Ένα από τα κινηματογραφικά έργα που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του κοινού και πέτυχαν τιμητικές διακρίσεις είναι και αυτό που προβάλλεται τις μέρες αυτές στις αίθουσες με τον τίτλο «Όλα στο φως». Πραγματεύεται τη δημοσιογραφική έρευνα σε σχέση με τα σκάνδαλα παιδεραστίας στον κλήρο της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Τύπος και η δημοσιογραφία είναι βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής και του πολιτικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Η ζωή μας δεν θα ήταν αυτή που είναι, αν δεν υπήρχε ο Τύπος και τα μέσα ενημέρωσης που διαμορφώνουν ή συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας κοινής αντίληψης πραγμάτων και γεγονότων.
Το κινηματογραφικό έργο λοιπόν «Όλα στο φως» του σκηνοθέτη Tom McCarthy κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους. Πιο συγκεκριμένα δείχνει την εργασία και την έρευνα μιας ομάδας δημοσιογράφων στην εφημερίδα Boston Globe, στη Βοστώνη των ΗΠΑ, το 2001. Η ομάδα ανακαλύπτει σταδιακά το σκάνδαλο παιδεραστίας στον καθολικό κλήρο, το οποίο, με την πρόοδο της δημοσιογραφικής έρευνας, αποκαλύπτεται όλο και πιο μεγάλο, σε σημείο που συγκλονίζει και τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Αποκαλύπτεται, επίσης, η συνενοχή της ιεραρχίας, η οποία συστηματικά κουκουλώνει τις εγκληματικές αυτές παρεκτροπές, με αποτέλεσμα αυτές να συνεχίζονται και να προκαλούν όλο και περισσότερα αθώα θύματα.
Το έργο θα μπορούσε εύκολα να γίνει αντικληρικό ή αντιεκκλησιαστικό. Όμως δεν είναι. Ο ρόλος της συγκεκριμένης εφημερίδας στην αποκάλυψη του σκανδάλου, είναι γνωστός στις γενικές γραμμές του, αλλά η ακριβής περιγραφή της έρευνας είναι εντυπωσιακή. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται το όλο αυτό με μαεστρία και πειθαρχία. Δεν παρεκτρέπεται σε εύκολο αντικληρικαλισμό, δεν χρησιμοποιεί το πρόβλημα και την ιστορία αυτή για προπαγανδιστικούς λόγους. Δείχνει όμως καθαρά την ψυχολογία των δημοσιογράφων και την προσωπική τους αναστάτωση όσο προχωρούν στην έρευνά τους, χωρίς να αποκρύπτονται και παλαιότερες αμέλειες του Τύπου, που τους εμπόδισαν να κινηθούν νωρίτερα. Οι παρεκτροπές της Καθολικής Εκκλησίας παρουσιάζονται χωρίς προκαταλήψεις. Αυτή είναι και η λεπτή ισορροπία που κρατά το όλο έργο.
Από καθολικής πλευράς και από τον καθολικό Τύπο αναγνωρίζεται ως ένα καλό φιλμ, όχι αντικαθολικό. Υπήρξε μάλιστα ιδιωτική προβολή του έργου σε εκκλησιαστικούς κύκλους στη Ρώμη πριν αυτό φτάσει στο ευρύ κοινό. Ορισμένοι παρατήρησαν ότι το φιλμ αφήνει να εννοηθεί, εσφαλμένα, ότι η Εκκλησία δεν πήρε μέτρα εξυγίανσης.
Είναι ένα φιλμ που όλοι άνθρωποι της Εκκλησίας πρέπει να δουν. Η πραγματικότητα είναι σκληρή, αλλά είναι αυτή που είναι. Δεν υπάρχει εξυγίανση αν πρώτα δεν δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά. Οπότε, το φιλμ είναι μια υπηρεσία προς την κοινωνία, ακόμη και προς την ίδια την Εκκλησία, αφού αυτή, μόνη της, δυστυχώς, δεν στάθηκε ικανή να βάλει τάξη στα του οίκου της. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο κάποιος αριθμός παιδεραστών κληρικών. Είναι το όλο εκκλησιαστικό σύστημα που το υποθάλπει, μέσα σε ένα κλίμα μυστικοπάθειας, όπου η εικόνα της Εκκλησίας στην κοινωνία είναι πιο σημαντική από τη ζωή συγκεκριμένων ανθρώπων. Μέσα από το φιλμ γίνεται φανερό το κακό που προξενείται στα αθώα θύματα, εδώ, σε παιδιά και οικογένειες που εμπιστεύονται την Εκκλησία, πράγμα που, όχι σπάνια ακόμη και σήμερα, παραβλέπεται ή μειώνεται. Οι επιπτώσεις όμως στη ζωή των θυμάτων είναι τεράστιες και καταστροφικές. Η όλη υπόθεση θυμίζει τα σκληρά λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ για το λαό του Θεού σε όλο το δέκατο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του, ιδιαίτερα όταν λέει ο Θεός: «Σιχάθηκα τα έργα σου. Θα αποκαλύψω τη γύμνια σου σε όλους» (Ιεζ 16,37).
Αυτό που άρχισε στη Βοστώνη ήταν σεισμός για την Καθολική Εκκλησία και ταχύτατα επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο. Μετά τις ΗΠΑ ήρθε η Ιρλανδία, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Αυστραλία, η Γερμανία. Εκατομμύρια καθολικοί απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία τους, πολλοί και από την πίστη, λόγω αυτών των σκανδάλων.
Τα γεγονότα αυτά τοποθετούνται κυρίως στη δεκαετία του 1960, του 70 και του 80. Σταδιακά αραιώνουν, αλλά από διεξοδικές και ακριβείς έρευνες των δημόσιων αρχών που έγιναν στις ΗΠΑ και στην Ιρλανδία, το ποσοστό των κληρικών που εμπλέκονται με την παιδεραστία είναι 4% και στις δύο χώρες για την περίοδο 1950- 2000. Ήξερε η ιεραρχία αυτήν την κατάσταση; Η δική μου άποψη είναι πως κανείς δεν είχε ολοκληρωμένη εικόνα ώσπου έγιναν οι σχετικές έρευνες στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μετά την έκρηξη του σκανδάλου και φάνηκε το μέγεθος του προβλήματος. Ως τότε όλοι, ακόμη και τα ανώτερα κλιμάκια, είχαν την εικόνα ότι πρόκειται για σποραδικά γεγονότα. Δεν ήταν όμως σποραδικά, και παρότι, στατιστικά, παρατηρείται μια κορύφωση του προβλήματος στη δεκαετία του 1970, ήταν ένα βαθύ πρόβλημα.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η αγαμία του κλήρου είναι μια βασική αιτία αυτής της παρεκτροπής. Αυτό δεν φαίνεται να είναι σωστό. Η παράβαση της αγαμίας γίνεται με κάποιο ενήλικο πρόσωπο. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη ψυχολογία για να στραφεί κάποιος σε παιδιά. Αυτό διαπιστώνεται επίσης και στην ευρύτερη κοινωνία όπου οι παιδεραστές συνήθως δεν είναι άγαμοι.
Πήρε η Εκκλησία κάποια μέτρα εξυγίανσης; Ναι, πήρε μια σειρά μέτρων. Πριν από όλα, το πρόβλημα δεν πέφτει πάνω στους ώμους της γενιάς των κληρικών στις τάξεις της οποίας κυρίως παρατηρείται η παιδεραστία, αλλά στην επόμενη γενιά ιερέων και επισκόπων. Και υπάρχει μεγάλη διαφορά στην κατάσταση και στην εκκλησιαστική παιδεία και νοοτροπία ανάμεσα στο 1950 και το 2000. Οι κληρικοί σήμερα είναι πολύ λιγότεροι, έχουν ποικίλη κοινωνική προέλευση, προσέρχονται στον κλήρο σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι σημερινοί επίσκοποι αντιμετώπισαν το πρόβλημα, σε γενικές γραμμές, έντιμα. Η Εκκλησία συνεργάστηκε με τις δημόσιες αρχές, την αστυνομία και τη δικαιοσύνη, ώστε αφενός να φωτιστεί η όλη κατάσταση και αφετέρου να ληφθούν μέτρα πρόληψης και καταστολής. Σήμερα, σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα στις χώρες που ξέσπασε το σκάνδαλο υπάρχει επιτροπή διδασκόντων και γονέων που παρακολουθεί το ζήτημα αυτό. Σεμινάρια πρόληψης γίνονται τακτικά για τα παιδιά και για το εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό. Κανένας γονέας δεν θα έστελνε σήμερα το παιδί του σε καθολικό σχολείο, αν δεν ήταν σίγουρος ότι υπάρχει, τουλάχιστον, ίση ασφάλεια με ένα οποιοδήποτε άλλο σχολείο.
Τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν διεθνώς, κυρίως, σχεδόν αποκλειστικά, στην Καθολική Εκκλησία. Στις ΗΠΑ, τα άρθρα στις εφημερίδες που αναφέρονται στην παιδεραστία μέσα στην κοινωνία και στην παιδεραστία εντός της Καθολικής Εκκλησίας έχουν μια αναλογία 1 προς 1000 για την περίοδο 2005- 2010. Πώς να το εξηγήσουμε αυτό; Σίγουρα είναι πιο βαρύ στην κοινή αντίληψη ένα τέτοιο σκάνδαλο από ένα θεσμό που έχει και διεκδικεί ένα ηθικό και πνευματικό ρόλο στην κοινωνία. Ύστερα, το ζήτημα έγινε και ένα όπλο στα χέρια όσων, για διάφορους λόγους, αντιμάχονται την Εκκλησία μέσα στην κοινωνία. Τρίτο, για πιο πεζούς λόγους, δηλαδή για οικονομικούς. Στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας δεν προσβάλλεται δικαστικά μόνο ένα άτομο ή μια ενορία, ή ένα σχολείο, αλλά μια επισκοπή ή ένα μοναχικό τάγμα. Μια επισκοπή είναι συχνά τεράστιος οργανισμός με χίλιες ή δύο χιλιάδες ενορίες, με εκατοντάδες ιδρύματα, οπότε οι αποζημιώσεις είναι ανάλογες. Κάποια δικηγορικά γραφεία ειδικεύτηκαν σε τέτοιες διεκδικήσεις, ερευνώντας συστηματικά τους παλαιούς μαθητές των ενοριακών σχολείων. Πάνω από δύο δις δολάρια ήταν οι οικονομικές αποζημιώσεις σε θύματα παιδεραστίας στις ΗΠΑ. Οπότε υπάρχει και η οικονομική πτυχή του θέματος.
Αυτό που δεν παρουσιάζεται στο φιλμ είναι ότι τα ίδια περίπου ποσοστά παιδεραστών υπάρχουν στο σύνολο της κοινωνίας. Και αν η Εκκλησία, κάτω από το βάρος της κατακραυγής, πήρε κάποια μέτρα εξυγίανσης, η κοινωνία στο σύνολο της υστερεί. Αρκεί να δούμε ότι ο λεγόμενος σεξουαλικός τουρισμός στις χώρες της Ασίας λειτουργεί ανενόχλητα. Το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών είναι και σήμερα ένα πρόβλημα τόσο μεγάλων διαστάσεων, που όποιος δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα δεν τις υποψιάζεται. Αλλά σήμερα η αμέλεια δεν δικαιολογείται.