Ὁμιλία
τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Κηφισίας, Ἀμαρουσίου, Ὠρωποῦ καί Μαραθῶνος κ. Κυρίλλου
εἰς τήν ἐπιμνημόσυνον δέησιν τοῦ μακαριστοῦ
Μητροπολίτου Εὐρίπου κυροῦ Βασιλείου.
Μητροπολιτικός Ἱερός Ναός Ἀθηνῶν
Σάββατον, 14 Ἰανουαρίου 2023.
Στήν σημερινή ἐπιμνημόσυνη δέηση, ἐπιθυμῶ νά καταθέσω ὅλη
τήν ἀγάπη μου καί τόν πηγαῖο σεβασμό μου στήν ξεχωριστή καί
διακριτή προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Εὐρίπου
κυροῦ Βασιλείου, πού τό πέρασμά του ἀπό τήν παροῦσα ζωή
κρυπτογραφήθηκε σάν θρόϊσμα ἀγγέλου καί ἡ ἐκκλησιαστική
προσφορά του θρόνιασε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού διηκόνησε.
Ἐπιθυμῶ, λοιπόν, αὐτή τήν ἱερή στιγμή νά στάξω δύο σταγόνες λαδιοῦ
στό ἀκοίμητο καντήλι του. Καί νά ἀφήσω νά πέσουν ἀπό τό χέρι μου
δύο σπυριά εὐωδιαστοῦ θυμιάματος στό θυμιατήρι τοῦ Ὀρθοδόξου ἱεροῦ
μας θυσιαστηρίου, γιά νά ἁπλωθεῖ γύρω στήν πνικτική ἀτμόσφαιρα
τῆς ἐποχῆς μας ἡ εὐωδία τῆς ἁγιότητός του καί νά ἀνυψωθεῖ στόν θρόνο
τῆς Θείας Χάριτος ὁ ψίθυρος τῆς δοξολογίας του καί ἡ μεσιτευτική
παρέμβαση τῆς προσευχῆς του γιά ὅλους ἐμᾶς πού τόν γνωρίσαμε, τόν
συναναστραφήκαμε, τοῦ φιλήσαμε τό χέρι, συλλειτουργήσαμε μαζί του
καί τόν ἐντάξαμε στό κάδρο τοῦ σεβασμοῦ μας καί στήν ἑστία τῆς
καρδιᾶς μας.
Τόν ἀντίκρισα γιά πρώτη φορά ὡς παιδί τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τῆς
ἐνορίας μου, τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀμπελοκήπων τῆς Ἱερᾶς
Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Ἡ σοβαρότητά του, ἡ σεμνότητά του, ἡ
αὐστηρότητά του καί συνάμα ἡ εὐλάβειά του ξεχώριζαν. Αἰχμαλώτισαν
τήν προσοχή μου, τόν σεβασμό μου καί τήν ἀγάπη μου πρός τό πρόσωπό
του. Ὅταν στήλωνα πάνω του τήν παιδική ματιά μου, διέκρινα μιά
ὕπαρξη, πού χωρίς νά κραυγάζει καί νά αὐτοδιαφημίζεται,
ἀκτινοβολοῦσε τό φῶς καί τήν Χάρη τῆς Πεντηκοστῆς καί
αἰχμαλώτιζε «πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 10,
5).
[2]
Ὅπου ἱερουργοῦσε ὡς Βοηθός Ἐπίσκοπος, ὁ χαρισματικός
μακαριστός Εὐρίπου Βασίλειος ἀνέπαυε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ
καρδιά του δέν μαγνητιζόταν ἀπό τά πλαστά γήινα μεγαλεῖα. Ἔμενε
καθηλωμένη στό θυσιαστήριο τῆς Σταυρικῆς Ἀγάπης. Στήν
ἀμεσότητα τῆς λατρείας. Στήν ὑπέρβαση τῆς γοητείας τῶν πρωτείων.
Στήν ταπεινή διακονία τοῦ λεντίου. Ἅπαντες, κληρικοί συλλειτουργοί
του καί ἐκκλησιαζόμενοι πιστοί, τόν ἔβλεπαν καθηλωμένο καί σοβαρό,
ἀμίλητο μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἐντυπωσιάζονταν.
Στάθμιζαν τήν διαφορά. Ἔπιαναν τόν ἱερό παλμό. Ἔμπαιναν στό κλίμα
τῆς μαθητείας.
Ἐντυπωσιακή ἦταν ἡ ἁπλότητα τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου σέ
ὅλα. Ἡ ἀφιλοχρηματία καί οἱ ἐλεημοσύνες του μεγάλες. Ὁ
ἱεραποστολικός του ζῆλος γιά τό κήρυγμα καί τήν πνευματική
ἀνύψωση τοῦ λαοῦ τόν κατέστησε ἄριστο Ἱεροκήρυκα τοῦ Θείου λόγου.
Ἀπ’ ὅποιες θέσεις κι ἄν διηκόνησε τήν Ἐκκλησία, Ἱεροκῆρυξ τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Κερκύρας καί Παξῶν, Βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱερᾶς
Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Διευθυντής τοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου καί
Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη, ἄφησε ἀνεξίτηλη
τήν σφραγῖδα του. Ὡς πνευματικός – ἐξομολόγος Θείῳ ζήλῳ πυρούμενος
καί ὡς λύχνος καιόμενος, σμίλευε μέ τίς συμβουλές του καί τό ζωντανό
παράδειγμά του.
Ἀκόμη ἠχοῦν στά αὐτιά μου οἱ συμβουλές καί οἱ προτροπές του
τόσο κατά τίς ἐπισκέψεις του στά Κατηχητικά Σχολεῖα τῆς Ἐνορίας
μου, ὅπου φοιτοῦσα, ὅσον καί ἀργότερα ὅταν ὡς νεαροί διάκονοι τόν
διηκονήσαμε καί λειτουργήσαμε μαζί του σέ διαφόρους Ναούς τῆς Ἱερᾶς
Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Ἡ προσήνεια καί ἡ ἁπλότης του ἀπέπνεαν μιά
ἀρχοντιά, τήν ὁποία σπάνια συναντοῦμε στήν ἐκκοσμικευμένη ἐποχή
μας, ἀφοῦ ἡ ρηχότης καί τό ἐπιφανειακό χαμόγελο χαρακτηρίζουν τίς
διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Ἐπειδή δέ πάντοτε τά Ἐκκλησιαστικά πρόσωπα εὑρίσκονται
«στό μάτι τοῦ κυκλῶνα» καί οἱ ἀστραπές – ὕβρεις καταυγάζουν
πολλάκις τόν Ἐκκλησιαστικό ὁρίζοντα, ἡ μορφή τοῦ Σεβασμιωτάτου
μακαριστοῦ Εὐρίπου Βασιλείου ἀποτελεῖ μιά ζῶσα ἀπάντηση σέ
ἐκείνους πού, ἐλλοχεύοντες προκλητικά, ὑπερηρωδίζουν τόν Ἡρώδη καί
[3]
προβάλλουν σαρκαστικά κάποιες μεμονωμένες ἐξαιρέσεις ἐπιόρκων
Κληρικῶν, γιά νά μειώσουν τό καθολικόν κῦρος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Τήν προσωπικότητα τοῦ κυροῦ Εὐρίπου Βασιλείου προβάλλουμε
σήμερα στούς ὑποτονικούς καί δύσπιστους καιρούς μας, πού διαιώνιες
ἀξίες δοκιμάζονται καί διακυβεύονται μέ τήν ἔκδηλη ρευστότητα
θεσμῶν καί ἀρχῶν πού παρατηρεῖται γύρω μας, «ὅπως ἴδωσι (οἱ
ἀνθρωποι) τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς
οὐρανοῖς». Τέτοιες προσωπικότητες αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ βεληνεκοῦς,
ὅπως αὐτή τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου, χρησιμεύουν ὡς ἄλλοι
οὐρανοδρόμοι ἀστέρες, γιά νά μᾶς καθοδηγοῦν στόν δύσκολο καί
ἀνηφορικό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί ὡς σκέπη κραταιά νά μᾶς
προσφυλάσσουν ἀπό τά καταιγιστικά πυρά τῶν προκλήσεων.
Ἀποτελοῦν, ἀκόμη, ἕνα ἠχηρό ράπισμα γιά ὅσους μέ σκωπτικά καί
εἰρωνικά σχόλια ἐκφράζονται γραφίδι καί λόγῳ γιά τά Κατηχητικά
Σχολεῖα καί τό ἔργο τους πού ἐπι δεκαετίες ἀθόρυβα καί
ἀποτελεσματικά μέ τήν Θεία Χάρη ἐπιτελεῖται.
Ὅσοι, λοιπόν, ζήσαμε καί συναναστραφήκαμε τέτοιους ἐργάτες
τοῦ Ἀμπελῶνος, ὡς τόν Εὐρίπου Βασίλειο, οἱ ὁποῖοι ἐπωμίζονται τήν
τιμή καί τό βάρος τῆς Ἀρχιερωσύνης, ὅσοι νιώσαμε τό μεγαλεῖο καί τήν
δόξα τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουμε «ἐκ
βαθέων» τόν Κύριο γιά τήν μεγάλη Του δωρεά καί Τόν ἱκετεύουμε νά
ἀναπαύσει «ἐν σκηναῖς δικαίων» τόν μακαριστόν Ἱεράρχην.
Προσευχόμαστε δέ νά ἀναδεικνύει Ἐκεῖνος νέους Κληρικούς καί νέους
Ἀρχιερεῖς, πού θά μένουν πιστοί «ἄχρι θανάτου» στήν Μητέρα
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς ἀσφαλίζει στούς κόλπους της καί μᾶς
προετοιμάζει γιά τήν «Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων», γιά τήν Βασιλεία
τῶν Οὐρανῶν. (Ἑβρ. ιβ΄ 23)
Βασιλείου τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Εὐρίπου, Αἰωνία ἡ μνήμη!