Του π. Ηλία Μάκου
Από το 2020, στις 8 Αυγούστου, η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του οσίου Καλλινίκου Πούλου (1919-1984), Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, ο οποίος κατάγονταν από τα Σιταράλωνα Αγρινίου και αγιοκατατάχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 23 Ιουνίου του 2020.
Ένας άγιος των ημερών μας, που πολλοί θυμούνται ότι το πρόσωπό του ήταν πάντα χαμογελαστό.
Η πορεία του φωτεινή από τα παιδικά του χρόνια και στη συνέχεια ως φοιτητής, ως γραμματέας και λαϊκός ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Αιτωλοακαρνανίας (από το 1942 έως το 1957, εκτός της τριετίας 1946-1949, που υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία μέσα στη λαίλαπα του εμφυλίου), ακολούθως ως διάκονος, πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Αιτωλοακαρνανίας και τελικά ως Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας (1967-1984).
Η έντονη λειτουργική ζωή του, η λιτότητα στον τρόπο διαβίωσής του, η ηρεμία του απέναντι στις επιθέσεις και η συγχωρητικότητα προς τους συκοφάντες του, που φανέρωνε την υπεροχή της καλοσύνης του μέσα στην απονιά του κόσμου, το ακατάπαυστο ενδιαφέρον του για την ανάδειξη του μοναχισμού, ήταν μερικά από τα σημεία-σημάδια του προσώπου και της δράσης του.
Αλλά και η απέραντη ταπεινότητά του έδειχνε ότι δεν είχε χτίσει τα θεμέλια της ζωής του στην άμμο.
Αν δεν είχε ταπείνωση ο άγιος Καλλίνικος, κανένα από τα επιτεύγματά του και στον πνευματικό και ηθικό τομέα και στον τομέα οργάνωσης της Μητροπόλεώς του, δεν θα μπορούσε να σταθεί. Απέφευγε τις ακρότητες, όπως και την ψεύτικη συμπεριφορά.
Έκρινε αυστηρά τον εαυτό του και με επιείκεια τους άλλους και δεχόταν ευχαρίστως την καλόπιστη κριτική και τις ανιδιοτελείς υποδείξεις. Και έτσι κατέκτησε τη δυσκολοπάτητη κορυφή των αρετών. Και ας θεωρούσε τον εαυτό του τελευταίο…
Αλλά εκεί, που φάνηκε ασυναγώνιστος ήταν η έγνοια του για την ανακούφιση των αδύναμων. Έφυγε από τη ζωή χωρίς ούτε μια δραχμή πάνω του και με ράσα φθαρμένα, τα χρήματά του τα διέθετε όλα στους φτωχούς.
Η φροντίδα του για τον πλησίον, μπορεί να ήταν θυσία κόπου και στερήσεων για τον ίδιο, ωστόσο, επειδή αγαπούσε ανεξάντλητα, δεν την υπολόγιζε καθόλου.
Άλλωστε τη στοργή περιμένουν οι δυστυχισμένοι συνάνθρωποι. Και όταν την προσφέρουμε, αυτό είναι η καλύτερη μαρτυρία ότι ανήκουμε στον Κύριο. Αυτό είναι ο καρπός του πνεύματος.
Και έβλεπε στα μάτια των ταλαιπωρημένων την απέραντη ευγνωμοσύνη τους.
Η καρδιά τους συγκλονίζονταν από την αληθινή αγάπη του απλού Επισκόπου, πολλές φορές κινούνταν ανάμεσά τους ως απλός παπάς και δεν φορούσε ούτε το εγκόλπιό του, και μια φλόγα άναβε μέσα τους.
Από το παραθύρι της ψυχής τους, που ήταν ρημαγμένο και σφαλιστό, ένιωθαν τη σπλαχνικότητα του πρόσχαρου αγίου Καλλινίκου, που ανά πάσα στιγμή, ακόμη και τη νύχτα, ήταν στη διάθεσή τους.
Με ό,τι έκανε, αλλά και με τον φλογισμένο και εμπνευσμένο λόγο του, νοιαζόταν να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού την παράδοση της Εκκλησίας. Θεωρούσε την αλλοίωση της παράδοσης ως απώλεια της εμπειρίας της χριστιανικής βιοτής.
Αυτή η απώλεια, κατά τον άγιο Καλλίνικο, δημιουργεί μια άλλη παράδοση, που δεν είναι Ορθόδοξη, που δεν έχει σχέση με τη Μία Εκκλησία, την Εκκλησία των Αποστόλων και των Αγίων, αλλά είναι κίβδηλη και ψευδεπίγραφη. Και φυσικά, δεν μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία.
Κατά την επώδυνη ασθένειά του έδειξε της μεγαλοσύνης του το θαύμα. Δεν έμεινε μέσα του κενός (άδειος) από το βαρύ φορτίο του πόνου, αλλά όλο και περισσότερο γινόταν καινός (καινούργιος), με τη σκέψη και την καρδιά του στραγγισμένη εντελώς από οποιαδήποτε πίκρα και χολή.
Η ζωή του αλησμόνητου οσίου Καλλινίκου ήταν, είναι και θα είναι μια διαρκής και ζωντανή μαρτυρία ότι μπορούμε να νικήσουμε με το Χριστό όλοι οι Χριστιανοί. Όσα έχει ο Χριστός, μπορούν να γίνουν και δικά μας. Δική μας η αληθινή ζωή. Δική μας η χαρά. Δική μας η ειρήνη. Δικός μας ο ουρανός. Όλα δικά μας, γιατί δικός μας είναι ο Χριστός.
Αν θελήσουμε μπορούμε να ακούσουμε, όπως τα άκουσε ο όσιος Καλλίνικος, τα βήματα του Χριστού. Μας συνοδεύει κάθε στιγμή και μας προστατεύει. Είναι παρών, είναι κοντά μας.