🔺Του π.Διονυσίου Ταμπάκη
ΜΕΤΑ από τους γνωστούς τηλεμαραθωνίους των κυνηγών της χαμένης «Κιβωτού» ας μιλήσουμε για τους πραγματικούς Χριστομαραθωνίους πολύπαθων και αφανών Κληρικών για τους οποίους κανένα συστημικό κανάλι δεν ασχολήθηκε ,ούτε φράγκο έδωσε ποτέ .
Γι’αυτούς τους Ιερείς αξία είχαν και έχουν μονάχα οι Χριστομαραθώνιοι και οι μάχες που τόσα χρόνια δίνουν πίσω από τα δημοσιογραφικά πλατό για να κινούνται στα πλάτη και μήκη της δικής τους Χριστοαγάπης πίσω από τις πλάτες της ανθρωπίνης επιβεβαιώσεως.
Όμως καιρός επιτέλους να μιλήσω για τον ήρωα μα και οσιότατο Πεθερό μου τον Παπα-Φάνη .
Από δεκατεσσάρων χρονών ξενιτεύθηκε στους ωκεανούς του κόσμου όλου για να βοηθήσει την οικογένειά του που ζούσε σκαρφαλωμένη σε ένα ακριτικό και λησμονημένο από τον χάρτη χωριό,την Μελισσόπετρα , απέναντι από το κυρίαρχο βλέμμα της Παναγιάς της Μολυβδοσκέπαστης.
Είχε και άλλα οκτώ αδέλφια μικρότερα να στηρίξει και έτσι ένα πρωϊνό πήρε το μικρό δισάκι του και το έβαλε για τον Πειραιά να εργαστεί στα καράβια.
Διαμάντι ακέραιο μέσα σε εκείνο το περιβάλλον είχε συνάμα και τρία ναυάγια όπου πάλεψε σαν τον Οδυσσέα για να σωθεί αλλά και να σώσει τους συναδέλφους του.
Κάποτες, γύρω στα εικοσιπέντε του, είχε ναυάγιο κοντά στις άγριες θάλασσες της Ιαπωνίας .
Το εμπορικό πλοίο είχε αρπάξει φωτιά και όλοι είχαν επιβιβαστεί στην βάρκα για να γλυτώσουν το κορμί τους.
Μα μόλις θυμήθηκε πως είχε αφημένο στην μικρή καμπίνα του τον Σταυρό του που είχε μέσα Τίμιο Ξύλο.
Αμέσως παράτησε την βάρκα ,ενώ όλοι του φωνάζαν και με κίνδυνο την ζωή του έφτασε στο ασκητικό γιατάκι του και πήρε τον Σταυρό στα χέρια του.
Μέχρις να επιστρέψει, μπαρουτοκαπνισμένος απ’την κάπνα, όλοι στην λέμβο είχαν γίνει κάρβουνο από την φωτιά.
Μαχητής στην θάλασσα, όπως και στην στεριά .Μα και μαχητής σεμνός και αξιοπρεπής της βασανισμένης Εκκλησιάς μας.
Αν και μεγάλωσε μαζί με την ακούραστη και λιτή πρεσβυτέρα και συνοδοιπόρο του ,με αξιοπρέπεια απαράμιλλη 7 παιδιά στην μοναχική ηπειρώτικη γη ,δεν τον πτόησαν ποτέ ούτε οι γκρεμνοί στα απαράκλητα και τραχιά βουνά της Πίνδου , ούτε τα χιόνια,ούτε το αδυσώπητο κρύο ,ούτε οι πάγοι στους έρημους χωματόδρομους γα να προφτάσει με το λιοχάραμα να αρχίσει την Λειτουργία του.
Δεν τον φόβισαν ποτέ ούτε οι λύκοι ,ούτε οι αρκούδες που μπροστά του πρόσωπο με πρόσωπο τον αγριοκοκοίταξαν…δεν σκιάχτηκε την ανθρώπινη εγκατάλειψη ,τις αδικίες ,τις περιφρονήσεις ,την ένδεια από κοσμικές παρηγοριές …Δεν τον πτόησε ποτέ η μοναξιά ,η καταφρόνια στο περιθώριο να ζει και να λειτουργεί σαν ασκητής και «ωσει νυκτικόραξ εν οικοπέδω», όταν κάποιο άλλοι αρωματισμένοι, σιδερωμένοι και φινετσάτοι Κληρικοί του Άστεως περιπολούν ενδόξως τα κοινωνικά και εκκλησιαστικά σαλόνια.
Τον θυμάμαι τον πεθερό μου πριν γίνω και εγώ Ιερεύς(αν και πάντα αισθανόμουν και αισθάνομαι μπροστά στην δική του Ιερατική λεβεντιά ως κάλπικος νάνος) να του κάμω τον ψάλτη μία μεγάλη Εβδομάδα στα εννιά συνοριακά χωριά.Να κάμει εννιά Επιταφίους και εννιά Αναστάσεις …
Και τώρα παρά τα εξήνταπέντε του χρόνια αείζηλος και ακούραστος τρέχει σαν τον Άι- Βασίλη, όχι με κανένα πολυκιβικό και πολυτελή έλκυθρο, αλλά με ένα τρισμεταχειρισμένο και χιλιάρι Fiatάκι , στα ξεχασμένα και πολύκλαυστα ακριτικά χωριά και στις ανηφοριές για να μην αφήσει όσα γεροντάκια απέμειναν ακοινώνητα , αδιάβαστα και ακήδευτα.
Όλοι ελάκησαν…γιατροί, αστυνομικοί, δάσκαλοι…μόνο κάποιοι λησμονημένοι παπάδες απέμειναν να φυλάνε θερμοπύλες σαν τον Παπα-Φάνη.
Ήταν από τους πρώτους Ιερείς που με κίνδυνο την ζωή του μπήκε στην Αλβανία ,όταν πέθανε ο Ενβέρ Χότζα, για να ξαναλειτουργηθούν οι αλιβάνιστες Εκκλησιές.
Έδωσαν εντολή να τον πυροβολήσουν σαν ανέβαινε με τον μποξά και τα ιερά στην πλάτη έναν λοφίσκο.
Μα θαυμαστώς ένα απρόσμενο νέφος τον έσωσε από τα παρατεταμένα πολυβόλα.
Του το ανέφερε ο ίδιος Στρατιώτης που τον είχε βάλει στον στόχο, όταν μετά από καιρό ο ίδιος ο Παπα-Φάνης του ευρήκε εργασία στα Γιάννενα για να τον βοηθήσει.
Αυτά τα λίγα που είναι και’ άλλα κι άλλα τόσα για τον Πεθερό μου τον Παπα-Φάνη του οποίου η μόνη του περιουσία ,μετά από τόσες δεκαετίες αλέρωτου ιδρώτα, είναι τα πολυκαιρισμένα ,μπαλωμένα μα καθάρια ράσα του και η αμπάλωτη συνείδησή του για το ότι έπραττε πάντα και με αρχοντιά σεμνή το τιμημένο χρέος του .