🔺Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς*
Θέρος του έτους 1993 και ο νεαρός φοιτητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, λάτρης και εραστής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκ της Δυτικής Θράκης και της Πατριαρχικής Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής ορμώμενος, προτρεπόμενος δε από της πρώτης στιγμής υπό του πολίτικης καταγωγής και ομογάλακτου Χαλκίτου πτυχιούχου, Καθηγητού της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Σωτηρίου Βαρναλίδη να επισκεφθεί την «εν σιωπή» πονεμένη και μαρτυρική του Γένους Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης για να μελετήσει και να ερευνήσει όσα επιποθεί η φλεγόμενη καρδία του, και έχων ανά χείρας το σεπτό απαντητικό πατριαρχικό γράμμα δι’ ου ο Οικουμενικούς Πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε εγκρίνει την μετάβαση και φιλοξενία του για διάρκεια τριών εβδομάδων στην περίπυστο και παλαίφατη Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, προκειμένου να εντρυφήσει και να γευθεί τον αδαπάνητο θεσπέσιο πλούτο της κατά Θεόν και θύραθεν σοφίας, όπως είναι αποθησαυρισμένη στους παλαιούς και νεωτέρους τόμους της ιστορικής βιβλιοθήκης της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αποβιβάζεται από το μέχρι βυθίσεως πεπληρωμένο πλήθους βαποράκι της γραμμής στο λιμανάκι της ερατεινής νήσου Χάλκης και το βλέμμα του καρφώνεται στον «Λόφο της Ελπίδος ή των Παπάδων», όπου εναγωνίως επιποθεί να βρεθεί για πρώτη φορά στη ζωή του.
Σκέψεις και πειρασμικοί λογισμοί κατακλύζουν τον νου του καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού του εξ Ελλάδος για την Κωνσταντινούπολη και τώρα που έχει επιβιβασθεί στο παϊτόνι, το οποίο περήφανα οδηγούν στον ανηφορικό προς της Θεολογική Σχολή δρομίσκο τα δύο άσπρα άλογα, πυρπολούν έτι περισσότερο την ζάλη του νοός με αλλεπάλληλα ερωτήματα για το πώς θα είναι ο Ηγούμενος Μητροπολίτης της κατά Χάλκην Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης, τον οποίο για πρώτη φορά θα αντίκριζε και θα συνυπήρχε επί τρεις εβδομάδες. Τα άλογα σταματούν στην εξωτερική πύλη της Σχολής και αφού ανοίγει η μεγάλη σιδερένια πύλη και γίνεται δεκτός από τον υπάλληλο οδηγείται εκστατικός και παραζαλισμένος από το θεσπέσιο κάλλος της φύσεως και τις νέες εικόνες που τα μάτια του αντικρίζουν στον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου θα συναντούσε τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης, Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό, ο οποίος, όπως ευελπιστούσε, θα τον ανέμενε.
Η πόρτα του γραφείου του Ηγουμένου είναι ορθάνοιχτη αλλά πουθενά ο Μητροπολίτης Γερμανός, οπότε ο νεαρός προτρεπόμενος υπό του υπαλλήλου πριν επιστρέψει και πάλι στα επί της πύλης καθήκοντά του, κάθεται σε μία αναπαυτική πολυθρόνα και αναμένει, ώσπου ο ήχος από βήματα ανθρώπου που περπατά στον τεράστιο διάδρομο της Σχολής προκαλεί ταχυκαρδία στον νεαρό φοιτητή, ο οποίος σκέφτεται ότι πλησιάζει ο Μητροπολίτης Ηγούμενος της Μονής και ανασηκώνεται από σεβασμό να συναντήσει τον Φαναριώτη Αρχιερέα, αλλά ενώ ανέμενε να αντικρίσει έναν Ιεράρχη αυστηρό και απρόσιτο, εντούτοις τα ματιά του βλέπουν έκθαμβα έναν γλυκύτατο, πράο, ταπεινό και χαμογελαστό όλο πατρική αγάπη και καλοσύνη Γέροντα, τον Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό, ο οποίος με θέρμη καρδίας και στοργή υποδέχεται τον νεαρό φοιτητή και στην απόπειρά του να ασπασθεί το χέρι του, εκείνος με ευγένεια κρύπτει το χέρι του κάτω από το ράσο, λέγοντας: «παρακαλώ, παρακαλώ…», ουχί ένεκα κάποιας σεμνοτυφίας ή ψευδοταπεινώσεως ή και ψευδοευσεβείας, που τόσο πολύ είναι της μόδας στους συγχρόνους εκκλησιαστικούς κύκλους, αλλά λόγω της γνησίας ταπεινώσεως και ενσυνειδήτου προαιρέσεώς του να είναι πανταχού και πάντοτε ο καθ’ όλα αφανής και απαρατήρητος, «ο σιωπών και ο εν σιγή», για να προβάλλεται εν τω αρχιερατικώ σχήματι αυτού μόνον το Θεανδρικό πρόσωπο του Μεγάλου της Εκκλησίας Αρχιερέως Ιησού Χριστού.
Ο πάγος έσπασε αμέσως και η αμηχανία των πρώτων στιγμών ούτε καν υπήρξε διότι ο Ηγούμενος Γερμανός ως αληθής και ανεπιτήδευτος Επίσκοπος και Πατήρ, ουχί ως Δεσπότης, σαγήνευσε με το παράδειγμά του τον νεαρό φοιτητή τον οποίο αφού κέρασε δεόντως, συνόδευσε μέχρι το δωμάτιο του ευχόμενος καλή διαμονή και καρποφόρα μελέτη. Ο φιλοξενούμενος φοιτητής αισθάνθηκε όχι ξένος αλλά υιός εν αγκάλαις φιλόστοργου πατρός σε πατρική οικία και επί τρείς εβδομάδες μελετούσε ώρες ατελείωτες στην βιβλιοθήκη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και παράλληλα δεχόταν πάνυ ασμένως ωσάν σε «ιδιαίτερο φροντιστήριο» τις περισπούδαστες διδαχές του Ηγουμένου Γερμανού για πλείστα όσα θεολογικά, ιστορικά και πνευματικά ζητήματα. Οι περιηγήσεις με τον αεικίνητο Γέροντα Ηγούμενο Γερμανό σε κάθε σημείο εντός και εκτός της Σχολής με την συνακόλουθη πάντοτε ιστορικώς τεκμηριωμένη ανιστόρηση για γεγονότα και πρόσωπα ήταν το βέλτιστο μάθημα ιστορίας, αλλά και οι αφηγήσεις και διηγήσεις του για τα περασμένα με την ελπίδα των εσομένων αποτελούσε την ισχυροτέρα ηθική ενίσχυση του φρονήματος για έναν νέο και άπειρο τότε από τα βάσανα της επιγείου ζωής, διότι τα πάντα για τον Όσιο εκείνον Επίσκοπο ευρίσκονται και εναπόκεινται στην φιλόστοργη και πατρική πρόνοια του Θεού, στην οποία είχε αποθέσει «πάσαν την βιωτικήν μέριμναν» αυτού, την όλη ύπαρξή του μέχρις και της εσχάτου αναπνοής του.
Η μετοχή στις ιερές ακολουθίες του Όρθρου και του Εσπερινού καθώς και στις θείες λειτουργίες στο Καθολικό της Μονής, αλλά κυρίως η μετοχή στους τελουμένους εσπερινούς στο ευρισκόμενο πλησίον της μεγάλης αίθουσας των εκδηλώσεων της Σχολής παρεκκλήσιο, όπου έψαλε ο Ηγούμενος Γερμανός, αυτός ο ταπεινός παπακαλόγερος ή μάλλον ο ασυνήθιστος και αφανής δεσποτοκαλόγερος του Φαναρίου, ή όντως ενσαρκωμένη ταπείνωση του πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένου Φαναρίου, ήταν νηπτικές μυσταγωγίες τις οποίες ο πανδαμάτορας χρόνος δεν έθαψε ούτε πρόκειται να αφανίσει ποτέ. Τέρψη ψυχική και πνευματική προκαλούσαν στον σαστισμένο νεανία οι ατελείωτες ουσιαστικές συζητήσεις κατά τους πολύωρους περιπάτους στους κήπους της Θεολογικής Σχολής μέχρι εσπέρας, στις οποίες πάντοτε και σχεδόν ανεπαίσθητα υπήρχε η μελαγχολία και η πικρία για την παρανόμως και αδίκως «εν σιωπή» τελούσα Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, καθώς και η αμετάθετη ελπίδα ότι κατά την ανεξιχνίαστη βουλή του δικαιοκρίτου Θεού και πάλι θα ηχήσει ο κώδων της Σχολής, διότι, κατά τις αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενες φράσεις του αοιδίμου και αμεταθέτου οσιακής πίστεως Γέροντος Γερμανού: «ο καλός Θεός γνωρίζει καλύτερα από εμάς» και «έχει ο Θεός».
Υπάρχουν μικρές και αμυδρές λεπτομέρειες στη ζωή ορισμένων ανθρώπων οι οποίες αποκαλύπτουν τον κεκρυμμένο αδάμαντα, τον αφανή πολύτιμο μαργαρίτη του «έσω ταμείου της ψυχής» τους, όπως ακριβώς παρατηρούσαμε εν τω προσώπω του Οσίου εκείνου Γέροντος Ηγουμένου, συνεχώς και αδιαλείπτως, σε κάθε κίνηση ή χειρονομία του, σε κάθε λόγο ή βλέμμα του, σε κάθε διακριτικό νεύμα και εκκωφαντική σιωπή του, κατ’ εκείνες τις τρεις αλησμόνητες εβδομάδες στον «Λόφο της Ελπίδος», όπου δεν υπήρχε ημέρα, ώρα και στιγμή χωρίς να κρατά υπό μάλης κάποιο βιβλίο της Αγίας Γραφής, των Ψαλμών ή την Ανθολογία των Μεγάλων Θεοφόρων Πατέρων και ενίοτε καθόταν είτε στα πεζούλια, είτε στα παγκάκια κάτω από τα ευσκιόφυλλα δένδρα, είτε στο γραφείο είτε στο σπουδαστήριο της βιβλιοθήκης για να μελετήσει. Το κομποσχοινάκι στο ασκητικό χέρι του ήταν η προέκταση της όλης ψυχοσωματικής υπάρξεώς του, αφού η ίδια η αδιάλειπτη προσευχή ήταν η όλη ύπαρξη και υπόστασή του, χωρίς επιδείξεις και αυτοπροβολή, αλλά στο κεκρυμμένο έσω ταμείο της ψυχής του. Ο τρυφερός τρόπος με τον οποίο άγγιζε τα άνθη και φυτά των περιφήμων κήπων της Θεολογικής Σχολής, η αγάπη με την οποία ομιλούσε στα ζωάκια του αυλόγυρου και τα λοιπά περιφραγμένα κατοικίδια που υπήρχαν στο κάτω μέρος της βορειοανατολικής πλευράς του έξω αυλόγυρου απεκάλυπταν τον όλο αγάπη για την κτιστή δημιουργία του Θεού άνθρωπο. Λιτοδίαιτος και ασκητικός, εγκρατής και νηστευτής, απέριττα ενδεδυμένος και άνευ διακριτικών του Επισκοπικού του αξιώματος, ως άλλος αληθής νηπτικός Πατήρ της του Χριστού Εκκλησίας, όταν ευλογούσε την «βρώσιν και την πόσιν» στην μεγάλη τράπεζα της Θεολογικής Σχολής και συνέτρωγε μαζί μας, όλοι μας αισθανόμασταν ότι είχαμε μαζί μας έναν Όσιο της ερήμου, ο οποίος έτρωγε όσο ένα σπουργίτι του ουρανού. Πράος και μειλίχιος, καταδεκτικός και πρόσχαρος, προσηνής και ευπροσήγορος, άνευ θυμού ή οργής, άνευ επάρσεως και αλαζονείας, άνευ δεσποτισμού και καταπιεστικού φρονήματος ομιλούσε σε όλους ανεξαιρέτως με πατρική αγάπη, απαράμιλλη ευγένεια και κυρίως με ανυπόκριτη στοργή και κατανόηση από τον επίσημο επισκέπτη μέχρι και τον τελευταίο υπάλληλο της Θεολογικής Σχολής, ώστε όλοι να διακηρύττουν σαγηνευμένοι ότι ανάμεσά μας περπατά μία οσιακή μορφή, όντως ένας Άγιος των εσχάτων χρόνων, ο οποίος είχε πάντα όσα είναι ευάρεστα στο Θεό και τίποτα, απολύτως τίποτα, από εκείνα τα φθαρτά και εφήμερα που προτιμά ο κόσμος του αιώνος τούτου, που δικαιώνουν το προ ετών υπ’ εμού γραφέν ως δώρημα και κατάθεση ψυχής και καρδίας ότι ο Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ήταν κατά πάντα και δια πάντα «ο Άγιος της διπλανής πόρτας».
Παρήλθαν οι τρεις αλησμόνητες και ανεπανάληπτες εβδομάδες μελέτης και σπουδής στην εν Χάλκη κιβωτό της γνώσεως για τον νεαρό φοιτητή της Θεολογίας, παρήλθαν έκτοτε και πολλά άλλα έτη, και ενώ ήδη ο αοίδιμος Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ανευπαύθη μετά Δικαίων και Αγίων, εντούτοις ο πανδαμάτορας χρόνος απεδείχθη ισχνός και αδύναμος να δαμάσει το βίωμα του τότε νεαρού φιλίστορα Θράκα μελετητή και ερευνητή με τον αοίδιμο Ηγούμενο της πολύκλαυστης Χάλκης, Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό, ο οποίος διηκόνησε μόλις τέσσερα έτη (1991-1995) την Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Χάλκης, διαδεχθείς τότε τον αοίδιμο πολυπικραμένο Σχολάρχη (1955-1971) της Χάλκης, Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Μάξιμο Ρεπανέλλη (1961-1991), αλλά η ιχνηλασία του στην απορφανεμένη Σχολή παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένη και σφραγισμένη στην καρδιά και στην ψυχή όσων των εγνώρισαν και ως Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης και εφέτος που συμπληρώνονται πενήντα δύο συναπτά έτη (1971-2023) από την παρανόμως και αδίκως επιβληθείσα «σιωπή» στην παλαίφατη και περίπυστο Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης και τριάκοντα δύο έτη (1991-2023) από της εις Κύριον εκδημίας του αοιδίμου Σχολάρχου αυτής, Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου Ρεπανέλλη, αναδημοσιεύουμε το κείμενο της ομιλίας του όντως μάκαρος Φαναριώτου Επισκόπου και Μητροπολίτου Θεοδωρουπόλεως Γερμανού κατά την εγκαθίδρυση αυτού και ανάληψη των καθηκόντων του ως Ηγουμένου της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης, η οποία εξεφωνήθη την 6η Φεβρουαρίου του σωτηρίου έτους 1991, ημέρα της εορτίου μνήμης του εν Αγίοις Πατρός ημών Αγίου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου, ο οποίος λογίζεται και είναι ο Πάτρωνας και Πνευματικός Έφορος της κατά Χάλκην Ιεράς Θεολογικής Σχολής, και έχει ως ακολούθως:
«Πανιερώτατε Μητροπολίτα Τυάνων Κε Φίλιππε, Ιερουργέ, Προεξάρχων της Πανηγύρεως του Ιερού Φωτίου, Πανιερώτατοι Ιεράρχαι Μητροπολίται του Οικουμενικού Θρόνου, Φιλόχριστον Εκκλησίασμα,
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης πολλής προς την Μητέρα Εκκλησίαν και την Αυτού Θειοτάτην Παναγιότητα, τον Δεσπότην και Αυθέντην ημών, τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Κύριον Κύριον Δημήτριον, δέχομαι την ευθύνην του Ηγουμένου της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής ταύτης Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος της κοινής ημών Τροφού Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης.
Την Εύσημον ταύτην ημέραν, ήτις συνταυτίζεται με την ετήσιον Ιεράν Μνήμην του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού και Ανιδρυτού της Ιεράς ταύτης Μονής, σήμερον, επιτίθεται εις τους ασθενείς ώμους μου το βαρύ φορτίον της αγρύπνου επιτηρήσεως και ευρύθμου λειτουργίας τόσον του κενού από μαθητάς Ιστορικού Κτιρίου της Τροφού ημών Σχολής, όσον και του ιερού Ναϊδρίου αυτής της Αγίας και Ζωαρχικής Τριάδος το οποίον επί αιωνίας καθηγίασεν, εστήριξεν, ανεπτέρωσε τας ψυχοσωματικάς δυνάμεις ευλαβών Κληρικών, ευσεβών Μοναχών, φιλοΧρίστων Σχολαρχών, Καθηγητών και Ιερολοχιτών.
Μετά 37 έτη από της αποφοιτήσεώς μου, αποφάσει και εντολή της Μητρός Εκκλησίας, επανέρχομαι εις τα Ιερά ταύτα Σκηνώματα, διά να παραμένω «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» αλλά και διά να τα κρατώ αμόλυντα, καθαρά, τετιμημένα «τα Αγαπητά ταύτα Σκηνώματα του Κυρίου των δυνάμεων», ως εκρατήθησαν επί αιώνας με τον ιδρώτα και το αίμα, τας θυσίας και τιμίας προσφοράς πάντοτε του ευσεβούς ημών Γένους και της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας από την ημέραν της θεμελιώσεως και των εγκαινίων των μέχρι της σήμερον.
Ευχαριστώ εκ βαθέων των αοίδιμον Μητροπολίτην Δέρκων Κυρόν Ιάκωβον τον και Πνευματικόν μου Πατέρα, τον διάδοχόν του Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δέρκων κύριον Κωνσταντίνον, τον ευαγή Κλήρον και Χριστοφόρον Λαόν της Θεοσώστου Επαρχίας Δέρκων, οίτινες με συμπαρεστάθησαν κατά τους χρόνους της διακονίας μου και μαζύ εζήσαμεν ημέρας χαράς, αλλά και ώρας δοκιμασίας μέχρι της τελευταίας ημέρας του αποχωρισμού. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Επανέρχομαι εις τον Άγιον τούτον χώρον. Πράγματι πόσαι Σεβάσμιαι Μορφαί φιλοΧρίστων Ιεραρχών, Κληρικών, Μοναχών, Καθηγητών, Μαθητών και άλλων φιλοτίμων εκπροσώπων και αγωνιστών της Αγίας και αμωμήτου Ορθοδόξου ημών Πίστεως εγαλουχήθησαν υπό της Τροφού ημών Γεραράς Θεολογικής Σχολής; Εδέχθησαν «το Ύδωρ το Ζων, το εις Ζωήν Αιώνιον αλλώμενον», «το Φως το Αληθινόν», υπό την πανίερον ταύτην Στέγην του Ναϊδρίου της Αγίας και Ζωαρχικής Τριάδος; Μήπως και ο ελάχιστος σήμερον Ηγούμενος δεν προσήλθε το κατ’ αρχάς «μη έχων ένδυμα γάμου», γυμνός και άξεστος εις το Ιερόν τούτο Φυτώριον της Παλαιφάτου Θεολογικής Σχολής και εγαλουχήθη εις τα σωτήρια της Πίστεως ημών και της Θεολογίας νάματα; Μήπως εδώ εις το πάνσεπτον τούτο Ναϊδριον εσπέρας και πρωΐ δεν έμαθε να υμνή τον Κύριον εν ταις Αυλαίς Του;
Ναι, εδώ εις «τα Αγαπητά Σκηνώματα του Κυρίου των Δυνάμεων» με Ηγουμένους Σχολάρχας τους αοιδίμους Νεοκαισαρείας Κυρόν Χρυσόστομον και Ικονίου Κυρόν Ιάκωβον, με την παρουσίαν και συμβολήν τιμίων Μακαριστών Καθηγητών, ως του μετέπειτα Σχολάρχου Σταυρουπόλεως Κυρού Μαξίμου, του Μεγάλου Οικονόμου Γεωργίου Αναστασιάδου, των αλησμονήτων Ιωάννου Παναγιωτίδου, Εμμανουήλ Φωτιάδου και άλλων επιζώντων την σήμερον Σεβαστών Καθηγητών ημών, συμμαθηταί και συμμονασταί δεν απηλλάγημεν απαξάπαντες συν τω χρόνω εκ των κοσμικών, των ανθρωπίνων ημών αδυναμιών, δεν «ενεδυναμώθημεν εν Κυρίω και εν τω κράτει της Ισχύος Αυτού», «δεν ενεδύθημεν την πανοπλίαν του Θεού προς το δύνασθαι ημάς στήναι προς τας μεθοδείας του διαβόλου» (Εφ 6:10-11); Και δεν αναπετάσαμεν τον νουν και την καρδίαν προς «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα εύφημα» (Φιλιπ. 4:8), δεν ελατρεύσαμεν και δεν «προσεκυνήσαμεν εν Πνεύματι και Αληθεία τον Παντοκράτορα Θεόν»; Και δεν επιποθήσαμεν πάλιν να στρατευθώμεν εις τον Ευλογημένον Στρατόν του Αυτού Βασιλέως της Δόξης;
Ευλογημέναι, καλαί και τερπνόταται ημέραι εκείναι, αι παρά του Αγαθοδότου και Σωτήρος ημών Θεού παραχωρηθείσαι, ότε η Σχολή και η Ιερά αύτη Μονή της Χάλκης επληρούτο υπό Σεβαστών Πατέρων και Αδελφών «κατοικούντων επί το αυτό». Υμνολογούντων και δοξολογούντων «εν ενί στόματι και μια καρδία» τον Μέγαν Ευεργέτην, «αλλήλων τα βάρη βασταζόντων, αναπληρούντων τον Νόμον του Χριστού» και συμπορευομένων την αυτήν θεοχάρακτον και θεοδρόμον πορείαν ….
Εδώ, υπό την Στέγην της Ιεράς Θεολογικής Σχολής, εμάθαμεν να σεβώμεθα τον Θεόν, «να αγαπώμεν Αυτόν εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας, και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ισχύος ημών», και επίσης «να αγαπώμεν τον πλησίον ως αδελφόν».
Σήμερον «κρίμασιν οις οίδεν Κύριος» η Θεολογική Σχολή παραμένει κλειστή. Ως Μητέρα στερουμένη τα εαυτής τέκνα. Αλλ’ υποφώσκει η Χαρά και η Ελπίς της επαναλειτουργίας αυτής, με τους πόνους και την φροντίδα της Μητρός Ημών Εκκλησίας και την αγαθήν κρίσιν και απόφασιν της Σεβαστής ημών Κυβερνήσεως. Είναι καιρός τόσον οι Θρησκευτικοί όσον και οι Πολιτικοί ταγοί «να αποδίδωσι τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Να κινητοποιούν όλας τας δυνατότητας δι’ ων έρχεται επί της Γης και εφαπλούται και δεσπόζει η Βασιλεία του Θεού: «Βασιλεία Αγάπης, Βασιλεία Δικαιοσύνης, Βασιλεία Ειρήνης». Παρακάμπτονται και προλαμβάνονται πολλά έκτροπα, πολλαί ανωμαλίαι και δεινά επερχόμενα εις την Ανθρωπότητα, όταν οι άνθρωποι κωλυσιεργούν και αντιπράττουν εις το Έργον και το Θέλημα του Θεού.
Με την ακράδαντον λοιπόν πίστιν και ελπίδα εις τον Πανάγαθον Θεόν, Τον καλέσαντά με εις την διακονίαν Του εις το ιερόν Ναΐδριον τούτο της Αγίας Τριάδος την 11ην Οκτωβρίου 1953, τον ενισχύσαντά με οφθαλμοφανώς καθ’ άπασαν την επίλοιπον άχρι του νυν εν τη Εκκλησία και Ομογενεία σταδιοδρομίαν ως κληρικού, με την ευχήν και ευλογίαν της Μητρός Εκκλησίας, της Α.Θ.Π., την ενίσχυσιν και συμπαράστασιν της Σεβαστής Εφορείας της Ιεράς Θεολογικής Σχολής, του συμμοναστού μοι Οσιολογιωτάτου Ιερομονάχου Πατρός Ησαΐου του Σιμωνοπετρίτου και των εντεταλμένων την τάξιν, την ευπρέπειαν και φύλαξιν του Ιερού τούτου Ναϊδρίου και του Ιστορικού Κτιρίου της Ιεράς Θεολογικής Σχολής, του λαμπραδάμαντος τούτου της νήσου Χάλκης και της Προποντίδος, της πεφιλημένης και φιλοστόργου Πνευματικής Μητρός πάντων ημών των Χαλκιτών Κληρικών του Οικουμενικού Θρόνου, ελπίζω να αποσκορακίσω τας χαμερπείς ιδέας μου, τον δισταγμόν, τον όκνον και τας ανθρωπίνας αδυναμίας μου και «λαμβάνων Φως εκ του Ανεσπέρου Φωτός», του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αλλά και εκ των ακατασβέστων λυχνιών των Σεβασμίων μορφών: Ηγουμένων, Σχολαρχών, Καθηγητών του Ιερού τούτου Τόπου, μαρμαρυγάς απλέτου και παρηγόρου φωτός δανειζόμενος να καταστώ εις ταπεινός «λύχνος καιόμενος και φαίνων» διά την συνέχειαν της ζωής και της Ιστορίας της Ιεράς ταύτης Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας Τριάδος Χάλκης. Όπλα μου πνευματικά, το επανατονίζω, «ισχύς και δύναμίς μου» αι θεόδεκτοι ευχαί και ευλογίαι της Α.Θ.Π. Αι προσευχαί αγαπητών εν Χριστώ Αδελφών, Αρχιερέων και Κληρικών και των ευσεβών Χριστιανών, λαμπρυνόντων διά της παρουσίας των, εν μέσω δριμυτάτω χειμώνι, την αίγλην και το νόημα της Αγίας ταύτης Ημέρας, της ετησίας ιεράς Μνήμης του Ιερού Φωτίου.
Είθε ο Κύριος να επιτρέψη συντόμως την επαναλειτουργίαν της Τροφού Σχολής. Ώστε πάλιν ως από πηγής αενάου, ως από ρίζης αειθαλούς, να αναθάλλουν οι όρπηκες, οι ευκλεείς βλαστοί, οι Ιεραπόστολοι, οι Συστρατιώται, οι Μαθηταί του Σωτήρος της Ανθρωπότητος, οι ανά τον κόσμον «το φαιδρόν της Αναστάσεως Κήρυγμα» και τον αγγελικόν Ύμνον της Ειρήνης, διαδίδοντες. Οι το αγαθόν διώκοντες προς πάντας «τους μακράν και τους εγγύς».
Το θέλημα του Κυρίου γενέσθω. Αμήν».
🔺*O κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός, καθώς και υπεύθυνος διαχειριστής του ιστολογίου “ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ“.