Η Αγία Σύνοδος του Οικουμενικού Θρόνου η οποία συνεδριάζει από χθες στο Φανάρι αποφάσισε την τοποθέτηση του Μητροπολίτου Λαοδικείας Θεοδωρήρου,σε νέο Διευθυντή του Πατριαρχικού Γραφείου στην Αθήνα ύστερα από την αναγκαστική παραίτηση του μέχρι πρότινος Διευθυντή Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Αμφιλοχίου. Στην απόφαση αυτή κατέληξε η Σύνοδος ύστερα από εισήγηση του Οικ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου ο οποίος όπως είπε στο πρόσωπο του Λαοδικείας Θεοδώρητου βλέπει τον γεφυροποιό Ιεράρχη που με τα ευγενικά του χαρίσματα και το ήπιον του χαρακτήρος του θα δημιουργήσει μια νέα περίοδο στο γραφείο των Αθηνών το οποίο ειδικά στις μέρες αυτές καλείται να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο. Ο Μητροπολίτης Λαοδικείας Θεοδώρητος απολαμβάνει της τιμής και της παραδοχής εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου γεγονός που θα βοηθήσει αποτελεσματικά στις πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων Αθηνών- Φαναρίου. Επίσης πρέπει να πούμε οτι ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος υπήρξε καθηγητής στο Κολλέγιο Αθηνών και είχε ως μαθητές του τόσο τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την Υπ. Παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως . Και τα δύο αυτά στοιχεία θα βοηθήσουν το έργο του νέου Διευθυντή του γραφείου των Αθηνών για την επίλυση χρονίων εκκρεμών θεμάτων του Πατριαρχείου.
Ὁ Μητροπολίτης Λαοδικείας Θεοδώρητος Πολυζωγόπουλος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα. Μεγάλωσε στὴν περιοχὴ Λεωφόρου Ἀλεξάνδρας καὶ οἱ ἐνορίες τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Ἄρεως καὶ Ἁγίου Δημητρίου Ἀμπελοκήπων ἦταν οἱ ἐνορίες τῶν παιδικῶν καὶ μαθητικῶν του χρόνων.
Ἡ Μονὴ Ἀσωμάτων Πετράκη καὶ ἡ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου Παπάγου τὸν ἔφεραν σὲ πρώτη γνωριμία μὲ τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ λίγο ἀργότερα ἐπεσκέφθη τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ κυριολεκτικὰ τὸν γοήτευσε. Στὴν νεανικὴ ἡλικία, λίγο πρὶν τὶς Θεολογικές του σπουδές, διάβασε τὸν Εὐεργετινό, τὴν Φιλοκαλία καὶ φυλλομέτρησε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος.
Ἡ ἐπιθυμία του νὰ διακονήσει τὴν Ἐκκλησία τὸν ὁδήγησε στὴν Θεολογικὴ σχολή, ὅπου γιὰ μιὰ τετραετία, μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο καὶ ἐνδιαφέρον σπούδασε τὴν ἱερὰ ἐπιστήμη. Πολλοὶ ἀξιόλογοι καθηγητὲς τοῦ ἄνοιξαν τοὺς δρόμους καὶ τὰ ἐνδιαφέροντα γιὰ περαιτέρω θεολογικὲς σπουδές. Ἀργότερα ἐνεγράφη στὴ Φιλοσοφικὴ σχολή, στὸ Φιλοσοφικὸ τμῆμα, τὸ πτυχίο τῆς ὁποίας ἔλαβε τὸ 1976.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1972, στὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἀγαπητό του Γέροντα Μητροπολίτη Νικαίας Γεώργιο Παυλίδη,αυτό τον σπουδαίο και λόγιο Ιεράρχη, ο οποίος τὸν ἐνέπνευσε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ζῆλο του γιὰ τὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ λίγες μέρες ταξίδεψε στὸ Λονδῖνο μὲ σκοπὸ νὰ συνεχίσει μεταπτυχιακὲς σπουδές. Στὶς 17 Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων Ἀθηναγόρας Β΄ Κοκκινάκης τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο καὶ τὸν προχείρισε Ἀρχιμανδρίτη, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Νικαίας Γεωργίου.
Ἡ διακονία του στὸν ἀπόδημο Ἑλληνισμὸ ξεκίνησε προσωρινὰ ἀπὸ τὸ Cambrige, τὴν σπουδαία αὐτὴ Πανεπιστημιούπολη μὲ τὰ διάσημα Κολλέγια. Πολλοὶ Ἕλληνες φοιτητὲς συμμετεῖχαν στὴ ζωὴ τῆς μικρῆς Ὀρθόδοξης Κοινότητας καὶ πλαισίωναν τὸν νέον κληρικὸ καὶ ἐχαίροντο τὸ κηρυκτικό του χάρισμα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τετράμηνο μετετέθη στὴν ἱστορικὴ κοινότητα τῶν Ἑλλήνων στὸ Manchester.
Ἡ κοινότητα αὐτὴ ἀπὸ τὸ 1864 εἶχε γράψει λαμπρὲς σελίδες τοῦ ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ, μὲ τὸν ὡραῖο Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, σὲ νεοκλασικὴ ἀρχιτεκτονική, καὶ τὶς ὡραῖες εἰκόνες τοῦ τέμπλου, ποὺ τὶς φιλοτέχνησε ὁ Θεόδωρος Βρυζάκης.
Στὴν κοινότητα αὐτὴ εἶχαν ὑπηρετήσει λαμπροὶ κληρικοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ λόγιος Πρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, ποὺ ἄφησε στὴν κοινότητα τὴν ἀξιόλογη βιβλιοθήκη του καὶ ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζῆς, η εμβληματική αυτή μορφή του Φαναρίου.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ διακονίας του ἔλαβε πεῖρα τῆς διοίκησης καὶ τῶν προβλημάτων τοῦ ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ καὶ βοήθησε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Ἑλληνοκατηχητικοῦ Σχολείου. Τὸ 1974 μὲ τὴν εἰσβολὴ τῆς Τουρκίας καὶ τὴν κατάληψη τμήματος τῆς Κύπρου, πρωτοστάτησε στὴν στήριξη καὶ βοήθεια τῶν προσφύγων.
Παράλληλα μὲ τὴν ἐκκλησιαστική του διακονία ἔγινε δεκτὸς γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ τμῆμα κλασσικῶν σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Manchester ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ διαπρεποῦς καθηγητοῦ τῆς συστηματικῆς Θεολογίας R. Hanson, σπουδαίου Ἑλληνιστῆ καὶ Ἐπισκόπου τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας.
Ξεκίνησε τὶς σπουδές του μὲ τὴν μελέτη τῆς διδασκαλίας περὶ ἀνθρώπου τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ ἀπὸ ἐπιτυχῆ δοκιμασία ἔγινε δεκτός γιὰ τὴν συγγραφὴ Διδακτορικῆς διατριβῆς μὲ θέμα τὴν Ἀνθρωπολογία τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ἡ ὁποία ἐνεκρίθη τὸ 1979 καὶ τοῦ ἀπενεμήθη τὸ δίπλωμα τοῦ Διδάκτορος τῆς Φιλοσοφίας.
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε μετατεθεῖ στὴν Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Shepersbuch τοῦ Λονδίνου, ὅπου γιὰ μιὰ τριετία ἐργάσθηκε στὴν εἰρηνικὴ καὶ φιλοπρόοδο αὐτὴ κοινότητα.
Τὴν περίοδο αὐτὴ ἔδωσε μιὰ διάλεξη στὴν ἐπίσημη ἑορτὴ τῶν «Γραμμάτων» τῆς Ἑλληνικῆς παροικίας τοῦ Λονδίνου, τὸ 1978, μὲ θέμα: «Ἡ πνευματικὴ συνάντηση Ἀθηνῶν-Ἱεροσολύμων» μὲ ἐξαιρετικὴ ἐπιτυχία.
Τὸν ἴδιο χρόνο κλήθηκε στὸν Πανορθόδοξο Ἑσπερινὸ νὰ ὁμιλήσει στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, μὲ θέμα: «Ὀρθοδοξία καὶ Ἀλήθεια», ποὺ τὸν καθιέρωσε ὡς λόγιο κληρικό. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1979, εὑρισκόμενος στὴν Ἀθήνα, τοῦ προτάθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Σάββα Ἀγουρίδη καὶ διορίστηκε ἐπιστημονικὸς συνεργάτης στὴν Θεολογικὴ Σχολή, θέση ποὺ δὲν ἀνέλαβε, λόγῳ τοῦ ἀσυμβίβαστου τοῦ νόμου περὶ πολυθεσίας. Ἐπίσης τὸν ἴδιο χρόνο προσελήφθη καθηγητὴς στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν.
Ἔτσι μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων Ἀθηναγόρα Β΄ ἐπέστρεψε μόνιμα στὴν Ἀθήνα, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1979, ἐγκαταλείποντας τὸ Λονδίνο, ποὺ ἀγάπησε σὰν δεύτερη πατρίδα του.
Στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ἐργάσθηκε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια. Δίδαξε φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ μαθήματα καὶ μὲ πειστικότητα καὶ ἀνανεωμένο λόγο προσπάθησε νὰ μιλήσει στοὺς νέους-ες γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ κέρδισε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀποδοχή των.Από τα θρανία που δίδασκε πέρασαν τα μεγαλύτερα ονόματα της Ελλάδας και στον χώρο της πολιτικής και στο χώρο του επιχειρείν.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ διοργάνωση, μαζὶ μὲ ἄλλους συναδέλφους τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν, ἡμερίδας μὲ θέμα τὴν «Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ ἀγωγὴ στὴ Μέση Ἐκπαίδευση» μὲ παρουσία ἐκπροσώπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ μεγάλη συμμετοχὴ ἐκπαιδευτικῶν ἀπὸ ἄλλα σχολεῖα. Παράλληλα ἐδίδαξε γιὰ δύο ἀκαδημαϊκὰ χρόνια (1982 καὶ 1983) τὸ μάθημα τῆς Φιλοσοφίας στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σεραφεὶμ τὸν διόρισε τὸ 1980 Προϊστάμενο τοῦ μεγάλου Ἱ. Ναοῦ καὶ προσκυνήματος τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς.Ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἐργάσθηκε μὲ ζῆλο, συνέπεια, ἐργατικότητα καὶ ἀναβάθμισε τὴν ἐνορία μὲ τὸ ποιμαντικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο ποὺ ἀνέπτυξε. Πρωτίστως ἀνακαίνισε καὶ ἐξόπλισε μὲ σύγχρονα τεχνικὰ ἔργα τὸν Ναό, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ πενῆντα χρόνια λειτουργίας εἶχε ἀνάγκη ριζικῆς φροντίδας. Λόγῳ τῆς πληθυσμιακῆς αὔξησης τῆς ἐνορίας, σχεδίασε πρόγραμμα ἀποκέντρωσης μὲ δύο μεγάλα ἔργα στὰ δύο ἄκρα τῆς ἐνορίας.
Πρῶτον τὴν ἀνέγερση τετραώροφου ἱδρύματος μὲ τὴν ἐπωνυμία «Στέγη Γερόντων Ἁγίας Παρασκευῆς» καὶ τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Τὸ ἔργο αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ Γενικοῦ Φιλοπτώχου Ταμείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ λειτούργησε χάρι στὴν συνεργασία τῶν ὁμόρων ἐνοριῶν. Τὸ δεύτερο μεγάλο ἔργο ἦταν ἡ ἀνέγερση τοῦ τετραώροφου «Ἐνοριακοῦ Κέντρου Διακονίας» καὶ τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ποὺ θὰ φιλοξενοῦσε τὸ Ποιμαντικὸ ἔργο τῆς ἐνορίας.
Τέλος ἐπετεύχθησαν ἡ δημιουργία Σκευοφυλακίου-Αἴθουσας παραπλεύρως τοῦ Ναοῦ καὶ ἡ ἐπέκταση τῆς προσόψεως μὲ τὴν δυνατότητα δημιουργίας ἐξωνάρθηκος,γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν κεριῶν ἐκτὸς τοῦ κυρίως Ναοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέκταση τοῦ κλιμακοστασίου μὲ τὴν δημιουργία βοηθητικῶν χώρων, ἡ ὁποία ἔλυσε μόνιμα τὰ προβλήματα λειτουργίας τοῦ Ναοῦ.
Ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ξεχώρισαν τὴν περίοδο αὐτή, ἦταν οἱ ἑορτασμοὶ γιὰ τὰ πενῆντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ (1935-1985) μὲ τὴν ἐπετειακὴ ἔκδοση φωτογραφικοῦ καὶ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ τῆς ἐνορίας. Ἐπίσης ἡ ἐκδήλωση μνήμης τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς 1922-1992, ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν πλατεῖα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, μὲ φωτογραφικὴ ἔκθεση τῶν γεγονότων, ὁμιλίες, συζητήσεις στρογγυλῆς τραπέζης μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ Δήμου καὶ πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ προαστίου.
Μαζὶ μὲ τοπικοὺς παράγοντες καὶ τὸν Δῆμο Ἁγίας Παρασκευῆς ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία γιὰ τὴν δημιουργία νέας ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Κοντοπεύκου καὶ τοῦ ἐνοριακοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στὸ παλαιὸ στρατόπεδο.
Τὸ 1984 τοῦ ἀνετέθη ἡ συγγραφὴ τῶν Κηρυγμάτων τῆς «Φωνῆς Κυρίου» ὑπὸ τοῦ τότε Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐπισκόπου Ἀνδρούσης Ἀναστασίου Γιαννουλάτου, νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας.
Γιὰ πάνω ἀπὸ 16 χρόνια ἦτο ὑπεύθυνος τῆς ἀρχιερατικῆς περιφερείας Ἁγίας Παρασκευῆς-Χολαργοῦ-Παπάγου. Παράλληλα γιὰ μιὰ πενταετία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ τοῦ ἀνέθεσε τὴν διεύθυνση Προγράμματος Ἐπιμορφώσεως τῶν κληρικῶν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖο διηύθυνε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, τὸν διόρισε συνεργάτη στὸ Γραφεῖο Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν σχέσεων.
Τὴν 9ην Μαρτίου 2000 ἐξελέγη ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ γιὰ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας, μετὰ ἀπὸ θερμὴ ὑποστήριξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Τὴν 18ην Μαρτίου συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Δήμαρχο, μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου καὶ δεκάδες ἐνοριτῶν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, χειροτονήθηκε στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὑπὸ τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων κ. Γρηγορίου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν Λαοδικείας (νῦν Πριγκηποννήσων) κ. Ἰακώβου καὶ Σεβαστείας ( νυν Γέροντος Πριγκηποννήσων)κ. Δημητρίου, συμπροσευχομένου τοῦ Παναγιωτάτου κ.κ. Βαρθολομαίου, μελῶν τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ τότε Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Ἰωακείμ, μεγάλου ὑποστηρικτοῦ τοῦ χειροτονηθέντος.
Μετὰ τὸ πέρας τῆς χειροτονίας, στὴν αἴθουσα τοῦ θρόνου τοῦ Πατριαρχείου, ὁ Δήμαρχος Ἁγίας Παρασκευῆς Σταῦρος Κώτσης ἀπένειμε στὸν Ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ κ. Θεοδώρητο, χρυσοῦν μετάλλιον τοῦ Δήμου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὴν ὁποία ὑπηρέτησε μὲ μεγάλη ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη.
Ὁ ἐκπρόσωπος τῶν ἐπιτρόπων τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ προσέφερε ἀρχιερατικὴ μίτρα καὶ ὁ Συνδιευθυντὴς τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν ἀρχιερατικὸν ἐγκόλπιον. Παρόντες ἦσαν καὶ ἐκπρόσωποι τοῦ ἀδελφάτου τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Λονδίνου, τὸ ὁποῖο ἤδη τὸν εἶχε ἐκλέξει Ἀρχιερατικὸ Προϊστάμενο τοῦ ὡς ἄνω Ναοῦ.
Ἐπὶ μία δεκαετία ἀναλώθηκε κυριολεκτικὰ στὴν διακονία τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, τὸν ὁποῖον ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του.
Ἐπὶ τῇ ἀναλήψει τῶν καθηκόντων του προσέφερε, στὴν πρώτη του θ. Λειτουργία, ὡραία εἰκόνα μὲ θέμα τὴν «Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ». Πρωτίστως ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν λειτουργικὴ καὶ κηρυκτικὴ ἀναγέννηση τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ. Δημιούργησε βυζαντινὸ χορὸ παράλληλα μὲ τὴν ὕπαρξη εὐρωπαϊκῆς χορωδίας. Ἰδιαιτέρως ἐργάσθηκε γιὰ τὴν κατηχητικὴ ἐκπαίδευση τῶν πιστῶν καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὑλικὴ συμπαράσταση τῶν πολυάριθμων φοιτητῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο.
Τὸ Σεμινάριο Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἦταν οἱ βασικές του ἐπιδιώξεις, γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἀγωγὴ τῶν νέων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐνηλίκων. Τὸ «The way» ἦταν ἕνα πρόγραμμα κατηχήσεως ἐνηλίκων, στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Cambridge, τὸ ὁποῖο ἀπευθυνόταν σὲ ἀγγλόφωνους.
Παράλληλα ἡ κατὰ διαστήματα τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας στὴν Ἀγγλικὴ γλῶσσα ἔδινε τὴν εὐκαιρία συνειδητῆς συμμετοχῆς ἀγγλοφώνων στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐξέδιδε τὴν ἐτήσια «Ἐπετηρίδα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ», ὅπου κατέγραφε τὶς δραστηριότητες, ἀλλὰ καὶ τὰ γεγονότα τῆς Ἑλληνικῆς κοινότητας τοῦ Λονδίνου.Ἀνατύπωσε τὸ σπάνιο βιβλίο τοῦ Μιχαὴλ Κωνσταντινίδη, μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς, «Ὁ ἐν Λονδίνῳ Ἑλληνικὸς Ὀρθόδοξος Ναὸς» καὶ φρόντισε γιὰ τὴν διάσωση τοῦ ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Κοινότητος. Συντήρησε καὶ ἀποκατέστησε ὅλα τὰ κειμήλια, ποὺ οἱ κατὰ καιροὺς κτήτορες καὶ εὐεργέτες προσέφεραν στὸ Ναό.
Τέλος ὀργάνωσε ἔκθεση τῶν κειμηλίων τοῦ Ναοῦ μὲ τὴν ὀνομασία «Ἑλλήνων Κειμήλια», στὸ Ἑλληνικὸ Κέντρο τοῦ Λονδίνου, τὸν Μάρτιο τοῦ 2002, μὲ συνεργασία τοῦ Χριστιανικοῦ καὶ Βυζαντινοῦ Μουσείου τῆς Ἀθήνας καὶ τὴν οἰκονομικὴ στήριξη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ.
Τὸ θέμα τῆς ἐκθέσεως ἦταν ἡ παρουσίαση τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς κοινότητας τοῦ Λονδίνου. Ἡ ἔκθεση αὐτὴ προσείλκυσε μεγάλο ἀριθμὸ Ἑλλήνων καὶ Ἄγγλων κι ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ τὴν δημιουργία μόνιμης ἐκθέσεως τῶν κειμηλίων, κάτω ἀπὸ τὸν Ναὸ δεξιὰ τῆς Κρύπτης τοῦ Ναοῦ, γιὰ νὰ προβάλλεται ἡ ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας τοῦ Λονδίνου. Ὁ ἀναμνηστικὸς τόμος, ποὺ ἐξεδόθη μὲ τὸν τίτλο «Ἑλλήνων κειμήλια» στὴν Ἑλληνικὴ καὶ Ἀγγλικὴ ἔκδοση διασώζει τὴν ἱστορία καὶ προβάλλει τὰ κειμήλια τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας τοῦ Λονδίνου.
Μετὰ ἀπὸ δέκα δημιουργικὰ καὶ καρποφόρα χρόνια διακονίας καὶ προσφορᾶς στην Αρχιεπισκοπή Θυατειρων ὁ Θεοδώρητος ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Παναγιωτάτου, συνέχισε νὰ διακονεῖ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ ζῆλο. Σήμερα η Μεγάλη Εκκλησία επιβράβευσε την προσφορά του αναθέτοντας του τα επίζηλα και υπεύθυνα καθήκοντα του Πατριαρχικού Γραφείου στην Αθήνα. Ο Σεβ. Λαοδικείας Θεοδώρητος καλείται να ζωντανέψει σεμνά και διακριτικά ένα γραφείο που εκπροσωπεί την Μητέρα Εκκλησία και σε συνεργασία με όλους όσους εμπλέκονται σε αυτό να αναδείξει το καλό πρόσωπο της Μητέρας Εκκλησίας.