Ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμος σε συνέντευξή του στον «Ε.Κ.» μίλησε για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους αντιεμβολιαστές και τα σοκολατάκια που τους μοίρασε όταν διαμαρτύρονταν έξω από ναούς όπου οι κινητές μονάδες πρόσφεραν εμβόλια στους επιθυμούντες, για τους Γεροντάδες «γκουρού» και για την Ομογένεια της Αμερικής την οποία θαυμάζει.
Είναι εκ των πλέον λογίων ιεραρχών της νέας γενιάς της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και από τη Θεολογική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Groningen της Ολλανδίας με ειδίκευση στην Ιστορία του Δικαίου (Βυζαντινορωμαϊκόν Δίκαιον). Ομιλεί την αγγλική, τη γερμανική, την ολλανδική και την τουρκική γλώσσα.
Για την πανδημία είπε πως «ήταν και είναι κάτι πολύ δύσκολο για όλους μας. Στην αρχή δεν υπήρχε εμπειρία από κάτι παρόμοιο. Μπορεί κάποιοι λίγοι να είχαν θεωρητική γνώση, οι πολλοί όμως είχαν πιστέψει πως η επιστήμη μας είχε νικήσει τέτοια φαινόμενα κι η ανθρωπότητα δεν θα τα ξαναζούσε. Να όμως που διαψευστήκαμε! Σχεδόν δύο χρόνια ζούμε με μια αόρατη απειλή, εξ αιτίας της οποίας χάσαμε πολλούς δικούς μας ανθρώπους αδικαιολόγητα. Από την πρώτη στιγμή κατέστη σαφές ότι η συμμόρφωσή μας προς τα υγειονομικά μέτρα πού πρότειναν οι ειδικοί ήταν μονόδρομος για να αντέξουμε. Αυτό κάναμε και κάνουμε. Προσευχόμαστε και τηρούμε τις υποδείξεις των ειδικών πιστεύοντας ότι ο Θεός δεν είναι άδικος και θα πάρει από πάνω μας την δοκιμασία αυτήν».
Ο Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου Ιερώνυμος προεξάρχει της Θείας Λειτουργίας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΑΡΙΣΗΣ
Στην ερώτηση «υπήρξαν κρούσματα ή και θύματα ανάμεσα στον κλήρο και τον λαό σας;», είπε ότι «προσεύχομαι πολύ για όλους. Δόξα τω Θεώ, κανείς από τους Ιερείς της Μητροπόλεώς μας δεν εκοιμήθη λόγω Covid-19. Γύρω στους 40 αρρώστησαν, αλλά το ξεπέρασαν, άλλος ευκολότερα, άλλος δυσκολότερα. Δυστυχώς τα θύματα στην περιοχή μας είναι πάρα πολλά. Η πανδημία ανέδειξε το έλλειμμα παιδείας που έχουμε ως κοινωνία και το έλλειμμα κατήχησης που έχουμε ως Εκκλησία. Από το ένα άκρο φθάσαμε στο άλλο. Από εκεί που είχαμε θεοποιήσει την επιστήμη, φθάσαμε να μην την εμπιστευόμαστε. Κι από εκεί που κορόιδευαν πολλοί την Πίστη, έφθασαν στην θρησκοληψία».
Για το αν υπάρχουν υπενάντιοι στον εμβολιασμό ανάμεσα στους ιερείς, είπε πως «υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται κι είναι λογικό όταν υπάρχει αυτή η ασυδοσία στο διαδίκτυο, όπου ο καθένας ανεξέλεγκτα και ανεύθυνα μπορεί να αναρτήσει οτιδήποτε χωρίς συνέπειες. Πώς να ακουστεί ο καθαρός λόγος των ειδικών και να πείσει, όταν τον πνίγουν οι φωνές των λαοπλάνων πού μπερδεύουν;».
Επεσήμανε ακόμη, ότι «είναι δεδομένο ότι υπάρχουν πολλοί που αντιτίθενται στον εμβολιασμό και κάποιοι από αυτούς, προφανώς πολύ λίγοι, έχουν σοβαρά επιχειρήματα. Χάνονται όμως, μέσα στον παραλογισμό και το πείσμα που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του αντι-εμβολιαστικού κινήματος. Με τους σοβαρούς συζητώ. Για τους υπόλοιπους προσεύχομαι να τους φωτίσει ο Θεός, διότι οι ενέργειές τους πολλές φορές ισοδυναμούν με αυτοκτονία».
Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερώνυμος, εκ των πλέον λογίων και πολύγλωσσων ιεαρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΑΡΙΣΗΣ
Όταν τον ρωτήσαμε «τα σοκολατάκια που τους κεράσατε τελικά ήταν αποτελεσματικά, ηρέμησαν;» ο Μητροπολίτης Ιερώνυμος απάντησε: «τα σοκολατάκια ήταν αποτελεσματικά ως προς το να κατανοήσει η ελληνική κοινωνία πως κάποιους ανθρώπους δεν μπορείς να τους πάρεις στα σοβαρά, γιατί δεν στο επιτρέπουν οι ίδιοι. Ουσιαστικά αναδείχθηκε το γραφικό της υπόθεσης και η έλλειψη επιχειρημάτων όσων πρωτοστατούν σε τέτοιες κινήσεις».
Στην ερώτηση «πέρα από το γραφικό της υπόθεσης, αλήθεια ποιοι ή τι νομίζετε ότι εξέθρεψαν τέτοια φαινόμενα δυσείμονος μικρόνοιας;», απάντησε «είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά κέρδη. Είμαστε λιγότερο από δύο χρόνια πριν τις επόμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και αρκετοί επενδύουν στην ψήφο των αντιεμβολιαστών. Επιπλέον, συγκεκριμένες θρησκευτικές ομάδες, όπως παλαιοημερολογίτες κ.λπ., βρήκαν ευκαιρία να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Έπειτα, σημαντική είναι και η επιρροή της αμερικανικής άκρας δεξιάς, η οποία μέσω ιστοσελίδων και μεταφρασμένων κειμένων τηλε-παστόρων, προσπαθεί να μετατραπεί σε παγκόσμιο κίνημα, προκαλώντας μια ιδιότυπη παγκοσμιοποίηση».
Αναφορικά για το καινοφανές φαινόμενο της προφητολαγνείας, μελλοντολογίας και γεροντικού «γκουρισμού» το οποίο φαίνεται να ανθοφορεί σήμερα, είπε ότι «μας εκθέτει ως Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την εσχατολογία της, κεντρική ιδέα της οποίας είναι πως μπορεί να γίνουν πολλά και τρομερά, όμως στο τέλος ο Χριστός και οι δικοί Του άνθρωποι θα νικήσουν. Όλο αυτό που παρακολουθούμε είναι μια καινούργια αίρεση, μια διαστροφή του Ορθόδοξου κηρύγματος περί των εσχάτων, με επίκληση μάλιστα Αγίων, οι οποίοι σαφώς και δεν είπαν ποτέ τις ανοησίες που βάζουν κάποιοι επιτήδειοι στο στόμα τους».
Αναφορικά πόσο υποψιασμένοι είμαστε σήμερα γι’ αυτό που είναι Εκκλησία, από αυτό που δεν είναι, τόνισε πως «υπάρχει πάντα το εκλεκτό λείμμα, η μικρά ζύμη που αρκεί για να ανακαινίσει τον κόσμο, εάν ο κόσμος κατανοήσει ότι το έχει τόσο ανάγκη». Και συμπλήρωσε, ότι οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι «την αποζητούν. Θέλουν να την γνωρίσουν. Θέλουν να είναι ειλικρινείς με την Πίστη τους κι όχι επιφανειακοί ή τυπικοί. Αυτό το χαίρομαι, συνάμα όμως με συντρίβει γιατί είναι δική μου η ευθύνη να τους γνωρίσω με τον Σωτήρα Χριστό αυθεντικά».
Στην ερώτηση ποια θέματα τους απασχολούν, απάντησε πως «κατά τον χαρακτήρα τους, από τα πιο κοινότυπα μέχρι τα πιο απίθανα. Από θέματα καθημερινότητας μέχρι θέματα τόσο ειδικά που σε κολλάνε στον τοίχο. Ίσως και να μην χρειάζονται απαντήσεις. Εγώ δεν θυμάμαι τις απαντήσεις των κατηχητών μου, των πνευματικών, των ιερέων που γνώρισα, ιδίως στη νεότητά μου. Θυμάμαι μόνον ποιοι με αγαπούσαν και ποιοι με αντιμετώπισαν με σεβασμό κι αυτό μου φτάνει. Από κει και πέρα είναι θέμα προσωπικής ελευθερίας, προσωπικής ευθύνης και προσωπικών αποφάσεων».
Για την Ομογένεια είπε, ότι «δεν έχω επισκεφθεί ποτέ την Αμερική αν και ένας αδελφός του παππού μου μετανάστευσε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αμερική. Συναντώ πολλούς που επιστρέφουν στην Ελλάδα είτε για διακοπές, είτε για μόνιμη εγκατάσταση. Είναι περήφανοι άνθρωποι του μόχθου που κράτησαν αξίες και ιδανικά μέσα σε πολύ δύσκολο περιβάλλον. Τους σέβομαι. Στενοχωρούμαι μαζί τους όταν ανακαλύπτουν ότι η πατρίδα δεν είναι πια αυτό που άφησαν πίσω τους όταν έφυγαν και προσπαθώ να μοιραστώ την πίκρα τους από συμπεριφορές των συμπατριωτών τους που δεν τις περίμεναν. Χαίρομαι όταν βλέπουν πίσω από τις ανθρώπινες μικρότητες το πραγματικό μεγαλείο της Ελλάδας και σπεύδουν να το υπηρετήσουν. Διότι σε τελική ανάλυση αυτό κάνουμε όλοι. Υπηρετούμε τον Θεό και την πατρίδα για να είναι η συνείδησή μας καθαρή, η καρδιά μας χαρούμενη και η σκέψη μας ικανοποιημένη από την αίσθηση ότι κάναμε το καθήκον μας».