«Ναί θάπτε, Νικόδημε, τον ζώντα σπόρον,
Και κρύπτε και λίπαινε δάκρυσι βρέχων.
Τριήμερος γαρ εκδοθήσεται στάχυς,
Τροφεύς νοητός και λιμόν ζωής λύων».
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Σεβασμία των Αρχιερέων χορεία,
Ευλογημένο και χριστοφόρο της Εκκλησίας πλήρωμα,
Τους παραπάνω στίχους αφιερώνει ο πολύς Μανουήλ Φίλης, ο βυζαντινός αυτός ποιητής, στην αγία Αποκαθήλωση και Ταφή του Κυρίου στο «φοβερόν και παράδοξον μυστήριον», το οποίον «σήμερον ενεργούμενον καθοράται». Και είναι πράγματι αληθές πως ίσως μόνον η γλώσσα των ποιητών μπορεί να περιγράψει αμυδρώς και σκιωδώς τα όσα έλαβαν χώρα επί του φρικτού Γολγοθά τότε, αλλά και σήμερα· εδώ στην λατρευτική πράξη της αγίας μας Εκκλησίας, στον λειτουργικό χρόνο και χώρο, στο διαρκές παρόν και το προσδοκώμενο μέλλον· όχι ως μια θεατρική αναπαράσταση και μια συναισθηματική μελλοδραματική αναπόληση, αλλά ως γεγονός που εξελίσσεται στο εδώ και στο τώρα και στο οποίο καλούμεθα να λάβουμε μέρος με τρόπο μυστικό και πνευματικό δηλαδή λειτουργικό και λατρευτικό.
Σε αυτήν την λειτουργική συμπόρευση μετά του πάσχοντος Αμνού του Θεού μας κάλεσε η αγία μας Εκκλησία όλες τις προηγούμενες ημέρες. Σε μια πορεία και συνανάβαση που καταλήγει στον κενό Τάφο και που οποιαδήποτε άλλη έκβαση θα ήταν μια τραγικότητα, μια ματαίωση και μια διάψευση. Εισήλθαμε στην αγία Πόλη Ιερουσαλήμ αποθέτωντας στα πόδια του Βασιλέως Χριστού, ως νήπια, τα ιμάτια της φιλαυτίας μας.
Αντισταθήκαμε, όπως ο Πάγκαλος Ιωσήφ, στον πειρασμό της ανομίας. Ωσάν τις φρόνιμες Παρθένες δώσαμε το έλαιον της φιλανθρωπίας στον «εν ανάγκαις και περιστάσεσι» αδελφό μας. Μαζί με την «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» προσφέραμε στον Κύριο τα δάκρυα της μετανοίας μας. Προσπαθήσαμε, να μιμηθούμε την ταπείνωση του Χριστού που πλένει τα πόδια των μαθητών. Αγρυπνήσαμε στον Κήπο της Γεθσημανή συμπροσευχόμενοι με τον Κύριο που αγωνιούσε προσευχόμενος. Θρηνήσαμε κάτω από τον Σταυρό για τις πολλές μας αμαρτίες που Εκείνος διά μιάς συγχώρεσε…
Και σήμερα παραστέκουμε την Υπέραγνη Μητέρα του Εμμανουήλ που στενάζει οδυνηρώς εναγκαλιζομένη το θείον Τέκνον Της· μετά του Ιωσήφ και του Νικοδήμου αναμέλπουμε ύμνους εξοδίους και νεκροπρεπείς και περιπτυσσόμαστε το πανακήρατον και ζωηφόρον Δεσποτικό σκήνος και το αποθέτουμε στο Μνημείον. Και μαζί θάπτουμε τον παλαιό άνθρωπο «συν τοις παθήμασι και ταίς επιθυμίαις», τον άνθρωπο της φθοράς και της αμαρτίας και προσδοκούμε να συναναστηθούμε μαζί με τον Χριστό στην νέα ζωή και πραγματικότητα, στην καινή Κτίση όπου το κέντρον του θανάτου έχει καταστραφεί και το δηλητήριο της παρακοής του πρώτου Αδάμ είναι πιά ανίσχυρο.
Η σοφία των πατέρων και διδασκάλων της αγίας μας Εκκλησίας επιλέγει για την παρούσα Ακολουθία τρία παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα και η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία και άνευ σημασίας. Η Παλαιά Διαθήκη αποτελεί πηγή της θείας αποκαλύψεως. Είναι ένα κάτοπτρο που προεικονίζει και προεξαγγέλει, άλλοτε σκιωδώς και συγκεκαλυμμένως και άλλοτε με τρόπο εναργέστερο και εκτυπώτερο τον Ερχόμενο Μεσσία. Είναι ο πρόδρομος της Καινής Διαθήκης και με κάθε τρόπο προκαταγγέλει «τον μέλλοντα λυτρούσθαι τον Ισραήλ».
Σε αυτήν την προοπτική οι πατέρες επιλέγουν την ανάγνωση τριών περικοπών θέλοντας να καταδείξουν μέσω των ιερών κειμένων τρία τινά: πρώτον την θεία φύση του Πάσχοντος Χριστού, κατά δεύτερον την πραγματική ανθρωπίνη φύση Του και τρίτον την Εσχατολογική Του Δόξα και την αδιάδοχο Βασιλεία Του μετά του Πατρός και του Πνεύματος και την κοινή των πάντων Ανάσταση.
«Οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται». Σὲ αὐτὴν τὴν μεγαλόπρεπη θεοφάνεια, ποὺ περιγράφεται στὴν μωσαϊκὴ παράδοση τῆς Ἐξόδου, παρουσιάζεται ὅλη ἡ θεϊκὴ Δόξα τοῦ
Κύριου, τοῦ ἄσαρκου Λόγου ποὺ διαλέγεται μὲ τὸν θεόπτη Μωϋσῆ. Ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ φύση καὶ ἡ οὐσία Του εἶναι ἄγνωστες καὶ ἀπρόσιτες καὶ ἀπροσπέλαστες γιὰ τὸν πεπερασμένο καὶ κτιστὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μπορεῖ μόνον νὰ δεῖ τὰ «ὀπίσω τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων: «Διὰ τοῦτο τοίνυν, ἐπειδὴ τὸ τῆς θεότητος πρόσωπον οὐδεὶς ἠδύνατο ἰδεῖν ζῶν, ἀνέλαβε τὸ τῆς ἀνθρωπότητος πρόσωπον, ἵνα τοῦτο ἰδόντες ζήσωμεν». Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀπερινόητος Θεός, σήμερα πάσχει «σαρκί» καὶ ὑπομένει τὸν θάνατο καὶ καταδέχεται τὴν ταφή, διότι μόνον αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ τὸν δικό Του θάνατο θὰ μποροῦσε νὰ νικήσει τὸν θάνατο.
Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια, ἕξι αἰῶνες πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, προφητεύει τὸ πάθος Του. Μὲ ἕνα πράγματι συγκλονιστικὸ τρόπο ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο Ἰησοῦ, γιὰ τὶς πληγὲς καὶ τοὺς μώλωπες ποὺ φέρει στὸ σῶμα Του καὶ γιὰ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς Του καὶ γιὰ τὸν θάνατό Του.Ὁ Χριστὸς ὡς «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν… τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» κατὰ τὴν προφητικὴ ρήση ἡ ὁποία ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἔρχεται ὡς μιὰ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση στὶς διάφορες δοξασίες ποὺ θέλουν τὸν Χριστὸ νὰ μὴν προσλαμβάνει κανονικὴ ἀνθρώπινη φύση, ὅμοια κατὰ πάντα μὲ τὴν ἰδική μας, ἐκτὸς φυσικὰ τῆς ἁμαρτίας. Μιὰ τέτοια θεώρηση πλήττει τὸ θεανδρικὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν σωτηρία ποὺ προσέφερε στὸ ἀνθρώπινο γένος, καθὼς «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται» κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο.
Το έτερον, επίσης, παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα μας θύμησε την ιστορία του πολυάθλου Ιώβ όχι διά να διδαχθούμε την αρετή της καρτερίας και της υπομονής ως συνήθως λέγεται, αλλά κυρίως διότι ο Ιωβ αποτελεί τύπον του Χριστού καθώς διά των παθημάτων και των πληγών στο τέλος αποκτά την πρότερη δόξα και τα αγαθά και τα γεννήματα της γης και υιούς και θυγατέρες. Τα έσχατα του Ιωβ και η μακαριότητα που απολαμβάνει συμβολίζουν την εσχατολογική δόξα του αναστημένου Χριστού και την ατελεύτητο Βασιλεία του. Και καθώς «αυτόν πάλιν αναστήσεσθαι μεθ’ ων ο Κύριος ανίστησιν» θα αναστηθούν οι δίκαιοι και θα συμβασιλεύσουν μετά του Κυρίου των Κυριευόντων και του Βασιλέως των Βασιλευόντων.
Ακριβώς, αυτό το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου είναι που νοηματίζει τα πάντα διαφορετικά. Δίδει νόημα στα πάντα διότι
χωρίς την Ανάσταση όλα θα ήταν ανούσια πνιγηρά απάνθρωπα και απαισιόδοξα και συνθλιπτικά αφού ο θάνατος θα καραδοκούσε σε κάθε στιγμή και σε κάθε βήμα για να ματαιώσει την ύπαρξή μας.
Η αγία μας Εκκλησία βλέπει τα πάντα υπό το πρίσμα και την προοπτική της Αναστάσεως διότι διαφορετικώς δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Μας προτρέπει όλους να ζούμε την κάθε ημερά μας, τα εύκολα και τα δύσκολα, τα εύθυμα και τα λυπηρά, τα πρώτα και τα έσχατα μέσα από την προοπτική της Αναστάσεως και της αιωνιότητος. Ακόμα την στιγμή της μεγαλύτερης απελπισίας, της ανυπέρβλητης δυσκολίας, της ζοφερής νύκτας το φως της Αναστάσεως δίδει στον άνθρωπο παρηγορία και ελπίδα. Και ποιο θα μπορούσε να είναι το έσχατο σημείο απελπισίας για τον κόσμο και την κτίση παρά ο θάνατος του Θεανθρώπου… Και όμως σήμερα που η Εκκλησία βλέπει τον Κύριο και Θεό Της νεκρό και αιμόφυρτο, μεμωλωπισμένο και άπνουν, χωρίς είδος και κάλλος, δεν θρηνεί απελπισμένα, αλλά ψάλει «Μεγαλύνω τα Πάθη σου, υμνολογώ και την Ταφήν σου, συν τη Αναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι» διότι η βεβαιότητα της Αναστάσεως είναι η μόνη και ασφαλής βεβαιότητα, είναι το καινόν μήνυμα που κομίζει στον κόσμο, διότι η Ανάσταση έχει όντως σώσει τον κόσμο.
Τοιτουτοτρόπως, η αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία φέρουσα διηνεκώς τους ήλους του σταυρού και τον στέφανον τον ακάνθινον του μαρτυρίου δεν αποκάμει, δεν ολιγοψυχεί, δεν γογγύζει μόνον υπομένει, αναμένει και πορεύεται, λαμβάνουσα παρηγορία, ελπίδα και αναψυχή εκ της Αναστάσεως του Χριστού. Και εμείς τα τέκνα της Μεγάλης Εκκλησίας λαμβάνουμε δύναμη και απαντοχή από τον Πρώτον του Φαναρίου Κυρηναίον που κρατεί στιβαρώς τον Σταυρό του Κυρίου και υπομένει το μαρτύριο και δίδει στην Οικουμένη την μαρτυρία διά πίστεως, ελπίδος, αγάπης, μακροθυμίας, σοφίας, συνέσεως, αρετής και δυνάμεως.
Καλή Ανάσταση!!!