Τον Δεκαπενταύγουστο είναι μια περίοδος του εκκλησιαστικού μας έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθειά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
[…] Ασφαλώς δεν υπάρχει πιστός που να μην άκουσε με συντριβή τους σπαραχτικούς στίχους του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, που μιλούν για τον «νοσούντα το σώμα και την ψυχήν». ‘Όμως εδώ δεν πρόκειται για οδύνη απογνώσεως, που συνήθως οδηγεί στην απιστία και στην αποστασία. Η οδύνη του κατά Θεόν δεινοπαθούντος ανθρώπου είναι οδύνη επιγνώσεως και γίνεται καθαρμός και αναβαθμός. Γιατί, ενώ τον θλίβει και τον πληγώνει, δεν τον αποξενώνει από τον Θεό, αλλά τον οδηγεί σε βαθύτερη θεογνωσία.
Γι’ αυτό η οδύνη κορυφώνεται μεν, αλλά και συγχρόνως καταπαύει στην ακόλουθη μορφή ικεσίας: «Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος».
Ακούγοντας κανείς επιπόλαια τις στροφές του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, έχει την εντύπωση ότι κάποιος ανώνυμος διεκτραγωδεί κοινά σε όλους τους πιστούς δεινοπαθήματα της ψυχής και του σώματος. Γιατί πράγματι δεν υπάρχει Χριστιανός που να μην έζησε κατ’ επανάληψη «των παθών του τον τάραχον» ή να μην αισθάνθηκε ποτέ «πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς».
Διαβάζοντας προσεκτικότερα και εμβαθύνοντας περισσότερο σ’ αυτά τα ιερά στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ότι εδώ δεν πρόκειται για περιγραφή και εξιστόρηση των εν γένει περιπετειών του ανθρώπου στον καθημερινό αγώνα της τελειώσεώς του. Πρόκειται για σπαρακτικές κραυγές «εκ του φυσικού», για οδύνη και πόνο που μας έρχεται «από πρώτο χέρι». Επομένως έχομε να κάνουμε με τελείως προσωπικό δράμα που βιώθηκε από πρόσωπο ιστορικό και επώνυμο κάτω από συνθήκες πραγματικές και συγκεκριμένες. Θα περίμενε κανείς ο υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος να είναι κάποια ευαίσθητη γυναικεία ύπαρξη σαν την Κασσιανή ή κάποιος υπέργηρος μοναχός της ερήμου. Κι όμως, μήτε το ένα , μήτε το άλλο! Ο συντάκτης αυτού του δακρύβρεκτου υμνολογικού κειμένου ήταν ένας άνδρας στην πλήρη ακμή του, και μάλιστα εστεμμένος! Ήταν ο βυζαντινός Αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρης (1222-1258), που λίγο προ του θανάτου του εκάρη Μοναχός και έλαβε το όνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, ήταν ιδιαίτερα λεπτός και ευγενικός άνθρωπος , είχε δε την ευκαιρία να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση για την εποχή του. Εζησε όμως σε πολύ δύσκολους καιρούς. Οι Φράγκοι είχαν πάρει την Κωνσταντινούπολη, οι Βούλγαροι και το Δεσποτάτο της Ηπείρου έπρεπε να αντιμετωπισθούν καταλλήλως, οι δε Μουσουλμάνοι στη Μικρά Ασία ήταν μια άμεση και μόνιμη απειλή. Έχοντας φύση καλλιτεχνική ο τραγικός αυτός Αυτοκράτορας, δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί σε τέτοιες σκληρές ευθύνες χωρίς να κλονισθεί η υγεία του. Γι’ αυτό πέθανε σε ηλικία μόλις 36 ετών. Η ζωή του χαρακτηριζόταν από πολλές αντινομίες , που δεν ήταν βέβαια πρωτοφανείς μήτε στα βυζαντινά ανάκτορα, μήτε στην εν γένει ανώτερη γύρω τους κοινωνία.
Όμως αυτό ακριβώς στάθηκε το μεγαλύτερο θαύμα του Βυζαντίου προς την ανθρωπότητα. Το ότι δηλαδή οι αντινομίες του βίου δεν έκλεισαν ποτέ στο πρόσωπο τη θέα προς την αιωνιότητα και τη σωτηρία , εφ’ όσον υπήρχε η μετάνοια. Έκαναν και τότε φρικαλέα κάποτε εγκλήματα οι άνθρωποι, αλλά μετά, με ποταμούς ειλικρινών δακρύων , εξαγνίζονταν στα μάτια του Θεού και των ανθρώπων. Ολόκληρος ο χριστιανικός μεσαίωνας , σε Ανατολή και Δύση, σ’ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικότατο σημείο διαφέρει από τους νεώτερους χρόνους. Οι νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — από ανθρωπισμό, όπως ισχυρίζονται — να διαμορφώσουν έναν πολίτη νομοταγή και έντιμο, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις βαθύτερες πεποιθήσεις του, για την πίστη και την εν γένει πνευματική του αγρύπνια. Έτσι, αυτός ο πολίτης των νεωτέρων χρόνων και του ανθρωπισμού, ναρκισσευόμενος για την «αυτόνομη» και αυτονομημένη ηθική του, δεν έχει ποτέ γνωρίσει την συνριβή και την κάθαρση, την μετάνοια και τον αγιασμό που επιφέρουν τα μετά την αμαρτία δάκρυα. Και ερωτάται:
Τι σχέσει μπορεί να’ χουν αυτού του είδους οι πολίτες με την Βασιλεία του Θεού; Εμείς γνωρίζομε ότι ο Χριστός διεκήρυξε: ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν (Μαρκ. 2,17). Που σημαίνει ότι τη Βασιλεία του Θεού δεν την κατοικούν οι άψογοι νάρκισσοι που δεν ερράγισαν ποτέ μπροστά στα ανεξερεύνητα μυστήρια του Θεού, αλλά οι διά της μετανοίας αναγεννημένοι άνθρωποι.
Αυτές ακριβώς τις σωτηριώδεις αλήθειες γνωρίζοντας και ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος ο Λάσκαρης, ενώ περιγράφει το εαυτό του ότι ήταν «παντοίως τη λύπη τρωθείς και τιτρωσκόμενος», δεν απογοητεύεται, αλλά πιστεύει και αγρυπνεί. Πιστεύει και ελπίζει ότι μ’ όλες τις συμφορές του ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία του : «Οίμοι, τι ουκ εμοί γέγονεν! Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχική και ταπείνωσις σαρκική, ίνα σώσει ο πλάστης το συναμφότερον».
Του μακαριστού Αυτοκράτορος Θεοδώρου Β’ του Λασκάρεως , που μας εδίδαξε τον Παρακλητικό Κανόνα, αιωνία η μνήμη!
Από την Συλλογή κειμένων «ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ»
του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ .
Εκδόσεις”ΔΟΜΟΣ” -Αθήνα 1996