, ιδικήν σας, εδώ εις την Ελλάδα.
Διακονούμεν, αδελφοί μου, σείς εδώ, εις χώρον Ορθόδοξον ελεύθερον, και ημείς εκεί, τελούντες υπό περιστασιακάς εκάστοτε ανάγκας και αλαλήτους στεναγμούς, πάντοτε όμως με αδούλωτον το Ορθόδοξον μας φρόνημα, ουδέποτε πεποιθότες «επί άρχοντας και επί υιούς ανθρώπων, οις ούκ εστι σωτηρία», παρά μόνον εις τον Κύριον των δυνάμεων, αυτήν την στρατηγικήν πορείαν του Γένους μας. Διακονούμεν στοχαζόμενοι το πρέπον τη αληθεία εις επιτεύγματα τα οποία αντέχουν εις τον χρόνον και γίνονται στιγμαί αιώνιοι και ακατάλυτοι, που παραμένουν εις την μνήμην των ανθρώπων, κυρίως όμως εις την μνήμην του Θεού, ως άλλα θεοτερπή και θεόγραφα αθλήματα ζωής.

Αδελφοί μου,

Όσον παρέρχονται αι ημέραι της περιόδου ταύτης αναβαίνομεν έκαστος εξ ημών εις τα νοητά Ιεροσόλυμα, διά να ίδωμεν τον Θεάνθρωπον Ιησούν ερχόμενον επί το εκούσιον πάθος. Βλέπομεν τους άρχοντας της εποχής εκείνης, αλλά και άλλων εποχών και αυτής ταύτης της ιδικής μας, να Τον μυκτηρίζουν. Βλέπομεν τους στρατιώτας να Τον εμπαίζουν και τον ένα εκ των δύο συσταυρωθέντων Αυτώ ληστών να Τον βλασφημή και παραλληλίζομεν αυτούς προς τους συγχρόνους εμπαικτάς και βλασφήμους του Προσώπου του Κυρίου μας… Θεωρούμεν τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, εσταυρωμένον κατά την σάρκα εν μέσω δύο ληστών, γυμνόν, νεκρόν, άπνουν, και αναλαμβάνομεν ενίοτε μετά Ιωσήφ του από Αριμαθαίας «ευσυμπάθητον θρήνον», αναλογιζόμενοι το ημέτερον παρελθόν, το απώτερον και το έγγιστα και την πορείαν και ημών αυτών και του ημετέρου ανά την οικουμένην παροικούντος Ορθοδόξου Γένους. Αναλογιζόμεθα τα επιτεύγματα, τας δημιουργίας, το κλέος και την άφθιτον δόξαν, με τας οποίας εστεφάνωσε τούτο την πορείαν του διαχρονικώς, ενίοτε σταυρικήν, πάντοτε όμως απαθή, διά τούτο και δημιουργικήν εν Κωνσταντινουπόλει, εν Σμύρνη, εν Πόντω, εν τη λοιπή Μικρά Ασία, εν Καππαδοκία, εν Ιωνία, κατά τους εσχάτους δε καιρούς εν Αμερική, εν Ωκεανία, εν Ευρώπη, εν Άπω Ανατολή, και βεβαίως και κυρίως εν τη μητροπολιτική Ελλάδι. Πάντα δε ταύτα τα επιτεύγματα απεκτήθησαν και κατεκτήθησαν ως θρίαμβος και παιάν αναστάσιμος μόνον εν τω Σταυρώ και διά του Σταυρού του Κυρίου, ο οποίος υπήρξε το εγκαλλώπισμά του Γένους μας, η έμπνευσίς του, η δόξα του, η δύναμίς του, ο φύλαξ του, η ωραιότης, το κραταίωμά του, το στήριγμά του, η ανά τους αιώνας πορεία του…

Ο Χριστός προσφέρει εαυτόν επί του σταυρού ως «λύτρον αντί πολλών», «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Προσφέρεται διακονητής της αγάπης. Ίσταται απαθής επί του σταυρού και σώζει κραταιώς τον πάσχοντα άνθρωπον κάθε εποχής.
Ο Χριστός έρχεται και εφέτος διά του υψουμένου εν μέσω της Εκκλησίας και εν τω κέντρω των καρδιών μας Σταυρού Του και παρεμβαίνει εις την ιστορίαν ως όργανον παρρησίας ενώπιον του Θεού Πατρός. Ο κόσμος και η εποχή μας έχομεν τόσην ανάγκην την κραταιάν ως ο θάνατος σταυρικήν παρουσίαν και παρρησίαν Του διά να οδηγώμεθα εις την βίωσιν της Αναστάσεώς Του, αναστάσεως ελπίδων και προσδοκιών.

Εις την πορείαν μας και του Ορθοδόξου Γένους αυτήν, σταυροαναστάσιμον πάντοτε, έχομεν πρεσβευτάς την Παναγίαν Μητέρα του Κυρίου, τον ηγαπημένον μαθητήν Του ευαγγελιστήν Ιωάννην, πάντας τους Αγίους, και ιδιαιτέρως τους νεοφανείς Αγίους τους αναδειχθέντας κατά τους εσχάτους χρόνους υπό της ευλογημένης Ελληνικής γης: Νεκτάριον τον Πενταπόλεως, Σάββαν τον νέον της Καλύμνου, Σιλουανόν τον Αθωνίτην, Πορφύριον τον Καυσοκαλυβίτην, Παΐσιον τον Αγιορείτην, Ιάκωβον τον Τσαλίκην και άλλους πολλούς. Αυτοί, ομού μετά του ευγνωμονούντος διά τας δωρεάς του Σταυρού του Κυρίου Γένους μας και μετά πάντων των προαπελθόντων πατέρων και αδελφών μας, οι οποίοι αναπαύονται εις τα φιλόξενα χώματα της καθ’ ημάς Ανατολής, πρεσβεύουν, ως συσταυρωμένοι τω Κυρίω μάρτυρες της αληθείας, ως έγγιστα προς Αυτόν ιστάμενοι, παρρησίαν δε έχοντες την καλήν ομολογίαν των, υπέρ ημών, υπέρ της Ορθοδόξου Ελλάδος, υπέρ του ευλογημένου Γένους μας, υπέρ όλου του κόσμου, αλλά και υπέρ του όχλου των εκουσίων ή ακουσίων σταυρωτών Του. Αμήν.
Καλήν Ανάστασιν, αδελφοί μου!